ΣΤΑΘΕΡΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΒΕΣΗΣ: Οι εξελίξεις και τα σημεία προσοχής
Στα συστήματα μόνιμης κατάσβεσης τοπικής εφαρμογής έχουμε ενδιαφέρουσες εξελίξεις, καθώς τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αλλαγές σε επίπεδο τεχνολογίας αλλά και κανονισμών. Δύο από τις σημαντικότερες εξελίξεις είναι η εμφάνιση των συστημάτων αεροζόλ, καθώς και των συστημάτων τοπικής εφαρμογής για πυρκαγιές τύπου F.
Συστήματα αεροζόλ
Οι πυροτεχνικές γεννήτριες αερολύματος – ή αλλιώς συστήματα αεροζόλ – είναι μια σχετικά νέα κατηγορία μόνιμων συστημάτων πυρόσβεσης τοπικής εφαρμογής. Τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει ιδιαίτερα έντονη την εμφάνισή τους και στην ελληνική αγορά, κυρίως για εφαρμογές σε χώρους με ευαίσθητο εξοπλισμό, όπως computer rooms ή χώρους με ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό (μηχανοστάσια, υποσταθμοί κ.λπ.). Ο βασικότερος λόγος για την ευρύτερη διάδοσή τους είναι ο οικολογικός τους χαρακτήρας. Όλα ξεκίνησαν πριν από δύο δεκαετίες περίπου, όπου τότε από μεγάλη μερίδα του επιστημονικού κόσμου τέθηκε το θέμα της καταστροφής του όζοντος. Από τις έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί, είχε διαπιστωθεί ότι τα Halons που τότε χρησιμοποιούνταν στα μέσα πυρόσβεσης, συνέβαλαν σε μεγάλο ποσοστό στη μείωση του στρώματος όζοντος. Ειδικότερα στα μόνιμα συστήματα τοπικής εφαρμογής χρησιμοποιούνταν το Halon 1301, το οποίο και έπρεπε να αντικατασταθεί από εναλλακτικά μέσα.
Τότε προέκυψε και η χρήση των πυροτεχνικών γεννητριών αερολύματος (συστήματα αεροζόλ) τα οποία ήδη είχαν αναπτυχθεί από τη Σοβιετική Εταιρεία Έρευνας του Διαστήματος για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών στον ηλεκτρονικό εξοπλισμό των σκαφών στη διάρκεια των πτήσεων. Τα κύρια στοιχεία τους ήταν η μεγάλη τους κατασβεστική ισχύς, σε συνδυασμό με το μειωμένο βάρος τους. Στοιχεία πολύ σημαντικά για τη χρήση τους στα διαστημικά ταξίδια, καθώς ο συνδυασμός των δύο είναι ένα βασικό ζητούμενο σε τόσο απαιτητικές εφαρμογές όπως είναι οι πτήσεις για την εξερεύνηση του διαστήματος. Τελικά όμως η τεχνογνωσία αυτών των συστημάτων δεν έμεινε περιχαρακωμένη στον κλάδο της εξερεύνησης του διαστήματος. Όπως άλλωστε και σε άλλα θέματα, υπήρξε διάχυση της συγκεκριμένης τεχνογνωσίας σε τομείς πιο κοντινούς στην καθημερινότητά μας, αλλά με μεγάλη πρακτική αξία.
Εμφανίστηκαν λοιπόν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και με ακόμα μεγαλύτερη συχνότητα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 οι πυροτεχνικές γεννήτριες αερολύματος, ως ένα από τα εναλλακτικά μέσα για την αντικατάσταση των συστημάτων
Halon 1301.
Αρχή λειτουργίας
Η βασική αρχή λειτουργίας τους βασίζεται στο φυσικό γεγονός ότι το φαινόμενο της καύσης απαιτεί για την εξέλιξή του τέσσερα στοιχεία. Τα τρία είναι ήδη ευρέως γνωστά. Πρόκειται για τη θερμότητα, την καύσιμη ύλη και το οξυγόνο. Τα μέχρι τώρα πυροσβεστικά συστήματα προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν ένα από αυτά τα τρία στοιχεία. Παραδείγματος χάρη, τα συστήματα CO2 επιδρούσαν στη συγκέντρωση του οξυγόνου. Το τέταρτο στοιχείο, όχι και τόσο γνωστό όσο τα προηγούμενα, είναι οι ελεύθερες ρίζες οι οποίες αντιδρούν με το οξυγόνο και τα αέρια που παράγονται από την ύλη που καίγεται,προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις οι οποίες συμβάλλουν στην εξάπλωση της φωτιάς. Εδώ ακριβώς επεμβαίνουν τα συστήματα αερολύματος, τα οποία και δεσμεύουν τις ελεύθερες ρίζες διακόπτοντας τον αλυσιδωτό μηχανισμό της αντίδρασης, με αποτέλεσμα να καταπολεμείται αποτελεσματικά το φαινόμενο της φωτιάς.
Η κύρια χρήση τους είναι σε κατασβέσεις πυρκαγιών σε μηχανολογικούς χώρους, σε ηλεκτρικούς πίνακες, σε συστήματα UPS, σε βιομηχανικούς χώρους παραγωγής με ευαίσθητα μηχανήματα, σε προσωπικούς υπολογιστές, σε χώρους control room που διαθέτουν τηλεοπτικές οθόνες και γενικά σε χώρους με εξοπλισμό που είναι ευάλωτος σε άλλα συστήματα πυρόσβεσης.
Πλεονεκτήματα
Το κυριότερο πλεονέκτημά τους – που είναι και η αιτία άλλωστε που οδήγησε στη γρήγορη εξάπλωσή τους – είναι ότι είναι φιλικά προς το περιβάλλον. Δηλαδή σε αντίθεση με το halon 1301 το οποίο και αντικατέστησαν, δεν συμβάλλουν στη μείωση του στρώματος του όζοντος με όποιες άλλες περιβαλλοντικές επιπτώσεις συνεπάγεται αυτό (κλιματική αλλαγή, μείωση των πάγων, ερημοποίηση περιοχών, αύξηση θερμοκρασίας και επίδρασης της ηλιακής ακτινοβολίας).
Τα πλεονεκτήματά τους όμως δεν περιορίζονται μόνο στον οικολογικό τους χαρακτήρα.
Έχουν σχετικά εύκολη εγκατάσταση, η οποία δεν επιβαρύνεται και από επιπρόσθετα έμμεσα κόστη. Αν θέλουμε παραδείγματος χάρη να τοποθετήσουμε ένα παρόμοιο σύστημα σε ένα χώρο computer room, μπορεί να τοποθετηθεί στο χώρο του δωματίου η τοπική φιάλη πυρόσβεσης και αν απαιτηθεί να συνδεθεί με ένα πίνακα ελέγχου εξωτερικά του δωματίου. Η φιάλη θα τοποθετηθεί πολύ κοντά στο κρίσιμο σημείο και ως εκ τούτου δεν θα απαιτηθούν μεγάλα μήκη σωληνώσεων για την κυκλοφορία του πυροσβεστικού μέσου. Μπορούν επιπλέον να συνδεθούν εύκολα με τα υφιστάμενα συστήματα πυρανίχνευσης και πυρόσβεσης, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερο βαθμό ευελιξίας στη διαμόρφωση του γενικού σχεδίου πυροπροστασίας των εγκαταστάσεων.
Υπάρχουν συστήματα αερολύματος, τα οποία λειτουργούν χωρίς να είναι απαιτητή η τροφοδοσία με ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς είναι γνωστό ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς η διακοπή του ρεύματος είτε λόγω ανθρώπινης επέμβασης είτε λόγω βλάβης είναι κάτι που συναντάται με πολύ μεγάλη συχνότητα. Οπότε, σε αυτήν την περίπτωση η λειτουργία του συστήματος δεν θα επηρεαστεί και θα συνεχιστεί κανονικά για την κατάσβεση της πυρκαγιάς.
Δεν αφήνουν κατάλοιπα μετά την ενεργοποίησή τους, σε αντίθεση με άλλα μέσα πυρόσβεσης, όπως παραδείγματος χάρη τα συστήματα ξηράς κόνεως τα οποία και για αυτόν το λόγο δεν χρησιμοποιούνται σε χώρους με ηλεκτρονικό εξοπλισμό.
Τέλος, το κόστος προμήθειας και εγκατάστασής τους είναι χαμηλότερο από άλλα συστήματα τα οποία συχνά είναι και πιο ξεπερασμένης τεχνολογίας.
Τι πρέπει να προσέξουμε
Επειδή όμως ακριβώς πρόκειται για μια σχετικά – προσφάτως εμφανιζόμενη – κατηγορία συστημάτων πυρόσβεσης, υπάρχουν ορισμένα σημεία τα οποία θα πρέπει να προσεχθούν κατά το στάδιο της μελέτης και εγκατάστασης. Αρχικά θα πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στην επιμελή ανάγνωση του εγχειριδίου που συνοδεύει το σύστημα. Μάλιστα θα πρέπει να διαβαστεί το πλήρες τεχνικό εγχειρίδιο και όχι απλώς τα συνοπτικότερα προσπέκτους που έχουν ως επί το πλείστον διαφημιστικό χαρακτήρα.
Μέσα στα ολοκληρωμένα τεχνικά εγχειρίδια υπάρχουν οι οδηγίες για τις ακριβείς δυνατότητες του κάθε συστήματος και το πώς αυτό συμπεριφέρεται σε καταστάσεις πυρκαγιάς. Εκεί αναγράφεται η κατασβεστική τους ικανότητα και ποια μέθοδο οφείλει να ακολουθήσει ο μελετητής για να μπορέσει να διαστασιολογήσει σωστά το σύστημα.
Ήδη στις Η.Π.Α. έχει εκδοθεί ένα πρότυπο από τον Οργανισμό NFPA, το οποίο ασχολείται με τις τεχνικές προδιαγραφές των πυροτεχνικών γεννητριών αερολύματος. Πρόκειται για το NFPA 2010, το οποίο ασχολείται με όλα τα είδη των σταθερών γεννητριών αεροζόλ. Η τελευταία του έκδοση έχει δημοσιευθεί το 2010 και η επόμενη θα δημοσιευθεί το 2015. Μέσα στο συγκεκριμένο πρότυπο υπάρχει πλήθος πληροφοριών σχετικά με το τι πρέπει να προσέξει ο μελετητής, ο εγκαταστάτης και ο χρήστης, σχετικά με την επιλογή των συστημάτων αερολύματος και την εγκατάστασή τους. Στη σελίδα του NFPA (http://www.nfpa.org/catalog/product.asp?pid=201010) μπορεί να προμηθευτεί κάποιος το συγκεκριμένο πρότυπο, το οποίο σίγουρα θα τον βοηθήσει στην εργασία με τα συστήματα αυτής της κατηγορίας. Μπορεί ακόμα να μην έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία πολλές από τις προδιαγραφές του συγκεκριμένου προτύπου, αλλά γενικά οι εξελίξεις στους ελληνικούς κανονισμούς πυρασφάλειας διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τις προδιαγραφές που θέτει ο NFPA – και αυτό άλλωστε είναι λογικό, καθώς πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους Οργανισμούς παγκοσμίως σε θέματα πυροπροστασίας. Οι μελετητές και οι εγκαταστάτες οφείλουν να εξετάσουν ακριβώς την κατασβεστική ικανότητα του κάθε συστήματος αερολύματος, που πιθανώς να διαφέρει από κατασκευαστή σε κατασκευαστή. Ακριβή στοιχεία για αυτό το ευαίσθητο θέμα μπορούν φυσικά να βρουν μόνο στα τεχνικά εγχειρίδια και πάνω σε αυτά πρέπει να βασιστούν για να εκπονήσουν την ανάλογη μελέτη. Εκτός της κατασβεστικής ικανότητας του συστήματος, ο μελετητής οφείλει να διερευνήσει και άλλα θέματα, όπως είναι η δυνατότητα ύπαρξης ή όχι ανθρώπων μέσα στον προστατευόμενο χώρο, καθώς και για ποια είδη πυρκαγιών είναι κατάλληλο το κάθε σύστημα. Αυτά τα στοιχεία είναι βασικά, καθώς έτσι θα είναι σε θέση να προτείνει και να μελετήσει το κατάλληλο σύστημα αερολύματος για τη συγκεκριμένη εφαρμογή. Πριν προχωρήσει στην τελική επιλογή οφείλει να ζητήσει από την εταιρεία που διαθέτει το σύστημα, τα ανάλογα πιστοποιητικά που αποδεικνύουν τις δυνατότητες του συστήματος, ενώ είναι καλό να ζητήσει και ένα ιστορικό έργων στα οποία να έχει χρησιμοποιηθεί το σύστημα.
Η συνεργασία με την Πυροσβεστική Υπηρεσία μπορεί να φανεί χρήσιμη, επειδή μπορεί από εκεί να αντλήσει χρήσιμες πληροφορίες καθώς και τις σχετικές εγκυκλίους που να αποδεικνύουν την καταλληλότητα του συστήματος. Αν μάλιστα το σύστημα χρησιμοποιηθεί σε εγκατάσταση για την οποία ζητείται και Πιστοποιητικό Πυροπροστασίας, τότε η συνεργασία είναι μονόδρομος, καθώς το πιστοποιητικό εκδίδεται μόνο ύστερα από έγκριση της Υπηρεσίας – και επιλογή ενός συστήματος που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που θέτουν οι ελεγκτές ,μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική οικονομική επιβάρυνση του χρήστη (για την αλλαγή του συστήματος) αλλά και σε χρονική καθυστέρηση για την έκδοση του πιστοποιητικού.
Πυροσβεστικά συστήματα για φωτιές τύπου F
¶λλη μία σημαντική εξέλιξη που είχαμε τα τελευταία χρόνια είναι στα συστήματα τοπικής κατάσβεσης που χρησιμοποιούνται σε εστιατόρια. Εδώ υπήρχε μια σύγχυση, καθώς αυτές οι φωτιές ανήκουν στην κατηγορία F (είναι οι πυρκαγιές στις οποίες εμπλέκονται μαγειρικές συσκευές με φυτικά ή ζωικά λίπη και έλαια). Μέχρι περίπου το 2010 στην Ελλάδα ως πυροσβεστικό μέσο στα τοπικά συστήματα κατάσβεσης που χρησιμοποιούνταν, ήταν η ξηρά σκόνη και το διοξείδιο του άνθρακα. Την κατάσταση όμως στο χώρο την άλλαξε μια εγκύκλιος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, με αριθμ. Πρωτοκόλλου 61047 Φ 701.6 και ημερομηνία έκδοσης 27/11/2009. Στην οδηγία αυτή παρουσιαζόταν για πρώτη φορά από την Π.Υ. το θέμα των πυρκαγιών κατηγορίας F. Ήδη διεθνώς αυτή η κατηγορία χρησιμοποιούνταν (στο πρότυπο NFPA-12 υπάρχουν σχετικές αναφορές) αλλά στην Ελλάδα δεν είχε ακόμα προδιαγραφεί στους υφιστάμενους κανονισμούς Πυροπροστασίας. Στην οδηγία αυτή αναφέρεται ο τρόπος αντιμετώπισης αυτών των πυρκαγιών και γίνεται αποδεκτή πλέον μια νέα κατηγορία συστημάτων τοπικής κατάσβεσης που προορίζεται για πυρκαγιές τύπου F.
Το πλεονέκτημα αυτών των συστημάτων είναι ότι συμπεριφέρονται πολύ καλύτερα στις πυρκαγιές αυτής της κατηγορίας και εξαλείφουν τον κίνδυνο εξάπλωσής της. Επιπλέον δεν αφήνουν στις μαγειρικές συσκευές κατάλοιπα, όπως παραδείγματος χάρη γίνεται με τα συστήματα ξηράς σκόνης τα οποία απαιτούν από το χρήστη και αφού ολοκληρωθεί η κατάσβεση της πυρκαγιάς, επιμελή καθαρισμό, που συχνά κρατάει πολλές ώρες.
Όλα αυτά οδήγησαν πολλούς μελετητές να διερευνήσουν τα συστήματα τύπου F καθώς και τις δυνατότητές τους, πριν ακόμα και την επίσημη αναφορά τους στις οδηγίες της Π.Υ.
Εδώ πάλι υπεισέρχεται ο παράγοντας της προσεκτικής μελέτης των τεχνικών εγχειριδίων του κάθε κατασκευαστή, καθώς μπορεί μεν να τοποθετούνται όλα κάτω από την ίδια κατηγορία, αλλά πιθανώς κάθε σύστημα να έχει ιδιαιτερότητες στην εφαρμογή και λειτουργία του. Επίσης ο μελετητής οφείλει να προσέξει ώστε να επιλέξει εγκεκριμένα συστήματα από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, καθώς στην περίπτωση των επαγγελματικών μαγειρείων το Πιστοποιητικό Πυροπροστασίας είναι υποχρεωτικό.
Αν υπάρχει κάποιο μειονέκτημα για τα συστήματα τύπου F είναι ότι είναι ακριβότερα από τα συστήματα ξηράς κόνεως, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την οικονομική επιβάρυνση του ιδιοκτήτη της επιχείρησης.
Ξηράς κόνεως ή συστήματα τύπου F.
Για το λόγο αυτό, η Πυροσβεστική Υπηρεσία προχώρησε σε μια νέα οδηγία με αριθμό 6776 Φ. 701.2-4/2/2010. Η οδηγία αυτή μάλλον περιέπλεξε την κατάσταση, με τις δύο ακόλουθες ενότητες που μεταφέρονται αυτούσιες στο άρθρο.
«α.- Όσες επιχειρήσεις που για τις λειτουργικές τους ανάγκες στο χώρο παρασκευαστηρίου χρησιμοποιούν μόνο μία (1) συσκευή φριτέζας ρεύματος-αερίου καυσίμου, χωρητικότητας μέχρι δέκα (10) λίτρα μαγειρικού ελαίου-λιπών ή διαθέτουν μόνο συσκευή κουζίνας οικιακού τύπου με κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος-αερίου καυσίμου ή συσκευή μαγειρέματος υγραερίου οικιακού τύπου όπου γίνεται και χρήση μαγειρικών ελαίων και λιπών, δύναται αντί της εγκατάστασης αυτόματου συστήματος κατάσβεσης τοπικής εφαρμογής κατηγορίας πυρκαγιάς F που αναφέρεται στην (α) και (β) σχετική, να τοποθετηθεί στον χώρο του παρασκευαστηρίου και πλησίον των παραπάνω συσκευών ένας (1) φορητός πυροσβεστήρας χωρητικότητας τουλάχιστον 2 lit, κατάλληλος για κατάσβεση πυρκαγιών κατηγορίας F, που θα επιτυγχάνει ελάχιστη κατασβεστική ικανότητα 25F, σύμφωνα με το Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 3.07 + A1/2-11- 2007, επιπρόσθετα των άλλων μέσων και μέτρων που επιβάλλονται από την κείμενη νομοθεσία για το χώρο αυτό».
Στην πράξη, η συγκεκριμένη ενότητα αναφέρει ότι αν ο ιδιοκτήτης και ο μελετητής υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση ότι η φριτέζα που θα χρησιμοποιηθεί χωράει μέχρι 10 lt λαδιού, τότε αντί για μόνιμο πυροσβεστικό σύστημα τύπου F μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα φορητό πυροσβεστήρα, πάλι κατηγορίας F.
Επίσης στην ίδια οδηγία περιέχεται η ακόλουθη ενότητα:
«3.- Επισημαίνεται ότι για όλες τις άλλες περιπτώσεις καυτών επιφανειών ή επιφανειών που υπάρχει παρουσία γυμνής φλόγας, όπως κάρβουνα κλπ, που ενδεχομένως συνυπάρχουν στο ίδιο παρασκευαστήριο, επιβάλλεται να εγκαθίσταται αυτόματο σύστημα κατάσβεσης τοπικής εφαρμογής άνωθεν όλων των καυτών επιφανειών, συμπεριλαμβανομένων και των συσκευών με επιφάνειες καυτού ελαίου ή μαγειρικού λίπους που αναφέρονται στην παράγραφο 2α της παρούσας, με χρήση ξηράς κόνεως ή άλλων αποδεκτών κατά περίπτωση κατασβεστικών υλικών, σε ποσότητα που επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του υπό προστασία χώρου.»
Η παραπάνω ενότητα επιτρέπει τη χρήση ενός τοπικού συστήματος με χρήση ξηράς κόνεως στην περίπτωση που στον ίδιο χώρο συνυπάρχει π.χ. μια ψησταριά.
Ενώ δηλαδή στην οδηγία του 2009 σαφώς η Π.Υ. επέτρεπε μόνο τη χρήση τοπικών συστημάτων τύπου F, με τη μεταγενέστερη οδηγία προχώρησε σε διεύρυνση των συστημάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και επαναφορά στο προσκήνιο των συστημάτων ξηράς κόνεως
Ο λόγος για αυτήν την αλλαγή ήταν πρώτον το κόστος των συστημάτων τύπου F και δεύτερον το γεγονός ότι οι μικρές επιχειρήσεις που ήδη είχαν εγκατεστημένο ένα σύστημα ξηράς κόνεως, με την οδηγία του 2009 δεν θα μπορούσαν να ανανεώσουν το πιστοποιητικό πυροπροστασίας που είναι απαραίτητο για την άδεια λειτουργίας τους χωρίς να επιβαρυνθούν το κόστος αντικατάστασης του συστήματος τοπικής εφαρμογής με ένα καινούριο τύπου F.
Η νέα οδηγία δίνει πλέον αυτήν τη δυνατότητα, αρκεί φυσικά η φριτέζα να είναι χωρητικότητας μέχρι 8 lt. Αυτό πιστοποιείται με υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη και του μελετητή. Όπως εύκολα διαπιστώνουμε, η κατάσταση είναι αρκετά περιπλεγμένη – σε συνδυασμό κιόλας με το γεγονός ότι υπάρχουν και θέματα με την πιστοποίηση ορισμένων συστημάτων τύπου F που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά.
Επιλέγοντας.
Το ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνει ο μελετητής σε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη, προκειμένου να λάβει τα καλύτερα δυνατά μέτρα ασφάλειας και φυσικά να εξασφαλίσει και την έκδοση του Πιστοποιητικού Πυροπροστασίας που είναι απαραίτητο για τις επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας. Αρχικά θα πρέπει να εξετάσει αν η περίπτωση αφορά σε υφιστάμενη εγκατάσταση με ήδη τοποθετημένο σύστημα ή καινούρια εγκατάσταση. Σε καινούρια εγκατάσταση, αν και το κόστος των συστημάτων F είναι μεγαλύτερο, αυτό αντισταθμίζεται από τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητά τους αλλά και τη μειωμένη όχληση που προκαλούν στο χώρο ύστερα από την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Όσον αφορά στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, εκείνο που πρέπει να διερευνηθεί είναι σε ποια κατηγορία ανήκει η επιχείρηση: Στην κατηγορία των φριτέζων με χωρητικότητα μέχρι 8 lt ή στις υπόλοιπες. Αν εντάσσεται στις μικρότερες και σύμφωνα με τις τελευταίες οδηγίες της Π.Υ. θα μπορέσει να είναι σύννομη απλώς με την προμήθεια του κατάλληλου φορητού πυροσβεστήρα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα πρέπει φυσικά ο ιδιοκτήτης να προβεί στην αντικατάσταση του συστήματος τοπικής εφαρμογής. Όμως οι ιδιοκτήτες και οι μελετητές θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους – και σύμφωνα τουλάχιστον με όσα αναφέρουν τα διεθνή πρότυπα – ότι αν παρακάμψουμε το τυπικό μέρος του θέματος που έχει να κάνει με την αδειοδότηση της επιχείρησης, τα επαγγελματικά μαγειρεία θα πρέπει να στραφούν προς τα τοπικά συστήματα τύπου F. Ακόμα και αν πρόκειται για μικρές επιχειρήσεις που καλύπτονται τυπικά με την πιο πρόσφατη οδηγία της Π.Υ., αργότερα, στο πλαίσιο μιας μελλοντικής επένδυσης οφείλουν να εξετάσουν το θέμα της αντικατάστασης του τοπικού συστήματος ξηράς κόνεως.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ