Υβριδικά και “Τριβριδικά” καταγραφικά: Αυτόνομα & PC-Based DVR/NVR που συνδυάζουν αναλογικές, IP και HD/SDI κάμερες
Από τη σύγκριση IP και HD/SDI καμερών συμπεραίνει κανείς ότι υπάρχουν πλεονεκτήματα τόσο για τις IP, όσο και για τις HD/SDI και ο εγκαταστάτης θα πρέπει να μπορεί να διαθέτει τα αντίστοιχα καταγραφικά, ώστε να μπορεί να συνδυάσει τις παραπάνω τεχνολογίες ανάλογα με τις απαιτήσεις του έργου- και φυσικά το διαθέσιμο προϋπολογισμό.
Καθώς οι νέες τεχνολογίες πληθαίνουν και αυξάνονται οι επιλογές, μοιραία αυξάνεται και η πολυπλοκότητα των συστημάτων. Την τελευταία δεκαετία, στην ευρύτατη γκάμα των αναλογικών καμερών που κατείχαν – και κατέχουν – τη μερίδα του λέοντος στις πωλήσεις των συστημάτων CCTV παγκοσμίως, προστέθηκαν και οι IP κάμερες. Μετά την πάροδο των πρώτων χρόνων, η αγορά έδειξε ότι ήταν πράγματι διατεθειμένη να ενσωματώσει και να προωθήσει τις – ομολογουμένως κάπως ακριβότερες – IP κάμερες, αρκεί αυτές να προσφέρουν κάτι αξιοπρόσεκτα καλύτερο. Το χαρακτηριστικό που τελικά έκαμψε τις όποιες αντιστάσεις της αγοράς ήταν η – κάτι περισσότερο από ευδιάκριτη – διαφορά στην ποιότητα εικόνας των Megapixel IP καμερών, σε σχέση με τις συνήθεις αναλύσεις CIF και 4CIF. Αυτή η σημαντικά υψηλότερη ανάλυση και ευκρίνειά τους, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα πώλησης και πολύ σημαντικό πλεονέκτημα για την αποτελεσματικότερη κάλυψη μεγάλων ανοιχτών χώρων και κρίσιμων σημείων.
IP κάμερες και συμβατότητα
Όμως η προσθήκη IP καμερών σε μια εγκατάσταση δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχαν συνηθίσει οι εγκαταστάτες CCTV την τελευταία 20ετία. Και δεν ήταν σε καμία περίπτωση απροβλημάτιστη. Με τις αναλογικές κάμερες, ο εγκαταστάτης δεν είχε ποτέ να ασχοληθεί με θέματα συμβατότητας μεταξύ του καταγραφικού και της κάμερας. Μπορούσε να διαλέξει μεταξύ εκατοντάδων κατασκευαστών και μοντέλων καμερών και να προβληματιστεί μόνο για θέματα όπως ο επαρκής φωτισμός, η ποιότητα εικόνας της κάμερας, η ευχρηστία και οι δυνατότητες του λογισμικού του καταγραφικού κ.λπ. Πλέον όμως έχει να αντιμετωπίσει και το τεράστιο θέμα της συμβατότητας.
Οι κατασκευαστές καταγραφικών δίνουν κάποια λίστα με συμβατά μοντέλα τα οποία μπορεί να υποστηρίζονται, να «οδηγούνται» εγγενώς και όλες οι λειτουργίες της IP κάμερας να είναι ενεργές και αξιοποιήσιμες (substream, επαφές, ήχος, ενσωματωμένα video analytics κ.λπ.) από το λογισμικό διαχείρισης του καταγραφικού, δεν είναι όμως λίγες οι φορές που κάποιες από αυτές τις λειτουργίες, πολύ απλά δεν παίζουν σωστά. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό εξηγείται ως εξής: το να ενσωματωθεί ένα μοντέλο IP κάμερας στο λογισμικό κάποιου καταγραφικού, απαιτεί αφενός κάποιο χρόνο από τους προγραμματιστές του λογισμικού και αφετέρου δοκιμές και διορθώσεις. Με άλλα λόγια, οι προγραμματιστές θα πρέπει να προμηθεύονται κάθε ένα μοντέλο IP κάμερας (από τη λίστα που υποτίθεται ότι υποστηρίζουν) και να αφιερώνουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό εργατοωρών για την πλήρη και δοκιμασμένη ενσωμάτωσή του. Και όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, αυτό το κάνουν πολύ λίγες, καλές εταιρείες λογισμικού για IP κάμερες.
Αυτό ακριβώς το μεγάλο πρόβλημα προσπάθησε να λύσει το πρωτόκολλο ONVIF, που επινοήθηκε ως λύση από ένα συνασπισμό μεγάλων εταιρειών IP καμερών, προκειμένου να βρεθεί μια κοινή γλώσσα, ένα κοινώς αποδεκτό πρωτόκολλο επικοινωνίας μεταξύ των καμερών και των λογισμικών διαχείρισης, ώστε να διευκολυνθεί η διαδικασία και το κόστος ενσωμάτωσης, προς όφελος όλων. Το θέμα είναι ότι αυτή η προσπάθεια είναι ακόμα στην αρχή της και δεν έχει δώσει ακόμα τα επιθυμητά αποτελέσματα, διότι παρόλο που οι περισσότεροι κατασκευαστές προσφέρουν συμβατότητα με ONVIF, η συμβατότητα αυτή αφορά συνήθως στις πολύ βασικές λειτουργίες και η τελική συνεργασία με τα λογισμικά δεν είναι ακόμα πλήρης και απροβλημάτιστη.
Κάμερες HD/SDI (High Definition – Serial Digital Interface)
Απάντηση στο πρόβλημα της συμβατότητας δίνουν οι κάμερες HD/SDI. Οι HD/SDI δίνουν ψηφιακό σήμα video, μέσω ομοαξονικού και βύσματος BNC, σε υψηλή High Definition ανάλυση, που είναι και το βασικό ζητούμενο. Κατά αντιστοιχία με τις IP Megapixel κάμερες, οι HD/SDI δίνουν – ανάλογα με το μοντέλο – 1,3 ή 2,1 Megapixel. Όμως, σε αντίθεση με τις IP κάμερες η ψηφιακή ροή που παράγουν είναι σε ασυμπίεστη μορφή, όπως συμβαίνει και με το αναλογικό σήμα των συμβατικών καμερών. Έτσι τη λειτουργία της συμπίεσης την αναλαμβάνει το DVR ή η ειδική κάρτα συμπίεσης όταν πρόκειται για PC-based DVR/NVR, όπως ακριβώς και με τις αναλογικές. Το θέμα λοιπόν της συμβατότητας παρακάμπτεται. Έχουν όμως μόνο πλεονεκτήματα οι HD/SDI σε σχέση με τις IP;
Σύγκριση IP Megapixel και HD/SDI
Βασικά πλεονεκτήματα των IP Megapixel καμερών:
- Η ανάλυση. Εύκολα βρίσκει κανείς στην αγορά IP Megapixel κάμερες των 2, 3, 5 ή 8 Megapixel, ενώ ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους και κάμερες των 14 Megapixel, όπως και συστήματα που συνδυάζουν και ενοποιούν πολλές κάμερες (Multi-Megapixel) και φτάνουν μέχρι και τα 200 Megapixel.
Οι HD/DSI αντιθέτως, δεν υπερβαίνουν τα 2,1 Megapixel.
Βέβαια καταλαβαίνει κανείς ότι οι κάμερες των πολλών Megapixel είναι και αρκετά ακριβότερες (όχι πάντως αναλογικά με τα επιπλέον pixels), ενώ και οι εφαρμογές που απαιτούν τόσο υψηλή ανάλυση είναι πολύ συγκεκριμένες (κυρίως αεροδρόμια, λιμάνια και γήπεδα) και αποτελούν ένα μικρό μόνο τμήμα της αγοράς. - Κάποιοι κατασκευαστές IP καμερών ενσωματώνουν επιπλέον έξυπνα χαρακτηριστικά, όπως διάφορα Video Analytics (διάσχιση γραμμής, καταμέτρηση ατόμων ή οχημάτων, εμφάνιση ή εξαφάνιση αντικειμένων, tamper detection, ανίχνευση καπνού μέσω video, εγκαταλελειμμένα αντικείμενα κ.ά.), των οποίων ο επεξεργαστικός φόρτος κατανέμεται σε κάθε IP κάμερα και όχι στον κεντρικό επεξεργαστή του καταγραφικού.
- Συνδέονται τόσο μέσω UTP καλωδίωσης όσο και μέσω ομοαξονικού καλωδίου, αλλά στη δεύτερη περίπτωση με το επιπλέον κόστος κάποιου μετατροπέα.
- Οι περισσότερες IP κάμερες μπορούν να δεχθούν κάρτα μνήμης ή ακόμα και εξωτερικό σκληρό δίσκο, όπου μπορούν να καταγράφουν video τοπικά και έτσι να παρέχουν μια επιπλέον ασφάλεια στα δεδομένα, στην περίπτωση που προκύψει κάποιο πρόβλημα στο δίκτυο ή στον κεντρικό καταγραφέα (DVR).
Βασικά πλεονεκτήματα των HD/SDI καμερών:
- Η συμβατότητα. Όπως εξηγήθηκε και προηγουμένως, το γεγονός ότι είναι εναρμονισμένες στη λογική των αναλογικών καμερών είναι μακράν ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο οι εγκαταστάτες θα τις αγαπήσουν.
- Καλύτερη ποιότητα εικόνας στη ζωντανή προβολή. Επειδή το σήμα είναι ασυμπίεστο, η εικόνα που θα πάρουμε πριν αυτή συμπιεστεί για να γίνει η καταγραφή στο δίσκο, είναι πιο καθαρή από αυτήν της IP κάμερας.
- Καμία καθυστέρηση (latency) στο video. Το να φτάνει η εικόνα στο καταγραφικό με καθυστέρηση 0,5 έως 1 δευτερόλεπτο, όπως συμβαίνει με τις IP κάμερες, δεν αποτελεί σημαντικό πρόβλημα – ιδιαίτερα όταν πρόκειται για σταθερές κάμερες (στις κινητές αυτό δημιουργεί κάποιο πρόβλημα στο χειρισμό τους). Όμως σε μερικές περιπτώσεις έχουμε και απώλεια αρκετών frame. Αυτά τα φαινόμενα δεν εμφανίζονται με τις HD/SDI κάμερες και για αυτό το λόγο, ειδικά στην περίπτωση των PTZ, οι HD/SDI έχουν το προβάδισμα.
- Το ότι συνδέονται μέσω ομοαξονικού είναι ένα αμφιλεγόμενο πλεονέκτημα, καθώς ήδη εδώ και χρόνια οι περισσότερες εγκαταστάσεις γίνονται με UTP. Και προς το παρόν μετατροπέας για μετάδοση HD/SDI σήματος μέσω UTP δεν έχει εμφανιστεί. Στις εγκαταστάσεις όμως όπου υπάρχει ήδη εγκατεστημένο ομοαξονικό καλώδιο, δεν χωράει αμφιβολία ότι μια HD/SDI κάμερα θα προτιμηθεί.
Από την παραπάνω συνοπτική σύγκριση, συμπεραίνει κανείς ότι υπάρχουν πλεονεκτήματα τόσο για τις IP όσο και για τις HD/SDI και ο εγκαταστάτης θα πρέπει να μπορεί να διαθέτει τα αντίστοιχα καταγραφικά, ώστε να μπορεί να συνδυάσει τις παραπάνω τεχνολογίες, ανάλογα με τις απαιτήσεις του έργου και φυσικά το διαθέσιμο προϋπολογισμό.
Ας δούμε πώς περίπου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα καταγραφικά, ανάλογα με το είδος του έργου.
Αυτόνομα (Standalone) καταγραφικά
- Standalone για αναλογικές κάμερες μόνο
Αποτελούν τον κορμό της αγοράς χαμηλού προϋπολογισμού.
Όταν η εγκατάσταση δεν δημιουργεί ιδιαίτερες απαιτήσεις και ο διαθέσιμος προϋπολογισμός του έργου είναι μικρός, τότε οι εγκαταστάτες προτιμούν – σχεδόν αποκλειστικά – αυτόνομα (standalone) καταγραφικά μόνο για αναλογικές κάμερες. Είναι απλά στη χρήση και στην εγκατάσταση και ιδιαίτερα οικονομικά.
Μειονεκτήματα; Ναι. Όπως με όλα τα καταγραφικά τύπου standalone, το μόνο που μπορεί κανείς να αναβαθμίσει στο μέλλον είναι η χωρητικότητα των σκληρών δίσκων. Δεν θα μπορεί για παράδειγμα να προσθέσει μερικές Megapixel κάμερες στο μέλλον, όταν και θα έχουν πέσει οι τιμές τους, για να ενισχύσει το σύστημά του. Επιπλέον μειονέκτημα είναι το λογισμικό τους. Είναι μεν εύχρηστο, αλλά σπάνια μπορεί να συγκριθεί με τις δυνατότητες ενός καλού PC based λογισμικού. - Υβριδικά Standalone με IP (αναλογικές κάμερες και IP)
Αν δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε τα συγκεκριμένα μοντέλα των IP καμερών που θα χρησιμοποιηθούν να υποστηρίζονται πλήρως από το καταγραφικό, τότε δεν θα υπάρξει πρόβλημα συμβατότητας. Αν επίσης ο αριθμός των Megapixel καμερών που μπορεί να «σηκώσει» είναι αρκετός, αποτελεί ένα ακόμα σημείο που θέλει προσοχή. Το ζήτημα της μελλοντικής αναβάθμισης όμως παραμένει και η τιμή τους είναι συγκρίσιμη με ένα καλό PC-based καταγραφικό. Αξίζει;
Υβριδικά Standalone με HD/SDI (αναλογικές κάμερες και HD/SDI)
Διατηρούν μεν τα μειονεκτήματα των standalone DVR που αναφέρθηκαν προηγουμένως, αλλά παρακάμπτουν εντελώς το πρόβλημα της συμβατότητας, ο αριθμός των καμερών που μπορούν να δεχθούν είναι απόλυτα σαφής (π.χ. 8 αναλογικές και 4 HD), ενώ και η εγκατάστασή τους είναι ακριβώς ίδια με αυτό που οι περισσότεροι εγκαταστάτες έχουν συνηθίσει. Η τιμή τους είναι κάπως χαμηλότερη σε σχέση με τα standalone υβριδικά που δέχονται αναλογικές και IP και ως εκ τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα επόμενα χρόνια θα καταλάβουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς χαμηλού και μέσου προϋπολογισμού.
Τριβριδικά PC-Based καταγραφικά
Τριβριδικά (Tribrid), διότι μπορούν να δεχθούν και τους τρεις τύπους καμερών. Πρόκειται για επαγγελματικούς video servers με κάρτες ψηφιοποίησης για αναλογικές και HD/SDI κάμερες από εξειδικευμένους κατασκευαστές και όχι για οικιακούς υπολογιστές που τους προσθέτουμε μια οποιαδήποτε φθηνή κάρτα ψηφιοποίησης και ένα κακό λογισμικό. Αυτός ο διαχωρισμός είναι απαραίτητος, διότι η Ελληνική – και όχι μόνο – αγορά έχει ταλαιπωρηθεί από τέτοιου τύπου Do It Yourself ιδιοκατασκευές και στο άκουσμα του όρου "PC-based", δικαίως ή μη, αναπηδά. Ας μην ξεχνάμε ότι όλα τα μεγάλα έργα παγκοσμίως και οι σύνθετες εγκαταστάσεις με video analytics, face recognition, license plate recognition κ.λπ. βασίζονται σε τέτοιους PC-based video servers.
Έχουν ένα μειονέκτημα. Είναι ακριβότεροι από τα περισσότερα standalone.
Έχουν όμως πολλά πλεονεκτήματα, με κυριότερο ότι είναι περισσότερο "future proof".
- Είναι δυνατό να αναβαθμιστεί ο αριθμός των καμερών που δέχονται. Τόσο ο αριθμός των αναλογικών και HD/SDI με επιπλέον κάρτες, όσο και των IP με αναβάθμιση στον επεξεργαστή και στη μνήμη.
- Το λογισμικό τους είναι πολύ πιο πλούσιο σε δυνατότητες. Εξυπνότεροι τρόποι αναζήτησης του video, δυνατότητα πολλών προγραμματιζόμενων εξόδων monitor, ενοποιήσεις με συστήματα POS, ATM ή Access Control, ανίχνευση ήχου, μέχρι και video analytics, είναι μερικές μόνο από αυτές.
Το σημαντικότερο όμως πλεονέκτημά τους είναι η ευελιξία που παρέχει η δυνατότητα να δέχονται κάθε τύπο κάμερας και ως εκ τούτου να αποκομίσει ο τελικός χρήστης τα οφέλη από τον κάθε τύπο.
Συμπεράσματα και πρόβλεψη
Η αγορά χαμηλού προϋπολογισμού, κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να επιλέγει οικονομικά standalone καταγραφικά και αναλογικές κάμερες. Εκτιμώ όμως ότι πολύ σύντομα θα αρχίσει να κοιτάζει με αυξανόμενο ενδιαφέρον λύσεις που θα συμπεριλαμβάνουν και HD/SDI κάμερες. Ως εκ τούτου η δημοφιλία των standalone υβριδικών για αναλογικές και HD/SDI θα μεγαλώσει.
Στην αγορά μέσου προϋπολογισμού, η οποία σαφώς και ενδιαφέρεται τόσο για τις IP Megapixel όσο και για τις HD/SDI, μάλλον θα μοιραστεί μεταξύ των υβριδικών standalone και των οικονομικών τριβριδικών PC-based.
Στην απαιτητική αγορά του υψηλού προϋπολογισμού, δεν μπορεί παρά να κυριαρχήσουν τα PC-based Τριβριδικά συστήματα με Hi-End δυνατότητες και video analytics.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει να κάνει ο εγκαταστάτης είναι να γνωρίζει καλά τις τεχνικές επιλογές του, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε μίας και να οδηγεί τον τελικό πελάτη στη βέλτιστη επιλογή, ανάλογα με τις απαιτήσεις και το ύψος της επένδυσης που αυτός είναι διατεθειμένος να κάνει.
του Γιώργου Σκούρα
Pre Sales & Product Manager
Novo Technologies