Ολοκληρωμένη διαχείριση εξωτερικών συνόρων
Για τη διασφάλιση και επιτήρηση εκτεταμένων περιμέτρων, όπως παραδείγματος χάρη τα σύνορα μεταξύ δύο κρατών, έχει δημιουργηθεί μια ειδική κατηγορία ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας.
Στο άρθρο που ακολουθεί αναλύονται οι προδιαγραφές που πρέπει να πληροί ένα σύστημα επιτήρησης μεγάλων περιμέτρων, καθώς και οι τελευταίες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση παρόμοιων εφαρμογών.
Η μεγάλη ιδιαιτερότητα αυτών των συστημάτων είναι ότι οι χώροι στους οποίους τοποθετούνται δεν είναι ποτέ οι ίδιοι: Κάθε συνοριακή γραμμή είναι διαφορετική, με ιδιαίτερα εδαφικά χαρακτηριστικά. Αυτό είναι λογικό να δημιουργεί διαφορετικά προβλήματα σε κάθε εφαρμογή, τα οποία απαιτείται να αντιμετωπισθούν εξαρχής, κάθε φορά και με νέα προσέγγιση.
Στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξης της εφαρμογής, εκείνο που χρειάζεται οπωσδήποτε να γίνει είναι μια ολοκληρωμένη μελέτη, η οποία να εξετάζει λεπτομερώς κάθε πτυχή του έργου, όπως τις ενδεχόμενες απειλές, τη μορφολογία του εδάφους, το κλίμα, την προσβασιμότητα, ακόμα και την κουλτούρα του συγκεκριμένου τόπου. Μόνο τότε μπορεί να δημιουργηθεί ένα μοντέλο λειτουργίας του συστήματος επιτήρησης, πάνω στο οποίο θα βασισθεί και η υλοποίησή του. Λαμβάνοντας υπόψη το μήκος της επιτηρούμενης περιμέτρου και την πολυπλοκότητα της χάραξής της, την ποικιλία των ενδεχόμενων απειλών και του περιβάλλοντος χώρου, είναι βέβαιο ότι μόνο ένα σύστημα ανοιχτού σχεδιασμού, δημιουργημένο από μια έμπειρη ομάδα και το οποίο θα αποτελείται από μια πληθώρα αισθητήρων διαφορετικών τεχνολογιών, θα είναι σε θέση να επιτελέσει αποτελεσματικά το έργο του.
Κριτήρια σχεδιασμού
Οι μελετητές των συστημάτων ασφαλείας είναι βασικό να λαμβάνουν υπόψη καταρχήν τον ανθρώπινο παράγοντα και τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε εφαρμογής. Ενώ στις περισσότερες χώρες του Δυτικού κόσμου ο βαθμός επικινδυνότητας που υπάρχει στις συνοριακές επιτηρήσεις είναι χαμηλός, στην Ελλάδα που γειτνιάζει με χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μεγαλύτερος και καθημερινά οι μονάδες του στρατού και της συνοριοφυλακής που περιπολούν στη μεθόριο αντιμετωπίζουν περιστατικά παράνομης εισόδου στη χώρα. ¶λλη μία παράμετρος που χρειάζεται να εξετάζεται κατά τη φάση του σχεδιασμού, είναι η πυκνότητα του πληθυσμού που κατοικεί στις συγκεκριμένες περιοχές. Σε σημεία αραιοκατοικημένα είναι σημαντικό να υπάρχει παρακολούθηση του συστήματος επιτήρησης σε πραγματικό χρόνο και γρήγορη ανταπόκριση σε περίπτωση καταστροφής κάποιου τμήματός του. Και τούτο διότι σε περιοχές που δεν κατοικούνται ή που δεν προσεγγίζονται εύκολα και συχνά από ανθρώπους, είναι πιθανότερο να προξενηθεί κάποια δολιοφθορά, αλλά δυσκολότερο να εντοπισθεί – και φυσικά, το κόστος και η δυσκολία επισκευής είναι μεγαλύτερα. Αντιθέτως, σε πυκνοκατοικημένες περιοχές δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στην ύπαρξη φυσικών εμποδίων, όπως μπαριέρες και συρμάτινες περιφράξεις, τα οποία είναι σε θέση να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν τους εισβολείς, πριν προλάβουν να χαθούν μέσα στο μεγάλο αριθμό ανθρώπων που ζουν και κινούνται νόμιμα σε αυτές τις περιοχές. Στις αγροτικές διασυνοριακές περιοχές, όπως άλλωστε είναι κατεξοχήν οι ελληνικές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από αραιότητα πληθυσμών αλλά έντονες γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες, δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη φυσικών εμποδίων σε τόσο μεγάλο βαθμό, αλλά απαιτείται η χρήση εκλεπτυσμένων ηλεκτρονικών συστημάτων, που να είναι σε θέση να διακρίνουν – στο μέγιστο δυνατό βαθμό – τις ενέργειες παράνομης διείσδυσης. Για το λόγο αυτό θα χρειαστεί να αναπτυχθεί ένα εκτεταμένο δίκτυο αισθητήρων και ανιχνευτών υψηλής τεχνολογίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και το Ισραήλ, στο οποίο υπάρχουν διασυνοριακές περιοχές, στις οποίες, σε έκταση πολλών χιλιομέτρων είναι πολύ σπάνιο να συναντήσουμε ανθρώπινη ύπαρξη.
Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις όπου το ενδεχόμενο παράνομων διεισδύσεων είναι μεγάλο. Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί η συνοριακή γραμμή των ΗΠΑ με το Μεξικό, όπου το πρόβλημα τα τελευταία χρόνια έχει γιγαντωθεί, καθώς πολυάριθμοι λαθρομετανάστες περνούν συνεχώς, στην προσπάθειά τους για μια καλύτερη μοίρα.
Υβριδικές λύσεις
Η λύση που υιοθετείται σε εφαρμογές αυτής της κατηγορίας – και στις οποίες η απειλή διείσδυσης είναι μεγάλη – είναι η χρήση ειδικών ανιχνευτών και αισθητήρων, σε συνδυασμό με συρμάτινη περίφραξη ή άλλου είδους φυσικό εμπόδιο (όπως μπαριέρες) σε συγκεκριμένα σημεία. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο μέγιστος δυνατός βαθμός προστασίας, καθώς εμποδίζεται η παράνομη είσοδος προσώπων για κάποιο χρονικό διάστημα και συγχρόνως ειδοποιούνται μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων επιτήρησης οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, ώστε να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο συγκεκριμένο σημείο και να στείλουν τις ανάλογες δυνάμεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιούνται συνήθως αισθητήρες τοποθετημένοι σε προτεταμένα σύρματα, που αποτελούν την περίφραξη του χώρου. Σήμερα υπάρχει μια τεράστια γκάμα ανιχνευτών εξωτερικής χρήσης, που μπορούν να προσαρμοστούν σε οποιοδήποτε σύστημα εξωτερικής περίφραξης και βασίζονται σε διαφορετικές τεχνολογίες ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν σε κάθε εφαρμογή ανεξαρτήτως συνθηκών και προδιαγραφών. ( Σ.Σ. Αναλυτικό άρθρο για τους ανιχνευτές εξωτερικού χώρου και τις διάφορες τεχνολογίες, υπάρχει στο 3ο τεύχος του SecurityManager).
Πλέον όμως, οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση μιας νέας γενιάς συστημάτων επιτήρησης εξωτερικών συνόρων. Για απομακρυσμένες μεθοριακές περιοχές αλλά και για σημεία στα οποία δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος παράνομης εισόδου, προτείνεται όλο και συχνότερα από ειδικούς αναλυτές συστημάτων ασφαλείας, η χρήση νέων καινοτόμων μεθόδων. Μερικές από αυτές είναι η χρήση θερμικών διόπτρων, καμερών με χρήση έξυπνης ανάλυσης βίντεο (Intelligent Video Analytics- IVA) καθώς και ειδικών ραντάρ εδάφους. Όμως, με γνώμονα τις υπάρχουσες εμπειρίες έχει διαπιστωθεί ότι τα συστήματα που χρησιμοποιούν προηγμένες τεχνολογίες έχουν ορισμένα σαφή μειονεκτήματα, ειδικότερα όταν εγκαθίστανται σε δύσβατες, δασικές περιοχές. Το μεγαλύτερο εξ αυτών είναι ότι απαιτούν συνεχή και αδιάλειπτη παροχή ρεύματος για την αποτελεσματική λειτουργία τους. Επιπρόσθετα, τα ηλεκτρικά φορτία που απαιτούνται σε αυτήν την περίπτωση είναι ιδιαίτερα αυξημένα σε σχέση με τους συμβατικούς ανιχνευτές που τοποθετούνται στα προτεταμένα σύρματα, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας πηγής ρευματοδοσίας που μπορεί να είναι είτε μία γεννήτρια είτε το συμβατικό σύστημα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, με ότι εργασίες και πρόσθετες εγκαταστάσεις συνεπάγεται αυτό.
Είναι πολλοί όμως εκείνοι που ασχολούνται επαγγελματικά με το αντικείμενο της διασφάλισης των συνόρων – και ως εκ τούτου διαθέτουν την ανάλογη εμπειρία – και οι οποίοι προτείνουν ότι θα πρέπει να χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός των ανωτέρω μεθόδων. Δηλαδή τα συστήματα αισθητήρων και ανιχνευτών να τοποθετούνται σε μια εξωτερική περίμετρο, ενώ τα συστήματα προηγμένης τεχνολογίας να αναπτύσσονται ως δεύτερη γραμμή άμυνας σε μια εσωτερική ζώνη. Αυτός ο συνδυασμός είναι εκείνος που παρέχει σύμφωνα με εκείνους, το μέγιστο βαθμό προστασίας και δυνατότητα ελέγχου σε βάθος.
Τεχνολογικές εξελίξεις
Δύο νέες τεχνολογίες συστημάτων ανίχνευσης, που θεωρείται από τους ειδικούς ότι θα συμβάλλουν αποτελεσματικά στη βελτίωση της επιτήρησης των εξωτερικών συνόρων, έχουν κάνει σχετικά πρόσφατα την εμφάνισή τους. Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία ραντάρ, καθώς και για συστήματα σεισμικής ανίχνευσης με αισθητήρες οπτικών ινών, τα οποία θάβονται μέσα στο έδαφος και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να γίνουν αντικείμενο δολιοφθοράς. Το χαρακτηριστικό τους αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε περιοχές απομακρυσμένες, όπου οι πιθανότητες καταστροφής είναι μεγαλύτερες και στις οποίες εκείνοι που εισέρχονται παράνομα έχουν άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους να προκαλέσουν βλάβες σε εμφανή συστήματα ανίχνευσης. Και οι δύο αυτές τεχνολογίες διατίθενται σήμερα στην αγορά από περισσότερους από έναν προμηθευτές και με την περαιτέρω μεγέθυνση του συγκεκριμένου αντικειμένου είναι αναμενόμενο ότι θα εισέλθουν και άλλες εταιρείες.
Τα συστήματα σεισμικής ανίχνευσης που είναι εφοδιασμένα με τους ενταφιασμένους αισθητήρες οπτικών ινών, βασίζουν τη λειτουργία τους στη μέτρηση των κυμάτων πίεσης στο έδαφος, που προκαλούνται από τους εισερχόμενους ανθρώπους εντός της ελεγχόμενης περιοχής. Ίσως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά αυτά τα συστήματα ήταν από τα πρώτα που χρησιμοποιήθηκαν στην ασφάλεια εξωτερικών χώρων και μάλιστα έχουν εμφανιστεί περισσότερο από 40 χρόνια πριν. Εντούτοις, η μη εγγυημένη απόδοσή τους, οδήγησε τις εταιρείες του χώρου στην εμφάνιση και ανάπτυξη ενός μεγάλου αριθμού διαφορετικών τεχνολογιών για αισθητήρες εξωτερικής περιμέτρου. Το κυριότερο πρόβλημα για τα συστήματα σεισμικής ανίχνευσης είναι ότι η ταχύτητα και ο τρόπος διάδοσης των κυμάτων πίεσης στο έδαφος, ποικίλει ανάλογα με την πυκνότητα του εδάφους μέσα στο οποίο είναι ενταφιασμένοι οι αισθητήρες. Διαφορετική απόκριση έχουμε σε βραχώδη εδάφη, από ότι σε εδάφη που αποτελούνται κυρίως από χώμα ή άμμο. Επίσης, διαφορές έχουμε με την πάροδο του χρόνου και τις καιρικές μεταβολές, καθώς ανάλογα με την εποχή μεταβάλλεται και η θερμοκρασία του εδάφους αλλά και η κατάστασή του (είναι πιθανό να εμφανίζονται φαινόμενα πάγου και υγρασίας, τα οποία είναι εύλογο να επηρεάζουν την κατάσταση λειτουργίας των αισθητήρων). Το ζητούμενο είναι λοιπόν πώς θα επιτευχθεί ο στόχος της ανίχνευσης των πραγματικά επικίνδυνων περιστατικών, φιλτράροντας παράλληλα όλα εκείνα τα σήματα που προκαλούνται από φυσικά γεγονότα ή νόμιμες ανθρώπινες δραστηριότητες και χωρίς να επηρεάζεται η απόδοση των ανιχνευτών από τις περιβαντολογικές αλλαγές που εξελίσσονται.
Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει αναμφισβήτητα μια τεράστια πρόοδος στον τομέα της κβαντικής φυσικής, που επηρέασε θετικά και την τεχνολογία των σεισμικών αισθητήρων. Δεν ήταν όμως οι τεχνολογικές εξελίξεις που οδήγησαν στην αύξηση του μεριδίου της συγκεκριμένης κατηγορίας, αλλά κυρίως η προτίμηση που δείχνουν πλέον οι σχεδιαστές προς τα ενταφιασμένα συστήματα, στα οποία οι σεισμικοί ανιχνευτές αποτελούν μία από τις πιο διαδεδομένες προτάσεις. Ακόμα όμως, οι περισσότεροι που ασχολούνται επαγγελματικά με παρόμοιες εφαρμογές τρέφουν μια έντονη δυσπιστία προς τους ενταφιασμένους σεισμικούς αισθητήρες και ειδικότερα προς τη δυνατότητά τους για αξιόπιστη ανίχνευση ανθρώπινων βημάτων.
Οι προοπτικές
Όμως, οι σεισμικοί ανιχνευτές διαθέτουν ένα αξιοσημείωτο συγκριτικό αποτέλεσμα. Αποτελούν μια λύση για επιτήρηση εξωτερικών συνόρων που εκτείνονται σε δεκάδες χιλιομέτρων, χωρίς να απαιτούν μεγάλες υποδομές για παροχή ενέργειας. Παρόλα αυτά, για να αυξηθεί η πρακτικότητα των συγκεκριμένων συστημάτων είναι απαραίτητο να εξελιχθεί ακόμα περισσότερο η τεχνολογία τους. Μόνο έτσι θα είναι σε θέση να διακρίνουν αξιόπιστα τα ανθρώπινα βήματα σε πληθώρα διαφορετικών εδαφικών συνθηκών και να διαχωρίζουν ταυτόχρονα πολλαπλούς κινούμενους στόχους. Επίσης, σε παρόμοιες εφαρμογές όπου εκτείνονται σε πολλά χιλιόμετρα, είναι σημαντικό να εξετασθεί ο τρόπος σχεδιασμού του συστήματος, καθώς είναι πιθανό η ύπαρξη ενός προβληματικού σημείου να οδηγήσει σε κατάρρευση πολύ μεγάλα τμήματά του. Καταλήγοντας για τους ενταφιασμένους αισθητήρες δονήσεων, είναι πιθανό να αποτελέσουν στο απώτερο μέλλον τη βέλτιστη λύση για τα συστήματα περιμετρικής ασφάλειας, όμως ακόμα έχουν δρόμο να διανύσουν μέχρι να εξαλειφθούν ορισμένες σημαντικές αδυναμίες τους.
Ραντάρ ανίχνευσης
Μια άλλη κατηγορία συσκευών ανίχνευσης εξωτερικής περιμέτρου όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι τα ενταφιασμένα ραντάρ που είναι αρκετά διαδεδομένα για παραπάνω από τριάντα χρόνια. Πρόκειται για συσκευές που ανιχνεύουν πιθανές κινήσεις σε ένα καθορισμένο όγκο, ο οποίος περικλείεται από το καλώδιο του αισθητήρα και γι΄ αυτό από πολλούς ειδικούς αποκαλούνται και ογκομετρικοί ανιχνευτές. Αρχικά, τα πρώτα ενταφιασμένα ραντάρ βασίζονταν στην τεχνολογία εκπομπής ακτινών, αλλά το κόστος για την παραγωγή αυτής της τεχνολογίας στα μέσα της δεκαετίας του 70 ήταν απαγορευτικό. Φυσικό επακόλουθο ήταν λοιπόν να χρησιμοποιηθούν άλλες εναλλακτικές μέθοδοι χαμηλότερου κόστους. Σήμερα πλέον, οι ψηφιακές μέθοδοι επεξεργασίας σήματος και οι τεχνικές ραντάρ, έχουν συμβάλλει στη μείωση του κόστους για την ανάπτυξη συστημάτων κατευθυνόμενης ακτίνας. Η ενσωμάτωση της συγκεκριμένης τεχνολογίας στα νέα συστήματα, οδήγησε στη μείωση του κόστους ανάπτυξης ανά χιλιόμετρο και παράλληλα βοήθησε στην αντιμετώπιση διαφορετικών εδαφικών συνθηκών.
Οι ενταφιασμένοι κατευθυνόμενοι αισθητήρες τύπου ραντάρ, είναι καλυμμένοι και ακολουθούν τη μορφολογία του εδάφους. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι ότι έχουν χαμηλό ποσοστό εμφάνισης λανθασμένων συναγερμών που προκαλούνται από μικρά ζώα ή και την περιβάλλουσα βλάστηση. Τα πιο σύγχρονα μοντέλα αυτής της κατηγορίας ανιχνευτών έχουν τη δυνατότητα του ακριβούς εντοπισμού εκείνων που διεισδύουν παράνομα στο επιτηρούμενο έδαφος, με περιθώριο λίγων μέτρων. Ακριβώς αυτή η δυνατότητά τους είναι που καθιστά τις συγκεκριμένες συσκευές ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στη διάθεση των σωμάτων ασφαλείας που επιτηρούν τα σύνορα. Έχοντας αυτήν την πληροφορία, μπορούν μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα να στείλουν δυνάμεις στο κρίσιμο σημείο και να εντοπίσουν ευκολότερα την ομάδα των ανθρώπων που προσπαθεί να εισέλθει σε αυτήν την περιοχή. Ειδικότερα, όταν τα συστήματα ανίχνευσης συμπληρώνονται και από συστήματα GPS, τότε αυξάνεται η δυνατότητα άμεσου εντοπισμού των πιθανών στόχων και του ακριβούς προσδιορισμού του γεωγραφικού στίγματός τους. Η ανάγκη διασφάλισης των εξωτερικών συνόρων είναι εύλογο να στρέφει την προσοχή προς τα συστήματα ασφαλείας εξωτερικών χώρων. Ήδη, πολλές από τις υφιστάμενες τεχνολογίες προσαρμόζονται στις νέες απαιτήσεις. Ένα παράδειγμα αξιόπιστης λύσης είναι ο συνδυασμός μιας περιμετρικής ενσύρματης γραμμής ασφάλειας με αισθητήρες, με ενταφιασμένους ογκομετρικούς αισθητήρες και ένα σύστημα CCTV, ανάλογα βέβαια με το εάν υπάρχει η απαραίτητη υποδομή.
Πλέον και οι δύο βασικές κατηγορίες αισθητήρων παρέχουν, συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν, μεγάλες δυνατότητες ανίχνευσης και χαμηλά ποσοστά λανθασμένων συναγερμών. Επομένως, η σημερινή εξέλιξή τους αποτελεί το εφαλτήριο για την περαιτέρω ανάπτυξη και διάδοση των περιμετρικών συστημάτων ασφαλείας για εκτενείς εξωτερικούς χώρους. Πιθανώς, στο μέλλον πολλές από τις σημερινές τεχνολογίες θα αντικατασταθούν από νέες ανακαλύψεις, που είναι εύλογο ότι θα προκύψουν, καθώς όλο και μεγαλύτερα ποσά επενδύονται στο συγκεκριμένο χώρο. Αυτό το θέμα είναι τόσο πολυδιάστατο και η επιτυχία αυτών των συστημάτων εξαρτάται από ένα μεγάλο αριθμό εξωγενών παραγόντων, που είναι δύσκολο να βρεθεί μια μόνο λύση που να καλύπτει όλες τις εφαρμογές. Στην πορεία για την εξέλιξη και ανάπτυξη αυτών των συστημάτων μπορεί να γίνουν λάθη και να υπάρξουν αστοχίες, αλλά αυτό αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προόδου. Στο τέλος όμως, τα βέλτιστα συστήματα θα προκύψουν από την επέκταση των σημερινών μεθόδων, σε συνδυασμό με την εμφάνιση νέων τεχνολογιών που θα προκύψουν από τα εργαστήρια, αλλά θα δοκιμαστούν στην πράξη.