Mια συνηθισμένη ημέρα
Μέσα από μια μικρή ιστορία με πρωταγωνιστή έναν τυπικό φρουρό ασφάλειας, κατανοούμε τη σημασία της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής νοοτροπίας σε ένα χώρο όπου τα λάθη και η αντίληψη του δεδομένου, κάποιες φορές αποδεικνύονται καταστροφικά.
Το ρολόι δεν ξεχνούσε και χτυπούσε στην ώρα του, καλώντας τον Κώστα για άλλη μια μέρα να αφήσει το ζεστό του κρεβάτι και να ξεκινήσει αυτό που εδώ και τρία χρόνια έκανε στις 6 κάθε πρωί.
Ένα φλιτζάνι ζεστός καφές και άλλα δύο στο θερμός, θα βοηθούσαν να αντιμετωπίσει τη βαρβαρότητα του κρύου πρωινού και στη συνέχεια την ανία της εργασιακής του ρουτίνας, που ήταν πανομοιότυπη όλον αυτόν τον καιρό. Χωρίς την ιδιαίτερη διαφοροποίηση, τα χρόνια που εργαζόταν ως φρουρός ασφάλειας είχε ως χειρότερη περίπτωση να αντιμετωπίσει τη δυστροπία κάποιου πελάτη της τράπεζας που θα καθυστερούσε να εξυπηρετηθεί ή την ηλικιωμένη κυρία η οποία θεωρούσε ότι έχει γίνει λάθος από τα μηχανήματα που δεν μπορούσε να κατανοήσει και της έγραφαν λιγότερα χρήματα στο βιβλιάριο από όσα πίστευε εκείνη ότι είχε.
Ο Κώστας ξεκίνησε με τη μηχανή του τη διαδρομή, ακολουθώντας με μηχανικές κάποιες φορές κινήσεις, τη ροή του δρόμου. ¶λλωστε, γνώριζε εδώ και χρόνια και την παραμικρή παραμόρφωση του οδοστρώματος, περνώντας από αυτό δύο φορές κάθε μέρα.
Η κίνηση είχε γίνει έντονη πλέον, με το εργατικό δυναμικό να βρίσκεται σε οργασμό μετακίνησης και ο καθένας να προσπαθεί να φτάσει έγκαιρα στην εργασία του.
Έφτασε – και κούνησε χαμογελώντας το κεφάλι του, με την ουρά που είχε σχηματιστεί από ηλικιωμένους, οι οποίοι περίμεναν καρτερικά να πάρουν τα χρήματα της σύνταξής τους, γνωρίζοντας πως κάποιες φορές ήταν από τους πλέον δύστροπους πελάτες, αλλά είχε μάθει να τους αντιμετωπίζει σαν τον παππού και τη γιαγιά του, με αγάπη, κατανόηση και σεβασμό, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι που αποζητούν οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας.
Όση ώρα τακτοποιούσε τη μηχανή του, παρατηρούσε στην εξωτερική περίμετρο
οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι ύποπτο – άλλωστε του είχαν διδάξει ότι η λεπτομέρεια στην παρατήρηση είναι εκείνη που θα εντοπίσει το πρόβλημα και θα προλάβει να ενεργήσει, ενεργοποιώντας είτε το σιωπηλό συναγερμό που ενημέρωνε το αστυνομικό τμήμα της περιοχής είτε τηλεφωνικά την άμεση δράση.
Η είσοδός του στο υποκατάστημα της τράπεζας ήταν πάντα αυτή που προβλεπόταν από τους κανόνες, αργή και προσεκτική, δίχως να γίνεται αντιληπτή η ιδιότητά του. Ήξερε ότι το πρόβλημα ενδεχομένως να ήταν ήδη μέσα και γι’ αυτό έπρεπε να έχει το χρόνο να αντιδράσει, χωρίς φυσικά να θέσει σε κίνδυνο τις ζωές υπαλλήλων και πελατών.
Η θέση που συνήθιζε να παίρνει ήταν σε ένα ανενεργό γραφείο, έχοντας την όσο το δυνατόν καλύτερη οπτικά θέση, με την πλάτη του ασφαλισμένη στο χτισμένο τοίχο και μία κολόνα από μπετόν που θα του παρείχε σημείο κάλυψης αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε πάντα στο μυαλό του ότι οι τράπεζες αποτελούν τον υπ΄ αριθμόν ένα στόχο και γι’ αυτό στη σκέψη του έπαιζε πάντα το σενάριο του να εισβάλλουν στο υποκατάστημα οπλισμένοι άντρες και τις ενέργειες που θα έκανε εκείνος, ώστε να μην κινδυνεύσει κανείς από το προσωπικό και τους πελάτες.
Εκνευριζόταν όταν άκουγε αδαείς ως προς το επάγγελμά του, να λένε ότι ο άντρας ασφάλειας είναι υποχρεωμένος αν συμβεί ληστρική επιδρομή να αφοπλίσει τους ληστές με το βάζο του γραφείου, το τασάκι, μία καρέκλα ή τέλος πάντων με ό,τι θα έβρισκε μπροστά του, όπως επίσης ήταν υποχρέωσή του να προστατεύσει τα χρήματα της τράπεζας με οποιοδήποτε κόστος.
Θύμωνε με αυτά που άκουγε, διότι μόνο εκείνοι που έχουν εκπαιδευτεί να φρουρούν, γνωρίζουν ότι η ανθρώπινη ζωή είναι το ύψιστο αγαθό και πως ποτέ δεν ενεργείς όταν το πρόβλημα βρίσκεται στο ζωτικό σου χώρο, ιδιαίτερα όταν σε αυτόν υπάρχουν πολίτες.
Με την είσοδό του, καλημέρισε τους υπάλληλους ενώ έκανε μια γρήγορη αυτοψία του χώρου, παρατηρώντας διακριτικά έναν έναν τους πελάτες που είχαν σηκωθεί νωρίς το πρωί για να τελειώσουν τις δουλειές τους. Γνώριζε ότι το πρόβλημα δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο να εκδηλωθεί – και έτσι, από τη στιγμή που αναλάμβανε υπηρεσία έμπαινε σε πορτοκαλί κατάσταση ετοιμότητας.
Θυμόταν από την εκπαίδευση ότι υπάρχουν τέσσερις χρωματικές βαθμίδες ετοιμότητας: η πράσινη, στην οποία ο φρουρός βρίσκεται μόνον την ώρα που έχει σχολάσει και έχει απομακρυνθεί από την εργασία του, την πορτοκαλί όπου βρίσκεται σε κατάσταση σχετικής ετοιμότητας δίχως όμως να ενεργεί, ο κόκκινος όπου βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα και ο μαύρος όπου ο κίνδυνος είναι ορατός και μεγάλος.
Αφού περιεργάστηκε το χώρο και κοίταξε τις ταμίες, κατάλαβε ότι μπορούσε να καθίσει και να ξεκινήσει την ημέρα του, φυσιολογικά. Με τις ταμίες είχε προσυννενοηθεί από τότε που έπιασε δουλειά, πως εάν κάτι δεν πήγαινε καλά, θα του έκαναν ένα συγκεκριμένο νεύμα. Θυμόταν πριν από χρόνια το περιστατικό με το φρουρό της τράπεζας, όπου τη στιγμή που είχε πάει στην τουαλέτα, εκδηλώθηκε ληστρική επιδρομή και θα είχε προκαλέσει με την έξοδό του, ενδεχομένως απρόβλεπτες καταστάσεις, αν δεν συνήθιζε να ανοίγει πάντα προσεκτικά και να προσέχει το πρόσωπο του ταμία. Εκείνη την ημέρα ο ταμίας του έγνευσε και έτσι μπόρεσε να ενεργοποιήσει τον αθόρυβο συναγερμό.
Όλα λοιπόν πήγαιναν για άλλη μία μέρα καλά, ο λαχειοπώλης ήταν στην ώρα του με το χαρακτηριστικό του χιούμορ, καθώς και η γριούλα που πουλούσε χαρτομάντιλα – και από συμπόνια, αν και δεν έπαιρναν τα χαρτομάντιλά της, οι περισσότεροι υπάλληλοι της έδιναν καθημερινά τη δική τους βοήθεια.
Ο Κώστας, πρόσφατα χωρισμένος, έχοντας ένα παιδί και τη διατροφή να του στερεί ένα μέρος από το μισθό του, έκανε συνεχώς σκέψεις, πλην όμως προσπαθούσε να έχει καθαρό το μυαλό, γιατί στη δουλειά αυτή τα προβλήματα πρέπει να απασχολούν τον υπάλληλο μόνο όταν σχολάσει, διαφορετικά δεν μπορεί να έχει σωστή κρίση.
Αφού ήπιε ένα φλιτζάνι καφέ, σηκώθηκε για να κάνει τον έλεγχο στην περίμετρο του υποκαταστήματος, ενημερώνοντας πάντα τον υπεύθυνο για το πού επρόκειτο να κινηθεί.
Συνήθιζε να βγαίνει το ίδιο προσεκτικά, όπως ακριβώς έμπαινε κάθε πρωί, παρατηρώντας αριστερά και δεξιά από την είσοδο για περίεργες κινήσεις, για άτομα που δεν είχαν προφανή λόγο να βρίσκονται εκεί και για οτιδήποτε θα του κινούσε την περιέργεια και θα του δημιουργούσε την αίσθηση της ανησυχίας και του κίνδυνου.
Στη γωνία, μια μηχανή με δύο άτομα που φορούσαν κράνη περίμενε, κάνοντάς τον να την παρατηρεί – και από την άλλη να σφίγγει περισσότερο το κουμπί του συναγερμού, κάθε λεπτό, προσέχοντας όμως να μην κάνει καμία κίνηση που θα έθετε άδικα την αστυνομία σε κινητοποίηση. Αυτή άλλωστε είναι και μία διαφορά του επαγγελματία από τον ερασιτέχνη φύλακα.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά της ώρας και προς μεγάλη του ανακούφιση η μηχανή έφυγε, αφού πρώτα την πλησίασε άλλη μία επίσης με δύο άτομα επάνω.
Ο Κώστας γύρισε την πλάτη του και ξαναμπήκε στο χώρο, όπου συνέχισε να παρατηρεί διακριτικά τους πελάτες που έμπαιναν. Κοιτούσε κάθε τόσο το μεγάλο ρολόι του τοίχου και αισθανόταν όμορφα όταν διαπίστωνε ότι περνούσε η ώρα ήσυχα για άλλη μία μέρα.
Θα ήταν περίπου 1 η ώρα όταν σηκώθηκε για να ξεπιαστεί, βγαίνοντας στον ήλιο που αυτήν την ημέρα ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος με τους ανθρώπους, όταν ακούστηκε ένας κρότος τόσο δυνατός, που έμοιαζε σαν να έσκαγε μπουκάλα υγραερίου ή κάτι παρόμοιο.
Προς στιγμή σάστισε, όμως θυμήθηκε ότι αυτό που προείχε ήταν η ασφάλεια της τράπεζας. Έτσι λοιπόν, δεν κινήθηκε προς το μέρος του κρότου, αλλά παρέμεινε στη θέση που τόσα χρόνια τη γνώριζε και τον γνώριζε πολύ καλά.
Η ώρα ήταν περίπου 2 και όλα έμοιαζαν σαν να έφταναν στο τέλος τους για άλλη μια μέρα. Ο Κώστας έκανε μια τελευταία βόλτα στην περίμετρο της τράπεζας, δίχως να παρατηρήσει κάτι το αξιόλογο, ωστόσο εκείνη η μηχανή στη γωνία κάτι του θύμιζε.
Μα βέβαια, ήταν η ίδια που είχε δει και το πρωί, ο οδηγός ήταν στη θέση του, όμως το δεύτερο άτομο. πού ήταν το δεύτερο άτομο; Κάτι δεν πήγαινε καλά, το ένιωσε, έτρεξε προς το υποκατάστημα και με μιας μπήκε, όταν αντίκρισε ακίνητους πελάτες και την ταμία να τον κοιτά με βλέμμα, που παρόμοιο δεν είχε δει όσον καιρό εργαζόταν μαζί της.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει και ακούστηκε ο παγωμένος ήχος του όπλου που κρατούσε ο συνοδηγός της μηχανής – που είχε προλάβει να μπει στην τράπεζα την ώρα που εκείνος έλεγχε την περίμετρο – και είχε κρυφτεί στο σημείο όπου συνήθιζε να κάθεται εκείνος όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Κώστας ένιωσε έναν κρύο αέρα να διαπερνά το κορμί του και ταυτόχρονα να ζαλίζεται και να σωριάζεται στο πάτωμα.
Όλα του φαίνονταν τόσο αδιάφορα και μακρινά, οι κραυγές των γυναικών, η φωνή του ληστή και ο κρύος αέρας που τύλιγε όλο και περισσότερο το κορμί του.
Το τελευταίο που μπόρεσε να σκεφτεί πριν τα πάντα σκοτεινιάσουν, ήταν ότι τελικά δεν ήταν άλλη μία συνηθισμένη ημέρα.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΙΑΚΟΥ