Σύγκλιση CCTV και ACCESS σε IP περιβάλλον
Η ενοποίηση των συστημάτων επιτήρησης και ελέγχου πρόσβασης κάτω από μια πλατφόρμα με βάση την IP τεχνολογία, συμβάλλει στην ενίσχυση της λειτουργικότητας, με αποτέλεσμα να παρέχει στον τελικό χρήστη σημαντικά πλεονεκτήματα.
Ένας από τους συχνότερα χρησιμοποιούμενους όρους στη βιομηχανία των ψηφιακών τεχνολογιών (πληροφορική, τηλεπικοινωνίες κ.λπ.) είναι και η επονομαζόμενη σύγκλιση ή ενοποίηση διαφορετικών συστημάτων. Συχνά όμως χρησιμοποιείται καθ΄ υπερβολή, προκειμένου να απεικονίσει τη συνεργασία προϊόντων της ίδιας κατηγορίας από διαφορετικούς κατασκευαστές.
Σίγουρα δεν αποτελεί σύγκλιση η χρήση σε ένα σύστημα CCTV καμερών που προέρχονται από διαφορετικούς κατασκευαστές, αλλά απλώς είναι συμβατότητα μεταξύ των μοντέλων. Σύγκλιση αποτελεί η ενσωμάτωση συσκευών διαφορετικής χρήσης και η κοινή τους λειτουργία κάτω από μία ενιαία πλατφόρμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευρείας εφαρμογής αποτελεί η τηλεφωνία μέσω Internet (VoIP), όπου πλέον οι υπολογιστές ενσωματώνουν και λειτουργίες τηλεφωνικής επικοινωνίας. Στο χώρο των συστημάτων ασφαλείας, το νέο μεγάλο στοίχημα είναι η ενοποίηση των συστημάτων CCTV και των εφαρμογών ελέγχου πρόσβασης σε μία ενιαία πλατφόρμα.
Παραθέσαμε το παράδειγμα της τηλεφωνίας μέσω Internet, γιατί είναι ακριβώς το ίδιο πρωτόκολλο, το γνωστό IP (Internet Protocol), του οποίου η εφαρμογή είναι εκείνη που θα δώσει τη δυνατότητα της ενοποίησης των CCTV και των συστημάτων ελέγχου πρόσβασης.
Η ευελιξία και το εύρος των δυνατοτήτων των συστημάτων ασφαλείας με δικτύωση IP, παρέχουν στον τελικό χρήστη σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα συμβατικά συστήματα που λειτουργούν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο ίσως πλεονέκτημα είναι ότι ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει άμεσα δεδομένα και πληροφορίες από τη μία εφαρμογή στην άλλη. Βέβαια, για να επιτευχθεί αυτός ο επιθυμητός βαθμός ενοποίησης είναι απαραίτητο από το αρχικό στάδιο του σχεδιασμού, οι μελετητές του συστήματος να εργαστούν προς αυτήν την κατεύθυνση και να θέσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις και προδιαγραφές. Σε μία ιδανική θεώρηση, οι κατασκευαστές θα είχαν τη δυνατότητα παρουσίασης μιας ενιαίας λύσης, στην οποία θα συνυπήρχαν όλες οι εφαρμογές ασφαλείας, όπως το CCTV, το σύστημα ελέγχου πρόσβασης και ο συναγερμός. Η πεζή πραγματικότητα μας αποκαλύπτει ότι τέτοιο σύστημα δεν υπάρχει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Ακόμα και αν κάποια εταιρεία προχωρούσε στην ανάπτυξη ενός παρόμοιου συστήματος, είναι πολύ δύσκολο να ενσωμάτωνε όλες τις δυνατότητες που έχουν οι επιμέρους εφαρμογές, οι οποίες αναπτύσσονται από ειδικευμένες εταιρείες στο κάθε αντικείμενο, με μεγάλη τεχνογνωσία. Το παραπάνω όμως δεν αναιρεί την προσπάθεια που κάνουν πολλοί κατασκευαστές διαφορετικών εφαρμογών να παρουσιάζουν λύσεις που να χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο IP και να μπορούν να συνεργάζονται με διαφορετικές εφαρμογές. Σκοπός όλων αυτών των προσπαθειών είναι ο τελικός χρήστης να μπορεί να ελέγχει όλες τις εφαρμογές από έναν υπολογιστή, στην οθόνη του οποίου θα απεικονίζονται όλες οι σχετικές ενδείξεις.
Cause and Effect
Σήμερα στις κτιριακές εγκαταστάσεις που διαθέτουν συστήματα ασφαλείας, οι ενδείξεις για παραβίαση των χώρων μπορεί να έρχονται από τρεις διαφορετικές πηγές: Το συμβατικό σύστημα συναγερμού, το κλειστό κύκλωμα επιτήρησης (CCTV) ή το σύστημα ελέγχου πρόσβασης. Είναι φυσικό λοιπόν, ο χρήστης να επιθυμεί να βλέπει όλα τα ανωτέρω σήματα μέσα από μια ενιαία εφαρμογή. Αλλά, από τον αρχικό σχεδιασμό έως την τελική υλοποίηση, μεσολαβούν αρκετά στάδια και είναι λογικό να εμφανίζονται δυσκολίες και προβλήματα. Καταρχήν, η κάθε εφαρμογή έχει το δικό της σύστημα διαχείρισης και εδώ ανακύπτει το θέμα της αρμονικής συνύπαρξης. Η μέθοδος που ακολουθείται σήμερα είναι ότι η μία εφαρμογή θεωρείται ως κύρια και οι υπόλοιπες συνεργάζονται με αυτήν. Και ποιο λοιπόν είναι το κριτήριο της επιλογής, ως κύριας εφαρμογής; Εδώ η απάντηση είναι σχετικά εύκολη, καθώς ως βασική εφαρμογή θεωρούμε εκείνη που χρησιμοποιείται συχνότερα. Αν πάμε σε ένα control room θα διαπιστώσουμε ότι οι περισσότερες πληροφορίες σήμερα προέρχονται από το σύστημα CCTV και την περισσότερη ώρα οι χειριστές έχουν επικεντρωμένη την προσοχή τους πάνω στη συγκεκριμένη εφαρμογή, σε σχέση με το σύστημα συναγερμού ή το access control. Ευλόγως λοιπόν, το σύστημα CCTV θεωρείται το κύριο σύστημα και πάνω σε αυτό "κρέμονται" οι υπόλοιπες εφαρμογές. Καθώς λοιπόν όλα τα συστήματα συναγερμού ή τα διάφορα συμβάντα στέλνονται σε έναν κεντρικό σταθμό παρακολούθησης, ενεργοποιείται πλέον μια αλληλουχία διαδικασιών, γνωστότερη και με τον όρο "cause and effect", που μπορεί να αποδοθεί με την έννοια αίτιο-αποτέλεσμα. Η διεργασία αυτή αποτελεί και το βασικό πλεονέκτημα των ενοποιημένων συστημάτων, καθώς παρέχει στον τελικό χρήστη δυνατότητες που δεν είναι εύκολο να υπάρξουν στα μεμονωμένα συμβατικά συστήματα. Υπάρχει επιπρόσθετα η δυνατότητα της διασύνδεσης του συστήματος με το κεντρικό σύστημα παρακολούθησης των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του κτιρίου (BMS- Building Management Systems) ή με το σύστημα πυρανίχνευσης.
Εφαρμογές και λύσεις
Τι σημαίνει στην πράξη, όμως, η διαδικασία cause and effect, πώς λειτουργεί σε συγκεκριμένες εφαρμογές και ποια τα πλεονεκτήματά της; Τα παραδείγματα που ακολουθούν, θα βοηθήσουν στην κατανόηση του όρου και των θετικών στοιχείων που επιφέρει, καθώς αναλύονται συγκεκριμένες εφαρμογές.
- Αστυνομικά τμήματα:
Αίτιο: Η πυρανίχνευση ενεργοποιείται από έναν ανιχνευτή καπνού, που βρίσκεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο κελί.
Αποτέλεσμα: Στο σύστημα παρακολούθησης του CCTV απεικονίζονται οι εικόνες που λαμβάνει η κάμερα, η οποία είναι τοποθετημένη σε αυτό το κελί. Παράλληλα, είναι δυνατό να ανοίγουν τα φώτα ασφαλείας ή να ξεκλειδώνει η πόρτα. - Θύρες που ανοίγουν με χρήση κάρτας πρόσβασης
Αίτιο: Σε κάποια θύρα προσπαθεί να μπει κάποιος, που δεν έχει την κατάλληλη κάρτα.
Αποτέλεσμα: Ενεργοποιείται άμεσα η κάμερα PTZ του χώρου και εστιάζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου ατόμου. Παράλληλα, δίνεται εντολή στο ψηφιακό καταγραφικό για να γίνει εγγραφή της μεταδιδόμενης εικόνας. - Αποθήκες υψηλού βαθμού ασφάλειας
Αίτιο: Οι εξωτερικοί ανιχνευτές κίνησης τύπου PIR δίνουν σήμα συναγερμού.
Αποτέλεσμα: Ανάβουν οι προβολείς στο συγκεκριμένο σημείο. Στην οθόνη του χρήστη απεικονίζονται οι εικόνες που καταγράφονται από την κοντινότερη σε αυτό το σημείο κάμερα και, τέλος, στέλνεται σχετικό mail στον επόπτη που ίσως βρίσκεται σε άλλη περιοχή. - Θύρα που ανοίγει με χρήση κωδικού
Αίτιο: Προσπάθεια διάνοιξης της θύρας με λανθασμένο κωδικό.
Αποτέλεσμα: Ενεργοποίηση της αντίστοιχης κάμερας CCTV, επικοινωνία μέσω μεγαφωνικής εγκατάστασης, μεταξύ του χειριστή του control room και του ανθρώπου που είναι στην πόρτα - Βιομηχανικός χώρος
Αίτιο: Ένδειξη μεταβολής των συνθηκών περιβάλλοντος του χώρου, όπως αύξηση θερμοκρασίας, εμφάνιση σκόνης ή καπνού.
Αποτέλεσμα: Στην κεντρική οθόνη θα εμφανιστεί αυτόματα βίντεο από τη συγκεκριμένη περιοχή, ενώ ο χρήστης θα μπορεί παράλληλα να προβεί σε μια οπτική διερεύνηση του γεγονότος, πριν κάποιος εισέλθει στην επηρεασμένη περιοχή.
Τα συστήματα IP video, λοιπόν, καθιστούν περιττή την ύπαρξη των συμβατικών μεταγωγέων εικόνας "matrix switches", καθώς χρησιμοποιούν πλέον τους επονομαζόμενους εικονικούς μεταγωγείς "virtual matrix". Πλέον, κάθε συσκευή όπως κάμερα, οθόνη, μπορεί να συνδεθεί και να είναι κάτω από την εποπτεία του συστήματος CCTV αλλά και του συστήματος συναγερμού, σε μια αμφίδρομη σχέση επικοινωνίας, ενώ μπορεί να ενεργοποιείται χειροκίνητα από το χρήστη αλλά και αυτόματα με την ύπαρξη ενός συμβάντος ή ενός σήματος συναγερμού. Αυτή ακριβώς η ευελιξία του virtual matrix είναι ένας από τους λόγους όπου η διεργασία "cause and effect" αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά χαρακτηριστικά των ενοποιημένων συστημάτων.
Διαδικασία ενοποίησης
Είναι γνωστό ότι τα IP συστήματα ασφαλείας – όπως άλλωστε και όλα τα δίκτυα IP – χρησιμοποιούν ένα προκαθορισμένο και κατασκευασμένο σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές, πρωτόκολλο επικοινωνίας. Όμως, οι επιμέρους κώδικες που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών συσκευών που ενσωματώνονται σε ένα δίκτυο IP, είναι διαφορετικοί. Δηλαδή, ενώ η συνύπαρξη διαφορετικών συστημάτων σε ένα ενιαίο δίκτυο IP είναι πολύ εύκολη τεχνικά, εκείνο που παρουσιάζει δυσκολία είναι η επικοινωνία μεταξύ αυτών των συστημάτων. Παραδείγματος χάρη, μπορεί να έχουμε σε ένα σύστημα IP το εταιρικό δίκτυο υπολογιστών και το σύστημα ελέγχου των κτιριακών εγκαταστάσεων (BMS). Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα δύο συστήματα θα επικοινωνούν μεταξύ τους.
Για να μπορεί ένα IP σύστημα CCTV να επικοινωνεί με ένα σύστημα ελέγχου πρόσβασης, το οποίο είναι εγκατεστημένο στο IP δίκτυο του κτιρίου, θα πρέπει να υπάρχει ένα συμβατό πρωτόκολλο επικοινωνίας μεταξύ τους. Το συγκεκριμένο πρωτόκολλο μπορεί να έχει αναπτυχθεί σε ένα από τα δύο συστήματα. Συνήθως όμως, επιλέγεται το κύριο σύστημα (master), το οποίο όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι ως επί το πλείστον το κύκλωμα CCTV. Βασιζόμενοι σε αυτό το σκεπτικό, οι κατασκευαστές συστημάτων CCTV έχουν αναπτύξει πλατφόρμες επικοινωνίας, που επιτρέπουν τη διασύνδεση των συστημάτων τους με μια ευρεία γκάμα προϊόντων access control. Η προσέγγιση αυτή λειτουργεί όταν και τα δύο συστήματα λειτουργούν σε IP δίκτυο. Υπάρχει όμως και η περίπτωση όπου το access control δεν έχει τη δυνατότητα λειτουργίας σε IP δίκτυα. Τότε, ο μόνος πρακτικός τρόπος για τη μεταφορά σημάτων συναγερμού σε ένα σύστημα CCTV, είναι μέσω μιας ψηφιακής θύρας εισόδου/ εξόδου. Στην πράξη, πρόκειται για μια συσκευή, η οποία στη μία πλευρά της έχει μία σύνδεση δικτύου και στην άλλη πλευρά μία σειρά εισόδων και εξόδων. Μέσω αυτής της συσκευής γίνεται η μεταφορά των σημάτων και επίσης δίνονται οι διάφορες εντολές ελέγχου, όπως παραδείγματος χάρη, το άνοιγμα μιας θύρας.
Διαχείριση συστήματος
Τα συστήματα ασφαλείας δημιουργούν μία βάση δεδομένων, στην οποία και αποθηκεύονται όλα τα στοιχεία τα σχετικά με τις δραστηριότητες που εποπτεύει το κάθε σύστημα. Βάσει αυτών των στοιχείων, ο τελικός χρήστης μπορεί να δημιουργεί αναφορές για τις ανωτέρω δραστηριότητες. Εντούτοις, στην καθημερινή χρήση είναι λογικό να μη θέλει ξεχωριστές αναφορές για κάθε σύστημα, αλλά όλες οι πληροφορίες να του δίνονται ενοποιημένες μέσα από μία φόρμα επικοινωνίας.
Τα περισσότερα εκ των συστημάτων έχουν δικούς τους μηχανισμούς δημιουργίας αναφορών, οι οποίοι όμως δεν είναι εύκολο να ενσωματωθούν ή να ενοποιηθούν με άλλα συστήματα. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται με τη χρήση ενός ενιαίου προτύπου επικοινωνίας μεταξύ βάσεων δεδομένων, γνωστού και ως ODBC. Με τη χρήση αυτού του πρότυπου, μπορούν οι χειριστές να δημιουργούν αναφορές βάσει συγκεκριμένων ερωτημάτων. Οι αναφορές μπορεί να είναι είτε προκαθορισμένες και να επιλέγονται μέσα από μια βιβλιοθήκη που υπάρχει στο λογισμικό, είτε να ετοιμάζονται εξαρχής μέσα από το λογισμικό, με τη χρήση εύχρηστων οδηγών.
Οι εξελίξεις αυτές βέβαια, είναι λογικό να δημιουργούν πονοκέφαλο στα τμήματα πληροφορικής των εταιρειών, καθώς πλέον ερχόμαστε απέναντι στο φαινόμενο της ενοποίησης ενός μεγάλου αριθμού συσκευών, προερχόμενων από διαφορετικούς κατασκευαστές. Η υιοθέτηση του προτύπου SNMP (Simple Network Management Protocol) δίνει μια ικανοποιητική λύση, καθώς χρησιμοποιείται με θετικά αποτελέσματα στη διαχείριση των δικτυακών εφαρμογών για την παρακολούθηση και τον έλεγχο διαφορετικών συσκευών, που είναι συνδεδεμένες στο ίδιο δίκτυο.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα όσον αφορά τις δικτυακές εφαρμογές, είναι η ταυτοποίηση του χρήστη μέσα στο δίκτυο, ιδιαίτερα όταν οι συσκευές που χρησιμοποιούνται προέρχονται από διαφορετικό κατασκευαστή. Για λόγους ευχρηστίας είναι προφανές ότι οι τελικοί χρήστες δεν είναι εύκολο να κάνουν συνεχώς login με διαφορετικά στοιχεία ή να χρησιμοποιούν διαφορετικές οθόνες, κάθε φορά που θέλουν να χρησιμοποιήσουν μια άλλη συσκευή. Για το λόγο αυτό, δημιουργείται ένας λογαριασμός χρήστης με προκαθορισμένα στοιχεία, με τη χρήση των οποίων μπορεί να έχει δυνατότητα πρόσβασης σε όλες τις συσκευές που μπορεί να χρησιμοποιήσει, ανάλογα φυσικά με τα δικαιώματα πρόσβασης. Τη διαδικασία αυτή μπορούμε να την παρομοιάσουμε με τα εταιρικά δίκτυα υπολογιστών, όπου ένας χρήστης μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφορετικό υπολογιστή, αρκεί να εισάγει στα Windows τα σωστά στοιχεία λογαριασμού του. Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι η βιομηχανία πληροφορικής έχει δώσει λύση και σε αυτό πρόβλημα, με την προσαρμογή της συγκεκριμένης διαδικασίας στα δικτυακά συστήματα ασφαλείας.
Είναι λοιπόν ευδιάκριτα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ενοποίηση των συστημάτων ασφαλείας. Οι τελικοί χρήστες διαθέτουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα με πολύ μεγάλο βαθμό ευχρηστίας, μια τεράστια δεξαμενή πληροφοριών, που προέρχονται από όλα τα επιμέρους συστήματα και μια αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα του συστήματος σε πιθανές μελλοντικές αλλαγές.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ