Οπτικές ίνες για τη μεταφορά video από CCTV
Όλοι ακούμε για οπτικές ίνες και τα πλεονεκτήματά τους. Μέχρι σήμερα όμως τις είχαμε συνδυάσει με το χώρο των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής. Είναι ενδιαφέρον να δούμε ότι η χρήση τους επεκτείνεται και στο χώρο των συστημάτων ασφαλείας – και ειδικότερα των εφαρμογών CCTV.
Όλοι γνωρίζουμε τη σημασία της μετάβασης από την εποχή του χαλκού σε εκείνη του σιδήρου, για την εξέλιξη του πολιτισμού. Σήμερα στην εποχή της ψηφιακής κοινωνίας ο χαλκός για ακόμη μία φορά αποχωρεί, αλλά τώρα αντικαθίσταται από κάτι πολύ πιο απροσδιόριστο από ένα απλό υλικό.
Η τεχνολογία επέτρεψε τη δέσμευση του φωτός για τη μεταφορά των ψηφιακών πληροφοριών και μια νέα επανάσταση αναμένεται σε όλους τους συγγενικούς χώρους. Καθώς βρισκόμαστε στο στάδιο της μετάβασης από την αναλογική μετάδοση σημάτων βίντεο στην ψηφιακή τεχνολογία, προκύπτουν και θέματα γύρω από τα μέσα μετάδοσης και πώς θα εξασφαλίζεται η βέλτιστη εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων της νέας τεχνολογίας.
Ένα από τα κυριότερα θέματα είναι και το μέσο μετάδοσης, δηλαδή το καλώδιο διασύνδεσης μεταξύ των συσκευών CCTV. Μέχρι σήμερα η κυρίαρχη πρόταση είναι το ομοαξονικό καλώδιο, το οποίο χρησιμοποιείται τόσο στα αναλογικά όσο και στα ψηφιακά συστήματα. To βασικό υλικό κατασκευής των ομοαξονικών καλωδίων είναι ο χαλκός. Εντούτοις, ο χαλκός έχει εκ φύσεως περιορισμούς και μειονεκτήματα, που όσο αυξάνονται οι απαιτήσεις τόσο δυσκολότερο είναι να παραλειφθούν. Τα πιο σημαντικά είναι η περιορισμένη απόσταση μετάδοσης του σήματος, η πτώση της ποιότητας του ψηφιακού σήματος όσο η απόσταση μεγαλώνει και η εμφάνιση ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών. Στα αναλογικά συστήματα όπου και οι απαιτήσεις ήταν μικρότερες, η εμφάνιση αυτών των προβλημάτων δεν δημιουργούσε ιδιαίτερα προβλήματα. Πλέον όμως, με τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή όπου οι δυνατότητες είναι πολύ μεγαλύτερες, είναι δύσκολο για όλους τους εμπλεκόμενους να βάζουν ένα φρένο στις δυνατότητες των συστημάτων CCTV εξαιτίας των περιορισμένων τεχνικών χαρακτηριστικών του υλικού μετάδοσης. Η απάντηση στο πρόβλημα δεν είναι άλλη από την εύρεση ενός άλλου υλικού, καταλληλότερου για αυτού του είδους τις εφαρμογές. Ιδιαίτερα δε, όταν το δρόμο τον έχουν δείξει άλλοι κλάδοι όπως εκείνοι της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, όπου νωρίτερα αντιμετωπίστηκε το ίδιο θέμα με την αφορμή της μετάβασης από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή. Η λύση είναι η χρήση της τεχνολογίας του φωτός.
Δυνατότητα αποστολής σημάτων σε μεγάλες αποστάσεις, θωράκιση έναντι ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών, αυξημένος βαθμός ασφάλειας, μεγαλύτερο bandwidth και δυνατότητα εύκολης επεκτασιμότητας και προσαρμογής στις μελλοντικές απαιτήσεις των εφαρμογών, είναι ορισμένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των οπτικών ινών σε σχέση με τα συμβατικά ομοαξονικά καλώδια χαλκού που χρησιμοποιούνταν μέχρι σήμερα. Εντούτοις παρουσιάζουν και ορισμένα μειονεκτήματα που αποθαρρύνουν ακόμα πολλούς εγκαταστάτες και μελετητές ώστε να προχωρήσουν στη μεγαλύτερη χρήση τους και τα οποία δεν είναι άλλα από το αυξημένο κόστος τους αλλά και τη μεγαλύτερη πολυπλοκότητα εγκατάστασης που απαιτεί την ύπαρξη εξειδικευμένων συνεργείων ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία τους. Στις σελίδες που ακολουθούν αναλύονται και οι δύο όψεις του νομίσματος, ώστε εκείνοι που ενδιαφέρονται, να αποκτήσουν μια σαφή άποψη για τις αλλαγές που θα επιφέρει η χρήση των οπτικών ινών στα συστήματα CCTV.
Η τεχνολογία
Οι οπτικές ίνες είναι όπως αναφέρει και το όνομά τους πολύ λεπτές ίνες (διαμέτρου ίσης και μικρότερης της ανθρώπινης τρίχας) που έχουν κατασκευαστεί από γυαλί. Ρόλος τους είναι να μεταφέρουν κωδικοποιημένα φωτεινά σήματα σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, με ελάχιστη μείωση της ποιότητας του σήματος. Η αρχή της λειτουργίας τους βασίζεται στο φαινόμενο της ολικής ανάκλασης, καθώς η φωτεινή δέσμη παγιδεύεται εξαιτίας των διαδοχικών ολικών ανακλάσεων μέσα στην οπτική ίνα. Η οπτική ίνα απαρτίζεται από δύο διαφανή υλικά που είναι τοποθετημένα ομοαξονικά και τα οποία αποτελούν αντίστοιχα το εσωτερικό και το εξωτερικό τμήμα της. Πυρήνας (core) ονομάζεται το εσωτερικό τμήμα της οπτικής ίνας και περίβλημα (cladding) ονομάζεται το εξωτερικό τμήμα της. Δεν θα πρέπει να γίνεται σύγχυση του περιβλήματος με την εξωτερική πλαστική επικάλυψη (coating), της οποίας ο ρόλος είναι μόνο η μηχανική προστασία της οπτικής ίνας. Το χαρακτηριστικό μείγμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μιας οπτικής ίνας, αποτελείται από οξείδια του πυριτίου, βορίου, φωσφόρου, αλουμινίου, γερμανίου και νατρίου.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση που γίνεται στις οπτικές ίνες είναι βάσει της διαμέτρου τους. Χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες : τις πολυτροπικές (multi mode) και τις μονοτροπικές ίνες (single mode). Στην αγορά ίσως τις συναντήσετε αντίστοιχα και με τα ονόματα πολύτροπες και μονότροπες. Η διαφορά τους έγκειται στο μέγεθος της διαμέτρου τους. Οι της πρώτης κατηγορίας (πολύτροπες) χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη διάμετρο και σε αυτήν ανήκουν οι οπτικές ίνες με μέγεθος από 50 έως 100μm. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι οπτικές ίνες μικρότερης διαμέτρου, οι οποίες έχουν διαστάσεις μέχρι 10μm.
Η διαφορά αυτή είναι που προκαλεί και μια σημαντική διαφοροποίηση στον τρόπο μετάδοσης πληροφοριών μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών. Το μεγάλο άνοιγμα των πολύτροπων ινών επιτρέπει τη μετακίνηση εκατοντάδων ή και χιλιάδων φωτεινών ακτίνων μέσα στον πυρήνα, σε αντίθεση με τις μονότροπες όπου εξαιτίας του μικρού ανοίγματος είναι εφικτή η μετάδοση μόνο σε περιορισμένο αριθμό φωτεινών ακτίνων.
Σημαντικό είναι να γνωρίζουμε τον τρόπο χαρακτηρισμού των διάφορων μεγεθών οπτικών ινών που κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά. Αναφέρουμε πρώτα τη διάμετρο του πυρήνα και στη συνέχεια τη διάμετρο του περιβλήματος. Τα τυπικά μεγέθη των πολύτροπων οπτικών ινών είναι 50μm/ 125μm, 62,5/125, 85/125 ή 100/140, ενώ ο συνηθέστερος τύπος που κυκλοφορεί είναι o 62,5/125. Στις μονότροπες ίνες η συνηθέστερη τιμή της διαμέτρου της κεντρικής ίνας είναι 8,3 μm.
Επιγραμματικά, οι πολύτροπες ίνες έχουν τη δυνατότητα μετάδοσης μεγαλύτερου όγκου πληροφοριών, λόγω ακριβώς του μεγαλύτερου αριθμού φωτεινών ακτίνων και των περισσότερων τρόπων διάδοσης (modes) που υποστηρίζουν. Εντούτοις όμως εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστό εξασθένησης του σήματος, ενώ και η ποιότητα διάδοσης είναι χαμηλότερη λόγω της μεγαλύτερης διασποράς των ακτίνων. Οι πολύτροπες είναι ευκολότερες στη σύζευξη, έχουν χαμηλότερο κόστος αγοράς, ενώ και οι τεχνικές απαιτήσεις τους είναι λιγότερες από εκείνες των μονότροπων οπτικών ινών.
Καλώδια οπτικών ινών
Όσον αφορά στα καλώδια οπτικών ινών, αποτελούνται από μία έως 36 οπτικές ίνες. Συνηθέστερα και πιο διαδεδομένα είναι τα καλώδια που έχουν ζυγό αριθμό οπτικών ινών. Υπάρχουν και εδώ δύο τύποι καλωδίων, που διακρίνονται βάσει του τρόπου κατασκευής τους. Τα πρώτα ονομάζονται Tight Buffer, στα οποία, σε κάθε οπτική ίνα που περιέχεται στο συγκεκριμένο καλώδιο υπάρχουν εξωτερικά του περιβλήματος συνθετικές ίνες αλλά και εξωτερικό μονωτικό περίβλημα. Το κάθε καλώδιο αποτελείται από πολλές παρόμοιες ίνες, όπου ουσιαστικά κάθε ίνα αποτελεί ένα ξεχωριστό καλώδιο. Στο καλώδιο που βλέπει ο τελικός χρήστης περικλείονται εκτός από αυτά τα καλώδια οπτικών ινών και άλλα καλώδια τα οποία χρησιμοποιούνται για ενίσχυση και στρογγυλοποίηση της τελικής κατασκευής. Με παρόμοιο τρόπο κατασκευάζονται και τα εύκαμπτα καλώδια που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση με τα racks και τα οπτικά patch panels. Αυτά τα καλώδια ονομάζονται οπτικά patch cords.
Υπάρχει και άλλη μία κατηγορία καλωδίων οπτικών ινών που ονομάζονται Loose Buffer. Σε αυτήν την κατηγορία το περίβλημα των οπτικών ινών είναι τοποθετημένο ελεύθερα μέσα στο καλώδιο και η όλη κατασκευή περικλείεται από ένα εξωτερικό περίβλημα. Ενδιάμεσα στο καλώδιο τοποθετείται και ειδική επίστρωση από συνθετικές ίνες για καλύτερη αντοχή του καλωδίου. Τα καλώδια χαλαρής δομής (loose buffer) είναι από τη φύση τους ανθεκτικότερα από τα καλώδια τύπου tight buffer και γι΄ αυτό χρησιμοποιούνται σε εναέριες ή υπόγειες διασυνδέσεις και σε χώρους εκτός κτηρίων. Το μειονέκτημά τους είναι ότι δεν συνιστώνται για τερματισμούς κατευθείαν σε συνδέσμους, διότι οι οπτικές ίνες δεν διαθέτουν άλλη προστασία πέραν του βασικού περιβλήματος – σε αντίθεση με τα καλώδια tight buffer – οπότε και μπορεί να τραυματιστεί η ίνα κατά τη διάρκεια της εργασίας σύνδεσης.
Πλεονεκτήματα
Η χρήση οπτικών ινών σε εφαρμογές συστημάτων ασφαλείας – και ειδικότερα συστημάτων CCTV – παρουσιάζει μια πληθώρα πλεονεκτημάτων που είναι δύσκολο να παραβλεφθούν κατά τη φάση της επιλογής του υλικού της καλωδίωσης.
Καταρχήν οι οπτικές ίνες επιτρέπουν τη μεταφορά πολύ μεγαλύτερου όγκου πληροφοριών. Ειδικά σήμερα όπου οι συσκευές καταγραφής βίντεο βελτιώνονται πολύ και διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη ανάλυση με επακόλουθο την αύξηση του μεγέθους των αρχείων, είναι πολύ σημαντικό η καλωδίωση να επιτρέπει την απρόσκοπτη μεταφορά αυτών των αρχείων χωρίς περιορισμούς και ενδεχόμενη πιθανότητα κατάρρευσης του δικτύου. Όχι μόνον οι οπτικές ίνες υποστηρίζουν τη δυνατότητα μεταφοράς μεγαλύτερου όγκου δεδομένων, αλλά παράλληλα εξασφαλίζουν και μεγαλύτερες ταχύτητες. Πρόκειται για άλλο ένα σημαντικό στοιχείο στη σύγχρονη εποχή, καθώς εκτός από αυτήν καθ’ αυτήν την πληροφορία, μεγάλη σημασία έχει και η έγκαιρη μετάδοσή της. Επιπρόσθετα, το αυξημένο bandwidth και η μεγαλύτερη ταχύτητα των οπτικών ινών επιτρέπουν την ενιαία λειτουργία όλων των δικτύων μιας επιχείρησης. Πληροφοριακά συστήματα, συστήματα τηλεπικοινωνίας και ασφαλείας, καθώς και τα συστήματα ελέγχου των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων μπορούν πλέον να λειτουργούν χρησιμοποιώντας την ίδια καλωδιακή υποδομή, καθώς η χωρητικότητα των οπτικών ινών επιτρέπει την παράλληλη λειτουργία των δικτύων. Ενώ εξίσου σημαντικό είναι ότι όλα αυτά τα βελτιωμένα χαρακτηριστικά προσφέρονται σε μικρότερο μέγεθος καλωδίου και ευκολότερου στην εγκατάσταση εντός των οδεύσεων, από ό,τι τα συμβατικά καλώδια χαλκού, που και μεγαλύτερο μέγεθος έχουν αλλά και πιο δύσκαμπτα είναι όσον αφορά στην εγκατάστασή τους εντός των σχαρών όδευσης. Αυτό σημαίνει ότι εξοικονομείται περισσότερος χώρος για την τοποθέτηση άλλων καλωδιώσεων, ενώ παράλληλα εξασφαλίζονται και μεγαλύτερα διαστήματα μεταξύ των διάφορων καλωδίων. Δηλαδή, η χρήση οπτικών ινών επιτρέπει την καλύτερη και πιο τακτοποιημένη διευθέτηση των καλωδίων ώστε να αποφεύγονται καταστάσεις καλωδίων «ατάκτως ερριμμένων» που δεν επιτρέπουν στους εγκαταστάτες και στους τεχνικούς να αντιμετωπίσουν αργότερα κάποιο πρόβλημα στην καλωδίωση.
Αναφερόμενοι σε εφαρμογές ασφάλειας όπως είναι η διακίνηση βίντεο στα συστήματα CCTV, είναι λογικό η ασφάλεια να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα. Η χρήση οπτικών ινών συμβάλλει πολύ περισσότερο από τα συμβατικά καλώδια χαλκού, στην επίτευξη μεγαλύτερου επίπεδου ασφάλειας. Η φύση του υλικού κατασκευής των οπτικών ινών καθιστά σχεδόν αδύνατη την εξ αποστάσεως υφαρπαγή των δεδομένων που μεταδίδονται μέσω αυτών. Ο μόνος τρόπος για να γίνει κάποια υποκλοπή είναι μόνο η απευθείας πρόσβαση και παρεμβολή στις οπτικές ίνες, η οποία όμως μπορεί να εντοπιστεί και να αποτραπεί πολύ ευκολότερα.
¶λλο ένα πλεονέκτημα που πηγάζει από το γεγονός ότι είναι μη ηλεκτρικά στοιχεία – δηλαδή ότι δεν χρησιμοποιούν τον ηλεκτρισμό για τη μετάδοση των σημάτων – είναι ότι δεν επηρεάζονται από την ύπαρξη ηλεκτρομαγνητικών πεδίων. Οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εφαρμογές CCTV σε βιομηχανικούς χώρους ή σε χώρους όπου υπάρχουν ισχυρά ηλεκτρομαγνητικά πεδία, όπως υποσταθμοί της ΔΕΗ, εργαστήρια και μονάδες παραγωγής ρεύματος. Μέχρι σήμερα σε παρόμοιες εφαρμογές είχαμε πολλές φορές το φαινόμενο της προβληματικής ποιότητας σήματος, λόγω ακριβώς αυτών των ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών ή των ραδιοπαρεμβολών. Η χρήση των οπτικών ινών εξαλείφει σχεδόν ολοκληρωτικά αυτού του είδους τα προβλήματα.
Επίσης είναι ιδανικές για τη μετάδοση των σημάτων βίντεο σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Εκεί όπου πολλές φορές τα καλώδια χαλκού λόγω της πολύ μεγάλης εξασθένισης του σήματος δεν μπορούν να δώσουν λύση, η τοποθέτηση οπτικών ινών αποτελεί μονόδρομο, καθώς μπορούν να μεταφέρουν σήματα μέχρι και μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα.
Αν σε κάποιους η χρήση των οπτικών ινών για εφαρμογές CCTV φαντάζει ίσως λίγο υπερβολική, δεν θα έχουν βρεθεί ακόμα στη δυσάρεστη κατάσταση να τοποθετήσουν πρόσθετα καλώδια για να μπορέσουν να μεταφέρουν το μεγάλο όγκο δεδομένων που παράγεται από τις σύγχρονες κάμερες υψηλής ανάλυσης. Είναι ό,τι το χειρότερο σε μια ολοκληρωμένη εγκατάσταση να απαιτηθεί η όδευση έξτρα καλωδίων, καθώς δεν είναι μόνο το κόστος των υλικών και της εργασίας, αλλά συνήθως απαιτούνται και διάφορες άλλες εργασίες οικοδομικής φύσης προκειμένου να τοποθετηθούν τα καλώδια. Αντιθέτως, η μεγάλη χωρητικότητα των οπτικών ινών εξασφαλίζει την επεκτασιμότητα του συστήματος σε μεγάλο βάθος χρόνου, αλλά και τη μελλοντική διασύνδεσή του με άλλα συστήματα. Αποτελεί δηλαδή μια ουσιαστική πρόταση για όσους επενδύουν σε νέες τεχνολογίες και θέλουν να διασφαλίζουν ότι η επένδυσή τους δεν θα απαξιωθεί μέσα σε λίγα χρόνια.
Επιφυλάξεις
Φυσικά και η χρήση των οπτικών ινών για την τοποθέτηση ενός συστήματος CCTV δεν αποτελεί τη βέλτιστη λύση για όλες τις εφαρμογές. Σε περιπτώσεις μικρών συστημάτων το ακόμα υψηλό κόστος της οπτικής ίνας καθώς και το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα θετικά τεχνικά χαρακτηριστικά της – όπως είναι η χωρητικότητά της, η ταχύτητά της, η δυνατότητα μετάδοσης σε μεγάλες αποστάσεις, ο μεγάλος βαθμός ασφάλειας και η θωράκισή της έναντι ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών – δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, την καθιστά μάλλον περιττή. Δηλαδή για οικίες, μικρά καταστήματα και περιορισμένους χώρους όπου απαιτείται απλώς ένα σύστημα επιτήρησης, είναι τουλάχιστον υπερβολική η επιλογή οπτικής ίνας για τη διασύνδεση των συσκευών CCTV. Θα την παρομοιάζαμε σαν να επιλέγει κάποιος ένα υπερηχητικό αεροπλάνο για να μεταβεί σε μια πολύ κοντινή απόσταση. Επίσης ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στη σύνδεση της οπτικής ίνας με τις τερματικές συσκευές αλλά και τον ενεργό εξοπλισμό. Στην ελληνική αγορά υπάρχουν ειδικά συνεργεία που κάνουν τη σύνδεση αυτή και τα οποία διαθέτουν τον ανάλογο ειδικό εξοπλισμό. Επειδή συνήθως τα καλώδια τα τοποθετούν οι ηλεκτρολόγοι και στη συνέχεια έρχονται οι εγκαταστάτες των συστημάτων ασφαλείας για να τοποθετήσουν τις συσκευές, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στη συγκεκριμένη φάση, καθώς σε αυτήν κρύβονται και οι περισσότεροι κίνδυνοι για πιθανή αστοχία.
Εφαρμογές
Μια χαρακτηριστική εφαρμογή όπου μπορεί να τοποθετηθεί οπτική ίνα είναι για τον έλεγχο ενός πολύ μεγάλου χώρου στάθμευσης, όπως παραδείγματος χάρη το παρκινγκ ενός αεροδρομίου. Από ένα κεντρικό ερμάριο στο οποίο θα βρίσκεται ένα ή περισσότερα οπτικά πάνελ, θα ξεκινά ένα καλώδιο οπτικής ίνας προς εξωτερικά ανθεκτικά ερμάρια στα οποία θα βρίσκονται οπτικά πάνελς μικρότερης χωρητικότητας. Από αυτά τα ερμάρια θα ξεκινούν άλλες οπτικές ίνες (συνήθως μονότροπες) προς τις τερματικές κάμερες, στις θέσεις των οποίων με ειδικούς κονέκτορες θα τερματίζουν οι οπτικές ίνες.
¶λλη χαρακτηριστική εφαρμογή είναι μια μεγάλη βιομηχανική εγκατάσταση όπου από το χώρο του τηλεπικοινωνιακού κέντρου θα ξεκινούν οι οπτικές ίνες προκειμένου να καλύψουν τις τερματικές θέσεις καμερών. Παράλληλα όμως θα μπορούν οι ίδιες οπτικές ίνες να εξυπηρετούν και άλλες ανάγκες της επιχείρησης, όπως τον έλεγχο του συστήματος πρόσβασης ή τον έλεγχο διάφορων προγραμματιζόμενων ελεγκτών (PLC), απαραίτητων για τη λειτουργία του μηχανολογικού της εξοπλισμού.
Φυσικά η χρήση των οπτικών ινών είναι ιδανική για εφαρμογές συστημάτων επιτήρησης μεγάλου μεγέθους, όπως για τη διασύνδεση καμερών που βρίσκονται όλο και συχνότερα τοποθετημένες στα μεγάλα αστικά κέντρα είτε για τον έλεγχο της κυκλοφορίας είτε για τον εντοπισμό εκείνων που συμμετέχουν σε εγκληματικές ή και τρομοκρατικές ενέργειες. Από ένα κεντρικό σημείο θα ξεκινούν οπτικές ίνες είτε εναέρια είτε εντός εδάφους και θα καταλήγουν σε μικρότερα σημεία ελέγχου, από τα οποία θα ξεκινούν και τα καλώδια σύνδεσης με τις κάμερες. Η χρήση των οπτικών ινών σε τόσο μεγάλες εφαρμογές προβάλλει πλέον ως η μόνη λύση, ακριβώς λόγω της εκτεταμένης απόστασης. Τα συμβατικά καλώδια δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, διότι είναι λιγότερο ανθεκτικά, πιο ευάλωτα σε ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές (που μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον είναι αδύνατο να μην υπάρξουν) και δεν μπορούν να μεταδώσουν με αξιοπιστία σήματα σε τόσο μεγάλες αποστάσεις.
Φαίνεται λοιπόν ότι η χρήση των οπτικών ινών για τη διασύνδεση συστημάτων CCTV είναι μια λύση που θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον. Ήδη από τώρα αποτελούν την καλύτερη επιλογή για εφαρμογές μεγάλου μεγέθους ή για εφαρμογές όπου λαμβάνουν χώρα σε περιβάλλοντα επιβαρυμένα από ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Επίσης είναι σε θέση να εξασφαλίσουν άπλετη χωρητικότητα για τη μεταφορά δεδομένων, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αμελητέο στην εποχή των καμερών υψηλής ανάλυσης. Όλα αυτά τα στοιχεία συνηγορούν στην όλο και μεγαλύτερή τους χρήση και στα συστήματα CCTV, τα οποία άλλωστε εκ φύσεως επιζητούν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που αφειδώς προσφέρει η τεχνολογία του φωτός.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ