Μετά τη δύση ..Προστασία εξωτερικών χώρων όταν πέφτει το σκοτάδι
Η προστασία των εξωτερικών χώρων δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Γίνεται μάλιστα ακόμα πιο δύσκολη όταν έρχεται το σκοτάδι. Ποια είναι όμως τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αυτήν τη δυσάρεστη πραγματικότητα;
Η στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο είναι ένα απόγευμα του Δεκεμβρίου. To σκοτάδι κυριαρχεί έξω από το παράθυρο του γραφείου. Είναι μάλλον περιττό να ανατρέξουμε σε έρευνες και σχετικές μελέτες προκειμένου να αντιληφθούμε το αυτονόητο. Δηλαδή το γεγονός ότι οι νύχτες του χειμώνα προσφέρουν ευνοϊκές συνθήκες για την πραγματοποίηση παραβατικών ενεργειών. Η μεγαλύτερη διάρκεια της νύχτας και η μειωμένη κυκλοφορία του κόσμου συμβάλλουν στη διόγκωση φαινομένων εγκληματικών ενεργειών. Ειδικά όταν πρόκειται για ιδιοκτησίες, κτίρια ή οικόπεδα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται ή βρίσκονται σε πιο απομακρυσμένες περιοχές και ως εκ τούτου αποτελούν ακόμα μεγαλύτερο στόχο.
Η λύση που έρχεται στο νου για την αντιμετώπιση παρόμοιων απειλών είναι η αποτελεσματική περιμετρική προστασία. Πώς υλοποιείται αυτή η λύση και ποια είναι τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν; Συνήθως όταν αναφερόμαστε σε περιμετρική προστασία φανταζόμαστε μια περίφραξη με προβολείς και συστήματα επιτήρησης. Ειδικά η πρόταση των CCTV φαντάζει συχνά ως η πιο αποτελεσματική, καθότι είναι και η πιο προηγμένη τεχνολογικά. Συχνά υπάρχουν και άλλες λύσεις που μπορεί να είναι ακόμα πιο αποτελεσματικές, με μικρότερο κόστος.
Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να κάνουμε μια επισήμανση όσον αφορά στα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια αποτελεσματική περιμετρική προστασία: Ένα είναι το στοιχείο της αποτροπής και άλλο το στοιχείο της επιτήρησης. Δηλαδή, σκοπός ενός συστήματος μιας περιμετρικής προστασίας είναι να επιτηρεί το χώρο και να αποτρέπει εκείνους που θέλουν να διεισδύσουν παράνομα μέσα σε αυτόν.
Τα CCTV, ειδικά όταν είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα σωστά, λειτουργούν ιδανικά όσον αφορά στο στοιχείο της επιτήρησης. Όμως, ποια είναι η χρησιμότητά τους όσον αφορά στην αποτροπή; Δηλαδή, πόσο φοβίζουν τον επίδοξο παραβάτη και πόσο τον εμποδίζουν από το να προχωρήσει στην παραβίαση του χώρου; Είναι δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα, στα οποία το Security Manager προσπαθεί να δώσει απαντήσεις, παραθέτοντας όλες τις πτυχές του θέματος.
Υπάρχουν λοιπόν δύο ενδεχόμενα. Το πρώτο είναι ο εισβολέας να μην αντιληφθεί την κάμερα – κάτι σπάνιο αν πρόκειται για επαγγελματίες του είδους – και να προχωρήσει στην επιχείρηση διάρρηξης. Τότε, ναι μεν η κάμερα θα τον καταγράψει, αλλά αυτός ήδη θα έχει ολοκληρώσει το εγχείρημά του και θα έχει αποχωρήσει. Οπότε, εκείνο που μένει είναι μια επιπρόσθετη βοήθεια για το μετέπειτα εντοπισμό του.
Το δεύτερο ενδεχόμενο – και το πιθανότερο – είναι ο εισβολέας να εντοπίσει την κάμερα ή τις κάμερες. Το σημαντικό εδώ λοιπόν είναι αν και οι κάμερες "δουν" το διαρρήκτη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι κάμερες θα εντόπιζαν και θα κατέγραφαν όσους κινούνται στο χώρο επιτήρησής τους. Αυτό όμως γίνεται όπως αναφέραμε και πριν, υπό φυσιολογικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια όμως τέλεσης μιας εγκληματικής πράξης, μόνο φυσιολογικές δεν μπορούν να αποκαλεστούν οι συνθήκες. Είναι πολύ πιθανό ο διαρρήκτης να εντοπίσει τις κάμερες και να τις παρακάμψει με κάποιο τρόπο. Οπότε εκείνο που θα μείνει στον ιδιοκτήτη της εγκαταστάσης όταν κληθεί να κάνει τον απολογισμό της επένδυσής του, είναι ότι κατέβαλε ένα σημαντικό ποσό, χωρίς όμως να έχει την ανάλογη ανταποδοτικότητα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχουν λύσεις που μπορεί να φαντάζουν τεχνολογικά λιγότερο εξελιγμένες, αλλά συχνά είναι εξίσου ή και πιο αποτελεσματικές – και το πιο σημαντικό – είναι χαμηλότερου κόστους.
Ήχος & Φως
Οι περισσότεροι διαβάζοντας αυτές τις λέξεις φέρνουν στο νου τους τα διάφορα θεάματα που γίνονται σε σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους. Ομως πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβονται τεχνικές που μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση του βαθμού περιμετρικής προστασίας είτε αυτόνομα είτε συμπληρωματικά, με τη χρήση συστημάτων CCTV. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό που θα διασφαλίσει την επιτυχή χρήση αυτών των μέσων είναι το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Δηλαδή εάν μια περιοχή είναι συνεχώς φωτισμένη από προβολείς ή φωτίζεται με κάποια προκαθορισμένη συχνότητα (περιστρεφόμενοι προβολείς), τότε οι υπόψηφιοι εισβολείς έχουν τη δυνατότητα να προγραμματίσουν ανάλογα τις κινήσεις τους. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν υπάρχουν ανιχνευτές κίνησης που θα ενεργοποιήσουν ξαφνικά τους προβολείς – ακόμα καλύτερα όταν γίνεται με συνδυασμένη χρήση σειρήνων – τότε είναι προφανές ότι οι διαρρήκτες θα ξαφνιαστούν, θα χάσουν την ψυχραιμία τους και το πιο πιθανό είναι να σταματήσουν την προσπάθειά τους, προκειμένου δραπετεύσουν. Οπότε έτσι πετυχαίνουμε και την αποτροπή που αποτελεί το δεύτερο σημαντικό στοιχείο ενός αποτελεσματικού συστήματος περιμετρικής προστασίας.
Φωτίζοντας την περίμετρο
Ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιούμε ένα σύστημα CCTV ή όχι, ο φωτισμός θα πρέπει να υπάρχει. Διότι οι κάμερες για να καταγράψουν, θα πρέπει να υποστηρίζονται από τον ανάλογο φωτισμό. Το ερώτημα είναι τι είδους φωτισμό θα χρησιμοποιήσουμε και πώς θα συνδυαστεί αυτός με το σύστημα CCTV.
Όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, ο φωτισμός όταν είναι δυνατός και ενεργοποιείται ξαφνικά, προκαλεί ανασφάλεια και σύγχυση στους υποψήφιους διαρρήκτες, με αποτέλεσμα είτε να τρέπονται σε φυγή είτε να οδηγούνται σε λάθη τα οποία αποβαίνουν μοιραία για το εγχείρημά τους. Η χρήση δυνατών προβολέων που θα φωτίζουν την περίμετρο και θα ενεργοποιούνται με κάποιους αισθητήρες κίνησης φαίνεται ιδανική, καθώς συνδυάζονται και οι δύο επιθυμητοί στόχοι: υποστηρίζεται η λειτουργία του συστήματος CCTV, ενώ παράλληλα αιφνιδιάζονται οι διαρρήκτες.
Ο φωτισμός των συστημάτων CCTV μπορεί να γίνει μια πολύπλοκη υπόθεση, αν λάβουμε υπόψη ορισμένες παραμέτρους. Όλες βεβαίως βασίζονται στην ίδια βασική παραδοχή: Για την καταγραφή ενός βίντεο απαιτείται φωτισμός. Διότι σήμερα και σύμφωνα με τα υφιστάμενα τεχνολογικά δεδομένα, κάμερες που δεν χρειάζονται φως δεν υπάρχουν.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας – και κυρίως τις ηλιόλουστες ημέρες – κάθε σύγχρονη συμβατική κάμερα CCTV μπορεί να παράγει αξιοπρεπή αρχεία βίντεο. Όταν όμως επέρχεται το σκοτάδι, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ενίσχυση από τεχνητό φωτισμό. Υπάρχουν δύο κατηγορίες τεχνητού φωτισμού που χρησιμοποιούνται στα συστήματα CCTV. Το λευκό φως και το υπέρυθρο φως. Το λευκό φως υπάρχει στο φάσμα μεταξύ των 380 και 750 νανόμετρων και είναι ορατό από το ανθρώπινο μάτι. Για το λόγο αυτό πολύ συχνά αποκαλείται και ορατό φως. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του όσον αφορά στα συστήματα CCTV είναι ότι επιτρέπει την απεικόνιση και καταγραφή έγχρωμων εικόνων. ¶λλο ένα σημαντικό πλεονέκτημα που συσχετίζεται και με ό,τι αναφέραμε προηγουμένως σχετικά με τις δυνατότητες αποτροπής παραβατικών ενεργειών, είναι ότι επειδή ακριβώς είναι ορατός, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον αιφνιδιασμό των παραβατών ή για τον προληπτικό φωτισμό του χώρου, ούτως ώστε αυτός να μην παραμένει σκοτεινός κατά τις νυχτερινές ώρες.
Στις ειδικές περιπτώσεις τώρα, όπου για κάποιους συγκεκριμένους λόγους απαιτείται η χρήση όσο το δυνατό λιγότερου ορατού φωτισμού, τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο υπέρυθρος φωτισμός. Βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις χάνουμε και τη δυνατότητα χρήσης του φωτισμού ως αποτρεπτικού μέσου. Αυτό, γιατί ο υπέρυθρος φωτισμός δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός από την ανθρώπινη όραση, καθώς χρησιμοποιεί τις συχνότητες των 750 νανομέτρων και άνω. Οι κάμερες που μπορούν να λειτουργήσουν με τη χρήση του υπέρυθρου φωτισμού, είναι ευαίσθητες στις συχνότητες των 750 με 1400 νανομέτρων. Εξαιτίας του γεγονότος ότι ο υπέρυθρος φωτισμός δεν είναι ορατός, προκύπτει μια παρανόηση. Συγκεκριμένα, υπάρχει η εκτίμηση ότι οι κάμερες της συγκεκριμένης κατηγορίας είναι κάμερες που δεν απαιτούν καθόλου φωτισμό. Αυτό είναι προφανώς λάθος, καθώς προστίθεται φως στο χώρο – απλώς δεν είναι ορατό. Ένα άλλο στοιχείο που συμβάλλει στη διάδοση της προηγούμενης παρανόησης είναι ότι επειδή ο υπέρυθρος φωτισμός μετριέται με νανόμετρα και όχι με lux, πολλοί κατασκευαστές επονομάζουν τις υπέρυθρες κάμερές τους ως μηδενικών lux, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο το παραπάνω λανθασμένο συμπέρασμα.
Τα πλεονεκτήματα του υπέρυθρου φωτισμού είναι ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε εγκατάσταση, καθώς δεν επηρεάζουν τον υφιστάμενο φωτισμό. Παραδείγματος χάρη, σε αρχαιολογικούς χώρους μπορεί η χρήση πρόσθετου φωτισμού να δημιουργήσει προβλήματα στη γενική αισθητική, που είναι προφανώς μια πολύ σημαντική παράμετρος για τις συγκεκριμένες εφαρμογές. Επίσης, σε άλλες εφαρμογές μπορεί ήδη να χρησιμοποιείται εξωτερικός φωτισμός και να μη θέλουν οι χρήστες να περιπλέξουν την κατάσταση με ειδικό ορατό φωτισμό για την εφαρμογή του CCTV. Υπάρχουν τέλος περιπτώσεις, που για κάποιους λόγους θέλουν οι χρήστες το σύστημα CCTV να ελκύει όσο το δυνατό λιγότερο την προσοχή. Τότε, προφανέστατα δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν ορατό φωτισμό για τη λήψη των εικόνων, καθώς από μόνο του αυτό το γεγονός θα προκαλούσε το ενδιαφέρον των περαστικών από το σημείο εκείνο.
Τα μειονεκτήματα που επιφέρει η χρήση του υπέρυθρου φωτισμού είναι πρώτον ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως κανονικός εξωτερικός φωτισμός για τον έλεγχο των χώρων και την αποτροπή παραβατικών ενεργειών, αλλά και ότι όταν χρησιμοποιείται, δεν μπορούν να ληφθούν έγχρωμες εικόνες.
Επιλέγοντας.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των εγκαταστάσεων προτιμώνται να χρησιμοποιούνται προβολείς ορατού φωτισμού με κανονικές κάμερες CCTV, καθώς τα οφέλη είναι πολλαπλά:
- Χρήση προβολέων και για κανονικό φωτισμό, εκτός της υποστήριξης του CCTV.
- Καταγραφή έγχρωμων εικόνων.
- Μικρότερο κόστος επένδυσης.
Μόνο στις ειδικές περιπτώσεις όπου πρέπει να αποφεύγεται η χρήση πρόσθετου φωτισμού, επιλέγεται η λύση των υπέρυθρων προβολέων με τις ανάλογες ειδικές κάμερες. Το κόστος επένδυσης είναι μεγαλύτερο, ενώ δεν μπορούν να καταγραφούν και έγχρωμες εικόνες. Σε ορισμένες πολύ ειδικές περιπτώσεις έχουμε χρήση και των δύο τεχνολογιών. Δηλαδή χρησιμοποιούνται και συμβατικές κάμερες day-night που μπορούν να αποτυπώσουν έγχρωμες εικόνες, αλλά και κάμερες υπέρυθρου φωτισμού.
Πρόσθετα μέτρα ασφάλειας
Η επιτυχής υλοποίηση για την αποτελεσματική περιμετρική προστασία δεν είναι μόνο θέμα ύπαρξης φωτισμού ή λειτουργίας ενός συστήματος CCTV. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που μπορούν να συμβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Μια εύκολη και όχι κοστοβόρα λύση είναι η χρήση σειρήνων, οι οποίες θα λαμβάνουν εντολή από τους αισθητήρες κίνησης και θα ενεργοποιούνται παράλληλα με τους προβολείς. Το σοκ των εισβολέων θα είναι ακόμα μεγαλύτερο, οπότε μειώνονται ακόμα περισσότερο οι πιθανότητες επιτυχούς έκβασης του εγχειρήματός τους.
Σε κεντρικό επίπεδο μπορούν πλέον να χρησιμοποιούνται και τα συστήματα PSIM (Physical Security Information Management). Ουσιαστικά, πρόκειται για προγράμματα που λαμβάνουν πληροφορίες από τους διάφορους ανιχνευτές και βάσει αυτών των δεδομένων ενεργοποιούν συγκεκριμένες διαδικασίες. Το θέμα των συστημάτων PSIM είναι τεράστιο και ήδη το Security Manager έχει κάνει πρόσφατα μια εκτενή αναφορά (τεύχος 38). Ένα βασικό στοιχείο των PSIM είναι ότι επεξεργάζεται δεδομένα από προηγούμενα συμβάντα και εντοπίζει παραλείψεις στις διαδικασίες, ώστε να γίνουν σχετικές διορθωτικές ενέργειες. Σήμερα που η τεχνολογία ανίχνευσης έχει τόσο εξελιχθεί, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας μεγάλος όγκος πληροφοριών, είναι αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε να υπάρχει ένα αποτελεσματικό σύστημα επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών. Αυτόν το ρόλο έρχονται να επιτελέσουν τα συστήματα PSIM.
Πλέον η υλοποίηση ενός αποτελεσματικού συστήματος περιμετρικής προστασίας απαιτεί την αρμονική συνύπαρξη και παράλληλη λειτουργία διαφορετικών συστημάτων (CCTV, φωτισμός, ανιχνευτές κίνησης, εφαρμογές PSIM) είτε σε επίπεδο λογισμικού είτε σε φυσικό επίπεδο. Για τη σωστή λειτουργία όλων είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης και επιτήρησής τους και να αποφεύγεται η αποσπασματική λειτουργία κάθε συστήματος ξεχωριστά. Μέσα στο πλαίσιο αυτό είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει καταγεγραμμένο ένα ολοκληρωμένο σχέδιο περιμετρικής προστασίας, το οποίο θα αποτελείται από μια βασική πολιτική και επιμέρους διαδικασίες. Μέσω αυτού του σχεδίου θα γίνονται τα προγράμματα προληπτικής και επεμβατικής συντήρησης, αλλά και κάθε επέκταση ή τροποποίηση όταν κριθεί σκόπιμο. Η συντήρηση είναι πολύ σημαντικό στάδιο, διότι πρόκειται για συστήματα που λειτουργούν σε εξωτερικούς χώρους και υπό δυσμενείς συνθήκες. Οπότε, μέσα στις διαδικασίες θα πρέπει να περιγράφονται περιοδικές ρουτίνες ελέγχου και αντιμετώπισης προβλημάτων όπως αντικατάσταση λαμπτήρων, ρύθμιση ανιχνευτών και καμερών, εντοπισμός προβληματικών σημείων.
Γιατί, συνεχώς οφείλουμε να έχουμε στο νου μας ότι σκοπός δεν είναι μόνο η αρχική δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος περιμετρικής προστασίας, αλλά η διατήρηση της αποτελεσματικότητάς του σε βάθος χρόνου – και εάν είναι δυνατόν, η συνεχής βελτίωσή του, ειδικά σε δυσμενείς συνθήκες. Γιατί τότε αυξάνονται και οι πειρασμοί για όποιον θελήσει να το παραβιάσει.