Συστήματα ελέγχου πρόσβασης: Θα έχουν το “πάνω χέρι” στα ενοποιημένα συστήματα;
Όταν αναφερόμαστε σε ενοποιημένα συστήματα ασφάλειας τότε σαφώς και κάποιο θα έχει ένα βασικό ρόλο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Όπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις και σύμφωνα με ό,τι αναλύεται στις επόμενες σελίδες, το ρόλο αυτό είναι πολύ πιθανό να κληθούν να παίξουν οι εφαρμογές access control
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα συστήματα ασφαλείας και το ρόλο τους για την προστασία των εγκαταστάσεων έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την εισαγωγή της ψηφιακής τεχνολογίας αλλά και τη χρήση των πρωτοκόλλων IP για τη μετάδοση των πληροφοριών στα ηλεκτρονικά συστήματα ασφάλειας. Οι εξελίξεις αυτές επέτρεψαν την επίτευξη της επονομαζόμενης ενοποίησης όλων των επιμέρους συστημάτων με ακόμα γρηγορότερους ρυθμούς.
Μέχρι σήμερα το συμβατικό μοντέλο για τη διαφύλαξη ενός χώρου με ηλεκτρονικά μέσα επέβαλε τη χρήση συστημάτων συναγερμού, CCTV και access control. Αυτά όμως τα συστήματα λειτουργούσαν εντελώς αυτόνομα, χωρίς καμία δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ τους. Πλέον είναι δυνατή η δημιουργία μιας ενιαίας πλατφόρμας πάνω στην οποία να λειτουργούν όλα μαζί τα συστήματα, αλληλοεπιδρώντας και προσφέροντας όλα τα πλεονεκτήματα ενός ενιαίου συστήματος ασφαλείας με πολυδιάστατες δυνατότητες.
Για το θέμα όμως της ενοποίησης έχει αναφερθεί πολλές φορές το Security Manager, αναδεικνύοντας τη νέα διάσταση που δίνει στην έννοια της φυσικής προστασίας, καθώς και το πώς οι χρήστες μπορούν να επωφεληθούν από αυτές τις δυνατότητες. Εντούτοις, ένα θέμα που χρήζει διερεύνησης είναι ποια εφαρμογή θα είναι η κεντρική σε αυτό το ενοποιημένο σύστημα. Όπως είναι γνωστό, στις εφαρμογές ηλεκτρονικής ασφάλειας περιλαμβάνονται το σύστημα CCTV, το σύστημα συναγερμού και το σύστημα ελέγχου πρόσβασης. Οπότε αναπόφευκτα κάποιο από αυτά τα συστήματα είναι λογικό ότι πρέπει να επιτελέσει το ρόλο του πυρήνα μέσα στην ενοποιημένη εφαρμογή. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι μέσω αυτού του συστήματος θα γίνεται ο έλεγχος και η διαχείριση όλης της πλατφόρμας και ότι αυτό θα είναι το βασικό περιβάλλον εργασίας μέσα στο οποίο θα εργάζονται οι τελικοί χρήστες.
Κύριο σύστημα λειτουργίας
Εδώ ξεκινάει λοιπόν η συζήτηση για το ποιο σύστημα θα είναι το κύριο. Αν εξετάσουμε το ρόλο και τις λειτουργίες όλων των συστημάτων θα διαπιστώσουμε ότι μόνο το σύστημα ελέγχου πρόσβασης λειτουργεί αμφίδρομα με τους χρήστες του κτιρίου. Είναι εκείνο που ελέγχει τις κινήσεις τους στο χώρο, καθώς γνωρίζει συνεχώς πού βρίσκονται όσοι κινούνται και εργάζονται μέσα σε ένα κτίριο. Παράλληλα είναι εκείνο που τους δίνει πρόσβαση στο κτίριο αλλά και σε διαβαθμισμένους χώρους μέσα σε αυτό.
Το σύστημα CCTV επιτηρεί τους χώρους και καταγράφει κινήσεις σε αρχεία βίντεο, ενώ όσον αφορά στο σύστημα συναγερμού ενημερώνει για παραβιάσεις χώρων ενώ μπορεί και δίνει και αυτό τη δυνατότητα εισόδου σε όσους διαθέτουν τον κατάλληλο κωδικό, αλλά έχει μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το access control. Οι συναγερμοί σε αντίθεση με τα access control έχουν καθαρά χαρακτήρα διασφάλισης ενός χώρου και όχι ελέγχου της ροής των προσώπων. Τοποθετούνται σε επιλεγμένους χώρους και συνήθως ενεργοποιούνται με την αναχώρηση του τελευταίου εργαζόμενου.
Από την άλλη πλευρά τα συστήματα ελέγχου πρόσβασης τοποθετούνται σε όλους τους χώρους, σε θύρες μεταξύ διαφορετικών χώρων και σε διαβαθμισμένους χώρους, οπότε έχουν ένα πολύ ευρύτερο ρόλο. Είναι εκείνο που επεμβαίνει στις κινήσεις όλων όσοι κινούνται στους χώρους. Δεν ενημερώνει μόνο για το πού βρίσκονται – αυτή είναι μία από τις δυνατότητές του – αλλά διαχειρίζεται και τη ροή του προσωπικού και των επισκεπτών μέσα στις εγκαταστάσεις. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι επιτελεί περισσότερες λειτουργίες από τα υπόλοιπα δύο συστήματα, ενώ επηρεάζει σε πολύ περισσότερο βαθμό την καθημερινότητα της επιχείρησης. Παραδείγματος χάρη, αν για κάποιο λόγο παρουσιάσει πρόβλημα η λειτουργία του, θα δημιουργηθούν απροσδιόριστες επιπτώσεις στις εργασίες του Οργανισμού. Αντιθέτως, αν χαλάσουν τα συστήματα CCTV ή συναγερμού μπορεί να υπάρξει θέμα με την καταγραφή των συμβάντων και τη διατήρηση του επιθυμητού βαθμού ασφάλειας, αλλά η επιχείρηση μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά μέχρι την αποκατάσταση της λειτουργίας τους. Ως εκ τούτου, ο κεντρικός του ρόλος μέσα σε ένα ενιαίο σύστημα ηλεκτρονικής ασφάλειας είναι μάλλον αναπόφευκτος.
Ο ρόλος του access control ως κύριο σύστημα
Σε αυτήν την ενοποιημένη πλατφόρμα λοιπόν οι χρήστες του συστήματος θα έχουν ως βασική οθόνη παρακολούθησης την εφαρμογή ελέγχου πρόσβασης. Όταν μέσω αυτής της εφαρμογής διαπιστωθεί κάποια μη λογική κίνηση ενός ατόμου, τότε θα μπορεί να ενεργοποιείται το σύστημα επιτήρησης και οι κάμερες να στρέφονται σε αυτό το σημείο. Η οθόνη του ενιαίου συστήματος θα δίνει εικόνα από το χώρο και οι υπεύθυνοι ασφάλειας μπορούν να σχηματίσουν άποψη για το τι ακριβώς έχει γίνει. Μπορεί παραδείγματος χάρη να είναι κάποιος απρόσεκτος επισκέπτης ή υπάλληλος, που εκ παραδρομής προσπαθεί να μπει σε ένα χώρο για τον οποίο δεν έχει την κατάλληλη εξουσιοδότηση, αλλά μπορεί να πρόκειται και για κάποια κακόβουλη ενέργεια που έχει σκοπό την παραβίαση του συγκεκριμένου χώρου.
Επιλέγοντας
Για την επιλογή μιας ενοποιημένης εφαρμογής με τον πρωταρχικό ρόλο του access control υπάρχουν ορισμένα βασικά στοιχεία που πρέπει να προσεχθούν. Βέβαια αν το δούμε υπό ένα γενικότερο πρίσμα, τα κριτήρια επιλογής μιας ολοκληρωμένης εφαρμογής δεν αλλάζουν πολύ σε σχέση με την επιλογή μεμονωμένων εφαρμογών. Η ευχρηστία, η δυνατότητα προσαρμογής στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης εφαρμογής και φυσικά η πρόβλεψη για την επεκτασιμότητα του συστήματος (future proof) αποτελούν καθοριστικά κριτήρια που θα ληφθούν οπωσδήποτε υπόψη κατά τη διάρκεια της επιλογής.
Θα πρέπει όμως να γίνει κατανοητό από τους τελικούς χρήστες ότι πολλές φορές έχοντας στο νου τους ένα ενοποιημένο σύστημα φαντάζονται ένα σύστημα που θα είναι σε θέση να εκτελεί λειτουργίες οι οποίες συχνά υπερβαίνουν τις πραγματικές δυνατότητες των σύγχρονων εφαρμογών. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος των μελετητών και των εγκαταστατών οι οποίοι οφείλουν να περιγράψουν με σαφήνεια το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινείται το σύστημα που θα εγκαταστήσουν και το τι ακριβώς θα μπορεί να κάνει. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται οι παρανοήσεις και πιθανές συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών κατά τη φάση παράδοσης και δοκιμαστικής λειτουργίας του έργου. Η περιγραφή αυτή είναι χρήσιμο να έχει τη μορφή ενός εγγράφου απαιτήσεων χρήστη (User Requirements Document) στο οποίο να αποτυπώνεται με σαφήνεια η λειτουργία του συστήματος.
Συμβατότητα
¶λλο ένα σημαντικό θέμα είναι η συμβατότητα μεταξύ των επιμέρους εφαρμογών. Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και των δικτυακών πρωτοκόλλων επικοινωνίας έχει δημιουργήσει σε πολλούς την εντύπωση ότι πλέον όλα τα προϊόντα, ανεξάρτητα από τον κατασκευαστή, είναι συμβατά μεταξύ τους και μπορούν να λειτουργήσουν απρόσκοπτα. Όπως έχει επισημανθεί από το Security Manager και σε προηγούμενο άρθρο, αυτή η σύγχυση που υπάρχει στον κλάδο των συστημάτων ασφαλείας έχει να κάνει με την παρανόηση των όρων σύγκλισης (integration) και διαλειτουργικότητας (interoperability). Στο συγκεκριμένο άρθρο αναλύονταν οι διαφορές μεταξύ αυτών των δύο εννοιών και πώς οι χρήστες παρερμηνεύουν τις δυνατότητες των ενοποιημένων συστημάτων.
Όσον αφορά στη λειτουργία ενοποιημένων συστημάτων με βασικό πυρήνα λειτουργίας το access control είναι ξεκάθαρο ότι αν και υπάρχει η δυνατότητα χρήσης εφαρμογών και προϊόντων από διαφορετικές εταιρείες, είναι προτιμότερο η επιλογή να γίνει από τη σειρά μιας εταιρείας. Φυσικά, στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει η εταιρεία να επιλεγεί από αυτές που διαθέτουν συστήματα ελέγχου πρόσβασης, καθώς αυτό θα είναι το κύριο σύστημα λειτουργίας. Ως επί το πλείστον η βασική αξιολόγηση θα γίνει σε αυτό το σύστημα και στη συνέχεια θα ακολουθήσει η αξιολόγηση των υπόλοιπων συστημάτων. Ακόμα και σήμερα, παρά την ταχεία διάδοση των ανοιχτών προτύπων και της συνεργασίας μεταξύ προϊόντων διαφορετικών εταιρειών, μόνο η χρήση συσκευών προερχόμενων από τον ίδιο οίκο εξασφαλίζει ότι το τελικό σύστημα θα λειτουργεί κάνοντας χρήση όλων των δυνατοτήτων που προκύπτουν από την ενοποιημένη κατάσταση λειτουργίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιλογή συσκευών ή και εφαρμογών από διαφορετικές εταιρείες είναι αποτρεπτική για την επίτευξη της ενοποιημένης κατάστασης. Όμως είναι άγνωστο σε τι βαθμό θα επιτευχθεί αυτή η κατάσταση. Το αποτέλεσμα βασίζεται σε πολλούς αστάθμητους παράγοντες και στην εμπειρία των τεχνικών που θα εγκαταστήσουν και θα λειτουργήσουν αρχικά το σύστημα.
Αυτό φυσικά αναμένεται να αλλάξει στο σύντομο μέλλον, καθώς σκοπός των εταιρειών είναι να αναπτύξουν εφαρμογές πλήρως ανοικτές στη συνεργασία και επικοινωνία με συσκευές άλλων εταιρειών. Κάτι το οποίο θα αποβεί πολύ θετικό για τον καταναλωτή, καθώς θα μπορεί να επιλέξει με άνεση την καλύτερη επιλογή σε κάθε σύστημα ανάλογα με τις απαιτήσεις του, αλλά και το κόστος που είναι διατεθειμένος να καταβάλει.
Χωρίς αμφιβολία μπαίνουμε σε μια εποχή όπου ούτως ή άλλως τα συστήματα ελέγχου πρόσβασης θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Αν σκεφτούμε ποια ήταν η θέση τους όχι πριν πολλά χρόνια σε σχέση παραδείγματος χάρη με τα συστήματα CCTV και πόσο ευρέως χρησιμοποιούνται σήμερα, θα μπορούμε εύκολα να φανταστούμε και το μέλλον τους. Η τάση για αντικατάσταση των συμβατικών κλειδαριών με αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου πρόσβασης και η διάθεση των εταιρειών να ελέγχουν με όσο το δυνατόν αποτελεσματικό τρόπο την κίνηση του προσωπικού αλλά και των επισκεπτών μέσα στις εγκαταστάσεις τους, κάνει αναπόφευκτη τη μεγαλύτερη χρήση των access control εφαρμογών. Η ύπαρξη περισσότερων διαβαθμισμένων χώρων, όπως μηχανογραφικά κέντρα και καθαροί χώροι σε σχέση με το παρελθόν, εντείνει ακόμα περισσότερο αυτήν την τάση. Οπότε είναι σίγουρο ότι ο ρόλος των access control θα αναβαθμίζεται συνεχώς, ενώ η έλευση των ενοποιημένων συστημάτων ηλεκτρονικής ασφάλειας θα βασίζεται ως επί το πλείστον στη δική τους λειτουργία ως κύριου συστήματος ελέγχου.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ