Ποινική Δικονομία και Ποινικός Κώδικας BΆ Μέρος – Τι πρέπει να γνωρίζουμε όταν βρεθούμε μπροστά σε κρίσιμα περιστατικά
Σε συνέχεια του προηγουμένου άρθρου όπου αναδείξαμε πως ένας Security Manager εκπαιδεύει το προσωπικό του στις βασικές νομικές πτυχές της παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας μέσα σε μία οργανωμένη αίθουσα στα κεντρικά της εταιρείας, συνεχίζουμε σε αυτό το άρθρο τη σχετική θεματική ενότητα
Του Σπύρου Μ. Κυριακάκη
Συγγραφέας – Εκπαιδευτής Ασφάλειας
Εκπαιδευόμενοι: Κύριε, όλα αυτά που ακούσαμε είναι ωραία, ενδιαφέροντα και σίγουρα πολύ χρήσιμα. Ξέρετε όμως πώς νοιώθουμε, σαν να ταξιδεύουμε υποχρεωτικά με πλοίο και για κακή μας τύχη ο καιρός λυσσομανά έξω από το λιμάνι και εμείς πρέπει να φτάσουμε στο τέρμα, με τέτοιο καιρό.
S.M.: (Γελώντας).Πολύ πετυχημένο αυτό που είπατε.δεν είμαι ειδικός ποινικολόγος αλλά και ούτε ναυτικός .θα προσπαθήσω με τα λίγα που γνωρίζω να σας απαντήσω στο ίδιο πνεύμα. Πράγματι, το περιβάλλον των ποινικών, ως γνωστικό αντικείμενο, είναι σαν ανοικτή θάλασσα και τον άνεμο μαζί που την επηρεάζει. Ξέρετε, το πιο επικίνδυνο στοιχείο της θύελλας, είναι ο παμπάλαιος τρόμος που φέρνει μαζί της. Με τον τρόπο που εκδηλώνεται, είναι δυνατόν να πτοήσει τον κυβερνήτη και να τον εμποδίσει να κάνει τις σωστές ενέργειες πάνω στις δύσκολες στιγμές. Αν με τις λάθος ενέργειές του το πλοίο γύρει στο πλάι και κρατηθεί εκεί αρκετό διάστημα, μπορεί να προκληθούν βλάβες στις μηχανές και το πλοίο να μην μπορεί να ορθοποδήσει. Τότε η θύελλα κερδίζει. Εμείς να το πω παραβολικά, βγαίνουμε από το λιμάνι και αυτό που νοιώθουμε είναι ο ισχυρός αντίθετος άνεμος και η κυματώδης θάλασσα, δεν πτοούμαστε, βγαίνουμε και «ορτσάρουμε» πλέουμε δηλαδή όσο πιο αντίθετα μπορούμε, γιατί επιβάλλεται, από τις συνθήκες. Αλλά έτσι θα φθάσουμε στον προορισμό μας. Εμείς θα ξεδιπλώσουμε τα πανιά μας (τις δεξιότητές μας), παρά τη μικρή μας ταχύτητα χαρακτηριστικό της «όρτσα» πλεύσης, για την οποία πρέπει να ξέρουμε ότι είναι η πιο εύκολη αλλά και η πιο ασφαλής πλεύση. Κατανοητό;
Εκπαιδευόμενοι: Μάλιστα.
S.M.: Δεν είναι δυνατόν σε μία εκπαιδευτική συνάντηση να τα μάθουμε όλα. Υποκίνηση κάνουμε στις εκπαιδευτικές αυτές συναντήσεις. Ξεκινάμε από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ενσωματώνει Ένδεκα Βιβλία. Το Κάθε Βιβλίο διακρίνεται σε Τμήματα και το κάθε Τμήμα σε Κεφάλαια. Εμείς θα ξεκινήσουμε από την ποινική δίωξη, που αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα, όλης της διαδικασίας. Την ασκεί ο Εισαγγελέας των Πλημμελειοδικών. Για τα πταίσματα ο Δημόσιος Κατήγορος. Η ποινική δίωξη είναι αυτεπάγγελτη αν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση. Γίνεται με γραπτή ανακοίνωση, υπαλλήλου (ανακριτικού, δημοσίου). Η ανακοίνωση περιέχει όλα τα στοιχεία, που αφορούν στην αξιόποινη πράξη, στους δράστες και τις αποδείξεις. (Η αναφορά αυτή, χαρακτηρίζεται και ως δημόσια μήνυση). Για την αξιόποινη πράξη όμως, που διώκεται αυτεπάγγελτα κάθε τρίτος έχει το δικαίωμα της καταγγελίας. (Η λεγόμενη ιδιωτική μήνυση). Αν η αξιόποινη πράξη διώκεται κατ’ έγκληση, αυτό το ορίζει ο νόμος, τότε ο παθών υποβάλλει την έγκληση, αν το θέλει.
Ένα άλλο θέμα, που μας αφορά είναι το ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα. Η πρακτική χρησιμότητα του θέματος αυτού, αποτελεί εξόχως σημαντικό θέμα, για εμάς, ως πρώτων ανταποκριτών σε κάθε συμβάν στο χώρο μας. Ως γνωστό, κύριο μέλημά μας είναι η διατήρηση ανέπαφου του τόπου του συμβάντος. Η εκμετάλλευση των στοιχείων στον τόπο αυτό, μπορεί να δώσουν χρήσιμα στοιχεία και να οδηγήσουν και στην ταυτοποίηση του δράστη. Πρόκειται για τους «σιωπηλούς μάρτυρες, που δεν ξεχνούν, δεν απειλούνται, δεν δωροδοκούνται» και εκμεταλλεύονται πλήρως, από τους ειδικούς της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας. Τα αποδεικτικά λοιπόν μέσα, είναι οι ενδείξεις, τα αποτελέσματα, που προκύπτουν από την αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη σε τόπους, πράγματα και ανθρώπους, φυσικά η ομολογία του κατηγορουμένου η οποία θα ελεγχθεί, ως προς την ακρίβειά της. Επίσης. οι καταθέσεις των μαρτύρων. Για το λόγο αυτό πέραν της υποχρέωσής μας, ως πρώτων ανταποκριτών για τη διατήρηση ανέπαφου του τόπου του συμβάντος, απαιτείται να σημειώνουμε και τα στοιχεία μαρτύρων και παθόντων, ώστε να διευκολύνουμε την εξέτασή τους, από τις Αρχές. Τέλος αποδεικτικά μέσα, αποτελούν και τα έγγραφα, αρκετά είδη από τα οποία, είναι δυνατόν να ευρεθούν και στον τόπο του συμβάντος. Απορίες μέχρις εδώ;
Εκπαιδευόμενοι: Εντάξει. Όχι. Τα ξεδιαλύνατε.Σημειώσεις θα πάρουμε;
S.M.: Βέβαια. Είναι έτοιμες. Έχει γίνει και εισήγηση στη Διοίκηση για δαπάνη προμήθειας στερεοτύπων του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας, για τα επιχειρησιακά στελέχη. Τότε θα τα δούμε διεξοδικότερα. Σήμερα ξεκινήσαμε
με βασικές γνώσεις, που προσιδιάζουν στην εργασία μας. Βγαίνουμε λοιπό στην ανοικτή θάλασσα, με ισχυρό άνεμο και « ορτσάρουμε». Αλά έτσι θα φθάσουμε στον προορισμό μας. Σίγουρα. Εντάξει;
Εκπαιδευόμενοι:Μάλιστα.
S.M.: Ένα βασικό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι ως μέλη φορέα αντεγκληματικής πολιτικής, πρέπει να γνωρίζουμε τον τρόπο, που θα υποστηρίξουμε την άποψή μας ότι κάποιος είναι ύποπτος, κινείται δηλαδή με τέτοιο τρόπο, που μας δημιουργεί υπόνοιες ότι σε σύντομο χρόνο, θα διαπράξει αξιόποινη πράξη και θα ειδοποιήσουμε τη Δημόσια Δύναμη. Πρέπει να έχουμε υπόψη αυτό το σημείο, πριν περάσουμε να μάθουμε τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο, εξεταζόμαστε, ως μάρτυρες. Ύποπτο λοιπόν θεωρείται ένα άτομο, όταν λόγω του χρόνου, του τόπου, της καταστάσεως, των περιστάσεων, των συνθηκών και της εν γένει συμπεριφοράς του, δημιουργεί την εντύπωση ότι, θα διαπράξει εγκληματική πράξη σε σύντομο χρόνο. Εξάγεται από το πνεύμα του άρθρου 74, (κάνει λόγο για τους αστυνομικούς σκοπούς), παράγραφος 15θ, του Π.Δ. 141/1991, που αφορά στις αρμοδιότητες των οργάνων και τις υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και θέματα οργάνωσης υπηρεσιών. Και περνάμε στο ¶ρθρο 223, του Κ.Π.Δ., που συνδέεται στενά με το προηγούμενο και που μας ενημερώνει για τον τρόπο, που εξετάζονται οι μάρτυρες. Σύμφωνα λοιπόν με το συγκεκριμένο άρθρο, πρέπει να γνωρίζουμε τα παρακάτω σημεία:
1. Ο μάρτυρας εξετάζεται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 239 του ΚΠΔ, («Σκοπός της ανάκρισης» ). Σκοπός της ανάκρισης, είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό. (2). Κατά την ανάκριση γίνεται καθετί, που μπορεί να βοηθήσει στην εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Για την περίπτωση κατηγορουμένου ανηλίκου, γίνεται ειδική έρευνα από τον ανακριτή με τη βοήθεια επιμελητών, που υπηρετούν στην επιτόπια εταιρεία προστασίας ανηλίκων.
2. Δεν απευθύνονται, στον μάρτυρα, ερωτήσεις για προσωπικές κρίσεις παρά μόνο αν αυτές συνδέονται αναπόσπαστα με τα γεγονότα, που καταθέτει.
3. Όταν ο μάρτυρας καταθέτοντας, δεν απομακρύνεται από το θέμα, δεν πρέπει να διακόπτεται.
4. Στο μάρτυρα απευθύνονται ερωτήσεις αφού τελειώσει την κατάθεσή του και αν είναι αναγκαία η συμπλήρωσή της.
5. Ο μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να καταθέσει περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει ενοχή του, για αξιόποινη πράξη.
6. Παραπειστικές ερωτήσεις δεν επιτρέπεται να απευθύνονται στους μάρτυρες. Σύμφωνα με το άρθρο 224, του ΚΠΔ, ο μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πως έμαθε όσα καταθέτει. Αν πρόκειται για γεγονότα, που άκουσε από άλλους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατονομάζει ταυτόχρονα και εκείνους από τους οποίους τα άκουσε. Αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή πληροφοριών του, η κατάθεσή του, δεν λαμβάνεται υπόψη. Ένα άλλο σημείο που πρέπει να έχουμε υπόψη αποτελούν
όσα περιλαμβάνει το άρθρο 242, ΚΠΔ, για το αυτόφωρο έγκλημα. Αυτόφωρο έγκλημα, είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πράξη θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα, ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν,
ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε, να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει, μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης. Τα εγκλήματα που τελούνται δια του τύπου, θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα. Με το άρθρο αυτό συνδέεται και εκείνο, που αφορά στη σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου και που στα δίκαια άλλων χωρών ονομάζεται «εξουσία των πολιτών». Παραδειγματικά σας αναφέρω το Νόμο «The Theft Act 1968», του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως τροποποιήθηκε, το 1978. Για εμάς ισχύει το άρθρο 275, του ΚΠΔ, με την παράγραφο 1 να τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.5 τουαρ.14 του Ν.3160/2003. έχει δε ως ακολούθως :
Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι των αρ.33 &34, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ κάθε πολίτης το δικαίωμα, προσέξτε εμείς έχουμε το δικαίωμα όχι την υποχρέωση, να συλλάβουν το δράστη τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 279 ΚΠΔ, για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα. Σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο δηλ. το 279, για την προσαγωγή του κατηγορουμένου, ισχύουν τα εξής:
Ο συλλαμβανόμενος επ’ αυτοφώρω (ή με ένταλμα), οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε 24 ώρες, από τη σύλληψή του και αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του, τότε οδηγείται στον αρμόδιο εισαγγελέα, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταφορά του. Οι λοιπές παράγραφοι του άρθρου αφορούν στη σύλληψη δυνάμει εντάλματος.
Με το Π.Δ. 258/1986 το Κείμενο του ΚΠΔ, μεταγλωττίστηκε στη Δημοτική, από Επιτροπή που πρόβλεψε άρ.36 παρ.1 Ν.1406/1983. Με το ίδιο Π.Δ. δηλαδή το 258/1986 το κείμενο του Π.Κ, μεταγλωττίστηκε στη Δημοτική, από Επιτροπή, που πρόβλεψε άρ.36 παρ.1 Ν.1406/1983 .
Εκπαιδευόμενοι: Ναι.εμείς που τον πιάσαμε όταν έκλεβε ας πούμε και τον εντοπίσαμε, εμείς θα τον πάμε και στον εισαγγελέα;
S.M.: Αφού βεβαιωθείτε ότι δεν υπάρχει συνεργός, ο +1, που λέμε, θα καλέσετε την ¶μεση Δράση και όπως έχετε περιορισμένο, τον δράστη, ο συνάδελφος που καλεί την Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα, κατά περίπτωση, θα αναφέρει δύο και τρείς φορές την ώρα που έγινε το συμβάν και την ώρα του τηλεφωνήματος και αφού πει τα στοιχεία του θα ζητήσει τα στοιχεία, του τηλεφωνητή του Κέντρου και στο σημειωματάριο θα κάνει τη σχετική καταχώρηση.
Εκπαιδευόμενοι: Ωραία.αν όμως είναι οπλισμένος ή . αν δεν τον πιάσουμε θα έχουμε κυρώσεις από την εταιρεία;
S.M.: Όχι. Και παρευρισκόμενοι να δηλώσουν ύστερα ότι ο security δεν έκανε τίποτα, δεν θα έχετε κυρώσεις, διότι είπαμε έχουμε το δικαίωμα. Όχι υποχρέωση. Μέχρις εδώ είδαμε τα βασικά.
Υπήρξε δηλαδή μια αξιόποινη πράξη, επεμβήκαμε τι θα γίνει μετά ;
Τη σύλληψη λοιπόν ακολουθεί η «Προανάκριση». Προανάκριση γίνεται ιδίως αν ο ύποπτος έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω ή αν επίκειται άμεσος κίνδυνος λόγω της καθυστέρησης. Αν πρόκειται για κακούργημα, π.χ. δολοφονία ακολουθείται και κύρια ανάκριση.
Η προανάκριση γίνεται από τους πταισματοδίκες ή τους ειρηνοδίκες, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα ή τους γενικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, που είναι οι βαθμοφόροι της Ελληνικής Αστυνομίας, που έχουν βαθμό τουλάχιστον Αρχιφύλακα παραγωγικής σχολής αλλά και οι αστυφύλακες της Σχολής Αστυφυλάκων, που εισήχθησαν, με το σύστημα των γενικών εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. (Νόμος 2226/94 άρθρα 1 παρ. 1 και 2 παρ.1).Υπάρχουν και κάποια ειδικά εγκλήματα, δασικά, σιδηροδρομικά κ.α. που η προανάκρισή τους διενεργείται από δημόσιους υπαλλήλους, όπου προβλέπεται από ειδικούς νόμους, πάντοτε υπό την εποπτεία και την διεύθυνση, του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Σχετικό είναι το άρθρο 34 ΚΠΔ και το αρ.3 Ν. 3160/2003.
Κύρια ανάκριση διενεργείται μόνο σε σχέση με κακουργήματα ή σοβαρά πλημμελήματα. Σκοπός της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης είναι η στοιχειοθέτηση, η συλλογή και η διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και η αποκάλυψη τυχόν ιχνών στον τόπο του εγκλήματος.
Να γνωρίζετε ότι η προανάκριση διενεργείται από τους ανακριτικούς υπαλλήλους και τον εισαγγελέα, όπως είπαμε. Η κύρια ανάκριση διενεργείται μόνον από τον ανακριτή.
Ορισμένες φορές γίνεται κάποια καταγγελία για αξιόποινη πράξη. Δεν υπάρχουν όμως επαρκή στοιχεία. Τότε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μπορεί να παραγγείλει, μία εξέταση για να διαπιστώσει το βάσιμο του να έχει διαπραχθεί αξιόποινη πράξη. Αυτή λέγεται προκαταρκτική εξέταση.
Με την προκαταρκτική εξέταση ο εισαγγελέας διαπιστώνει αν μια καταγγελία είναι βάσιμη και αν είναι πιθανό να έχει διαπραχθεί αξιόποινη πράξη. Η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται από τους προαναφερθέντες αρμόδιους για την προανάκριση.
Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση εποπτεύονται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ενώ η κύρια ανάκριση από τον Εισαγγελέα Εφετών.
Τώρα από ποιο και πώς γίνεται η καταγγελία των αξιοποίνων πράξεων;
H ανακοίνωση προς τις Αρχές, για ένα έγκλημα που διαπράχτηκε, ονομάζεται μήνυση. Διακρίνουμε δύο είδη μηνύσεων. Τη «δημόσια» και την «ιδιωτική». Δημόσια μήνυση είναι εκείνη, που γίνεται από δημόσιο υπάλληλο για έγκλημα που διώκεται αυτεπάγγελτα. Η «Ιδιωτική μήνυση», είναι η αναγγελία στις Αρχές, που γίνεται όμως από ιδιώτη, που δεν είναι παθών από το έγκλημα που καταγγέλλει και το οποίο διώκεται αυτεπάγγελτα. Οι ιδιώτες, σύμφωνα με το άρθρο 40 του Κ.Π.Δ., έχουν νομική υποχρέωση, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο, αν αντιληφθούν οι ίδιοι αξιόποινη πράξη, η οποία διώκεται αυτεπάγγελτα, να την αναγγείλουν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή σε ανακριτικό υπάλληλο. Αν πολλοί πληροφορήθηκαν για την αξιόποινη πράξη, τότε καθένας έχει ξεχωριστά, την υποχρέωση αυτή.
Εκπαιδευόμενοι:.Υπάρχει όμως και η έγκληση, έτσι δεν είναι ;
S.M.: Μάλιστα. Λοιπόν « Έγκληση», ονομάζουμε την προαιρετική καταγγελία κάποιας αξιόποινης πράξης που γίνεται προς την Αρχή από τον αδικηθέντα ή από το νόμιμο αντιπρόσωπο του. Τέλος θα πούμε για τις έρευνες, για τις οποίες εμείς οι Security έχουμε την «εξουσία», ύστερα από κάποιες προϋποθέσεις. Πρόκειται για τρείς περιπτώσεις και μόνον, έρευνας ταξιδιωτών/επιβατών και πληρωμάτων, χειραποσκευών, αποσκευών, φορτίων και ταχυδρομικού υλικού, σε αερολιμένες και λιμένες και μόνο ύστερα από έγκριση της αρμόδιας αεροπορικής ή λιμενικής Αρχής αντιστοίχως δηλ. η περίπτωση του αρ.1 παρ.1 ε του Ν.3707/2008.
Επίσης για το σωματικό έλεγχο προσερχόμενων φιλάθλων σε αθλητική εγκατάσταση ενόψει διεξαγωγής αγώνα, ύστερα από συναίνεση του ιδίου και από φύλακα ασφαλείας του ιδίου φύλου, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.3708/2008.
Εκπαιδευόμενοι:.Είπατε με συναίνεση. Αν αρνηθεί.
S.M.: Ειδοποιούμε, τη Δημόσια δύναμη, που βρίσκεται δίπλα μας.Σας κούρασα. Διαπραγματευτήκαμε τα βασικά, που αφορούν ή αγγίζουν τις διατάξεις εκείνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που αφορούν στην καθημερινότητα του Security, ώστε να είμαστε σύννομοι, στις δράσεις μας και εντός του Νόμου. Όχι αντί του Νόμου ή εναντίον του Νόμου. Θα συνεχίσουμε με στοιχεία από τον Ποινικό Κώδικα, που θα συνάδουν στη διεξαγωγή των καθηκόντων μας στην προσφορά ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας. Καλημέρα σας για σήμερα.