Βιομετρικά συστήματα: Τι μέλει γενέσθαι
Για πολλά χρόνια η βιομετρική τεχνολογία θεωρούνταν ως το επόμενο μεγάλο γεγονός στον κλάδο των συστημάτων ελέγχου πρόσβασης. Εντούτοις, οι εξελίξεις – τουλάχιστον μέχρι σήμερα – δεν δικαίωσαν τις συγκεκριμένες προσδοκίες για λόγους που όμως δεν σχετίζονται με την αποδοχή τους από την αγορά, η οποία ήταν σημαντική, αλλά οφείλονται σε νομικές αγκυλώσεις.
Αν και πολλοί από εμάς γνωρίσαμε τις βιομετρικές εφαρμογές μέσω των ταινιών του Χόλυγουντ, η πρώτη εμπορική εφαρμογή υλοποιείται στα μέσα της δεκαετίας του 1985 και ήταν ένας αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος. Όντας όμως παρασυρμένοι από εκείνα που παρουσίαζαν οι ταινίες, πολλοί θεώρησαν ότι τα βιομετρικά συστήματα θα άλλαζαν ριζικά τη μορφή και το χαρακτήρα των συστημάτων ελέγχου πρόσβασης.
Κατά την αρχική φάση διείσδυσής τους, οι υπέρμαχοι της τότε πρωτοεμφανιζόμενης τεχνολογίας εκτιμούσαν ότι θα επέφεραν αξιοσημείωτες αλλαγές, όπως την επίτευξη του μέγιστου δυνατού βαθμού ασφάλειας, την ελαχιστοποίηση του χρόνου για την είσοδο των ανθρώπων στους επιτηρούμενους χώρους και την ακρίβεια στη διαπίστευσή τους. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα συνέθεταν ολοκληρωμένες λύσεις και θα καθιστούσαν τα βιομετρικά συστήματα ως το καλύτερο εργαλείο για την αναγνώριση και ταυτοποίηση ανθρώπων.
Οι πρώτες επιφυλάξεις
Όμως στην περίοδο που μεσολάβησε από τότε μέχρι σήμερα, προέκυψαν θέματα που λειτούργησαν κάπως αρνητικά στην περαιτέρω εδραίωση της θέσης της βιομετρικής τεχνολογίας. Το αυξημένο κόστος σε σχέση με τους συμβατικούς αναγνώστες ήταν και παραμένει ένα σημαντικό θέμα. Όπως όλοι γνωρίζουμε, ειδικά σε περιόδους όπως η σημερινή, με την οικονομική ύφεση να χτυπάει και τις πιο ισχυρές οικονομίες του κόσμου, η παράμετρος του κόστους είναι πλέον σημαντική και είναι λόγος επαρκής για την καθυστέρηση της διείσδυσης μιας τεχνολογίας, όταν αυτή μάλιστα δεν είναι σε θέση να αποσβέσει άμεσα το ποσό που επενδύεται σε αυτήν. Παράλληλα όμως προέκυψαν και ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ασφαλείας. To ειρωνικότερο όλων είναι ότι οι περισσότερες αμφιβολίες ανέκυψαν μέσα από το μέσο που έφερε σε επαφή τα βιομετρικά συστήματα με το ευρύ κοινό, δηλαδή τις κινηματογραφικές ταινίες. Σε πολλές από αυτές, οι θεατές έγιναν μάρτυρες επιτυχημένων προσπαθειών παραπλάνησης των συστημάτων αναγνώρισης με διάφορους ευφάνταστους τρόπους. Επειδή πολλές φορές η πραγματικότητα και η κινηματογραφική μυθοπλασία ταυτίζονται με έναν τρόπο δύσκολο ώστε να αντιληφθεί κάποιος πού είναι τα όρια αυτών των δύο, πολλοί ήταν εκείνοι που επηρεάστηκαν από αυτές τις ταινίες. Οπότε, το αυξημένο κόστος, ο υψηλός βαθμός τεχνογνωσίας που έκανε δύσκολη την εγκατάσταση αλλά και τη χρήση τους, η έλλειψη εμπιστοσύνης για τις πραγματικές δυνατότητες, η αδυναμία των εταιρειών να περάσουν τα σωστά μηνύματα για την προώθησή τους αλλά και να βγάλουν στην αγορά μεγάλο πλήθος προϊόντων, οδήγησαν εντέλει τον κλάδο των βιομετρικών συστημάτων στη στασιμότητα. Σημαντικό ρόλο φυσικά έπαιξαν και τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν από φορείς που έχουν την ευθύνη προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Το θέμα είναι ΄΄τι μέλλει γενέσθαι΄΄ από εδώ και στο εξής;
Η εξέλιξή τους
Ως βιομετρία ορίζεται η επιστήμη καταγραφής των διάφορων ανθρώπινων χαρακτηριστικών (όπως το χρώμα ματιών, τα δακτυλικά αποτυπώματα, το ύψος κ.ά.) και ο συστηματικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνει η επεξεργασία αυτών και να αξιοποιηθούν. Οπότε, τα βιομετρικά συστήματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν μια βάση δεδομένων αποτελούμενη από αυτά τα χαρακτηριστικά και να τη χρησιμοποιήσουν ως μέσο ταυτοποίησης ενός προσώπου. Μάλιστα, έναν ενδιαφέροντα ορισμό για τη συγκεκριμένη τεχνολογία έδωσε ο Ben Miller, ένας από τους πρωτοπόρους του συγκεκριμένου χώρου, ο οποίος το 1987 όρισε τη βιομετρική τεχνολογία ως μία αυτόματη μέθοδο αναγνώρισης και ταυτοποίησης της ταυτότητας ενός ανθρώπου, που να βασίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του.
Η πρώτη εμπορική χρήση της τεχνολογίας γίνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν παρουσιάστηκε το Identimat και χρησιμοποιήθηκε από μια εταιρεία της Wall Street για την ωρομέτρηση του προσωπικού της. Από τότε μέχρι σήμερα έχει περάσει πολύς καιρός αλλά ακόμα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί μία σαφής άποψη για την προοπτική των βιομετρικών συστημάτων. Αν και βρίσκονται καιρό πλέον στο προσκήνιο και έχουν ωριμάσει ως τεχνολογία, παρ΄ όλα αυτά δεν έχουν κατακτήσει το ανάλογο μερίδιο της αγοράς. Υπάρχουν ιστορίες για επιτυχημένα έργα εγκατάστασης βιομετρικών συστημάτων, αλλά παράλληλα και αποτυχημένα εγχειρήματα που δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο το έργο εκείνου που θα τολμήσει να κάνει μια σχετική πρόβλεψη.
Τα δεδομένα
Ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα μία έρευνα της IMS. Ουσιαστικά, μέσω της έρευνάς της, οι αναλυτές επιβεβαιώνουν τα προαναφερόμενα. Δηλαδή, ότι παρά το θόρυβο που έγινε στην αρχή της παρουσίας τους, ο ρυθμός διάδοσης των βιομετρικών συστημάτων παραμένει χαμηλότερος από τα αρχικώς προβλεπόμενα. Το κόστος, η αποδοχή από τους χρήστες αλλά και η νομοθεσία (σε ορισμένα κράτη είναι πολύ αυστηρή καθώς υπάρχει το σκεπτικό ότι η χρήση βιομετρικών συντελεί στην παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων) αποτελούν ορισμένους από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες για την περαιτέρω εξάπλωσή τους. Η έρευνα βέβαια επικεντρώνεται σε μία συγκεκριμένη κατηγορία συσκευών βιομετρικής αναγνώρισης, εκείνης των συσκευών αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων, αλλά αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο τις γενικότερες επικρατούσες τάσεις. Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτής της έρευνας προβλέπει ότι ο κύκλος εργασιών της παγκόσμιας αγοράς συσκευών δακτυλοσκόπησης θα προσεγγίσει το ποσό των 650 εκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2013. Ο συντάκτης της έρευνας και αναλυτής της εταιρείας, Justin Siller, αναφέρει ότι η συγκεκριμένη τεχνολογία είναι διαθέσιμη για αρκετό καιρό, αλλά μάλλον χωρίς την ανάλογη εμπορική αποδοχή – τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια άρχισαν να παρουσιάζονται και τα πρώτα προϊόντα με εμπορική επιτυχία. Συνεχίζει ο Siller: ΄΄Κυρίως είναι ο δημόσιος τομέας που προωθεί τη χρήση των συστημάτων δακτυλοσκόπησης. Οι συσκευές αυτής της κατηγορίας χρησιμοποιούνται συνήθως από αστυνομικές αρχές αλλά και από τις διοικήσεις των φυλακών, προκειμένου να συλλέξουν δεδομένα για καταδικασθέντες και ύποπτους για εγκληματικές ενέργειες. Στα κυβερνητικά κτήρια η χρήση παρόμοιων συσκευών για τον έλεγχο πρόσβασης αυξάνεται, καθώς όλες οι κυβερνήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχώς αναζητούν αυξημένες προδιαγραφές ασφάλειας. Η χρήση αυτών των συσκευών σε αρχικό επίπεδο και η επιτυχία τους οδήγησαν τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε επέκταση της χρήσης τους και σε άλλες εφαρμογές, όπως στα ηλεκτρονικά διαβατήρια, στους συνοριακούς ελέγχους, στα προγράμματα ελέγχου των μεταναστών, στα εκλογικά βιβλιάρια (όπου χρησιμοποιούνται) αλλά και στα προγράμματα κρατικής υγειονομικής περίθαλψης (βιβλιάρια υγείας). Με αυτόν τον τρόπο όμως η αλυσίδα διευρύνεται και όσο επεκτείνεται η χρήση των συστημάτων δακτυλοσκόπησης στις κυβερνητικές υπηρεσίες, τόσο μεγαλώνει και ο βαθμός χρήσης τους και σε άλλους κλάδους. Τα συστήματα λοιπόν γίνονται όλο και πιο δημοφιλή, καταλήγει ο Siller. Ακόμα και στον τομέα της υγείας η χρήση τους συνιστάται ως το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία των δεδομένων των ασθενών, ενώ και στη βιομηχανία αυξάνονται οι εφαρμογές τους κυρίως σε εφαρμογές επιτήρησης των χρόνων της γραμμής παραγωγής αλλά και της ωρομέτρησης του προσωπικού. Από την έρευνα της IMS προκύπτει λοιπόν ότι ναι μεν τα συστήματα βιομετρικής αναγνώρισης δεν είχαν την πρόοδο που αναμενόταν στην αρχή της εμφάνισής τους, όμως παρ’ όλα αυτά, σταδιακά αλλά σταθερά βρίσκουν το δρόμο τους μέσα στην αγορά.
Χρήσεις
Οι σημαντικότεροι χρήστες τους είναι συνήθως οι κυβερνήσεις, καθώς αυτές έχουν το οικονομικό περιθώριο να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος επένδυσης αυτών των συσκευών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κυβέρνηση της Ινδίας, που χρησιμοποιεί ένα υβριδικό σύστημα αναγνώρισης προσώπου και δάκτυλου για τον έλεγχο εκείνων που κάνουν αίτηση για την απόκτηση ταυτότητας. Σε ορισμένες πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μέσης Ανατολής η αναγνώριση της ίριδας χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των ξένων εργαζόμενων. Επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποιούν βιομετρικά συστήματα για τον έλεγχο των ξένων επισκεπτών που είναι ύποπτοι για τρομοκρατικές ή εγκληματικές ενέργειες ή και για εκείνους που παραβιάζουν τους μεταναστατευτικούς νόμους. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εφαρμογής βιομετρικού συστήματος είναι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 στην Ατλάντα, όπου χρησιμοποιήθηκε σε ευρεία κλίμακα ένα σύστημα αναγνώρισης παλάμης για τον έλεγχο της πρόσβασης στο Ολυμπιακό Χωριό. Το σύστημα ήταν υπεύθυνο για την ταυτοποίηση περίπου 65.000 προσώπων, ενώ σε διάστημα 28 ημερών έγιναν πάνω από 1.000.000 αναγνωρίσεις.
Εντούτοις υπάρχουν και αποτυχημένα εγχειρήματα χρήσης βιομετρικών συστημάτων. Το πιο γνωστό είναι ίσως το πρόγραμμα ΄΄Verified Identify Pass΄΄ (Ταυτοποίησης Προσώπων), το οποίο εφαρμόστηκε σε 20 αεροδρόμια των Η.Π.Α. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος στο οποίο έγινε προσπάθεια χρήσης έξυπνων καρτών με βιομετρικά στοιχεία (ίριδας ή δακτύλου), οι επιβάτες θα μπορούσαν πληρώνοντας ένα αντίτιμο, να υποβάλλονται σε κάποιους συγκεκριμένους ελέγχους που θα γίνονται γρηγορότερα, ώστε να διευκολύνονται στις γραμμές ελέγχου ασφάλειας. Εντούτοις, η δυσπιστία των υπηρεσιών της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό το πρόγραμμα τρομοκράτες – με λευκό όμως ποινικό μητρώο, ουσιαστικά ακύρωσε τα όποια πλεονεκτήματα του προγράμματος και σταδιακά το πρόγραμμα εκφυλίσθηκε όπως αναφέρει ο Walter Hamilton, πρόεδρος ενός διεθνούς Οργανισμού της Βιομηχανίας Βιομετρικών Συστημάτων (International Biometric Industry Association).
Προβληματισμοί
Η πρώτη παράμετρος που έρχεται στο νου όταν προσπαθεί κάποιος να αξιολογήσει τη βιομετρική τεχνολογία είναι μια σύγκριση με τα ευρέως χρησιμοποιούμενα συστήματα ελέγχου πρόσβασης που χρησιμοποιούν κάρτες πρόσβασης. Θέτουν λοιπόν το εύλογο ερώτημα, σε τι διαφέρουν. Αυτό λοιπόν που πρέπει να έχουμε υπόψη μας, είναι ουσιαστικά ότι και τα βιομετρικά αποτελούν ένα σύστημα αναγνώρισης με παρόμοια αρχή λειτουργίας, αλλά με διαφορετικό μέσο αναγνώρισης. Εκεί που χρησιμοποιούνταν κάρτες, πλέον αυτές αντικαθίστανται με κάποιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό.
Οπότε, οι διαφορές εστιάζονται στον τρόπο με τον οποίο το κάθε σύστημα επεξεργάζεται τα δεδομένα. Το πιο βασικό θέμα είναι η έλευση και αποχώρηση των χρηστών μέσα σε ένα χώρο. Δηλαδή πόσος χρόνος απαιτείται για τη διαδικασία αναγνώρισης. Στην αρχή της εργάσιμης ημέρας είναι προφανές ότι θα υπάρχει μεγάλη προσέλευση, οπότε οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διαδικασία αναγνώρισης δημιουργεί προβλήματα, ουρές και εκνευρισμούς. Εδώ προκύπτει ένα θέμα που έχει να κάνει με την ευχρηστία των βιομετρικών συστημάτων. Στην πρώτη περίπτωση και όταν ένας χρήστης παρουσιάζει μία κάρτα σε έναν αναγνώστη, τότε το σύστημα ελέγχει εάν η κάρτα έχει δικαίωμα πρόσβασης στο χώρο και αναλόγως πράττει. Στα βιομετρικά συστήματα (έστω ότι αναφερόμαστε σε σύστημα αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων) ο χρήστης εισάγει το δάκτυλό του στον αναγνώστη, αυτός σκανάρει το αποτύπωμα, το μετατρέπει σε ένα ψηφιακό πρότυπο και στη συνέχεια θα πρέπει το σύστημα να ψάξει όλα τα αποθηκευμένα πρότυπα, ώστε να κάνει τον απαραίτητο έλεγχο. Όλη αυτή η διαδικασία δημιουργεί μια λογική καθυστέρηση, που μπορεί σε ένα μόνο χρήστη να μη φαντάζει υπερβολική, αλλά αθροιστικά σε μεγάλο αριθμό χρηστών δημιουργεί σημαντικές καθυστερήσεις. Για να μειωθεί ο χρόνος αυτός υπάρχουν συστήματα στα οποία οι χρήστες χρησιμοποιούν και μία κάρτα ή έναν κωδικό, που αντιστοιχούν σε ένα συγκεκριμένο ψηφιακό πρότυπο δακτυλικού αποτυπώματος (ή οποιουδήποτε άλλου βιομετρικού χαρακτηριστικού). Αυτό το πρότυπο στη συνέχεια συγκρίνεται με το σκαναρισμένο αποτύπωμα, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι ο χρήστης είναι αυτός που δηλώνει. Αλλά και αυτή η διαδικασία απαιτεί περισσότερο χρόνο σε σχέση με τα συμβατικά συστήματα ελέγχου πρόσβασης.
Η ακρίβεια της διαδικασίας αναγνώρισης είναι άλλο ένα θέμα. Ένας κωδικός ή μία κάρτα ελέγχου πρόσβασης είναι είτε σωστή είτε λάθος. Όμως τα βιομετρικά χαρακτηριστικά είναι πιθανό να μην έχουν πάντα την ίδια μορφή, καθώς επηρεάζονται από την κατάσταση του προσώπου ή ακόμα και από τον τρόπο με τον οποίο τοποθετεί ο χρήστης το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό στον αναγνώστη. Για το λόγο αυτό υπάρχει η πρόβλεψη μεταξύ της Λανθασμένης Αποδοχής (False Accept) όπου ένας χρήστης με όχι ακριβές ίδιο χαρακτηριστικό γίνεται αποδεκτός – και της Λανθασμένης Απόρριψης (False Reject) όπου και πλέον απορρίπτεται. Αυτά όμως τα όρια τίθενται υποκειμενικά από τους κατασκευαστές, οπότε θα πρέπει να γίνεται έλεγχος από τους χειριστές των συστημάτων για την εναρμόνιση αυτών των ορίων με τις προδιαγραφές ασφάλειας της εφαρμογής. Όμως πάντα υπάρχει ο κίνδυνος είτε της παραβίασης του συστήματος από ένα μη εξουσιοδοτημένο χρήστη είτε της απόρριψης κάποιου που έχει νόμιμα δικαιώματα πρόσβασης.
¶λλο ένα στοιχείο που προκύπτει από τα δύο παραπάνω είναι ότι οι χρήστες οφείλουν να εκπαιδευτούν πάνω στη χρήση των βιομετρικών συστημάτων, καθώς έτσι θα μπορούν να τα χειρίζονται σωστά ώστε να μην υπάρχουν άσκοπες καθυστερήσεις ή αναίτιες απορρίψεις προσώπων.
Τέλος, μία σημαντική παράμετρος που πάντα τίθεται όταν αξιολογούνται τα βιομετρικά συστήματα είναι κατά πόσο υπάρχει παραβίαση της ιδιωτικότητας. Σε αντίθεση με τα συμβατικά συστήματα όπου ο χρήστης παίρνει μια κάρτα πιστοποιημένη από το ίδιο το σύστημα, στα βιομετρικά συστήματα οφείλει να εισαγάγει ένα δικό του χαρακτηριστικό μέσα στη βάση δεδομένων. Προκύπτουν λοιπόν λογικά ερωτήματα κατά πόσο είναι νόμιμο αυτό και ποιοι κίνδυνοι υπάρχουν για την παράνομη χρήση αυτών των δεδομένων, χωρίς φυσικά να το γνωρίζει ο άνθρωπος στον οποίο αντιστοιχούν. Είναι ερωτήματα που συνήθως δεν έχουν μονοσήμαντες απαντήσεις. Για το λόγο αυτό, η χρήση των βιομετρικών συστημάτων εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη νομοθεσία κάθε χώρας, που φυσικά διαφέρει από κράτος σε κράτος. Πριν λοιπόν ξεκινήσει οποιοδήποτε εγχείρημα εγκατάστασης και χρήσης ενός παρόμοιου συστήματος είναι απαραίτητο να διερευνηθούν ενδελεχώς με έμπειρους νομικούς συμβούλους οι νομικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν και να αξιολογηθούν σωστά οι πιθανές αντιδράσεις. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθούν περιστατικά στα οποία έγινε η προμήθεια και εγκατάσταση πανάκριβων βιομετρικών συστημάτων, για να μην μπορέσουν να λειτουργήσουν ποτέ από το βάρος των αντιδράσεων.
Ορμώμενοι από την τελευταία επισήμανση σχετικά με το κόστος, δεν μπορούμε φυσικά να αγνοήσουμε ότι μια σημαντική ένσταση σχετικά με τη βιομετρική τεχνολογία είναι το κόστος εφαρμογής της. Οι βιομετρικοί αναγνώστες είναι πολύ ακριβότεροι και για το λόγο αυτό πολλοί δεν προχωρούν εύκολα στην απόφαση εγκατάστασής τους. Ειδικά σήμερα, σε μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, παρόμοια ακριβά εγχειρήματα δεν αποφασίζονται εύκολα εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι ασφάλειας που τα επιβάλλουν.
Πλεονεκτήματα και τεχνολογίες
Κανείς όμως δεν μπορεί να παραγνωρίσει και τις θετικές αλλαγές που επιφέρει η χρήση ενός βιομετρικού συστήματος. Καταρχήν, ο μεγάλος βαθμός ασφάλειας. Ένα βιομετρικό χαρακτηριστικό είναι πολύ δύσκολο να αντιγραφεί ή να κλαπεί, όπως μία κάρτα ή και ένας κωδικός που ίσως είναι γραμμένος σε ένα χαρτί. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται και σε εφαρμογές υψηλής ασφάλειας. Κατά δεύτερον, η ευχρηστία τους ειδικά αν συνδυασθεί με την περαιτέρω βελτίωση της τεχνολογία τους είναι μία παράμετρος που πρέπει να αξιολογηθεί. Αυτό ίσως έρχεται σε αντίθεση με όσα προαναφέραμε προηγουμένως σχετικά με τους χρόνους εισόδου και τις ενδεχόμενες καθυστερήσεις. Αλλά αυτή είναι η μία πτυχή της ευχρηστίας ενός συστήματος. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίζει ότι με τη χρήση των βιομετρικών συστημάτων δεν θα υποχρεούνται οι χρήστες να φέρουν μαζί τους κάρτες αναγνώρισης ή να απομνημονεύουν κωδικούς εισόδου. Πόσες φορές οι χειριστές ενός συστήματος δεν έχουν βρεθεί απέναντι σε χρήστες που έχουν χάσει τις κάρτες τους, έχουν ξεχάσει τους κωδικούς τους ή χρησιμοποιούν λανθασμένες κάρτες ή κωδικούς, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να μπουν στο χώρο και να εκνευρίζονται αδικαιολόγητα. Αυτό το πρόβλημα, η χρήση των βιομετρικών συστημάτων μπορεί να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικότατα, καθώς τίποτα από τα δύο δεν θα είναι πλέον υποχρεωτικό.
Όταν αναφερόμαστε όμως σε βιομετρικά συστήματα, είναι λάθος να τα ομαδοποιούμε σε μία κατηγορία. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές τεχνολογίες, που κάθε μία έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα.
Καταρχήν υπάρχει η τεχνολογία αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων, που είναι ίσως και η αρχαιότερη και κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο σήμερα στην αγορά. Μία άλλη ραγδαία αναπτυσσόμενη κατηγορία είναι η αναγνώριση προσώπου, που αποτελεί και την κύρια μέθοδο για τη δημιουργία των ηλεκτρονικών διαβατηρίων. Μπορεί επίσης να συνδυαστεί αποτελεσματικά και με τα συστήματα επιτήρησης κλειστών χώρων (CCTV), ειδικά σε μεγάλους χώρους και εκδηλώσεις. Μια ενδιαφέρουσα τεχνολογία είναι εκείνη της αναγνώρισης της ίριδας. Αποτελεί μία από τις καλύτερες λύσεις για εφαρμογές υψηλής ασφάλειας, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι η διαδικασία σάρωσης για τη δημιουργία του ψηφιακού προτύπου έχει σχετικά μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας.
Για χρήση σε call centers, τραπεζικές και άλλες συναλλαγές, ιδιαίτερη απήχηση φαίνεται ότι βρίσκει η τεχνολογία της αναγνώρισης φωνής. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι μπορεί εύκολα να υπάρξουν πιθανές αλλαγές στη χροιά της φωνής ενός ανθρώπου λόγω κάποιας ασθένειας, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσκολία στη σωστή ταυτοποίησή του.
Τέλος, τον τελευταίο καιρό κερδίζει έδαφος ειδικά στις αγορές της Ιαπωνίας και της Κορέας, η τεχνολογία αναγνώρισης φλέβας. Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι συνδυάζει υψηλή ακρίβεια, καθώς το αποτύπωμα της φλέβας κάθε ανθρώπου είναι μοναδικό, με μεγάλο βαθμό υγιεινής, καθώς δεν απαιτείται η επαφή του ανθρώπου με τον αναγνώστη. Η αναγνώριση γίνεται με τη σάρωση υπέρυθρου φωτός πάνω στη φλέβα του δακτύλου. Επίσης η διαδικασία δεν επηρεάζεται από πιθανές αλλοιώσεις στο δέρμα του ανθρώπου, λόγω ακριβώς της χρήσης υπέρυθρου φωτός και του γεγονότος ότι δεν απαιτείται επαφή. Αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στον κλάδο των βιομετρικών συστημάτων και αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η μελλοντική πορεία αυτών των συστημάτων.
Το μέλλον
Η βιομετρική τεχνολογία έχει αναμφισβήτητα ένα σημαντικό ρόλο να παίξει στον κλάδο των συστημάτων αναγνώρισης. Η σημασία αυτή θα αυξάνεται όσο θα βελτιώνεται και η τεχνολογία και κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι ήδη υπάρχουν σημαντικά βήματα προόδου τα τελευταία χρόνια. Το κυριότερο δε πλεονέκτημά της, είναι ο υψηλός βαθμός ασφάλειας. Ακόμα βέβαια κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αποτελεί μια εναλλακτική πρόταση στα συστήματα ελέγχου πρόσβασης που χρησιμοποιούνται για καθημερινές απλές εφαρμογές, τόσο λόγω κόστους όσο και λόγω διάφορων δυσχερειών στη γρήγορη και απρόσκοπτη πρόσβαση του κοινού. Αλλά όταν εστιάζουμε σε χώρους όπου απαιτείται μεγάλος βαθμός διαβάθμισης, τότε είναι δύσκολο οποιαδήποτε άλλη μέθοδος να ανταγωνιστεί την ασφάλεια που παρέχουν τα βιομετρικά συστήματα. Αυτό είναι το μεγάλο τους συγκριτικό πλεονέκτημα σήμερα και πάνω σε αυτό θα βασιστούν για την περαιτέρω εξάπλωσή τους. Όταν δε η εμπορική τους αποδοχή γίνει μεγαλύτερη – με αποτέλεσμα να μειωθεί το κόστος παραγωγής τους και να αυξηθεί παράλληλα η ευχρηστία τους – τότε θα μπορούμε να μιλάμε βάσιμα και για διεύρυνση της χρήσης τους σε πιο απλές και καθημερινές εφαρμογές.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ