Ποιοι και πως οργανώνουν τις απαγωγές
Ρεπορτάζ
Βασίλης Γ. Λαμπρόπουλος
Οι φόβοι της ΕΛ.ΑΣ, οι «αόρατοι δράστες», οι «ειδικοί διαπραγματευτές», οι εκπαιδεύσεις και ο τρόπος αποφυγής των απαγωγών, συνθέτουν το παζλ ενός φαινομένου που απασχολεί έντονα τις διωκτικές αρχές αλλά και την κοινωνία εδώ και δεκαετίες.
Το φόβητρο των απαγωγών, με «εμμεσο στόχο» ή για την επίτευξη άλλου εγκληματικού σχεδίου δημιουργεί νέα ανησυχία στις διωκτικές αρχές, αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο, ύστερα και από την αρπαγή και την δεκαήμερη ομηρία της 27χρονης φοιτήτριας στην Κυψέλη στις 31 Οκτωβρίου. Η κοπέλα, που ήταν ανιψιά ενός εκ των ιδιοκτητών επαρχιακής ΠΑΕ, διαπιστώθηκε ότι είχε απαχθεί από έναν 48χρονο υπάλληλο μεταφορικής εταιρείας, της οποίας ο ιδιοκτήτης διατηρούσε φιλία με τον πατέρα της.
Συνεργός του, ήταν ένας 53χρονος ομογενής από το Καζακστάν, ιδιοκτήτης μπαρ στο Μενίδι που ήταν φίλος του 48χρονου και τον ακολούθησε με χαρακτηριστική ευκολία στο εγκληματικό σχέδιο του.
Τα στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας, βλέπουν με μεγάλη ανησυχία ότι διαρκώς οι απαγωγές παρουσιάζουν στοιχεία πρωτοτυπίας με την ενεργοποίηση ατόμων με λευκό ποινικό μητρώο και με τη στόχευση συγγενών επιχειρηματιών που δεν φρουρούνται ακολουθώντας και άλλες μεθόδους που αιφνιδιάζουν πολλούς.
Ακόμη, προβληματίζονται από το γεγονός, ότι παρόλο που σχεδόν όλες οι απαγωγές εξιχνιάζονται και οι δράστες συλλαμβάνονται, τα κρούσματα συνεχίζουν να επαναλαμβάνονται.
Περιστατικά με τραγική κατάληξη
Οι αστυνομικοί παρατηρούν ότι παγκοσμίως, σημειώνονται περίπου 30.000 απαγωγές το χρόνο. Στη χώρα μας, εχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια περίπου 35 απαγωγές, οι οποίες σε ένα ποσοστό άνω του 80% δεν προέρχονται από το οργανωμένο έγκλημα – όπως θα πίστευε κανείς – αλλά από επονομαζόμενους “ανθρώπους της διπλανής πόρτας” που έχουν οικογενειακές ή φιλικές σχέσεις με την οικογένεια του θύματος. Μπορεί ακόμη, να έχουν μία “αφανή” επαφή από επαγγελματικούς χώρους ή ακόμη τυχαίνει να είναι γείτονες ή και εργάτες σε μια γειτονική οικοδομή από εκεί που ζει η οικογένεια του μετέπειτα ομήρου.»
Στη χώρα μας έχουν καταγραφεί τρείς απαγωγές με αρνητική έκβαση και θάνατο του ομήρου όπως αυτές του 17χρονου Γιάννη Τσατσάνη ή Μαρσελίνο, τον Μάρτιο του 1990, τον τραγικό θάνατο του επιχειρηματία Γιάννη Κυπριωτάκη στην Κρήτη τον Μάιο του 2009 και την αρπαγή και την εξαφάνιση του 25χρονου Μάριου Παπαγεωργίου στο Παλαιό Φάληρο τον Αύγουστο του 2012 (σε αυτή την περίπτωση οι διωκτικές αρχές είχαν ενημερωθεί αργά). Επιπλέον, στην περίπτωση απαγωγής 59χρονου Βορειοηπειρώτη τον Φεβρουάριο του 2013, οι Έλληνες και οι Αλβανοί δράστες του είχαν κόψει τα δάχτυλα.
Η έμπειρη ομάδα της ΕΛ.ΑΣ
Οι αρμόδιοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ, μιλούν για υποθέσεις που χειρίζονται γενικά με επιτυχία οι ελληνικές διωκτικές αρχές, επιδεικνύοντας προσοχή και μετριοπάθεια. Η Ασφάλεια Αττικής διαθέτει μία έμπειρη ομάδα διαχείρισης απαγωγών αποτελούμενη από 6-7 άτομα που έχουν εκπαιδευθεί από στελέχη του FBI και άλλους Αμερικανούς Αξιωματούχους. Στην ομάδα αυτή, που υπάγεται στο «Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής», προΐσταται ένας 38χρονος αξιωματικός, ανιψιός ενός παλιού στρατηγού της ΕΛΑΣ, που συμμετείχε στην έρευνα για την εξάρθρωση της 17Ν. Την δεκαετία του 2000, η ΕΛΑΣ είχε εκπαιδεύσει -λόγω και των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 – μέσω της Διεύθυνσης Διαχείρισης Κρίσεων, περισσότερους από 200 διαπραγματευτές που ανελάμβαναν εκτός από τις απαγωγές και άλλες υποθέσεις ομηρειών, όπως την λεωφορειοπειρατία στο Γέρακα Αττικής τον Δεκέμβριο του 2004, μία ληστεία με ομηρία τον Αύγουστο του 2010, εξέγερση στις φυλακές Κέρκυρας τον Απρίλιο του 2008 και άλλα σχετικά περιστατικά. Ωστόσο, σύμφωνα με αξιωματικούς της ΕΛΑΣ, το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι εκπαιδεύονταν μαζικά ως διαχειριστές κρίσεων, αστυνομικοί που τελείωναν σε λίγο καιρό την καριέρα τους στην Αστυνομία και αποχωρούσαν. Έτσι, αυτές οι γνώσεις που είχαν αποκτήσει, δεν ήταν πλέον αξιοποιήσιμες για το Σώμα. Η κλειστή ομάδα διαπραγματευτών της Ασφάλειας Αττικής, αποδείχθηκε και στην περίπτωση της 27χρονης φοιτήτριας- ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Οδικός χάρτης χειρισμού
Στο έγγραφο – οδηγό των αξιωματικών της ΕΛΑΣ, για τον χειρισμό απαγωγών σημειώνεται: «οι αστυνομικοί πρέπει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της οικογένειας του απαχθέντος και η επαφή να γίνει το πολύ µε δύο αξιωματικούς. Οι επαφές να είναι συγκεκαλυμμένες, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το κάθε είδους περιβάλλον της οικογενείας να µη γνωρίζει την εµπλοκή της Αστυνομίας. Στην επικοινωνία των δραστών µε την οικογένεια του απαχθέντος µόνο ένας αστυνομικός θα μιλάει μαζί τους και πρέπει να είναι πάντα ο ίδιος. Οι πρακτικές πρέπει να πληρούν την απόλυτη εχεμύθεια. Να υπάρχει ταχύτητα στις δικονοµικές ενέργειες για έγκριση κάθε είδους άρσης κινητής ή σταθερής τηλεφωνίας. Προτεραιότητα είναι η απελευθέρωση του απαχθέντος και ακολουθεί ο εντοπισµός των δραστών».
Οι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ αναφέρουν επίσης «ότι μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι συγγενείς του ομήρου αιφνιδιάζονται από το δυσάρεστο συμβάν που τους συμβαίνει, μπορεί να μην είναι συνεργάσιμοι στην αρχή, ενώ πιέζουν αφόρητα να τελειώνει η ομηρία γρήγορα…».
Κλειδί στο χειρισμό των υποθέσεων, είναι ο περιορισμός των απαιτήσεων των απαγωγέων και παράλληλα να παρουσιάζεται δυσπραγία στη συγκέντρωση των χρημάτων που έχουν απαιτηθεί ως λύτρα.
Ένας κύκλος απαγωγών με κοινό παρονομαστή τα “κοντινά πρόσωπα”
Τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ για την εκπόρευση των απαγωγών είναι ενδεικτικά. Η πρώτη απαγωγή που έχει σχεδόν ξεχασθεί, είναι αυτή τον Ιανουάριο του 1978 με θύμα έναν οκτάχρονο Λιβανέζο, που έχει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με αυτήν της 27χρονης φοιτήτριας. Οργανωτής της απαγωγής, ήταν ένας 37χρονος ιδιοκτήτης πτηνοτροφικής εταιρείας στην Τρίπολη που είχε συναντήσει τον πλούσιο πατέρα του ανηλίκου συμπτωματικά σε μια εμπορική αντιπροσωπεία και στόχευσε κάποιον συγγενή του. Ένας από τους βασικούς οργανωτές των απαγωγών, είναι συνήθως συγγενής των ομήρων. Στην απαγωγή του Μαρσελίνο το 1990, κεντρικό ρόλο είχε ένας εξάδελφος του θύματος. Στην αρπαγή του 11χρονου Κώστα Δαλάκα το 1995, αυτή που οργάνωσε το «μεγάλο κόλπο», ήταν η θεία του, η όποια όμως προδόθηκε από την επίδειξη γνώσεων που έκανε για τα τεκταινόμενα μέσα στην οικογένεια.
Ένας άλλος κύκλος απαγωγών προέρχεται συνήθως από το επαγγελματικό περιβάλλον της οικογένειας. Χαρακτηριστικό περιστατικό, η απαγωγή της 24χρονης Ζέτας Κουκέα το 1996 όπου την απαγωγή οργάνωσε ένας ταξιτζής φίλος του πατέρα της. Στην απαγωγή του 18χρονου Γιώργου Περιστέρη το 2000, εγκέφαλος ήταν ένας οικοδόμος, συνεργάτης του αρχιτέκτονα, πατέρα του ομήρου. Στην αρπαγή της 73χρονης Ευανθίας Φραγκογιώργη το 2009 στο Παλαιό Φάληρο, διαπιστώθηκε ότι «καθοδηγητής» ήταν ένας αλλοδαπός συνεργάτης του εφοπλιστή συζύγου της και άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του.
Οι “αόρατοι δράστες”
Όμως υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, όπου αυτοί που οργανώνουν την απαγωγή είναι «αόρατοι» και στοχεύουν τα θύματα τους από μία πρόσκαιρη επαφή ή γνώση με την οικογένεια του μετέπειτα θύματος της αρπαγής, χωρίς αυτή η σκόπευση τους να γίνει – σε πρώτη φάση – αντιληπτή και να είναι εξαιρετικά δύσκολα ανιχνεύσιμη.
Στην απαγωγή το 1996 του 22χρονου Διαμαντή Τσαμπάζη στην Θεσσαλονίκη, γιού πλούσιου επιχειρηματία, οργανωτής ήταν ένας υπάλληλος βενζινάδικου που έπλενε το αυτοκίνητο του! Στη απαγωγή της 6χρονης Ελένης Λουλάκη το 1997 στην Κρήτη, την αρπαγή της κατεύθυνε η ιδιοκτήτρια του σχολείου όπου πήγαινε, ενώ στην απαγωγή της 6χρονης Μαρκέλλας Χατζακη, οργανωτής ήταν ένας 23χρονος που εργαζόταν σαν σερβιτόρος κοντά σε ένα από τα καταστήματα που είχε ο πατέρας της. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2011, είχαν στοχευθεί ένας δημοσιογράφος στους Αμπελοκήπους και ένας καρδιολόγος στη Σταμάτα, από αλλοδαπούς οικοδόμους σε χώρους κοντά στα σπίτια τους. Επιπλέον, στην απαγωγή – το Σεπτέμβριο του 2011- 22χρονης φοιτήτριας στην Καστοριά , κόρης του πρώην δημάρχου Ιωαννίνων, οι δράστες ήταν εργαζόμενοι σε πιτσαρία των Ιωαννίνων που απλώς παρατηρούσαν τα μέλη της οικογένειας της. Αξιοσημείωτο είναι, ότι και σε εκείνη την περίπτωση οι δράστες είχαν «ρίξει» τις απαιτήσεις τους για λύτρα από τα 4 εκατομμύρια ευρώ στα 40000 ευρώ, ενώ είχαν αντλήσει στοιχεία και είχαν έλθει σε επαφή με την μετέπειτα όμηρο τους από το facebook, όπως είχε συμβεί και με την πρόσφατη περίπτωση της 27χρονης φοιτήτριας.
..και οι δράση των “οργανωμένων”
Εκείνο βεβαίως που προβληματίζει έντονα την ΕΛΑΣ, είναι οι οργανωμένες απαγωγές από δραστήριους μεγαλοκακοποιούς όπως αυτή του βιομήχανου Αλέξανδρου Χαίτογλου το 1995, του επιχειρηματία Γιάννη Ζώνα το 2001, του πρώην Προέδρου του ΣΕΒ στην Θεσσαλονίκη Γιώργου Μυλωνά το 2008, την απαγωγή του 2010 του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου αλλά και την ανεξιχνίαστη απόπειρα αρπαγής του εφοπλιστή Κίκου Μαρτίνου τον Δεκέμβριο του 2013 στην Βούλα.
Οι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, μιλούν για εξαιρετικά οργανωμένες ενέργειες που εκπορεύονται κυρίως μέσα από τις φυλακές και οι οποίες εξιχνιάζονται με μεγάλη δυσκολία, κυρίως από «μικροσφάλματα» των απαγωγέων με τα κινητά τους τηλέφωνα και τις παρακολουθήσεις από τα συστήματα υποκλοπών. Σημειώνουν δε χαρακτηριστικά, ότι σε πολλές από αυτές τις απαγωγές υπάρχουν ακόμα σκοτεινά σημεία αφού στην απαγωγή του Παναγόπουλου δεν έχει βρεθεί ακόμη και σήμερα το κρησφύγετο των δραστών αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των λύτρων των 30 εκ. ευρώ κάτι που προκαλεί προβληματισμό στην ΕΛΑΣ για το ενδεχόμενο επανάληψης τέτοιου είδους απαγωγών “υψηλών προδιαγραφών”.
Και όλα αυτά, με δεδομένο ότι ένας από τους θιασώτες των απαγωγών ο 48χρονος Βασίλης Παλαιοκώστας – παλιότερα σε αυτοκίνητο του είχαν βρεθεί αποκόμματα για την δραστηριότητα 30 επιχειρηματιών και των συγγενών τους – κυκλοφορεί ελεύθερος. Σημειώνεται, ότι το 2012 εξαρθρώθηκε συμμορία στην οποία συμμετείχαν τέσσερις Έλληνες και δύο Ρωσοπόντιοι που είχε προχωρήσει σε παρόμοιες απαγωγές ιδιοκτητών εταιρειών ανταλλακτηρίων χρυσού και μιας γυναίκας ιδιοκτήτριας μεταφορικής εταιρείας. Ακόμη, την ίδια χρονιά είχε υπάρξει ένα τρομακτικό κρούσμα με την αρπαγή στην Χαλκίδα ενός 15χρονου, γιού του διευθυντή μιας τράπεζας προκειμένου να διευκολυνθεί μια ληστεία.
Τα “ιδιωτικά” μέτρα ασφάλειας
Όσον αφόρα τα μέτρα ασφαλείας, στη χώρα μας δραστηριοποιούνται περίπου 500 επιχειρηματίες που θεωρούνται εν δυνάμει «στόχοι» απαγωγέων, εκ των οποίων υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό 3 – 7% έχουν πλήρη και επαρκή φύλαξη, ενώ ένα ποσοστό 30% υπολογίζεται ότι δεν διαθέτει κανενός είδους ασφάλεια και προστασία. Πολλοί, φρουρούνται από ολιγομελείς ομάδες ιδιωτικών φρουρών, κυρίως από εταιρείες security, ενώ αρκετοί έχουν οργανωμένες ομάδες φρούρησης και από πρώην αστυνομικούς των ειδικών μονάδων της ΕΛ.ΑΣ. Πολλές φορές, πολυεθνικές εταιρείες ασφαλείας παρέχουν συνολική εκπαίδευση των φρουρών και του ιδίου για τον τρόπο με τον οποίο θα προστατεύσουν ή θα φυγαδεύσουν τον φυλασσόμενο σε περίπτωση απόπειρας αρπαγής. Υπάρχουν όμως και εκπαιδεύσεις των επιχειρηματιών με εμβολισμούς ΙΧ, με παραμονή μέσα στα ΙΧ τους και άλλους τρόπους απεγκλωβισμού. Στο σχετικό σύστημα εκπαίδευσης, περιλαμβάνονται τα παιδιά και η σύζυγος του επιχειρηματία. Η εκπαίδευση δεν περιλαμβάνει βεβαίως ανήλικα παιδιά, προκειμένου να μην τρομάξουν. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις η εκπαίδευση των επιχειρηματιών είναι πιο προχωρημένη και περιλαμβάνει εκτός των άλλων μαθήματα αντίδρασης του και διατήρησης της ψυχραιμίας του ή συλλογή χρήσιμων στοιχείων, να ακούει και να θυμάται χαρακτηριστικούς ήχους από το χώρο όπου κρατείται, να παρατηρεί τις κινήσεις με ευθείες, στροφές, ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας, σταματήματα του οχήματος με τον οποίο τον μεταφέρουν οι δράστες, σε περίπτωση ομηρίας. Έτσι ώστε, τα στοιχεία που θα αντλήσει να οδηγήσουν στη σύλληψη των δραστών. Ακόμη γίνονται «μαθήματα» για τον τρόπο αντιμετώπισης και συνεργασίας – σε ένα απευκταίο ενδεχόμενο – με την Αστυνομία. Επιπλέον, συστήνονται χαμηλοί τόνοι, αποφυγή ενεργειών επίδειξης κυρίως στα ΜΜΕ και ιδιαίτερη προσοχή στην χρήση των social media, κυρίως από νεαρούς συγγενείς των επιχειρηματιών.