O κρίσιμος ρόλος των ομάδων DVI
Ρεπορτάζ
Γιώργος Καραϊβάζ
Πριν από λίγες ημέρες, πραγματοποιήθηκε Ημερίδα από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας πάνω σε θέματα Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών. Τί είναι όμως αυτές οι ειδικές ομάδες που μπορούν μέσα σε θεομηνίες και μέσα σε κοσμοχαλασιές να κάνουν ταυτοποίηση ακόμη και πολυδιαμελισμένων σορών;
"Η σύσταση Εθνικών Ομάδων Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών ή DVI όπως είναι γνωστές στη διεθνή ορολογία από το αγγλικό αρκτικόλεξο Disaster Victim Identification, ήταν μία από τις βασικές, στη δεύτερη όμως απαιτητή γραμμή των προϋποθέσεων, για την ανάληψη και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Τότε, καταφέραμε να ξεγελάσουμε τους "κουτόφραγκους" λέγοντας τους ότι οι συγκεκριμένες ομάδες διαχείρισης των μαζικών απωλειών έχουν συγκροτηθεί. Ακριβώς ένα χρόνο μετά τη φαντασμαγορική τελετή έναρξης των Αγώνων που προκάλεσε συγκίνηση και θαυμασμό για την Ελλάδα στην παγκόσμια κοινή γνώμη, φάνηκε ότι ο βασιλιάς για ακόμη μια φορά ήταν .. θεόγυμνος!!!
Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου του 2005 το αεροσκάφος της κυπριακής εταιρείας χαμηλού κόστους "Ήλιος", συνετρίβη στην κορυφογραμμή του Γραμματικού οδηγώντας στο θάνατο 121 ψυχές. Τότε φάνηκε ότι η "condition sine qua non" (απαραίτητη προϋπόθεση) της διεθνούς κοινότητας στην Ελλάδα, δεν εξυπηρετούσε τις ψυχώσεις κάποιων διαστροφικά ιταμών διαταραγμένων ατόμων, αλλά μια ικανή και αναγκαία συνθήκη στη διαχείριση εξαιρετικά κρίσιμων περιστατικών.
Ακριβώς 8 μήνες μετά τη δραματική "κατάδυση" του .. "Ήλιου" στο Γραμματικό και την ανατριχιαστική τύχη των θυμάτων της τραγωδίας, καθώς πρώτα σκοτώθηκαν και στη συνέχεια αφέθηκαν από τραγικά λάθη και παραλείψεις της τότε ηγεσίας της Πυροσβεστικής να καούν, υπήρξε νομοθετική πράξη και συγκεκριμένα το άρθρο 23 στο νόμο 3448/2006 (ΦΕΚ Α57/15-3-2006) με την οποία θεσμοθετήθηκαν επιτέλους οι εθνικές ομάδες DVI.
Φευ, όμως, το νομοθέτημα αποδείχθηκε κενό περιεχομένου, καθώς ουδέποτε μέχρι σήμερα υπήρξε συγκρότηση τους. Μόνο το τελευταίο διάστημα, αναλήφθηκαν οι απαραίτητες πρωτοβουλίες από πλευράς αστυνομίας και γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας – που είναι ο επισπεύδων στην περίπτωση κρατικός μηχανισμός – για να υπάρξουν και να στελεχωθούν οι συγκεκριμένες ομάδες, με βάση τα πρότυπα της διεθνούς εμπειρίας.
Τι είναι οι DVI;
Οι πρώτες ομάδες DVI συγκροτήθηκαν και ξεκίνησαν να λειτουργούν το . οργουελικό 1984, προκειμένου να υπάρχει συγκροτημένη και οργανωμένη διαχείριση μαζικών απωλειών από φυσικές καταστροφές, από εγκληματικές και τρομοκρατικές ενέργειες, προκειμένου ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό να μπαίνει στη σκηνή της φρίκης και να ταυτοποιεί μέσα στο συντομότερο δυνατό χρόνο, τα μη αναγνωρισμένα από την εκτεταμένη αλλοίωση των μορφολογικών χαρακτηριστικών και στοιχείων τους θυμάτων.
Λίγο μετά την αρχική καινοτομία εισαγωγής τους στη διεθνή σκηνή, ως μηχανισμοί διαχείρισης μαζικών ανθρώπινων απωλειών, τα γκρουπ DVI αποτέλεσαν δομικό συστατικό διάρθρωσης του ερευνητικού σύμπλοκου ομάδων και υπηρεσιών σε Βρετανία, Γερμανία, Ολλανδία, Βόρειες Χώρες, Αυστραλία κ.ά.
Η στρουκτούρα τους συμπτύχτηκε στη βάση της συνεργασίας και το συντονισμό κατάλληλα εκπαιδευμένων στελεχών της αστυνομίας, των εγκληματολογικών εργαστηρίων, της πυροσβεστικής, της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, γιατρών και νοσοκομειακού προσωπικού, όπως και από εκπροσώπους και άλλων φορέων και υπηρεσίας Υγείας.
Στόχος στο πρακτικό πια πεδίο της εφαρμογής υπήρξε η αναγνώριση και η ταυτοποίηση της ταυτότητας κάθε θύματος από τη σύγκριση και εξέταση έγκυρων και ελεγμένων προθανάτιων και μεταθανάτιων δεδομένων. Χαρακτηριστικό είναι ότι μεταξύ των ειδικοτήτων που πλαισιώνουν την κάθε ομάδα συγκαταλέγονται εγκληματολογικοί παθολόγοι και οδοντολόγοι, όπως επίσης εκπρόσωποι του Τμήματος Ανθρωπιστικών Θεμάτων του ΟΗΕ, αναλυτές DNA κ.ά.
Τόσο "πλουραλιστικής" έκτασης διάρθρωση ομάδας DVI συγκροτήθηκε και λειτουργεί για λογαριασμό της γενικής γραμματείας της Interpol υπό το τίτλο Διαρκής Επιτροπή Αναγνώριση Θυμάτων Καταστροφών, που εκτός της παροχής άμεσης βοήθειας και εξειδικευμένης γνώσης στα κράτη μέλη, τα στελέχη της παρίστανται στη συγκρότηση των εθνικών ομάδων, ενώ συνεδριάζει κάθε χρόνο για την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών.
Ποιος ο ρόλος τους;
Στην ολέθρια τραγωδία του "Ήλιος", ολόκληρη η χώρα έβλεπε με σπαραγμό, αλλά πρωτίστως οι συγγενείς των αδικοχαμένων θυμάτων, την αδυναμία του ελληνικού κράτους να συλλέξει και να ταυτοποιήσει τις σορούς μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Η μακάβρια και ταυτόχρονα δραματική διαδικασία, παρότι καταβλήθηκαν φιλότιμες προσπάθειες από αστυνομικούς της Ασφάλειας και από πυροσβέστες, διατηρήθηκε με αμείωτη φρίκη για περίπου 20 ημέρες και ακόμη και σήμερα, σχεδόν 4 ολόκληρα χρόνια μετά, εξακολουθούν να υπάρχουν 3 αγνοούμενοι.
Εάν όμως, όπως έλεγαν από τότε ακόμη, τις ημέρες δηλαδή της αεροπορικής τραγωδίας, αστυνομικοί και πυροσβέστες με βαθιές γνώσεις και εμπειρίες των σύγχρονων εφαρμογών στην έρευνα και στη διάσωση, υπήρχαν στην Ελλάδα εθνικές ομάδες DVI, τότε το αργότερο μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα θα είχαν ταυτοποιήσει και αποδώσει στους συγγενείς τους οικείους τους, ενώ ενδεχομένως δεν θα υπήρχε σήμερα η εκκρεμότητα των αγνοούμενων.
Και θ’ αναρωτηθεί κανείς τώρα, ποια μπορεί να είναι η αντικειμενικά ουσιαστική διαφορά. Κατά πρώτο λόγο, είναι η απάντηση, δεν θα υποβάλλονταν οι συγγενείς σε πολυήμερη βάσανο και στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν θα χρειάζονταν συγκριτικά τεστ DNA με δείγματα που πάρθηκαν είτε από συγγενείς πρώτου βαθμού, είτε από προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων.
Δεύτερον, θα περιορίζονταν ο χρόνος διατήρησης της τραγωδίας στα πρωτοσέλιδα των εγχώριου και του διεθνούς Τύπου, όπως και στα κεντρικά δελτία ειδήσεων των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, κάτι που επίσης θα επιδρούσε κατευναστικά στην οδύνη των οικείων, αλλά και δεν θα επέτρεπε στους ξένους κήνσορες, να βάλουν στο στόχαστρο της δριμείας επίκρισης για ακόμα μια φορά την Ελλάδα στη μεταολυμπιακή εποχή.
Εξοπλισμός και μέσα
Οι "εξοπλιστικές" ανάγκες των ομάδων DVI, προκαλούν από την παράθεση τους και μόνο ισχυρό σοκ, δεδομένου ότι αποτελούν αντικείμενα που συχνά απαντώνται σε κινηματογραφικά θρίλερ με άγριες σκηνές ανείπωτης βίας.
Ο εξοπλισμός ποικίλει συνήθως ανάλογα με το τύπο της υπό διαχείριση κρίσης, καθώς άλλα μέσα απαιτούνται σε μια συντριβή αεροσκάφους, διαφορετικά σε ένα σεισμό και άλλα εάν πρόκειται για άλλου τύπου φυσικές ή τεχνητές καταστροφές. Επίσης, τα χρησιμοποιούμενα μέσα διαφέρουν ανάλογα με τη θέση του συμβάντος καθώς εξαρτώνται από το αν είναι μέσα σε πόλη, σε θάλασσα ή σε βουνό, ενώ τα "επηρεάζει" ακόμη και ο καιρός.
Ο συνήθης εξοπλισμός ωστόσο για μια περιοχή στην οποία προκλήθηκαν οι μαζικές απώλειες ανθρώπινων ζωών είναι οι σάκοι για τις σορούς, ετικέτες αναγραφής των στοιχείων κάθε αναγνωρισμένου θύματος, άλλοι σάκοι για τα προσωπικά αντικείμενα ενός εκάστου ώστε να αποδοθούν στους συγγενείς, φορεία, υλικά και χημικές ουσίες για τον καθαρισμό και απολύμανση του χώρου, ειδικά μηχανήματα ανίχνευσης, αεροφωτογραφίες κ.ά.
Από τη στιγμή που ξεκινούν το έργο τους οι ομάδες, προχωρούν αρχικά στην οπτική αναγνώριση σε όσους από τους σορούς είναι εφικτό να γίνει κάτι σχετικό, παρότι πολλές φορές τα πρώτα αποτελέσματα της μη επιστημονικής ταυτοποίησης έχουν αποδειχτεί στη συνέχεια ανακριβή. Αμέσως μετά λαμβάνονται από τους συγγενείς καταθέσεις με περιγραφές του ρουχισμού, των κοσμημάτων, ακόμη και του περιεχομένου των τσεπών ώστε να ταξινομηθεί με πιθανά στοιχεία ταυτότητας η δεύτερη παρτίδα των θυμάτων μιας τραγωδίας. Ακολουθεί η σωματομετρική καταγραφή και η περιγραφή όσων από τα φυσιογνωμικά στοιχεία προσώπου είναι δυνατό να διακρίνονται σε συνεργασία με ιατρικό εμπειρογνώμονα.
Επόμενο στάδιο αποτελεί η λεγόμενη "εσωτερική" εξέταση, με προτεραιότητα τον καθορισμό ομάδων αίματος ή την εξέταση σωματικών υγρών για ίχνη φαρμάκων που έπαιρνε εν ζωή το θύμα, ενώ λαμβάνονται επιτόπου δείγματα ιστού για μικροβιολογική και τοξικολογική ανάλυση. Ταυτόχρονα γίνεται από ειδικούς οδοντική εξέταση η οποία συχνά αποδεικνύεται ακριβής και επαρκής από μόνη για τον καθορισμό με απόλυτη βεβαιότητα της ταυτότητας ενός νεκρού. Προϋπόθεση είναι να γίνει η εξέταση από εγκληματολόγο οδοντίατρο.
Στο τελικό στάδιο της εξερεύνησης τοποθετείται η γενετική ταυτοποίηση μέσω συγκριτικού ελέγχου DNA. Η ανάλυση βιολογικού δείγματος μπορεί να καταλήξει στη γενετική διασύνδεση ενός θύματος με μέλη της φυσικής οικογένειας του, στην απόρριψη μιας διαφαινόμενης αναγνώρισης καθώς όμως και στο ταίριασμα διαμελισμένων μελών του ίδιου πτώματος.