Συμβουλές και απαιτήσεις για μια επιτυχημένη IP εγκατάσταση
Οπτικές ίνες, χρήση υβριδικών συστημάτων, ασύρματη διασύνδεση, συνεργασία μεταξύ συσκευών IP είναι στοιχεία που μπορούν να απογειώσουν την απόδοση ενός συστήματος επιτήρησης.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
Χωρίς καμία αμφιβολία οι τεχνολογίες των συστημάτων CCTV, όπως παραδοσιακά ονομάζονται τα συστήματα επιτήρησης video, έχουν εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό. Πλέον οι χρήστες αλλά και οι εγκαταστάτες έχουν στη διάθεσή τους πολλαπλά εργαλεία προκειμένου να επιλέξουν αυτό που ταιριάζει καλύτερα στις προδιαγραφές του κάθε έργου. Εκτός όμως από τα θετικά που αυτές οι εξελίξεις έχουν επιφέρει, παράλληλα έχουν φέρει και έναν ιδιότυπο προβληματισμό σε όσους ασχολούνται με αυτόν το χώρο. Αυτό συμβαίνει διότι η ανάπτυξη ενός συστήματος CCTV δεν είναι πλέον τόσο απλή όσο ήταν πριν λίγα χρόνια. Τότε δηλαδή που οι κάμερες ήταν μόνο αναλογικές, τα καλώδια ομοαξονικά και οι συσκευές εγγραφής περιορίζονταν στα γνωστά μας VCR. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Στο πεδίο των έργων επιτήρησης έχουν εμφανιστεί ποικίλες προτάσεις ως προς την υλοποίηση ενός συστήματος CCTV. Πρώτα ας ξεκινήσουμε από τα καλώδια. Θα είναι ομοαξονικά, UTP ή καλώδια οπτικών ινών; Στην συνέχεια ας ασχοληθούμε με την τεχνολογία των συστημάτων διαχείρισης της εικόνας. Αναλογικά, δικτυακά με χρήση του πρωτοκόλλου Ethernet ή υβριδικά; Όμως ο προβληματισμός δεν σταματάει εδώ. Θα χρησιμοποιηθούν κάμερες υψηλής ανάλυσης τύπου megapixel ή High Definition; Οι συσκευές εγγραφής θα είναι DVR ή NVR, stand alone ή ενσωματωμένες σε υπολογιστή; Ακόμα και σε πιο εξειδικευμένες προτάσεις όπως η χρήση των switches υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, ανάμεσα σε διαχειριζόμενα (managed) switches και μη διαχειριζόμενα.
Όλα αυτά, είναι ερωτήματα που μπορούν να προβληματίσουν ακόμα και τους πιο έμπειρους εγκαταστάτες και μελετητές. Αλλά από την άλλη καταλήγουν να είναι προς όφελος των τελικών χρηστών, καθότι πλέον έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόσουν το σύστημά τους στις προδιαγραφές τους. Αρκεί φυσικά εκείνοι με τους οποίους θα συνεργαστούν, να έχουν τις γνώσεις ώστε να προτείνουν την κατάλληλη λύση με το μεγαλύτερο βαθμό ανταποδοτικότητας – το περίφημο value for money – από την πληθώρα των διάφορων εναλλακτικών προτάσεων.
Η οπτική ίνα ως μέσο καλωδίωσης
Παρότι όλοι έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε τη χρήση των οπτικών ινών μόνο με τα IP συστήματα, αυτές μπορούν να αποτελέσουν και μέσο καλωδίωσης για τα αναλογικά συστήματα στην περίπτωση που πρόκειται για την κάλυψη πολύ μεγάλων αποστάσεων. Οι οπτικές ίνες προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διασύνδεση συσκευών με απόσταση χιλιομέτρων μεταξύ τους, στην περίπτωση όπου επιλεγούν πολύτροπες οπτικές ίνες. Ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις μπορούν να καλυφθούν αν χρησιμοποιηθούν μονότροπες οπτικές ίνες.
Συγκεκριμένα, τα πλεονεκτήματά τους είναι τα ακόλουθα:
- Χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλες ταχύτητες μετάδοσης.
- Παρέχουν πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια στην προστασία των διακινούμενων δεδομένων.
- Δεν επηρεάζονται από ηλεκτρομαγνητικά πεδία, άρα σε χώρους με μεγάλο ηλεκτρομαγνητικό θόρυβο όπως βιομηχανίες, σταθμοί παραγωγής ενέργειας κ.λπ., συνιστάται η χρήση τους.
- Δεν είναι ευάλωτα σε υγρά περιβάλλοντα, σε αντίθεση με τα χάλκινα καλώδια στα οποία μπορεί να προκληθεί βραχυκύκλωμα.
- Δεν μεταφέρουν ηλεκτρικό σήμα – και ως εκ τούτου προτιμούνται σε χώρους με μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας για εκρήξεις από σπινθήρες.
- Εμφανίζουν μικρότερη εξασθένηση του σήματος σε σχέση με τα χάλκινα και ομοαξονικά καλώδια. Ως εκ τούτου έχουν τη δυνατότητα πολύ μεγαλύτερων αποστάσεων μεταξύ του ενεργού εξοπλισμού, όπως switches.
Και οι εγκαταστάτες έχουν εξοικειωθεί πλέον με την τοποθέτηση των οπτικών ινών και υπάρχουν πληθώρα εξειδικευμένων συνεργείων που αναλαμβάνουν τις συνδέσεις μεταξύ των οπτικών ινών. ¶ρα απομένει στο χρήστη να λάβει την οικονομοτεχνική μελέτη και να διαπιστώσει αν τον συμφέρει η επιλογή της οπτικής ίνας.
Αποφασίζοντας δικτυακά
Από τη στιγμή που έχει ληφθεί η απόφαση για τη μετάβαση σε ένα IP CCTV σύστημα, υπάρχουν τρεις επιλογές όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα υλοποιηθεί αυτή η μετάβαση. Εάν η μετάβαση αφορά σε μια υφιστάμενη εγκατάσταση με ένα υπάρχον αναλογικό CCTV, τότε οι επιλογές είναι οι ακόλουθες:
1. Κωδικοποίηση του υφιστάμενου αναλογικού βίντεο.
2. Ολοκληρωτική αλλαγή του συστήματος.
3. Αναβάθμιση του υφιστάμενου συστήματος.
Η πρώτη επιλογή που είναι η κωδικοποίηση του αναλογικού βίντεο, γίνεται με τη χρήση ειδικών μετατροπέων – κωδικοποιητές & αποκωδικοποιητές (encoders & decoders) – μέσω των οποίων μετατρέπεται το σήμα σε ψηφιακό και εισάγεται μέσα στο δίκτυο Ethernet με τη χρήση δικτυακών switches. Από τη στιγμή που η πληροφορία έχει μετατραπεί και εισαχθεί μέσα στο δίκτυο, τότε είναι εφικτή η προβολή και αποθήκευση των εικόνων μέσω δικτυακών συσκευών (οθόνες, καταγραφικά, σκληροί δίσκοι).
Η προσέγγιση αυτή είναι η λιγότερο ακριβή όσον αφορά στο κόστος. Συνιστάται για εφαρμογές που καλύπτουν περισσότερες από μία εγκατάσταση (multi facilities). Τότε με τη χρήση ενός κωδικοποιητή μετατρέπεται το αναλογικό βίντεο μιας εγκατάστασης σε ψηφιακό και μέσω πλέον δικτύου Ethernet, τύπου WAN, μεταφέρεται στο κεντρικό σύστημα CCTV του Οργανισμού. Το μειονέκτημα σε αυτήν τη λύση είναι η ποιότητα της εικόνας. Όσο και αν έχει αναπτυχθεί η τεχνολογία των αναλογικών καμερών, είναι προφανές ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να έχουν τις αναλύσεις των ψηφιακών καμερών HD ή megapixel.
Η δεύτερη λύση είναι η ολοκληρωτική αλλαγή του συστήματος, με ένα καινούριο ψηφιακό σύστημα. Είναι σαφέστατα η πιο ακριβή, αλλά παράλληλα η μόνη που διασφαλίζει και τη δυνατότητα του συστήματος να ανταποκριθεί με επιτυχία και σε μελλοντικές απαιτήσεις (future proof). Αλλά και εδώ υπάρχουν αρκετά ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν από όλες τις πλευρές.
Θα χρησιμοποιηθεί η ίδια δικτυακή υποδομή που εξυπηρετεί και το πληροφοριακό σύστημα του Οργανισμού; Οι εμπλεκόμενοι οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι εφαρμογές IP καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες bandwidth, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσουν τα υπόλοιπα συστήματα. Ίσως λοιπόν θα χρειαστεί να εγκατασταθεί μια καινούρια δικτυακή υποδομή Ethernet, που θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το σύστημα CCTV.
¶λλα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν στο στάδιο της μελέτης είναι τα ακόλουθα:
Πόσες συσκευές θα χρειαστούν και τι συνολικό bandwithd θα χρειαστεί; Εδώ μπορεί να βοηθήσει και η χρήση των ασύρματων διασυνδέσεων, χάρη στις οποίες απαλλασσόμαστε εν μέρει από την ανάγκη των αναλυτικών προμετρήσεων στο στάδιο της μελέτης για τον υπολογισμό του μήκους των καλωδίων που θα χρειαστούν – είτε είναι αυτές οπτικές ίνες είτε UTP.
Τι έκταση θα καλύπτει το σύστημα CCTV; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα καθορίζει τι είδους καλώδιο θα χρειαστεί. Για τα συστήματα που χρησιμοποιούν κάμερες υψηλής ανάλυσης (HD ή megapixels) και όταν οι αποστάσεις είναι πολύ μεγάλες (της τάξης των χιλιομέτρων), τότε η χρήση της μονότροπης οπτικής ίνας αποτελεί μονόδρομο.
Χρήση διαχειριζόμενων (managed) switches; Ένα διαχειριζόμενο switch παρέχει δυνατότητες προγραμματισμού. Τα switches μπορεί να παρακολουθούνται και να προσαρμόζονται τοπικά ή απομακρυσμένα, επιτρέποντας τον έλεγχο της κυκλοφορίας και της πρόσβασης χρηστών στο δίκτυό σας. Στην πράξη, η χρήση διαχειριζόμενων switches δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να διαχειρίζονται καλύτερα το διαθέσιμο bandwidth.
Θα γίνει χρήση της υφιστάμενης καλωδίωσης (αν αυτή φυσικά υπάρχει); Στην περίπτωση όπου ήδη υπάρχει ομοαξονικό καλώδιο τοποθετημένο, τότε υπάρχει πλέον η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί και για την ανάπτυξη ενός δικτύου Ethernet. Ένας μεγάλος αριθμός κατασκευαστών προσφέρει αυτήν τη δυνατότητα, με την ταυτόχρονη υποστήριξη της λειτουργίας PoE (Power Over Ethernet). Το σημαντικότερο είναι ότι αυτές οι λύσεις, οι επονομαζόμενες EoC (Ethernet Over Coax) υποστηρίζουν και τη σύνδεση σε μεγαλύτερες αποστάσεις από ό,τι τα καλώδια UTP. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν σύνδεση και σε αποστάσεις που φτάνουν τα 600 μέτρα χωρίς PoE, ενώ όταν υποστηρίζουν και τη λειτουργία PoE μειώνεται αυτή η δυνατότητα και φτάνει περίπου τα 200 με 300 μέτρα. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι πολύ μεγαλύτερες από την απόσταση των 100 μέτρων που καλύπτουν τα καλώδια UTP.
Ασύρματη διασύνδεση
Για την επιτυχή λειτουργία ασύρματων διασυνδέσεων σε ένα δίκτυο IP υπάρχουν πολλές παράμετροι που οφείλουμε να εξετάσουμε. Η τοπολογία του δικτύου, τα εμπόδια που υπάρχουν μεταξύ των συσκευών και οι καιρικές συνθήκες είναι θέματα που χρήζουν προσεχτικής εξέτασης. Το θετικό είναι ότι πλέον υπάρχουν πολλά προϊόντα αυτής της κατηγορίας, που θεωρητικά τουλάχιστον υπόσχονται εύκολη εγκατάσταση και λειτουργία, αρκεί φυσικά και οι εγκαταστάτες να είναι εξοικειωμένοι. Σίγουρα οι ασύρματες προτάσεις – αν και ακόμα απέχουμε αρκετά από το σημείο να προτείνονται για όλες τις εγκαταστάσεις – αποτελούν μια εναλλακτική πρόταση για συγκεκριμένες εφαρμογές. Αρκεί να έχει προηγηθεί η κατάλληλη διερεύνηση από τεχνικής πλευράς.
Συνεργασία μεταξύ IP συσκευών
Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα που θεωρητικά συνοδεύει τη χρήση των Ethernet δικτύων, είναι ότι όλες οι IP συσκευές – ανεξάρτητα από τον κατασκευαστή τους – θα έπρεπε να συνεργάζονται μεταξύ τους. Η πραγματικότητα που οι περισσότεροι έχουν αντιμετωπίσει είναι ότι πάρα πολλές φορές υπάρχουν προβλήματα συνεργασίας μεταξύ συσκευών προερχόμενων από διαφορετικό κατασκευαστή. Η ασφαλέστερη λύση για αυτό το πρόβλημα είναι η προμήθεια όλων των απαιτούμενων συσκευών από τον ίδιο κατασκευαστή. Ακόμα και αν η προμήθεια όλου του εξοπλισμού που χρειάζεται για την ανάπτυξη του CCTV δικτύου είναι ακριβότερη αν γίνει από μόνο έναν προμηθευτή, είναι μια επιλογή που θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Διότι το πιθανότερο είναι, την εξοικονόμηση που θα επιτευχθεί στη φάση της προμήθειας, να την επιβαρυνθεί αργότερα ο χρήστης στη φάση της εγκατάστασης και της λειτουργίας, με την εμφάνιση διάφορων αναπάντεχων προβλημάτων και την καθυστέρηση του έργου.
Οι επιλογές λοιπόν είναι πολλές και λύσεις πλέον υπάρχουν για κάθε περίπτωση. Το μόνο που χρειάζεται είναι διερεύνηση της αγοράς, ώστε να επιλεγεί η πρόταση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις προδιαγραφές της κάθε εφαρμογής.