ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ: Χαμένη» κληρονομιά ή μεγάλη ευκαιρία;
Πολύς λόγος έγινε πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, για το θέμα της ασφάλειας και το πώς αξιοποιήθηκε ο διαθέσιμος εξοπλισμός. Ποια είναι όμως η αλήθεια και τι προβλέπεται να γίνει, προκειμένου να μην αποδειχτεί ότι τα συστήματα ασφαλείας που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν μιας χρήσης;
Χίλιες , περίπου, κάμερες ήταν έτοιμες να τοποθετηθούν τους επόμενους μήνες σε διάφορα Υπουργεία, στο Προεδρικό Μέγαρο, στη Βουλή, σε Δικαστήρια, αλλά και σε πολλά σημεία του εθνικού οδικού δικτύου.
Αυτό προβλέπει το ειδικό σχέδιο, που καταρτίζει το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για να χειριστεί τη «μεγάλη τεχνολογική κληρονομιά», σε ζητήματα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων. Παράλληλα, αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει την εκμετάλλευση 710 ηλεκτρονικών υπολογιστών, 207 ειδικών συσκευών συντονισμού με βιντεοσκοπήσεις και χιλιάδες ακόμη συσκευές, που προέρχονται από τα συστήματα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων. Επίσης, στη διάθεση της ΕΛΑΣ, είναι πλέον ο «Μέγας Αλέξανδρος», όπως έχει ονομασθεί μία φορητή μονάδα "διαχείρισης κρίσεων", που διαθέτει ειδικό ηλεκτρονικό εξοπλισμό, αλλά ακόμη και αίθουσες συσκέψεων. Ο «Μέγας Αλέξανδρος» μπορεί να προσεγγίζει χώρους δράσης τρομοκρατών και να αποτελεί το κινητό «στρατηγείο» της ΕΛΑΣ.
Όμως, αυτός ο σχεδιασμός για την εκμετάλλευση του κεκτημένου των Ολυμπιακών Αγώνων, παρουσιάζει τρομακτικά προβλήματα και ίσως υπάρξει γενική εμπλοκή, αφού η κυβέρνηση ετοιμάζεται ένα χρόνο μετά τους Αγώνες, να προσβάλει τη σύμβαση που έχει υπογράφει με την κοινοπραξία SAIC, η οποία της είχε προμηθεύσει όλα τα συστήματα ασφαλείας. Το κόστος προμήθειας όλων των συστημάτων ασφαλείας, ανήλθε τελικά στα 255 εκατομμύρια ευρώ. Όμως, τις τελευταίες εβδομάδες, έχει παρουσιαστεί και δεύτερο πρόβλημα, αφού σύμφωνα με απόφαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κακώς υπογράφηκε η συμφωνία με την εταιρεία SAIC. Όπως αναφέρει η συγκεκριμένη απόφαση, αφού το ύψος της αγοράς των συστημάτων ασφαλείας ήταν τόσο υψηλό, έπρεπε να υπήρχε έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ τα σχετικά κονδύλια έπρεπε να καταβάλει όχι το υπουργείο Εθνικής ¶μυνας – όπως συνέβαινε ως τώρα – αλλά το υπουργείο δημόσιας Τάξης.
Έτσι, παρουσιάζεται ένα τεράστιο πρόβλημα, που μπορεί να .καθυστερήσει την εκμετάλλευση πανάκριβων συστημάτων ασφαλείας. Καθότι, όσο τέλεια και υπερσύγχρονα είναι αυτά τα συστήματα ασφαλείας, τόσο είναι πιθανόν να μείνουν μίας χρήσης και να .σκουριάζουν στις αποθήκες της Αστυνομίας στην Αμυγδαλέζα ή μέσα σε κλειστές ολυμπιακές εγκαταστάσεις.
Ποια είναι όμως αυτά τα συστήματα ασφαλείας και τι ακριβώς συμβαίνει με την περιβόητη εκμετάλλευσή τους; Και, επιπλέον, τι συμβαίνει μέσα σ’ αυτό το πλέγμα συσκευών, εγγράφων, προμηθειών, καταγγελιών κ.λπ.; Ποια είναι η αλήθεια, ποια η υπερβολή και κυρίως. τι συμβαίνει στο παρασκήνιο;
Το σύστημα ασφαλείας C4I κατοχυρώθηκε στην κοινοπραξία SAIC, μετά από απόφαση του ΚΥΣΕΑ, ύστερα από ολομέτωπη σύγκρουση εταιρειών από την Αμερική, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την εμπλοκή όλων των .πρεσβευτών στην Αθήνα και ύστερα από 10 μειοψηφικούς διαγωνισμούς κι επανεξετάσεις των προσφορών. Αντίπαλος της SAIC, ήταν η κοινοπραξία TRS, που μετά την απόρριψη της προσφοράς της, είχε διατυπώσει την άποψη, ότι υπήρχαν ύποπτες συναλλαγές μεταξύ ελληνικού κράτους και, κυρίως, αμερικανών διπλωματών, για να προτιμηθεί η ανταγωνίστριά της. Όμως σήμερα, τότε στελέχη του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Εθνικής ¶μυνας, λένε ότι ο διαγωνισμός ήταν «εξαντλητικός και καθαρός».
Το σύστημα ολυμπιακής ασφάλειας C4I, αποτελείτο από 30 υποσυστήματα, που χωρίζονταν σε τρεις βασικές ομάδες: το Σύστημα υποστήριξης Διοίκησης και Λήψης Αποφάσεων (CDSS), το Σύστημα Επικοινωνιών και Πληροφορικής (CIS) και το Σύστημα Κέντρων Διοίκησης (CSS). Ίσως το πλέον σημαντικό για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν το Σύστημα Επικοινωνιών και Πληροφορικής, που περιελάμβανε εκτός των άλλων, το περιώνυμο αερόπλοιο(Zeppelin), το δίκτυο των καμερών εντός και εκτός ολυμπιακών εγκαταστάσεων, το σύστημα "Τetra" με τους ασυρμάτους ενδοεπικοινωνίας των δυνάμεων ασφαλείας, τα συστήματα εντοπισμού οχημάτων κ.λπ. Αυτό είναι το σύστημα, που παρουσίασε σχετικά τα μικρότερα προβλήματα στη λειτουργία και είναι αυτό κυρίως που υπάρχει ενδιαφέρον για τη «μεταολυμπιακή χρήση» του, δηλαδή .εδώ και τώρα!
Πιο αναλυτικά, η ΕΛΑΣ είχε στη διάθεσή της για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, 293 κάμερες για τους δρόμους της Αθήνας – όπου θα παραμείνουν βεβαίως και στη συνέχεια – και άλλες 1030 περίπου, για τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Ακόμη, διαθέτει περίπου 21.260 ασυρμάτους για τις ενδοεπικοινωνίες που ήδη χρησιμοποιούνται, όπως και 4204 συστήματα εντοπισμού οχημάτων, τα οποία επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθούν, ακόμη και σήμερα. Στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν χρησιμοποιήσει ακόμη 950, περίπου, μαγνητικές πύλες, 260 συσκευές Χ-rays, 500 ανιχνευτές μετάλλων, τα οποία είχαν ενοικιασθεί και δεν ανήκαν ουσιαστικά στη «συμφωνία» με τη SAIC.
Αυτά τα συστήματα λοιπόν, λειτούργησαν σχετικά καλά. Τα προβλήματα που υπήρξαν, ήταν με την καθυστέρηση στις πτήσεις του Ζέπελιν, με ορισμένες «τρύπες» στη Γλυφάδα και στην περιοχή της Πάρνηθας, του συστήματος Τetra κ.λπ. Ζωτικό πρόβλημα ακόμη, ήταν η καθυστέρηση στην εγκατάσταση των περίπου 1030 καμερών στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις, για την εποπτεία του χώρου κι αποφυγή, κυρίως, εισβολής τρομοκρατών.
Aυτή η καθυστέρηση οφείλεται στην αργοπορημένη ολοκλήρωση του σχετικού διαγωνισμού και την ανάθεση στην εταιρεία SAIC, αλλά και στην τρομερά μεγάλη αργοπορία στην κατασκευή των ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Έτσι, μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού του 2004, δεν λειτουργούσαν οι κάμερες, γιατί δεν υπήρχαν οι εγκαταστάσεις ή οι υποδομές για να μπουν. Με την κοινοπραξία και τους υπευθύνους της Διεύθυνσης Ασφαλείας Ολυμπιακών Αγώνων να ερίζουν για το ποιος είχε την ευθύνη να κατασκευάσει τις υποδομές (υπόγειες καλωδιώσεις κ.λπ.), για να λειτουργήσουν οι κάμερες κ.λπ.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι σε έγγραφα που είχε στείλει στις 23 Μαΐου 2004 η κοινοπραξία SAIC, στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, επισημαινόταν ότι οι 38 από τις 41 ολυμπιακές εγκαταστάσεις, παρουσίαζαν προβλήματα στις υποδομές, για να λειτουργήσουν κάμερες και άλλες συσκευές. Στις 7 Ιουλίου 2004, η κατάσταση ήταν εξίσου προβληματική. Σύμφωνα με έγγραφο που στάλθηκε την ίδια μέρα, καταγράφονταν ακόμη προβλήματα σε 22 εγκαταστάσεις.
Όμως, στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, το πρόβλημα ήταν άλλο και .άλυτο. Το πρόβλημα αφορούσε τα επτά από τα 30 υποσυστήματα που σχετίζονται με το Σύστημα Υποστήριξης και Λήψης Αποφάσεων CDSS, τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα. Τo CDSS είχε τα προβληματικά υποσυστήματα Υποστήριξης Λήψης Αποφάσεων, Σχεδιασμού Προληπτικών Ερευνών και Αντιμετώπισης Περιστατικών Βομβών και άλλα.
To CDSS, είναι δηλαδή το λογισμικό σύστημα, που υπήρχε σ όλους τους υπολογιστές των επιχειρησιακών κέντρων της ΕΛΑΣ , σχετικά με την αυτόματη ανάλυση περιστατικών, τη διανομή των αστυνομικών δυνάμεων σε ψηφιακούς χάρτες, την παρουσίαση όλων των πληροφοριών, που σχετίζονται με την υπόθεση που ελέγχεται . Όμως, το πρόγραμμα ήταν «βαρύ» και πολυσύνθετο. Οι ψηφιακοί χάρτες δεν ήσαν αντιπροσωπευτικοί και είχαν λάθη, το σύστημα άνοιγε πολλά «παράθυρα» στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των αστυνομικών χρηστών, ενώ προχωρούσε στην αυτόματη παρουσίαση πολλών προγραμμάτων – όπως των δημοσιευμάτων του Τύπου, με ηλεκτρονικό τρόπο. Και έτσι, υπήρχε σύγχυση από τους αστυνομικούς, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει κιόλας να εκπαιδευτούν. Ακόμη, δεν υπήρχε επαρκής ανάλυση δεδομένων στη "διαχείριση περιστατικών", ενώ δεν είχε εξασφαλισθεί κι η ονομαζόμενη «διακλαδικότητα»: η σύνδεση δηλαδή, των "στρατηγείων" της ΕΛΑΣ, με περιφερειακές εγκαταστάσεις.
Έτσι λοιπόν, το μεγάλο πλεονέκτημα του συστήματος C4I , με τις υποσχέσεις για «αυτοματοποιημένους χειρισμούς» οποιουδήποτε περιστατικού, αποδείχθηκε χωρίς αντίκρισμα.
Όλα αυτά τα προβλήματα, λοιπόν, είχαν διαπιστωθεί από τις αρχές του καλοκαιριού του 2004 και οδήγησαν τους υπευθύνους του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, να μην υπογράψουν επίσημο πρωτόκολλο παραλαβής του συστήματος, αλλά ένα μνημόνιο χρήσης τους, μόνο για τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Μέχρι τότε, από 255 εκατομμύρια ευρώ του κόστους του C4I , είχαν καταβληθεί τα 107 εκατομμύρια ευρώ. Το μνημόνιο χρήσης, λοιπόν, προέβλεπε μετά το τέλος των αγώνων, το σύστημα να επανελεγχθεί, να υπογραφεί το πρωτόκολλο παραλαβής κι ακολούθως να καταβληθούν τα χρήματα, για ό,τι βεβαίως λειτουργεί. Για ό,τι δεν λειτουργεί, δεν θα πληρώνονταν ούτε δεκάλεπτο του ευρώ..
Τι όμως «λειτουργεί» σήμερα, αφού οι περισσότερες ολυμπιακές εγκαταστάσεις είναι σήμερα .ερημωμένες; Στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, μετά τους αγώνες, δημιουργήθηκε μία Επιτροπή Ελέγχου Προμήθειας και Παραλαβής Συστημάτων C4I. Η Επιτροπή αυτή ανέλαβε το δύσκολο κι άχαρο έργο, να αρχίσει να γυρνά τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις και να διαπιστώσουν τι εγκαταλελειμμένο .λειτουργεί.
Ας σημειωθεί, ότι με βάση τις αρχικές συμφωνίες, στις 12 από τις 41ολυμπιακές εγκαταστάσεις, οι κάμερες, οι υπολογιστές και οι άλλες συσκευές, ξηλώθηκαν και αποθηκεύθηκαν στις εγκαταστάσεις της ΕΛΑΣ, στην Αμυγδαλέζα. Στις υπόλοιπες 29, άρχισαν οι .βόλτες των ελεγκτών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, οι οποίοι άρχισαν να διαπιστώνουν, ότι είχαν καταστραφεί μηχανήματα, είχαν καταστραφεί καλωδιώσεις, είχαν εξαφανισθεί αντικείμενα κ.λπ. Και έτσι, άρχισε δεύτερη διελκυστίνδα με τους εκπροσώπους της κοινοπραξίας SAIC, που υποστήριζαν ότι «όλα αυτά τα συστήματα λειτουργούσαν στη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων. Τώρα υπάρχουν ελλείψεις ή έχουν καταστραφεί, γιατί εσείς δεν φρουρούσατε τις εγκαταστάσεις.»
Και έτσι, έχει παρατηρηθεί γενικό αδιέξοδο, με άλλους να λένε ότι θα καταγγείλουν τη σύμβαση, άλλους ότι θα «πάνε στη διαιτησία» και τρίτους ότι θα καταλήξουν στα διεθνή δικαστήρια. Όμως, υπάρχει η πίστη ότι θα βρεθεί μία «χρυσή τομή», για να λυθεί το αδιέξοδο. Ωστόσο, ήδη το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, έχει εκπονήσει μία μελέτη για το πώς θα χρησιμοποιηθούν – όποτε καταστεί δυνατόν – οι συσκευές ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων.
Θεωρείται βέβαιο, ότι εκτός από τα Υπουργεία και το εθνικό δίκτυο, πολλές κάμερες θα τοποθετηθούν στο κτίριο της ΕΛΑΣ στην Αμυγδαλέζα, όπου στεγάζεται η Αστυνομική Ακαδημία, αλλά κι η Διεύθυνση Διαχείρισης Υλικού. Ακόμη, κάμερες πιθανότατα θα τοποθετηθούν στις Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις της Αττικής και της Πελοποννήσου (με έδρα στην Τρίπολη), αλλά και σε κεντρικά ή περιφερειακά κτίρια της Αστυνομίας. Ακόμη, πολλές από τις κάμερες θα χρησιμοποιηθούν για την εποπτεία του κτιρίου και του περιβάλλοντος χώρου, της Διεύθυνσης Μεταγωγών της ΕΛΑΣ, που κατασκευάζεται στον Ελαιώνα. Σύμφωνα με τον ίδιο σχεδιασμό, σε όλα αυτά τα κτίρια θα δημιουργηθούν ειδικά γραφεία, με κλειστά κυκλώματα επιτήρησης των χώρων. Επιπλέον, σύμφωνα με μια αρχική μελέτη Επιτροπής, που είχε δημιουργήσει το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, περίπου 150 κάμερες θα μείνουν στο Ολυμπιακό Στάδιο, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και στο Στάδιο Καραϊσκάκη, με στόχο να περιοριστεί η βία στους αγωνιστικούς χώρους και να υλοποιηθεί και η πρόσφατη υπόσχεση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης κ. Γ. Βουλγαράκη «για ηλεκτρονική επιτήρηση των εξέδρων»
Ακόμη, υπάρχει μία πρώτη μελέτη για τη χρησιμοποίηση 711 υπολογιστών, 592 modem, 202 οθονών τηλεόρασης, 207 συσκευών βίντεο και άλλων συσκευών. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών των υπολογιστών, θα δοθούν στις Αστυνομικές Ακαδημίες, αλλά και σε άλλες υπηρεσίες. Επίσης, θα μεταφερθούν σε αστυνομικά τμήματα ένας μεγάλος αριθμός τηλεοράσεων, αλλά κι εκατοντάδες φαξ, με κωδικοποιημένο σήμα μετάδοσης.
Τέλος, μεγάλο «κληροδότημα» από την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι ο «Μέγας Αλέξανδρος», ένα βαν, που αναλαμβάνει το ρόλο φορητού επιχειρησιακού κέντρου, κόστους περίπου 200.000 ευρώ και το οποίο η ΕΛΑΣ χρησιμοποίησε στη διάρκεια της λεωφορειοπειρατίας του Γέρακα, στις 14 Δεκεμβρίου 2004. Ο «Μέγας Αλέξανδρος» περιλαμβάνει ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ειδικές οθόνες για την αποτύπωση εικόνας, από τις κάμερες που εποπτεύουν το γύρω χώρο. Ακόμη, διαθέτουν δορυφορική σύνδεση για τη μεταφορά δεδομένων – εικόνα και ήχο – από το σημείο του συμβάντος, στα "σταθερά" επιχειρησιακά κέντρα της ΕΛΑΣ, που βρίσκονται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, αλλά και στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής. Επίσης, στα οχήματα αυτά, έχουν τοποθετηθεί και αδρανοποιητές κινητών τηλεφώνων και συσκευές παρεμβολής στο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, προκειμένου να βραχυκυκλώνονται οι επικοινωνίες των δραστών, οι οποίοι βεβαίως βρίσκονται σε κοντινές αποστάσεις…