Μετάβαση από αναλογικά σε δικτυακά συστήματα επιτήρησης: Τι πρέπει να προσέξουμε;
Πώς πρέπει να γίνει η μετάβαση από τα αναλογικά στα IP συστήματα επιτήρησης; Τι πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι υπεύθυνοι πριν το έργο αλλά και κατά τη διάρκεια αυτού; Το Security Manager επιχειρεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση σε ένα από τα θέματα που απασχολούν όλο και περισσότερους υπεύθυνους ασφαλείας.
Τον τελευταίο καιρό γίνονται συνεχώς συζητήσεις και δημοσιεύονται άρθρα σε τεχνικά περιοδικά και sites του χώρου, σχετικά με την έντονη παρουσία της δικτυακής τεχνολογίας στα συστήματα ασφαλείας. Είναι προφανές ότι αυτό το θέμα ενδιαφέρει πολύ τόσο τους ειδικούς του χώρου όσο και τους τελικούς χρήστες. ¶λλωστε αυτό είναι λογικό, καθώς μπαίνουμε σε μια νέα εποχή με καινούριες δυνατότητες, ενώ αλλάζει εντελώς και η προσέγγιση με την οποία αντιμετωπίζαμε μέχρι σήμερα τα συστήματα ασφαλείας.
Φυσικά από αυτή την τάση δεν θα μπορούσαν να παραλειφθούν τα συστήματα CCTV. Ιδιαίτερα όταν αυτά αποτελούν την αιχμή της συγκεκριμένης τάσης, καθώς λόγω του τρόπου λειτουργίας τους αλλά και της συσχέτισής τους με τις γενικότερες εφαρμογές του ψηφιακού βίντεο, αποτελούν μάλλον τα πρωτοπόρα στη χρήση της δικτυακής τεχνολογίας, όσον αφορά φυσικά στην ευρύτερη κατηγορία των συστημάτων ασφαλείας. Βέβαια για να είμαστε πιο ακριβείς, η συζήτηση πλέον έχει μετατοπισθεί και το ερώτημα δεν είναι αν αξίζει η μετάβαση στις δικτυακές μορφές διασύνδεσης ή αν τελικά θα υλοποιηθεί. Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έχουν δοθεί και είναι αναμφισβήτητα καταφατικές, καθώς προ πολλού όλοι έχουν αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα που θα επιφέρει αυτή η αλλαγή. Το μόνο θέμα που μένει να απαντηθεί είναι η χρονική στιγμή για την πλήρη επικράτηση των δικτυακών συστημάτων, τότε δηλαδή που τα αναλογικά συστήματα CCTV θα αποτελούν παρελθόν και θα βρίσκονται μόνο στις μνήμες των παλιότερων στελεχών του χώρου.
Όμως και αυτή η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι πλέον εύκολο να δοθεί. Όλες οι έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνουν ότι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ο τζίρος των δικτυακών συστημάτων CCTV θα υπερκεράσει εκείνον των αναλογικών. Από τη στιγμή αυτή όλα θα εξελιχθούν πολύ γρήγορα, καθώς η εμπορική επικράτηση των δικτυακών συστημάτων θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της τιμής τους και ταυτόχρονη συνεχή βελτίωση των δυνατοτήτων τους. Για το λόγο αυτό – και στο πλαίσιο της επερχόμενης επικράτησης των δικτυακών συστημάτων – πολλές εταιρείες και Οργανισμοί σκέφτονται ήδη σοβαρά τη μετάβασή τους σε λύσεις δικτυακές.
Αν και αυτό μπορεί να ακούγεται απλό, εντούτοις δεν είναι, καθώς υπάρχουν θέματα τεχνικά αλλά και στοιχεία οικονομικής υφής που πρέπει να προσεχθούν, ώστε η όποια κίνηση να γίνει με προσοχή και πάντα με γνώμονα το μακροχρόνιο συμφέρον της εταιρείας.
Προγραμματισμός
Ένα βασικό σημείο αποτελεί ο προγραμματισμός του όλου εγχειρήματος. Δηλαδή καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαριστεί η υφιστάμενη κατάσταση, ο τελικός στόχος και τα ενδιάμεσα βήματα. Είναι διαφορετική η προσέγγιση του εγχειρήματος αν υπάρχει εγκατεστημένο ένα αναλογικό σύστημα – και φυσικά διαφορετική αν δεν υπάρχει σύστημα CCTV. Επίσης θα πρέπει να προσδιοριστεί το ποσό που θα επενδυθεί στο έργο καθώς και το πώς θα εκταμιευτεί αυτό το ποσό. Αυτή η παράμετρος είναι σημαντική διότι καθορίζει τη χρονική διάρκεια του έργου. Τέλος, θα πρέπει να αξιολογηθεί η λειτουργικότητα του υφιστάμενου συστήματος και να συγκεκριμενοποιηθούν οι απαιτήσεις του χρήστη. Δηλαδή, πριν ξεκινήσουν το έργο οφείλουν να καθορίσουν τι επιδιώκουν από τη χρήση των δικτυακών συστημάτων CCTV.
Όπως διαπιστώνουμε υπάρχουν πολλά εναλλακτικά σενάρια, στα οποία όμως πρέπει να εργαστούν με προσοχή όλοι οι εμπλεκόμενοι ώστε να καταλήξουν στο καταλληλότερο.
Τα τεχνικά θέματα του έργου ξεκινούν φυσικά από τη στιγμή που τελικά ληφθεί η απόφαση υλοποίησής του.
Κάμερες
Στην περίπτωση όπου ήδη υπάρχουν εγκατεστημένα DVR οφείλουν οι εγκαταστάτες να διερευνήσουν αν αυτά είναι συμβατά με δικτυακές κάμερες. Πολλές εταιρείες κατασκευής DVR παρουσιάζουν μοντέλα τα οποία υποστηρίζουν μόνο ορισμένα από τα διαθέσιμα δικτυακά μοντέλα καμερών. Οπότε θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ποιες εταιρείες καμερών υποστηρίζουν τα DVR που είναι ήδη εγκατεστημένα και φυσικά η επιλογή να γίνει από τις εταιρείες αυτές.
Η υποστηριζόμενη ανάλυση αποτελεί άλλο ένα θέμα που έχει να κάνει με τις κάμερες. Είναι γνωστό και έχει αναφερθεί πολλές φορές και από τις σελίδες του Security Manager ότι ένα από τα πλεονεκτήματα των δικτυακών ψηφιακών καμερών είναι η πολύ υψηλή ανάλυση που προσφέρουν σε σχέση με τις αναλογικές. Αυτό ισχύει φυσικά για την κατηγορία megapixel, καθώς οι υπόλοιπες IP κάμερες προσφέρουν περίπου την ίδια ανάλυση με τις αναλογικές. Εδώ όμως πρέπει να γίνει και μία διερεύνηση σχετικά με το αν πραγματικά χρειάζεται αυτή η ανάλυση. Δύο βασικά στοιχεία που θα επηρεάσουν την τελική επιλογή είναι ο χώρος που θα καλύψουν οι κάμερες καθώς και το επίπεδο της λεπτομέρειας. Αν το δεύτερο στοιχείο – δηλαδή το επίπεδο της λεπτομέρειας – είναι προφανές και κατανοητό στους περισσότερους γιατί χρειάζεται μία κάμερα τύπου megapixel, δεν συμβαίνει το ίδιο και για το πρώτο. Όμως σύμφωνα με την ανάλυση που έχει προσφέρει το Security Manager σε προηγούμενο άρθρο του, ισχύει σε γενικές γραμμές ότι όσο μεγαλύτερη ανάλυση διαθέτει μία κάμερα τόσο περισσότερο χώρο μπορεί να καλύψει. Οπότε έτσι γίνεται σημαντική εξοικονόμηση, καθώς για ένα χώρο που σε διαφορετική περίπτωση θα χρειάζονταν δύο ή και περισσότερες κάμερες κανονικής ανάλυσης, μπορεί αυτές να αντικατασταθούν από μία κάμερα megapixel.
Εξοικονόμηση δεν γίνεται μόνο στο κόστος προμήθειας των συσκευών, αλλά και στο κόστος για την όδευση των καλωδιώσεων που θα απαιτούνταν για περισσότερες κάμερες (στο κόστος αυτό συμπεριλαμβάνεται εκτός των υλικών και η εργασία των εγκαταστατών).
Καλωδίωση
Λαμβάνοντας ως αφορμή την προηγούμενη νύξη περί εξοικονόμησης σε θέματα καλωδίωσης με την επιλογή καμερών υψηλής ανάλυσης, μπορούμε φυσικά να επεκτείνουμε το θέμα αναφέροντας ότι γενικότερα η επιλογή των δικτυακών καμερών προσφέρει πλεονεκτήματα σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τις αναλογικές. Όπως είναι γνωστό, όλες οι κάμερες (αναλογικές ή δικτυακές) συνδέονται σε κάποια κεντρικά σημεία. Αυτή η διασύνδεση μπορεί να γίνει με ποικίλους τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για τις αναλογικές κάμερες είναι η χρήση ενός αποκλειστικού για κάθε συσκευή ομοαξονικού καλωδίου, που συνδέει την κάμερα με το κέντρο. Σε περιπτώσεις εσωτερικών χώρων ή και μικρών αποστάσεων, αυτό είναι συνήθως απλούστατο και δεν προϋποθέτει μεγάλο κόστος.
Εντούτοις στην περίπτωση που θα χρειαστεί να διασυνδεθούν σημεία τα οποία απέχουν μεταξύ τους μεγάλες αποστάσεις ή ακόμα και χώροι στους οποίους είναι δύσκολο για κάποιους λόγους να τοποθετηθούν νέα αποκλειστικά καλώδια μόνο και μόνο για τη χρήση των καμερών, η όλη διαδικασία γίνεται λίγο προβληματική. Παράλληλα, αυτές οι δυσκολίες μπορεί να αποτρέψουν το συνολικό εγχείρημα της εγκατάστασης ενός συστήματος CCTV, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην ασφάλεια της εγκατάστασης.
Όταν λοιπόν μία επιχείρηση έχει πολλαπλά κτήρια ή μεγάλες επιφάνειες εξωτερικών χώρων, τότε η λύση των δικτυακών καμερών είναι οικονομικότερη. Ειδικά, αν λάβουμε υπόψη ότι επιλέγοντας δικτυακές κάμερες μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η υφιστάμενη δικτυακή υποδομή. Ενώ επίσης παρέχεται και η δυνατότητα σχετικά φθηνών ασύρματων IP λύσεων για την προσθήκη μεμονωμένων καμερών σε σχετικά απομακρυσμένα σημεία.
Χωρητικότητα δικτύου
Με τη μετάβαση από τις αναλογικές λύσεις σε συστήματα IP και στην περίπτωση όπου η ανάλυση των καμερών κρατηθεί στα ίδια επίπεδα, τότε η επίπτωση στις απαιτήσεις bandwidth θα είναι ελάχιστες. Παραδείγματος χάρη, μια εγγραφή σε ταχύτητα 5 frames ανά δευτερόλεπτο και σε ανάλυση CIF (320×240 pixels) συνεπάγεται κατανάλωση bandwidth κάτω από 0,5 Mb/ sec, που σε σχέση με τις δυνατότητες των σύγχρονων δικτύων (100 Μb/s+++) είναι πολύ χαμηλή. Όμως στην περίπτωση όπου οι χρήστες με τη μετάβαση στη δικτυακή τεχνολογία προσβλέπουν και σε μεγάλη αύξηση της ανάλυσης ή των frame rates, θα πρέπει να αξιολογηθεί η επίδραση στη δυναμικότητα του δικτύου. Τότε τα δεδομένα αλλάζουν και κάθε κάμερα μπορεί να καταναλώνει από 5 Mb/s μέχρι 45 Mb/s), οπότε και η επιβάρυνση του δικτύου είναι σημαντική. Μπορεί φυσικά κάποιος να ισχυριστεί ότι θα γίνει προμήθεια νέου δικτυακού εξοπλισμού, που θα επιτρέπει την απρόσκοπτη διαχείριση και αυτών των μεγεθών. Όμως αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να ληφθεί ως δεδομένο, οπότε θα πρέπει να γίνει και η ανάλογη επικοινωνία με το IT τμήμα της εταιρείας. Ουσιαστικά, στην περίπτωση που για συγκεκριμένους λόγους ασφαλείας απαιτηθεί η ύπαρξη δικτύου με αυξημένο bandwidth, δύο είναι οι λύσεις:
. Η μία είναι η χρήση ξεχωριστού IP δικτύου.
. Η δεύτερη λύση αφορά στην προμήθεια νέων δικτυακών συσκευών, ώστε να αναβαθμιστεί επαρκώς το υφιστάμενο δίκτυο.
Καμία από αυτές τις λύσεις δεν είναι αμελητέου κόστους και φυσικά και οι δύο λύσεις επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική IT της εταιρείας. Για αυτό το λόγο θα πρέπει καταρχήν να εξασφαλιστεί ότι η προσθήκη καμερών υψηλής ανάλυσης είναι επιβεβλημένη από τις συνθήκες και δεν γίνεται απλώς και μόνο γιατί η δικτυακή τεχνολογία δίνει αυτήν τη δυνατότητα. Στη συνέχεια, με την κατάλληλη διερεύνηση θα βρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση για τη διαθεσιμότητα του απαραίτητου bandwidth.
Αποθήκευση δεδομένων
Επιπρόσθετα, δημιουργούνται και μεγαλύτερες ανάγκες όσον αφορά στα συστήματα αποθήκευσης του δικτύου. Τα βίντεο που θα δημιουργούνται από τις δικτυακές κάμερες υψηλής ανάλυσης μπορούν εύκολα να φτάσουν το μέγεθος του 1 TB ανά κάμερα. Το μέγεθος αυτό είναι αξιοσημείωτο, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι στις συμβατικές κάμερες ένα DVR των 250 GB ή ακόμα και των 500 GB επαρκούσε για αποθήκευση βίντεο μέχρι και 16 καμερών. Αξίζει φυσικά να αναφερθεί ότι μεγαλύτερα συστήματα αποθήκευσης προκαλούν με τη σειρά τους και άλλες επιπτώσεις, όπως αυξημένες ενεργειακές καταναλώσεις, ισχυρότερο κλιματισμό, περισσότερα συστήματα αδιάλειπτης τροφοδοσίας (UPS)0 και εφεδρικής αποθήκευσης των δεδομένων. Οπότε και εδώ πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός στο τι θεωρείται κρίσιμο αρχείο και ποιο το μέγεθος στο οποίο πρέπει να αποθηκευτεί. Εδώ είναι καθαρά θέμα της κάθε εταιρείας και ανάλογα με την πολιτική ασφάλειάς της να αποφασίσει για ποια αρχεία θα αποθηκεύονται ώστε να είναι αξιοποιήσιμα και στο μέλλον.
Νέες ικανότητες και συνεργασίες
Όπως αντιλαμβανόμαστε από τα παραπάνω, η μετάβαση στη δικτυακή τεχνολογία δεν αποτελεί ένα απλό μονοσήμαντο εγχείρημα. Απαιτεί την απόκτηση νέων γνώσεων αλλά και τη στενή συνεργασία με το τμήμα πληροφορικής της επιχείρησης. Οι άνθρωποι της πληροφορικής άλλωστε οφείλουν να έχουν ενεργό ρόλο στην προσπάθεια, καθώς κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό θα βασιστεί πάνω τους η επιτυχής κατάληξη του έργου. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει και οι τεχνικοί των συστημάτων ασφαλείας να αναπτύξουν νέες δεξιότητες και να αποκτήσουν γνώσεις πάνω σε έναν τομέα που μέχρι σήμερα τους ήταν άγνωστος. Έννοιες όπως IP, routers, δρομολόγηση πακέτων, πρωτόκολλα επικοινωνίας, bandwidth. πρέπει να τους είναι πλήρως κατανοητές, καθώς μόνο έτσι θα είναι σε θέση να αναπτύξουν ολοκληρωμένα και αποτελεσματικά συστήματα δικτυακών CCTV.
Λαμβάνοντας την απόφαση
Όπως διαπιστώνουμε, η απόφαση μετάβασης από ένα αναλογικό σε ένα δικτυακό σύστημα CCTV δεν είναι απλή. Πριν ληφθεί η απόφαση θα πρέπει να εξεταστούν ορισμένοι βασικοί παράγοντες. Το κόστος, η μακροβιότητα της επένδυσης, η τεχνική αναγκαιότητα και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η μετάβαση. Εάν παραδείγματος χάρη μια επιχείρηση έχει ένα εκτεταμένο αναλογικό σύστημα που λειτουργεί όμως απολύτως ικανοποιητικά, θα πρέπει μάλλον να αναβάλει την απόφαση αναβάθμισης για όταν πραγματικά υπάρξει ανάγκη. Επίσης ο ακριβής προσδιορισμός του κόστους είναι εξίσου σημαντικός. Στην Αμερική υπάρχει μια νέα τάση που ονομάζεται value management (διοίκηση της αξίας) και έχει μεγάλη εφαρμογή σε μεγάλα έργα. Εκλαϊκευμένα, αυτή η τάση προσιδιάζει με μια απλή οικονομική αρχή: Τον προσδιορισμό όλου του ποσού που είναι διαθέσιμο για ένα έργο και βάσει αυτού του ποσού να γίνει ο σχεδιασμός και η κατασκευή του έργου. Μπορεί η ιδέα να φαίνεται απλή, αλλά στην πράξη και ιδιαίτερα σε μεγάλα έργα είχε πλέον εγκαταλειφθεί. Αυτό που γίνονταν ήταν ότι συνήθως οι μελετητές έκαναν τις δικές τους τεχνικές προτάσεις και στη συνέχεια έβγαινε ο προϋπολογισμός του έργου βάσει της μελέτης. Αυτό είχε πολλές φορές ως αποτέλεσμα ο προϋπολογισμός να εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ύψη. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη μία επιστροφή στα βασικά, το οποίο σημαίνει ότι πρώτα θα προσδιοριστεί το διαθέσιμο ποσό και στη συνέχεια θα σχεδιαστεί το σύστημα CCTV.
Η διάρκεια απόσβεσης είναι άλλη μία σημαντική παράμετρος. Πολύ συχνά ακούμε ότι ένα έργο πρέπει να είναι future proof, δηλαδή να έχει μελλοντικές δυνατότητες επέκτασης ή να είναι κατασκευασμένο ώστε να υποστηρίζει και πιθανές απαιτήσεις που θα προκύψουν αργότερα και να μπορεί να αποσβεστεί αποτελεσματικότερα. Αυτό είναι σωστό μεν, αλλά εγκυμονεί κινδύνους να αυξηθεί υπέρμετρα το κόστος. Θα πρέπει πάντα να φροντίζουμε να υπάρχει μια δυνατότητα επέκτασης, όμως είναι αδύνατο να προβλέψουμε τα πάντα και πολλές φορές δεν έχει και νόημα καθώς οι αλλαγές στις σύγχρονες επιχειρήσεις είναι ξαφνικές και απροσδόκητες. Οπότε δεν θα πρέπει να ξεφύγουμε ιδιαίτερα στο κόστος προσπαθώντας να ικανοποιήσουμε μελλοντικές απαιτήσεις, εκτός αν είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα ζητηθούν μέσα σε ένα σχετικά κοντινό χρονικό ορίζοντα.
Οι παράγοντες λοιπόν βάσει των οποίων θα γίνει η εκτίμηση για την αναγκαιότητα του έργου μετάβασης στη δικτυακή τεχνολογία, σε συνδυασμό με τις παραμέτρους που πρέπει να προσεχτούν κατά τη διάρκεια του έργου, είναι τα στοιχεία εκείνα που θα εξασφαλίσουν ότι η μετάβαση στη δικτυακή εποχή των συστημάτων CCTV θα είναι επωφελής για την επιχείρηση και όχι απλώς μία κίνηση εντυπωσιασμού.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ