Περιστατικό στο τάνκερ ΕΝRICA LEXIE. Αναλύσεις και Συμπεράσματα – Β΄ μέρος
Σε συνέχεια του Α΄ μέρους του άρθρου που αφορούσε στο περιστατικό πειρατείας με το Ιταλικής σημαίας τάνκερ Enrica Lexie, πριν 2 έτη περίπου, το Φεβρουάριο του 2012, στο Β΄ μέρος παρουσιάζουμε μια εκτενή ανάλυση του περιστατικού και αναπτύσσουμε τα συμπεράσματα που προκύπτουν.
Πλωτάρχης Ε. Νικολόπουλος ΠΝ
Να θυμίσουμε ότι.
Το τάνκερ έπλεε στον Ινδικό Ωκεανό με κατεύθυνση από Σιγκαπούρη προς Αίγυπτο και ότι στο πλοίο επέβαιναν εκτός από τα 34 μέλη του πληρώματος και 6 ένοπλοι Ιταλοί πεζοναύτες, με καθήκον να προστατεύουν το πλοίο από τους πειρατές.
Στις 16.30 τοπική ώρα προσεγγίστηκε από τη δεξιά πλευρά από μικρό πλοιάριο, το οποίο κινούταν με επιθετικό προφίλ. Παρ’ ότι μέχρι και σήμερα η ακριβής αλληλουχία γεγονότων δεν έχει επιβεβαιωθεί, οι Ιταλοί πεζοναύτες προσπάθησαν αρχικά να κάνουν οπτικά σήματα στο πλεούμενο να απομακρυνθεί. Όταν αυτό δεν ανταποκρίθηκε και πλησίασε κοντύτερα των 100 μέτρων από το πλοίο (περίπου 40 με 50 μέτρα), αυτοί εκτέλεσαν προειδοποιητικές βολές στο νερό. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε σκάφος της Ινδικής ακτοφυλακής και υποχρέωσε το Enrica Lexie να διακόψει την πορεία του και να στρέψει προς το λιμένα Kochi. Δύο Ιταλοί πεζοναύτες, οι Massimiliano Latorre και Salvatore Girone, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ανακριτή, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Ο λόγος που έλαβε χώρα όλο αυτό το περιστατικό της εκτροπής του Enrica Lexie και της σύλληψης των πεζοναυτών από τους Ινδούς, ήταν ότι το σκάφος στο οποίο είχαν ρίξει προειδοποιητικές βολές, τελικά δεν ήταν πειρατικό, αλλά ένα απλό αλιευτικό σκάφος που είχε ξεκινήσει από την Κεράλα και τη στιγμή του περιστατικού επέστρεφε από αλιευτικές δραστηριότητες σε κοντινή περιοχή. Το όνομα του αλιευτικού ήταν St. Antony και είχε 11 άτομα πλήρωμα (όλοι ντόπιοι). Το πρόβλημα ήταν ότι οι προειδοποιητικές βολές είχαν πέσει πάνω στο St. Antony.
Ανάλυση του περιστατικού
Από την προσεκτική εξέταση του επεισοδίου του τάνκερ Enrica Lexie, προκύπτει ότι δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο σε ολόκληρη την υπόθεση (τεχνικό, τακτικό, νομικό, διπλωματικό, επικοινωνιακό, ηθικό κ.λπ.) που να μην ενδιαφέρει τους ανθρώπους που ασκούν το επάγγελμα του ένοπλου φρουρού (όπως επίσης τις εταιρείες maritime security, τις ναυτιλιακές εταιρείες, τους αξιωματικούς των πλοίων κ.λπ.) που να μην προσφέρει πλήθος συμπερασμάτων για τον τρόπο που πρέπει να ασκείται το συγκεκριμένο καθήκον. Στη συνέχεια επεξηγούνται τα κυριότερα σημεία της υπόθεσης, συνοδευόμενα από αντίστοιχα συμπεράσματα.
Οι δύο πεζοναύτες βρίσκονταν σε κανονική αποστολή που τους ανατέθηκε από την πατρίδα τους και δεν εργάζονταν για ιδιωτική εταιρεία (δεν ήταν μισθοφόροι, για να το θέσουμε με τους επικοινωνιακούς όρους των ΜΜΕ). Το περιστατικό έλαβε χώρα σε διεθνή ύδατα και όχι σε χωρικά ύδατα. Η χώρα τους ανήκει στις 8 ισχυρότερες χώρες του πλανήτη (G-8), με τεράστια διπλωματική ισχύ. Παρ’ όλα αυτά δεν γλύτωσαν από το διασυρμό και το μακροχρόνιο εγκλεισμό σε φυλακές της Ινδίας, ενώ σήμερα, 2 χρόνια μετά, αντιμετωπίζουν ακόμα την πιθανότητα να καταδικαστούν είτε σε θάνατο είτε σε ισόβιο εγκλεισμό στην Ινδία. Μπορούμε εύκολα λοιπόν να αντιληφθούμε ποια θα μπορούσε να είναι η τύχη τους εάν ήταν στρατιωτικοί (εν ενεργεία ή απόστρατοι) μιας μικρής χώρας, παρέχοντας έμμισθες υπηρεσίες σε ιδιωτικό επίπεδο, υπό ασαφές ή παράτυπο εργασιακό καθεστώς. Επιπλέον, είναι αρκετά σαφές ότι αν το περιστατικό συνέβαινε εντός χωρικών υδάτων της Ινδίας (δηλαδή 8 ναυτικά μίλια βορειότερα), ακόμα και Αμερικάνοι να ήταν, δεν θα γινόταν καν συζήτηση για την αρμοδιότητα της Ινδίας να τους δικάσει σύμφωνα με το δικό της δίκαιο και να τους επιβάλλει την ανάλογη ποινή.
Συμπέρασμα 1: Το επάγγελμα του φρουρού πλοίων είναι ένα επάγγελμα με διεθνή χαρακτήρα και η σωστή εξάσκησή του βασίζεται σε νόμους, κανονισμούς και οδηγίες πολλών διαφορετικών χωρών και Οργανισμών. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα και η τυπικότητα στο εργασιακό καθεστώς των ενόπλων φρουρών πρέπει να επιδιώκεται και να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα για την προστασία των ίδιων, όσο και των εργοδοτών τους. Οποιαδήποτε παρέκκλιση μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά. Η γνώση και η τήρηση των νόμων και των κανόνων όσον αφορά στο καθεστώς υπό το οποίο εργάζονται και ασκούν τα καθήκοντά τους, δεν αποτελεί ευθύνη μόνο των εταιρειών αλλά και των ίδιων των φρουρών, καθώς αυτοί μπορεί να είναι οι πρώτοι που θα υποστούν τις συνέπειες. Η ενημέρωση σε αυτά τα θέματα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα σε οποιαδήποτε επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση χορηγείται σε αυτούς τους ανθρώπους. Γίνεται προφανές ότι σεμιναριακού τύπου ενημερώσεις, μπορεί να εμπλουτίζουν την αντίληψη των φρουρών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εκληφθούν σαν επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση.
Συμπέρασμα 2: Οι γνώσεις πάνω σε βασικές έννοιες και αρχές του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας (UNCLOS), όπως χωρικά ύδατα, οικονομική ζώνη, κυριαρχικά δικαιώματα, δικαιοδοσία κρατών κ.λπ. είναι απαραίτητες στους ένοπλους φρουρούς. Πέραν των γενικών γνώσεων, οι φρουροί πρέπει να είναι άριστα ενημερωμένοι και για το ειδικό καθεστώς στις περιοχές που επιχειρούν και να έχουν ανά πάσα στιγμή συναίσθηση της θέσης και της κίνησης του πλοίου με βάση αυτές τις έννοιες, καθώς αυτό επηρεάζει άμεσα τη λήψη αποφάσεων, τον τρόπο δράσης τους και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Το περιστατικό έλαβε τις συγκεκριμένες διαστάσεις, γιατί τα θύματα ήταν Ινδοί πολίτες και η χώρα τους δεν δίστασε να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους και να ασκήσει δίωξη στους ενόχους, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με όλη τη διεθνή κοινότητα. Ακόμα και αν το περιστατικό συνέβαινε σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πλανήτη και όχι κοντά στις Ινδικές ακτές, εφόσον τα θύματα ήταν Ινδοί, τα πράγματα θα είχαν πάρει παρόμοια τροπή (εκτός ίσως από το γεγονός της άμεσης φυλάκισης σε Ινδικές φυλακές). Είναι ευρέως γνωστό ότι πολλά μικρά αλιευτικά ή μεταφορικά πλοιάρια σε διάφορα μέρη του κόσμου (που σε πολλές περιπτώσεις δεν διαφέρουν από αυτά που χρησιμοποιούν οι πειρατές), έχουν Ινδικά πληρώματα, ενώ οι Ινδοί λόγω χρώματος μπορούν εύκολα να περαστούν για Αφρικανοί από μακριά. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι είναι πολύ εύκολο για έναν παρορμητικό φρουρό να σχηματίσει εντελώς εσφαλμένη εντύπωση για αυτό που βλέπει μπροστά του και να νιώσει ότι δεν θα λογοδοτήσει για τυχόν εσφαλμένη κρίση, όταν αντιμετωπίζει ένα εξαθλιωμένο βαρκάκι στη μέση του ωκεανού. Αυτή είναι εντελώς λάθος εντύπωση, όπως δείχνει η περίπτωση του Enrica Lexie. Η αναπαραγωγή του τι ακριβώς έγινε τελικά, δεν ήταν δύσκολη για τις Ινδικές αρχές, καθώς ταυτοποιήθηκαν οι σφαίρες και τα όπλα, πάρθηκαν πολλές και διασταυρωμένες καταθέσεις από όλους τους παρόντες και χρησιμοποιήθηκαν μέχρι και Ινδικοί δορυφόροι από την Ινδική αντιτρομοκρατική υπηρεσία (η οποία κλήθηκε να συνδράμει στις έρευνες, με απόφαση του Ανώτατου Ινδικού Δικαστηρίου).
Συμπέρασμα 3: Η άριστη γνώση του γενικότερου ναυτιλιακού γίγνεσθαι, των τοπικών παραδόσεων και του μοτίβου ζωής (pattern of life) στην ευρύτερη περιοχή που επιχειρεί ένας φρουρός, είναι κριτικής σημασίας πριν αυτός αναλάβει καθήκοντα. Εξίσου κριτικής σημασίας είναι η ικανότητά του να αξιολογεί ώριμα σοβαρές καταστάσεις παίρνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες και να μην αντιλαμβάνεται το επάγγελμά του απλά σαν ένα επάγγελμα δράσης, όπου μετράνε μόνο οι στρατιωτικές δεξιότητες (επιδόσεις στη σκοποβολή, αντοχή στην κόπωση κ.λπ.). Για αυτόν το λόγο είναι πολύ σημαντικό οι εταιρείες maritime security, καθώς και οι ναυτιλιακές εταιρείες να διαθέτουν έναν ασφαλή τρόπο να αξιολογούν αυτά τα προσόντα, πριν αναθέσουν καθήκοντα σε ένα φρουρό.
Πέραν όλων των ανωτέρω, το γεγονός είναι ότι οι δύο πεζοναύτες χωρίς να το καταλάβουν – και προφανώς χωρίς να έχουν ποτέ κακή πρόθεση, βρέθηκαν να γίνουν φονιάδες δύο αθώων ανθρώπων, τους οποίους οι οικογένειές τους θα θρηνούν για πάντα.
Συμπέρασμα 4: Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο επάγγελμα και να χειρίζονται όπλα πάνω σε εμπορικά πλοία, πρέπει να κατανοήσουν ότι το συγκεκριμένο καθήκον διαφέρει πάρα πολύ όταν το ασκούν σαν στρατιώτες που εκτελούν μια αποστολή με συγκεκριμένες οδηγίες και κάτω από τη σχολαστική καθοδήγηση και την ευθύνη αυτών που τους εκπαιδεύουν, τους επιλέγουν, τους αναθέτουν καθήκοντα και τους παρέχουν πληροφορίες, απ’ ό,τι όταν το ασκούν σαν ιδιώτες μισθοφόροι, με καθολικά δική τους ευθύνη. Πρέπει να κατανοήσουν ότι η άριστη εκπαίδευση και πληροφόρησή τους πάνω στα θέματα της πειρατείας και γενικότερα του ναυτιλιακού κόσμου, δεν είναι απλά ένα παραπάνω προσόν που θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τον ενδεχόμενο ανταγωνισμό ή θα τους προσφέρει παραπάνω αμοιβή, αλλά ένα ζωτικής σημασίας εργαλείο που θα προστατεύσει τους ίδιους από απρόβλεπτες περιπέτειες, που μπορεί να επηρεάσει για πάντα τη ζωή τους. Η δουλειά του φρουρού πλοίων δεν είναι σε καμία περίπτωση να τραυματίζει ή να σκοτώνει ανθρώπινα πλάσματα, ακόμα και αν είναι κακοποιοί. Είναι να εμποδίζει την απαγωγή πλοίων από πειρατές – και μόνο αυτό. Το να πυροβολείς εναντίον ανθρώπων χωρίς να είναι απολύτως απαραίτητο για την αυτοάμυνά σου, μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά εύκολη, αλλά ο σκοπός είναι να κάνεις τη δουλειά σωστά. Όχι εύκολα.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο, ο καπετάνιος του Enrica Lexie παρ’ ότι Ιταλός και ο ίδιος, καθώς και ο αξιωματικός της βάρδιας την ώρα του περιστατικού, έδωσαν καταθέσεις που δικαίωναν τους 2 πεζοναύτες, όμως μετά από την πίεση των εξελίξεων, δεν δίστασαν να αλλάξουν τις καταθέσεις τους, καταδικάζοντας στην ουσία τους κατηγορούμενους. Συγκεκριμένα, είπαν ότι δεν είχαν αντιληφθεί πως το αλιευτικό ήταν πιθανή απειλή, μέχρι που άκουσαν τους πυροβολισμούς. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο καπετάνιος αρχικά κατηγορήθηκε ότι δεν εφάρμοσε τις οδηγίες του ΙΜΟ για παρόμοια περιστατικά: Δεν έκανε οπτικά σήματα προς το St. Antony, δεν επιχείρησε να επικοινωνήσει μέσω ασυρμάτου (VHF), δεν έκανε ελιγμούς αποφυγής σύγκρουσης, δεν ενεργοποίησε μάνικες νερού περιμετρικά του πλοίου και δεν έκανε ηχητικά σήματα (μπουρού). Το αποτέλεσμα ήταν να μην αντιληφθεί το St. Antony ότι είχε παρεξηγηθεί σαν πειρατικό και συνέχισε κανονικά την πορεία του, μέχρι που δέχτηκε τα θανατηφόρα πυρά. Όταν ο καπετάνιος επικαλέστηκε άγνοια του περιστατικού, όλες αυτές οι κατηγορίες αποδόθηκαν στους πεζοναύτες. Είτε λέει αλήθεια ο καπετάνιος είτε όχι, είναι προφανές ότι η ευθύνη χρήσης όπλων είναι τεράστια (ακόμα και εντός στρατιωτικών δομών είναι τεράστια όταν ο αντίπαλος είναι πολίτης). Επομένως, όταν κάτι πάει στραβά, η θέση και τα συμφέροντα του καπετάνιου (και της εταιρείας του) μπορούν εύκολα να βρεθούν αντίθετα με αυτά των φρουρών.
Συμπέρασμα 5: Είναι απαραίτητο και πολύ σημαντικό η ομάδα προστασίας ενός πλοίου να μεριμνά η ίδια (ανεξάρτητα του πλοίου) για τη λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων και των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά την εξέλιξη των περιστατικών. Εξίσου σημαντικό είναι να απαιτεί γραπτές οδηγίες τόσο από το πλοίο, όσο και από την εταιρεία για την οποία εργάζεται, πάνω σε βασικά σενάρια που είναι πιθανό να αντιμετωπίσει. Τέλος, το σημαντικότερο από όλα είναι η ομάδα να συμβουλεύει και να συμβουλεύεται διαρκώς και για την παραμικρή λεπτομέρεια το πλήρωμα και τον καπετάνιο του πλοίου, ακόμα και αν αυτό στην πράξη μπορεί να γίνει εκνευριστικό ή κουραστικό. Η ομάδα πρέπει να είναι εξαιρετικά τυπική σε αυτό το ζήτημα και να κάνει ξεκάθαρο με κάθε τρόπο και με κάθε ευκαιρία, ότι την τελική απόφαση για άσκηση βίας την έχει μόνο ο καπετάνιος (όπως άλλωστε προβλέπεται και από όλες τις σχετικές οδηγίες διεθνώς).
Κατά τη διάρκεια του περιστατικού, βλήθηκαν 20 βλήματα σε 2 ριπές. Από αυτά, τα 17 έπεσαν πάνω στο St. Antony. Οι πεζοναύτες επικαλούνται ότι σημάδευαν μπροστά από το αλιευτικό με σκοπό τον εκφοβισμό, ενώ οι Ινδικές αρχές τους κατηγορούν ότι εκτέλεσαν κανονικά πυρά καταστροφής του στόχου. Όποια και αν είναι η αλήθεια, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όταν βρίσκεσαι πάνω σε κινούμενη (σε 3 άξονες) πλατφόρμα και σημαδεύεις με μεταβαλλόμενο άνεμο στα όρια της δραστικής εμβέλειας του όπλου σου, ένα στόχο που σε προσεγγίζει με εξίσου ασταθή κίνηση (σκαμπανεβάσματα λόγω κυματισμού), είναι εξαιρετικά δύσκολο να ελέγξεις το πού θα πέσουν οι σφαίρες σε σχέση με το στόχο. Αυτή η δυσκολία γίνεται ακόμα εντονότερη όταν οι συνθήκες φωτισμού δεν είναι καλές (π.χ. σούρουπο, υγρασία κ.λπ.) ή είσαι κουρασμένος ή επηρεασμένος από τη ναυτία. Ακόμα όμως και αν οι σφαίρες πέσουν μπροστά από το στόχο σου (στον άξονα της κίνησής του) ο πίδακας που θα δημιουργηθεί από ένα βλήμα φορητού όπλου είναι πολύ δύσκολο να γίνει αντιληπτός, ιδίως αν ο αντίπαλος δεν περιμένει να τον δει ή τον κρύβει η υπερκατασκευή του σκάφους του. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, ότι η έννοια «προειδοποιητικές βολές» με φορητά όπλα στη θάλασσα και εν κινήσει, είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.
Συμπέρασμα 6: Οι φρουροί πρέπει να στηρίζονται περισσότερο σε άλλου είδους σήματα (οπτικά ή ηχητικά) και όχι στις προειδοποιητικές βολές προκειμένου να προειδοποιήσουν ή να αποτρέψουν ένα σκάφος από το να πλησιάσει. Π.χ. σήματα με τη σειρήνα του πλοίου (μπουρού), κλήσεις στον ασύρματο, χρήση φανών, επίδειξη όπλων κ.λπ. Η χρήση των όπλων αν γίνει από μακριά, κινδυνεύει να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες απώλειες λόγω αστοχίας, ενώ αν γίνει από πολύ κοντά μπορεί να είναι αργά για να αποφευχθούν συμπλοκές. Το συμπέρασμα λοιπόν (που σε στρατιωτικούς όρους είναι αυτονόητο) είναι ότι τα όπλα υπάρχουν για να χρησιμοποιηθούν με εξαιρετική προσοχή σαν έσχατο μέσο και όχι σαν πρώτη λύση.
Συμπέρασμα 7: Η ικανότητα των φρουρών να στοχεύουν σωστά και να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τα όπλα τους στη θάλασσα, δεν πιστοποιείται απλά με ασκήσεις σκοποβολής σε συμβατικά πεδία βολής. Ο φρουρός πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τις δυσκολίες βολής που προαναφέρθηκαν για το θαλάσσιο περιβάλλον (δεν αρκεί να του το εξηγήσεις, απαιτούνται πάρα πολλές ώρες εξάσκησης). Πρέπει να αντιλαμβάνεται στιγμιαία όλες τις παραμέτρους της τακτικής κατάστασης (ορατότητα, καιρικές συνθήκες, σχετική κίνηση, θέσεις άλλων φρουρών, προθέσεις στόχου, περιορισμοί οδηγιών, κίνδυνοι, επόμενες κινήσεις, πιθανά ενδεχόμενα, οδηγίες καπετάνιου κ.λπ.), να τις σταθμίζει μέσα σε δευτερόλεπτα και ανάλογα να χειρίζεται το όπλο που κρατά. Για αυτόν το λόγο η αξιολόγηση, ο καθορισμός των απαιτούμενων προσόντων καθώς και η τελική επιλογή των φρουρών από τις εταιρείες maritime security, οφείλει να είναι εξαιρετικά απαιτητική και υπεύθυνη διαδικασία.
Αντί επιλόγου στη συγκεκριμένη εργασία, σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο συμπέρασμα που βγαίνει από την εξέταση της περίπτωσης του Enrica Lexie είναι ότι το καθήκον της ένοπλης φύλαξης ενός εμπορικού πλοίου μπορεί να φαντάζει σαν μια αρκετά δελεαστική και σχετικά εύκολη απασχόληση με υψηλή αμοιβή, μικρό ρίσκο τραυματισμού και με ταξίδια ανά τον κόσμο, όμως στην πραγματικότητα είναι ένα εξαιρετικά απαιτητικό καθήκον, με αυξημένες απαιτήσεις εξειδικευμένης κατάρτισης, με κρυφούς κινδύνους, με υπαρκτό ρίσκο εμπλοκής με το νόμο και σχετιζόμενο με την προστασία ή την απώλεια ανθρώπινων ζωών.