Συναγερμοί μέσω IP: Η νέα κυρίαρχη τάση
Μετά την καθολική επικράτηση του πρωτοκόλλου IP στα δίκτυα πληροφορικής και στη συνέχεια τη διείσδυσή του σε τομείς όπως η τηλεφωνία, η τηλεόραση αλλά και τα συστήματα CCTV, φαίνεται ότι ήρθε η σειρά των συστημάτων συναγερμού, αφού όλο και περισσότεροι κατασκευαστές προτείνουν λύσεις προς την κατεύθυνση αυτή.
Ο ιστορικός του μέλλοντος, ξεφυλλίζοντας τις πολυάριθμες σελίδες των τεχνολογικών εξελίξεων καθ’ όλη τη διάρκεια του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα κατατάξει τη δημιουργία και εμφάνιση του Internet ανάμεσα σε εκείνες με τη μεγαλύτερη επίδραση. Και τούτο όχι μόνο γιατί η δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου υπολογιστών έφερε μια επανάσταση στον τρόπο μεταφοράς της πληροφορίας, αλλά και διότι παράλληλα προκάλεσε και τεράστιες εξελίξεις σε άλλους τομείς.
Η δημιουργία του Internet βασίζεται στην ανάπτυξη ενός πρωτοκόλλου επικοινωνίας, γνωστού και ως IP (Internet Protocol). Πλέον, αυτή η τεχνολογία χρησιμοποιείται ευρύτατα σε όλα τα δίκτυα υπολογιστών είτε είναι τοπικά (LAN) είτε ευρείας ζώνης (WAN), ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο γίνεται η διασύνδεση (καλωδιακά ή ασύρματα).
Η αρχή των IP δικτύων βασίζεται στην αντιστοίχιση ενός τερματικού σημείου, που μπορεί να είναι υπολογιστής ή κάποιο άλλο ψηφιακό μέσο, όπως παραδείγματος χάρη μία κάμερα με ένα μοναδικό αριθμό. Η χρήση του IP πρωτοκόλλου επιτρέπει πλέον τη σύγκλιση διαφορετικών τεχνολογιών, ώστε ο τελικός χρήστης να είναι σε θέση μέσα από ένα ενιαίο σύστημα να ελέγχει όλες τις παραμέτρους και τις συνθήκες λειτουργίας των κτιριακών εγκαταστάσεών του. Επιπλέον, ειδικότερα μετά την έλευση νέων τεχνολογιών στα μέσα διανομής (καλώδια, όπως οι οπτικές ίνες) παρέχεται η δυνατότητα μεταφοράς ενός τεράστιου όγκου πληροφοριών, κάτι το οποίο δεν ήταν εφικτό μέχρι πριν λίγα χρόνια. Τα στοιχεία αυτά συνέβαλαν στην ανάπτυξη καινούριων τεχνολογιών και στην εμφάνιση νέων όρων όπως τηλεφωνία μέσω IP (Voice over IP) και τηλεόραση μέσω Internet. Ήταν εύλογο επομένως, οι τάσεις αυτές να διεισδύσουν σταδιακά μεν, πλην όμως σταθερά και στο χώρο των συστημάτων ασφαλείας.
Eιδικότερα δε, με τη χρήση των IP δικτύων, ένα σύστημα συναγερμού μπορεί να μεταδώσει τα σήματα σε έναν κεντρικό σταθμό παρακολούθησης. Η δυνατότητα διαμόρφωσης των συστημάτων συναγερμών ΙP περιορίζεται μόνο από τη γνώση του εγκαταστάτη για την τοπολογία, τις συσκευές και τη διευθυνσιοδότηση των συγκεκριμένων δικτύων και φυσικά τη φαντασία του. Επιπροσθέτως, με την ενσωμάτωση σε ένα ενιαίο δίκτυο συστημάτων μετάδοσης εικόνας και ελέγχου πρόσβασης, είναι τώρα εφικτός ο πλήρης έλεγχος και η παρακολούθηση πολλαπλών εγκαταστάσεων, με σημαντική μείωση του κόστους. Εάν μάλιστα υπάρχει εγκατεστημένο σε πλήρη ανάπτυξη στο χώρο ένα ολοκληρωμένο δίκτυο IP, τότε ίσως και το κόστος να είναι μηδαμινό, καθώς είναι πιθανό να μη χρειάζεται η τοποθέτηση νέων καλωδιώσεων. ¶λλο ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα των IP δικτύων είναι ότι τα σήματα μπορούν να στέλνονται και να επεξεργάζονται από απομακρυσμένα σημεία με τη χρήση του Διαδικτύου. Με τη συγκέντρωση όλων των σημάτων από διαφορετικούς χώρους σε έναν κεντρικό σταθμό, μειώνεται σημαντικά το κόστος φύλαξης. Ενώ παράλληλα μπορούν τα IP σήματα να διοχετεύονται σε περισσότερους από ένα σταθμούς, ώστε να υπάρχει εναλλακτική λύση σε περίπτωση απώλειας του κεντρικού σημείου παρακολούθησης για κάποιον απρόβλεπτο λόγο. Είναι εύλογο λοιπόν να υπάρχει ένα έντονο ενδιαφέρον για τις προοπτικές που προσφέρονται από τις συγκεκριμένες δικτυακές τεχνολογίες, σε σχέση με τη βιομηχανία ηλεκτρονικής ασφάλειας. Βέβαια, η εισαγωγή της IP τεχνολογίας στα συστήματα ασφαλείας δεν είναι και ό,τι πιο απλό μπορεί να φανταστεί κανείς. Εξαιτίας της φύσης των ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας, πολλές από τις συνηθισμένες παραμέτρους που παίζουν καθοριστικό ρόλο σε άλλου είδους χρήσεις όπως ευελιξία, ευχρηστία, μείωση κόστους και ενοποίηση τεχνολογιών, δεν είναι τόσο σημαντικές. Αντιθέτως, για τα συστήματα ασφαλείας, τον πλέον καθοριστικό ρόλο παίζουν έννοιες όπως ασφάλεια και αξιοπιστία.
Από τις πρώτες εφαρμογές της τεχνολογίας IP στα ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας υπήρξαν τα συστήματα παρακολούθησης (CCTV). Το συγκεκριμένο πρωτόκολλο προσφέρει σε όσους ασχολούνται με την εγκατάσταση παρομοίων συστημάτων σημαντικά πλεονεκτήματα. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει η ανάγκη της τοποθέτησης ενός καλωδίου που να συνδέει απευθείας την κάμερα με το control room.. Για να αναλογιστούμε καλύτερα την εξοικονόμηση που γίνεται με τα IP δίκτυα μπορούμε να παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σε ένα συμβατικό σύστημα, εάν έχουμε 10 κάμερες τοποθετημένες 100 μέτρα από το κεντρικό DVR, συνεπάγεται χονδρικά ότι είναι απαραίτητη και η εγκατάσταση 1000 μέτρων καλωδίου. Σε ένα παρόμοιο σύστημα IP η ανάγκη αυτή εκλείπει, με την προϋπόθεση βέβαια στους χώρους που θα τοποθετηθούν οι κάμερες να υπάρχουν θέσεις δικτύου.
Επιπλέον, η χρήση της IP τεχνολογίας επιτρέπει την ταυτόχρονη παρακολούθηση από πολλούς χρήστες συγκεκριμένων σημείων, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες κάθε εφαρμογής. Ενώ, τα CCTV συστήματα μέσω IP δικτύων, έχουν τη δυνατότητα αποστολής της εικόνας από εναλλακτικές διαδρομές σε περίπτωσης προβλήματος. Σε ένα συμβατικό σύστημα η διακοπή της σύνδεσης μεταξύ του κεντρικού σταθμού ελέγχου και της απομακρυσμένης κάμερας θα ήταν μοιραία, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στα IP δίκτυα λόγω των τεχνικών που χρησιμοποιούν για την αποστολή των πληροφοριών.
Εντούτοις, δεν είναι μόνο τα CCTV συστήματα που προσφέρονται για εκμετάλλευση της IP τεχνολογίας. Το συγκεκριμένο πρωτόκολλο βρίσκει εφαρμογή και στα συστήματα ελέγχου πρόσβασης. Μέσω ενός ενιαίου δικτυακού συστήματος, μία εφαρμογή access control αναβαθμίζεται καθώς βελτιώνεται η ευχρηστία της, ενώ γίνεται και καλύτερη διαχείριση της κεντρικής βάσης δεδομένων που αποτελεί τον πυρήνα της. Και η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τις εφαρμογές CCTV είναι ότι εδώ δεν υπάρχει ο ανασταλτικός παράγοντας των μεγάλων σε μέγεθος αρχείων βίντεο. Και για να εξασφαλιστεί η συνέχιση της λειτουργίας του συστήματος ακόμα και σε περίπτωση κατάρρευσης του δικτύου για κάποιο χρονικό διάστημα, διατίθενται στην αγορά συσκευές ανάγνωσης που παρέχουν τη δυνατότητα ελέγχου των δεδομένων, χωρίς να είναι αναγκαία η αποστολή τους στον κεντρικό server.
Συστήματα συναγερμού
Προπομπός της μετάβασης από τα συμβατικά συστήματα συναγερμού σε IP εφαρμογές ήταν η όλο και μεγαλύτερη διείσδυση και χρήση της IP τηλεφωνίας (Voice over IP). Και τούτο διότι είναι γνωστό ότι τα συστήματα συναγερμού χρησιμοποιούν το τηλεφωνικό δίκτυο προκειμένου να επικοινωνήσουν με τα Κέντρα Λήψης Σημάτων. Καθώς οι εταιρείες αποφασίζουν να προβούν σε συστήματα Voice over IP, ήταν λογικό να υπάρξει και μια αλλαγή πλεύσης όσον αφορά τον τεχνολογικό χαρακτήρα των συστημάτων συναγερμού. Οι εταιρείες συστημάτων συναγερμού, αντιλαμβανόμενες έγκαιρα αυτή την τάση έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα παρουσίασης συστημάτων IP. Βέβαια, όπως και σε κάθε νέα τάση, υπάρχουν ενδοιασμοί και προβληματισμοί για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η διείσδυση των IP συστημάτων σε ένα χώρο τόσο ευαίσθητο και κρίσιμο όσο εκείνον των συστημάτων συναγερμού. Η ιδιαιτερότητα και η κρισιμότητα των συγκεκριμένων συστημάτων και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η τηλεφωνική ειδοποίηση και η αποτροπή λανθασμένων συναγερμών και παρεμβολών οδήγησαν τα εμπλεκόμενα μέρη (εταιρείες και φορείς) στη θέσπιση συγκεκριμένων προδιαγραφών και προτύπων, με τα οποία ήταν συμβατά τα συμβατικά συστήματα συναγερμού. Το ένα θέμα που προκύπτει, είναι κατά πόσο τα IP συστήματα είναι συμβατά με τον τωρινό τρόπο λειτουργίας και ειδοποίησης. Ένα άλλο εξίσου σημαντικό θέμα, είναι ο βαθμός ετοιμότητας των Κέντρων Λήψης Σημάτων αλλά και των αστυνομικών σταθμών όσον αφορά την υλικοτεχνική υποδομή τους, αλλά και την τεχνογνωσία για να δεχτούν μια τόσο σημαντική αλλαγή.
Τεχνολογία
Όπως προαναφέρθηκε, η τεχνολογία IP μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφορετικούς τρόπους δικτύωσης για τη μεταφορά σημάτων. Μπορεί να είναι ένα τοπικό δίκτυο, ένα εταιρικό δίκτυο ευρείας ζώνης και φυσικά το Internet. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα των IP συσκευών είναι ο αυξημένος βαθμός ελέγχου, καθώς ο κεντρικός σταθμός ανά τακτά χρονικά διαστήματα μπορεί να στέλνει σήματα επιβεβαίωσης προς τα απομακρυσμένα σημεία και αντίστροφα, ώστε να είναι συνεχής η εξασφάλιση της καλής λειτουργίας και της απρόσκοπτης επικοινωνίας. Στον κεντρικό σταθμό, τα σήματα ελέγχου και συναγερμού που στέλνονται από τους IP μεταδότες λαμβάνονται από έναν ειδικό δέκτη, ο οποίος συνήθως απαιτεί την ύπαρξη μιας ειδικής κάρτας συνδεδεμένης σε μια ευρυζωνική σύνδεση (όταν χρησιμοποιείται το Internet).
Εκείνο που πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι να έχουν υπόψη τους είναι ότι ουσιαστικά η εγκατάσταση ενός δικτύου συναγερμού βασισμένου σε IP πρωτόκολλο, ουσιαστικά ακολουθεί τις βασικές αρχές ενός δικτύου υπολογιστών. Οπότε, όλες οι συσκευές δικτύου οφείλουν να έχουν μια μοναδική IP διεύθυνση που επιτρέπει την επικοινωνία με τις υπόλοιπες συσκευές και φυσικά τη διασύνδεσή τους με το Διαδίκτυο. Οι διευθύνσεις αυτές έχουν τη μορφή του αριθμού 111.222.333.444, στην οποία, κάθε μεμονωμένη τετράδα ψηφίων δεν πρέπει να υπερβαίνει την τιμή 255. Η διευθυνσιοδότηση IP υλοποιείται με δύο διαφορετικούς τρόπους, που επιλέγονται από το διαχειριστή του συστήματος. Ο ένας τρόπος είναι εκείνος των στατικών IP διευθύνσεων. Στη μέθοδο αυτή, οι διευθύνσεις είναι σταθερές και δίνονται από τον υπεύθυνο του IT στην εταιρεία εγκατάστασης και αυτή η διεύθυνση προγραμματίζεται μέσα στον IP μεταδότη. Η εναλλακτική προσέγγιση διευθυνσιοδότησης είναι εκείνη της δυναμικής IP διεύθυνσης και η οποία ονομάζεται Dynamic Host Configuration Protocol (DHCP). Στην περίπτωση αυτή, οι συσκευές δικτύου που ελέγχονται μέσα από ένα router, χαρακτηρίζονται από μια προσωρινή IP διεύθυνση για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα . H συγκεκριμένη μέθοδος είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και προτιμάται για την εγκατάσταση και ρύθμιση δικτύων ανεξαρτήτως μεγέθους (μικρά ή μεγάλα), για δύο βασικούς λόγους: Ο πρώτος λόγος είναι ότι μειώνει σημαντικά τον όγκο των αρχείων και πληροφοριών που πρέπει να τηρούνται και ο δεύτερος γιατί μειώνει τις χρονοβόρες συνεννοήσεις μεταξύ του προσωπικού του IT τμήματος και των επιμέρους χρηστών. Είναι προφανές ότι τη συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών, ουδόλως τους ενδιαφέρει η IP διεύθυνση του υπολογιστή τους, αρκεί βέβαια αυτός να λειτουργεί σωστά μέσα στο δίκτυο. Με τον ίδιο τρόπο και οι συσκευές συναγερμού IP μπορούν να παραμετροποιηθούν για να λειτουργούν βάσει της DHCP διευθυνσιοδότησης, ώστε να απλοποιηθεί η διαδικασία προγραμματισμού του συστήματος.
Η ενσωμάτωση των συσκευών συναγερμού σε ένα δικτυακό περιβάλλον πρωτοκόλλου IP προσφέρει και πλήθος εργαλείων, που μέχρι τώρα ήταν διαθέσιμα μόνο στους χειριστές υπολογιστών. Ένα από τα σημαντικότερα είναι η εντολή Ping, με την οποία είναι δυνατός ο άμεσος έλεγχος της σύνδεσης και της προσβασιμότητας σε μια οποιαδήποτε συσκευή, η οποία είναι συνδεδεμένη είτε σε ένα τοπικό δίκτυο είτε στο Internet. Η χρήση της είναι απλούστατη και μπορεί να γίνει μέσω οποιουδήποτε υπολογιστή που είναι συνδεδεμένος στο δίκτυο. Σε περίπτωση όπου η τερματική συσκευή δεν απαντήσει, τότε είτε δεν είναι συνδεδεμένη σωστά είτε υπάρχει πρόβλημα ηλεκτρικής τροφοδοσίας. Γενικότερα, ο έλεγχος του συστήματος γίνεται πλέον από ένα υπολογιστικό περιβάλλον όμοιο με εκείνο που εργάζεται η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων. Με τη χρήση του κατάλληλου software είναι πολύ εύκολο να πραγματοποιούνται όλες οι λειτουργίες μέσα από ένα παραθυρικό περιβάλλον. Επιπλέον, απλοποιούνται εργασίες όπως το backup των δεδομένων, οπότε και σε περίπτωση απώλειας του συστήματος μειώνεται αισθητά ο χρόνος επαναφοράς του.
Όμως ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα των IP συστημάτων συναγερμού, το οποίο μάλιστα έχει βαρύνουσα σημασία για τα οικονομικά τμήματα των επιχειρήσεων, είναι η εξοικονόμηση που μπορεί να επιτευχθεί. Συχνή αιτία διαφωνιών, συγκρούσεων και ατέρμονων συζητήσεων ανάμεσα στους τεχνικούς (Πληροφορική, Ασφάλεια, Τεχνικές Υπηρεσίες) και στα οικονομικά στελέχη που συνήθως κυριαρχούν στο top management των σύγχρονων επιχειρήσεων, είναι το κόστος μιας επένδυσης. Είναι οι τεχνικοί εκείνοι που επιθυμούν την απόκτηση της βέλτιστης τεχνικής λύσης, συχνά αδιαφορώντας για το κόστος – και από την άλλη όχθη, τα οικονομικά στελέχη εστιάζουν μόνο στο θέμα του κόστους και συνήθως πιέζουν για λύσεις φθηνότερες, αλλά όχι τόσο αποτελεσματικές και αξιόπιστες. Αυτή η σύγκρουση γίνεται για όλα τα θέματα, οπότε και το θέμα της ηλεκτρονικής ασφάλειας δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την ατζέντα των ανωτέρω συζητήσεων. Η εφαρμογή των IP συστημάτων συναγερμού είναι σε θέση να βρει ένα κοινό σημείο σύγκλισης ανάμεσα στις δύο πλευρές, που δεν είναι άλλο από τη μείωση του κόστους σε σχέση με άλλες λύσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί τα συγκεκριμένα συστήματα συναγερμού χρησιμοποιούν το ήδη υφιστάμενο πληροφοριακό δίκτυο της επιχείρησης και δεν απαιτείται επιπρόσθετη καλωδίωση. Οπότε, είναι λογικό να μειώνεται σημαντικά το συνολικό κόστος του εγχειρήματος.
Από τη θεωρία στην πράξη
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγκατάστασης ενός ολοκληρωμένου συστήματος συναγερμού IP αποτελεί η αλυσίδα των καταστημάτων Dixons στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα νέα ευρωπαϊκά πρότυπα επέβαλαν τη γενικότερη αναβάθμιση των διαδικασιών ασφαλείας, που ακολουθούνται σε όλα τα καταστήματα της αλυσίδας. Η έκταση του όλου εγχειρήματος, όπως εύκολα μπορεί να αναλογιστεί κάποιος, ήταν πολύ μεγάλη και για την υλοποίησή του υπήρχαν αρκετές εναλλακτικές προτάσεις. Και τότε ήταν που οι εταιρείες οι οποίες θα συνεργάζονταν με την Dixon για θέματα ηλεκτρονικής ασφάλειας, έριξαν την ιδέα της χρησιμοποίησης του υφιστάμενου πληροφοριακού δικτύου της επιχείρησης. Βέβαια, αυτή η ιδέα δεν έγινε αμέσως δεκτή. Όπως λέει ο Bill Briggs, ο επικεφαλής του τμήματος ασφάλειας των Dixons, υπήρχαν πολλές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος. Παράλληλα όμως, όσο επεξεργάζονταν τη συγκεκριμένη πρόταση, προέκυπταν και άλλα ερωτήματα. Πώς, παραδείγματος χάρη, θα μπορούσαν να στήσουν ένα αποδοτικό και αξιόπιστο δικτυακό σύστημα συναγερμού, που θα έδινε ίσως και τη δυνατότητα ορισμένων αντισταθμιστικών ωφελειών με την εξοικονόμηση κάποιων χρημάτων σε άλλους τομείς, όπως στις τηλεπικοινωνίες της επιχείρησης; Και ο Briggs, αφού ξεπέρασε τις δικές του αμφιβολίες και επιφυλάξεις, είχε στη συνέχεια το δύσκολο έργο να προσπαθήσει να πείσει το Διοικητικό Συμβούλιο της επιχείρησης για τη σκοπιμότητα του εγχειρήματος και την ορθότητα της επιλογής εγκατάστασης IP συναγερμών. Ένα έργο, που ήταν σίγουρα πιο δύσκολο από ό,τι ακούγεται, καθώς η συγκεκριμένη τεχνολογία κάνει ακόμα τα πρώτα της βήματα και είναι λογικό να υπάρχει μια επιφύλαξη, ειδικότερα από ανθρώπους που δεν εμπλέκονται άμεσα σε τεχνικά θέματα. Ο χρόνος όμως ήταν αμείλικτος και πλησίαζαν οι καταληκτικές προθεσμίες, στις οποίες το σύστημα ασφαλείας των Dixon θα έπρεπε να πληροί τις νέες προδιαγραφές. Από τη στιγμή που λήφθηκε η έγκριση και από τη Διοίκηση της εταιρείας, έπρεπε το έργο να τρέξει με πολύ γοργούς ρυθμούς. Οι εμπλεκόμενοι στο εγχείρημα, τόσο από την πλευρά των Dixon όσο και από τις εταιρείες εγκατάστασης, επέλεξαν τον τρόπο υλοποίησης και τα μέσα που θα χρησιμοποιούσαν και ξεκίνησαν την εγκατάσταση του συστήματος.
Βασικός σκοπός της αναβάθμισης ήταν η δυνατότητα ύπαρξης δύο διαύλων για την αποστολή των σημάτων, όπως άλλωστε ορίζουν οι νέες προδιαγραφές EN 501 3. Ο ένας δίαυλος θα ήταν το συμβατικό δίκτυο IP, ενώ ο δεύτερος δίαυλος θα ήταν ένα δίκτυο GPRS, το οποίο θα ήταν σε θέση να διακινήσει τα σήματα σε περίπτωση διακοπής λειτουργίας του IP δικτύου.
Όλα τα καταστήματα της αλυσίδας συνδέθηκαν με το κύριο κέντρο λήψης σημάτων της εταιρείας στο Stevenage, αλλά ταυτόχρονα, υπήρχε σε συνεχή παράλληλη λειτουργία (hot standby) ένα εναλλακτικό κέντρο λήψης σημάτων, σε μια διαφορετική περιοχή. Το κάθε κέντρο ελέγχει συνεχώς όλες τις εγκαταστάσεις των Dixon, ενώ παράλληλα υπάρχει ένας συνεχής δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δύο. Το γεγονός αυτό εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων συναγερμού, σε περίπτωση που για κάποιο λόγο ένα από τα δύο κέντρα θα αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα λειτουργίας. Καθώς όλα τα σήματα προς τα κέντρα είναι σε ψηφιακή μορφή, οι χειριστές των Κέντρων Λήψης έχουν τη δυνατότητα να τα αποθηκεύσουν, να τα ανακαλέσουν όποτε κρίνουν σκόπιμο και να αναλύσουν ένα συμβάν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα από που τότε που λήφθηκε η σχετική απόφαση, τα καταστήματα Dixons κατάφεραν να αναβαθμίσουν το σύστημα συναγερμού τους σε ένα σύστημα dual path, με συνεχή επιτήρηση της γραμμής, όπως ορίζουν οι προδιαγραφές του EN 50136. Πλέον είναι σε λειτουργία ένα συνεχώς επιτηρούμενο σύστημα IP, με ύπαρξη ενός δεύτερου δικτύου GPRS για back up (σύστημα dual path) και όλες οι πληροφορίες που διακινούνται είναι πλήρως ψηφιοποιημένες, με όλα τα πλεονεκτήματα που αυτό συνεπάγεται (καλύτερη επεξεργασία, δυνατότητα εύκολης αποθήκευσης και ανάκλησης όταν κριθεί σκόπιμο).
Επιφυλάξεις και αντίλογος
Αναμφισβήτητα λοιπόν, οι δικτυακές εφαρμογές συστημάτων συναγερμού που βασίζονται στο πρωτόκολλο IP φαίνεται ότι κάνουν μια δυναμική διείσδυση στο χώρο των συστημάτων ασφαλείας. Όμως, αυτό δεν συνεπάγεται ότι όλοι όσοι ασχολούνται με τις συγκεκριμένες εφαρμογές συναινούν στη διαφαινόμενη επικράτησή τους. Είναι αρκετοί εκείνοι που εγείρουν αμφιβολίες και θέτουν κρίσιμα ερωτήματα, τα οποία ζητούν απάντηση. Αν και όλοι δέχονται ότι τα IP συστήματα συναγερμού προσφέρουν απεριόριστες δυνατότητες, ειδικότερα σε θέματα ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, η κυριότερη ένσταση που διατυπώνεται σχετικά με τα IP προϊόντα σχετίζεται με θέματα ασφάλειας. Ξεχνούν ότι ενώ θέτουν ένα τέτοιο θέμα, την ίδια στιγμή πραγματοποιείται ένας τεράστιος αριθμός τραπεζικών συναλλαγών και διακινούνται μυθώδη ποσά συνεχώς, μέσα από τους ηλεκτρονικούς διαύλους των δικτύων, που βασίζονται ως επί το πλείστον στο πρωτόκολλο IP. Εκεί άραγε δεν υπάρχουν θέματα ασφαλείας; Η απάντηση είναι απλή για όσους ασχολούνται. Σίγουρα και στο θέμα αυτό, όπως άλλωστε και σε όλες τις νέες τεχνολογίες, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος πιθανών προβλημάτων και αστοχιών, οι οποίες μπορεί να ακουμπούν και θέματα ασφαλείας. Και, σίγουρα, τα θέματα αυτά δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ασυλλόγιστα και χωρίς σκεπτικισμό. Εντούτοις, μια πιο εξονυχιστική εξέταση της κατάστασης, θα επιτρέψει σε οποιονδήποτε καλόπιστο και προπάντων καλά ενημερωμένο παρατηρητή να εξάγει το συμπέρασμα ότι άλλοι χώροι και τομείς που χρησιμοποιούν IP δίκτυα για τις εφαρμογές τους, έχουν αντιμετωπίσει με πλήρη επιτυχία αυτά τα θέματα. Οι περισσότεροι οργανισμοί και επιχειρήσεις έχουν εγκαταστήσει ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα -που χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο IP- και παράλληλα διαθέτουν συστήματα είτε σε επίπεδο λογισμικού είτε σε επίπεδο hardware, που επιτρέπουν την ασφαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του δικτύου υπό οποιαδήποτε συνθήκη. Όλοι αυτοί οι οργανισμοί βασίζονται πλήρως στα δίκτυά τους για τη διεξαγωγή των συναλλαγών τους και την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων τους (εφοδιαστική αλυσίδα, παραγωγή, μισθοδοσία και άλλες διεργασίες). Παράλληλα, κάθε χρόνο αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς το ηλεκτρονικό εμπόριο (e-commerce) είτε με τη μορφή B2C (business to consumer) είτε με τη μορφή B2B (business to business), στο οποίο όλες οι συναλλαγές γίνονται μέσω των δικτύων IP (με χρήση πιστωτικών καρτών ή με ηλεκτρονικές κινήσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς). Είναι σίγουρο ότι εάν η υποδομή των δικτύων IP δεν ήταν ασφαλής και αξιόπιστη, δεν θα χρησιμοποιούνταν σε τέτοιο μέγεθος. Επιπρόσθετα, υπάρχει και ένας αξιοσημείωτος αριθμός πολύ σοβαρών εταιρειών, οι οποίες ασχολούνται με μεγάλη επιτυχία στην ανάπτυξη και εμφάνιση λύσεων, που διασφαλίζουν με μεγάλη επιτυχία τα δίκτυα IP απέναντι σε κάθε είδους κακόβουλη ενέργεια. Μια άλλη αιτία επιφύλαξης απέναντι στα δίκτυα IP είναι ότι ο ενεργός τους εξοπλισμός, δηλαδή οι servers και οι routers που επωμίζονται κυρίως το έργο της διακίνησης των δεδομένων, εξαρτώνται από μια εξωτερική παροχή ρεύματος και σε περίπτωση διακοπής της τροφοδοσίας ρεύματος, σταματάει και η λειτουργία τους, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του δικτύου. Όμως και εδώ υπάρχουν λύσεις. Η εγκατάσταση συσκευών αδιάλειπτης παροχής (UPS), σε συνδυασμό με συστήματα αυτόματης μεταγωγής σε παροχή τροφοδοτούμενη από γεννήτριες, είναι σε θέση να παρέχουν το απαραίτητο ρεύμα για τη συνεχή λειτουργία του δικτύου και των κόμβων που το απαρτίζουν.
Εν κατακλείδι
Αν και με καθυστέρηση, φαίνεται ότι επιτέλους η βιομηχανία ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας ανακάλυψε τα δίκτυα IP. Η χρήση τους και η αξιοποίηση του συγκεκριμένου τρόπου μετάδοσης πληροφοριών, μπορεί να δώσει τεράστιες δυνατότητες και να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο τόσο σε επίπεδο εγκαταστατών και κατασκευαστριών εταιρειών, όσο και σε επίπεδο τελικού χρήστη. Ακόμα βέβαια, ειδικά στη χώρα μας, καταλαμβάνουν πολύ μικρό μερίδιο της συνολικής αγοράς. Όμως, όπως φαίνεται, η ζυγαριά αργά μεν αλλά σταθερά, γέρνει προς την επικράτησή τους. Και αυτό είναι εύλογο, καθώς αποτελούν ίσως το ιδανικό μέσο για την ενοποίηση όλων των συστημάτων ασφαλείας σε ένα ενιαίο δίκτυο, χωρίς παράλληλα να απαιτούνται μεγάλες εργασίες στην υποδομή των κτιριακών εγκαταστάσεων. Παράλληλα, η διάδοσή τους θα μπορέσει να σπάσει στεγανά ανάμεσα στη βιομηχανία της πληροφορικής και στο χώρο των συστημάτων ασφαλείας, ούτως ώστε τα επιτεύγματα του ενός τομέα να διαχέονται και να αξιοποιούνται με το βέλτιστο δυνατό τρόπο.