Μαγνητικές επαφές: H τεχνολογία και οι εξελίξεις
Αναπόσπαστο στοιχείο ενός ολοκληρωμένου συστήματος συναγερμού θεωρούνται οι μαγνητικές επαφές που διασφαλίζουν τα ανοίγματα ενός κλειστού χώρου, αποτελώντας έτσι την πρώτη γραμμή άμυνας στο φυλασσόμενο χώρο.
Συχνό είναι το φαινόμενο όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις σε έναν τομέα διαχέονται και σε άλλους χώρους, συμβάλλοντας έτσι στη γενικότερη ανάπτυξη και στην παρουσίαση πιο σύγχρονων προϊόντων.
Μια παρόμοια ιστορία αποτελεί και η εμφάνιση των μαγνητικών επαφών, που χρησιμοποιούνται στα συστήματα συναγερμού για την ενεργοποίηση σημάτων συναγερμού σε ανοίγματα εσωτερικών χώρων, όπως θύρες και παράθυρα. Η αρχή λειτουργίας τους βασίζεται στην εμφάνιση της κατάλληλης επαφής (γνωστής και με το όνομα reed switch) που αναπτύχθηκε από την Bell Telephone Laboratories τη δεκαετία του 1930, για εφαρμογές τηλεπικοινωνιών. Αργότερα, αυτός ο τύπος επαφής υιοθετήθηκε από τη βιομηχανία συστημάτων ασφαλείας για το σκοπό που χρησιμοποιείται σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, η διάδοση αυτών των επαφών στην κατασκευή συστημάτων συναγερμού έγινε κυρίως από τη δεκαετία του 70, όταν εξαλείφθηκαν τα αρχικά προβλήματα των πρωτοεμφανιζόμενων μαγνητικών επαφών και αυξήθηκε η αντίστασή τους στις εξωτερικές μαγνητικές επιδράσεις που επέτρεπαν στους διαρρήκτες να παραβιάζουν τα συστήματα. Από τότε, οι μαγνητικές επαφές εδραιώθηκαν ως το κύριο μέσο προστασίας ανοιγμάτων, κάτι το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η βασική αρχή λειτουργίας τους είναι ιδιαίτερα απλή. Αποτελούνται ουσιαστικά από δύο εξαρτήματα, δύο μαγνητικά τμήματα, ένα εκ των οποίων τοποθετείται στο ακίνητο τμήμα του ανοίγματος (κάσα της πόρτας ή κούφωμα του παραθύρου) και το άλλο στο κινούμενο τμήμα. Στο κινητό τμήμα εγκαθίσταται ο μαγνήτης, ενώ στο σταθερό τμήμα τοποθετείται η επαφή που είναι γνωστή και με τον όρο Reed switch. Όταν το άνοιγμα είναι κλειστό, τότε τα δύο τμήματα είναι σε επαφή, ενώ τη στιγμή που θα γίνει προσπάθεια ανοίγματος, χάνεται η επαφή και κατά συνέπεια ενεργοποιείται ο συναγερμός.
Ήταν λοιπόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 όταν η εμφάνιση πινάκων κατασκευασμένων με ηλεκτρονικά στοιχεία στερεάς δομής ( Solid state) και η χρήση των επαφών μαγνητικής επαφής χαμηλής τάσης επικράτησαν στην αγορά. Με τη χρήση αυτών των τεχνολογιών και την ενσωμάτωσή τους στην κατασκευή μαγνητικών επαφών, ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι στη βιομηχανία συστημάτων ασφαλείας. Το μεγάλο πλεονέκτημα ήταν ότι πλέον το μέγεθός τους μειώθηκε σημαντικά, καθώς πριν από αυτές τις εξελίξεις οι μαγνητικές επαφές ήταν σχετικά μεγάλου μεγέθους και τοποθετούνταν σε εμφανή σημεία, οπότε μπορούσαν εύκολα να γίνουν αντιληπτοί από όποιον ήταν έξω από το συγκεκριμένο άνοιγμα. Πλέον όμως, η βιομηχανία είχε τη δυνατότητα εμφάνισης μιας μεγάλης ποικιλίας συσκευών, που μπορούσαν να κρυφτούν με επιτυχία στις κάσες των ανοιγμάτων.
Οι επαφές υψηλής ασφάλειας πριν την εμφάνιση των κυκλωμάτων στερεάς κατάστασης, ήταν μηχανικές. Το προστατευτικό κάλυμμα περιέβαλε μια πληθώρα μηχανικών επαφών, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η παραβίασή τους. Αλλά, το σημαντικότερο μειονέκτημά τους, όπως προαναφέραμε, ήταν το μέγεθός τους και η απαιτούμενη επιφάνεια για την εγκατάστασή τους, που ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Εύλογο λοιπόν ήταν η εμφάνιση των κυκλωμάτων στερεάς κατάστασης να καταστήσει αυτήν την κατηγορία επαφών ξεπερασμένη. Η εμφάνιση πινάκων συναγερμού χαμηλής τάσης συνοδεύτηκε από τη δημιουργία των μαγνητικών διακοπτών τριπλού εξισορροπημένου μαγνητικού πεδίου. Αυτό επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση τριών επαφών (reeds) μέσα στο περίβλημα του διακόπτη και τριών μαγνητών με αντίθετες πολικότητες στη συσκευή που τοποθετείται στο κινητό μέρος. Η συγκεκριμένη κατηγορία συσκευών, που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 – και είναι γνωστή με το όνομα triple Balanced Magnetic Switches (BMS) – αποτέλεσε τομή στην ανάπτυξη συστημάτων συναγερμού.
Προβλήματα
Φυσικά, η ραγδαία διάδοση των μαγνητικών επαφών και η αυξανόμενη χρήση τους, αποκάλυψε πολλές από τις αδυναμίες τους και τα εγγενή μειονεκτήματα τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι είναι ευάλωτες σε εξωγενή ισχυρά ηλεκτρομαγνητικά πεδία, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν την κατάσταση του διακόπτη και να τον αφήσουν κλειστό, ακόμα και αν το άνοιγμα που ελέγχει έχει ανοίξει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αστραπές. Η εμφάνιση μιας αστραπής εν μέσω μιας καταιγίδας, συνεπάγεται και την εμφάνιση ενός ισχυρού ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, το οποίο έλκεται από άλλα μαγνητικά πεδία. Για το λόγο αυτό, οι συσκευές τηλεόρασης καθώς και άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις είναι ευάλωτες σε υπερτάσεις, που προκαλούνται από την εμφάνιση αστραπών. Αν και σπάνιο φαινόμενο μεν, η πτώση ενός κεραυνού μπορεί να επηρεάσει τη φυσιολογική κατάσταση λειτουργίας ενός μαγνητικού διακόπτη. Αναλογιστείτε λοιπόν, την περίπτωση όπου ένας διακόπτης έχει κολλήσει λόγω αστραπών και τις επιπτώσεις που θα έχει στο ενεργοποιημένο σύστημα συναγερμού. Θα μπορούσε ένας διαρρήκτης να διεισδύσει μέσα στο χώρο, χωρίς ο συναγερμός να δώσει ανάλογο σήμα.
Επιπρόσθετα, ηλεκτρομαγνητικές επιδράσεις μπορούμε να έχουμε και από άλλους λόγους. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση όπου πλησίον των επαφών οδεύουν ηλεκτρικά καλώδια. Και μάλιστα, όσο μεγαλύτερης έντασης είναι το ρεύμα που διοχετεύεται μέσω των καλωδίων, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το δημιουργούμενο μαγνητικό πεδίο και αναλόγως μπορεί να προκαλεί δυσλειτουργία στις επαφές. Αν και οι τελευταίας γενιάς επαφές του τριπλού ισοσταθμισμένου μαγνητικού πεδίου είναι ιδιαίτερα ανθεκτικές σε εξωτερικές επιδράσεις, δεν παύει να είναι σε κάποιο βαθμό ευάλωτες σε μαγνητικές επιδράσεις, ειδικά όταν αυτές είναι πολύ κοντινές.
¶λλο ένας λόγος αστοχίας των μαγνητικών επαφών είναι ο τρόπος σύνδεσης των καλωδίων από τους τεχνικούς. Αν οι εγκαταστάτες δεν δείξουν την πρέπουσα προσοχή κατά το κόψιμο των καλωδίων και τη σύνδεση αυτών στη μαγνητική επαφή, μπορεί να προκαλέσουν βλάβη είτε στο καλώδιο είτε στην επαφή που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι μπορεί αρχικά να λειτουργήσει ομαλά το σύστημα, αλλά ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα να υπάρξει πρόβλημα και να δώσει λανθασμένο σήμα συναγερμού.
Συχνό είναι και το φαινόμενο όπου οι εγκαταστάτες επιλέγουν μικρότερο τρυπάνι από το ενδεικνυόμενο για τη δημιουργία της οπής όπου θα τοποθετηθεί ο διακόπτης. Μικρότερη οπή σημαίνει ότι ο χώρος δεν επαρκεί για την άνετη τοποθέτηση του διακόπτη, αλλά ο τεχνικός – πάνω στην πίεση του χρόνου – πιέζει παραπάνω την επαφή, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει βλάβη. Εκείνο που πάντα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, είναι ότι πρόκειται για ένα ευαίσθητο εξάρτημα, του οποίου η λειτουργία είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ασφάλεια του χώρου, οπότε θα πρέπει να τοποθετηθεί με την ανάλογη προσοχή και ευαισθησία. Επίσης, με το πέρας της τοποθέτησης είναι χρήσιμο να τοποθετηθεί μικρή ποσότητα σιλικόνης ή κάποιας άλλης παρόμοιας ουσίας, όπου θα ασφαλίσει την επαφή και παράλληλα θα λειτουργήσει προστατευτικά.
Τελευταίες εξελίξεις
Τα βήματα προόδου που έχουν γίνει στη μικροηλεκτρονική, κάνουν αισθητή την επίδρασή τους και στη βελτίωση των χαρακτηριστικών των μαγνητικών επαφών. Τον Οκτώβριο του 2006, μια νέα τεχνολογία τριπλής εξισορρόπησης (triple balanced) παρουσιάστηκε από μια αμερικάνικη εταιρεία, τη Nascom (www.nascominc.com), που εδρεύει στην Ουάσιγκτον. Οι νέοι διακόπτες τύπου triple balanced δεν χρησιμοποιούν πλέον τις συμβατικές επαφές τύπου reed, αλλά μια πλακέτα κυκλωμάτων που ενσωματώνει ένα ειδικό μαγνήτη, ψηφιακά εναρμονισμένο. Η συγκεκριμένη τεχνολογία δεν επηρεάζεται ούτε από ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές και αποτελεί τη βάση για την εμφάνιση των ασφαλέστερων μαγνητικών επαφών τύπου Triple Balanced. Ήδη χρησιμοποιούνται στην Αμερική σε εγκαταστάσεις υψηλού βαθμού ασφαλείας, όπως κυβερνητικά κτήρια, αεροδρόμια και τραπεζικά κτήρια. Επίσης, λίγα χρόνια πριν, το 2002 εμφανίστηκε μια νέα τεχνολογία, που απευθύνεται κυρίως σε μικρές επιχειρήσεις αλλά και οικίες. Ονομάζεται Magnasphere, προέρχεται από την ίδια εταιρεία (www.magnasphere.com) και ουσιαστικά αντικαθιστά το διακόπτη τύπου reed και επιτρέπει τη χρήση μικρότερων συσκευών ανίχνευσης, που μπορούν να εγκατασταθούν ευκολότερα.
Ψευδοσυναγερμοί
Το μεγάλο ζητούμενο στο χώρο των συστημάτων ασφαλείας είναι η μείωση των λανθασμένων συναγερμών. Η επίτευξη αυτού του στόχου θα φέρει πολλά θετικά στοιχεία. Καταρχήν, θα αυξηθεί ο βαθμός ασφαλείας μιας εγκατάστασης, καθώς οι φύλακες όταν λαμβάνουν σήμα συναγερμού θα συνειδητοποιούν ότι πρόκειται περί πραγματικού κινδύνου και όχι μιας εικονικής απειλής. Επίσης, θα μειωθούν τα κόστη που προκαλούνται από την άσκοπη ενεργοποίηση φυλάκων και τεχνικών, που αναγκάζονται να προσέλθουν στην εγκατάσταση μετά από κάθε λανθασμένο συναγερμό, ώστε να διαπιστώσουν τι συμβαίνει. Και επειδή οι μαγνητικές επαφές αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας στα συστήματα συναγερμού, έχουν και αυτές σημαντικό μερίδιο στην εμφάνιση λανθασμένων συναγερμών. Όμως, για να είμαστε ακριβείς, οφείλουμε καταρχήν να διευκρινίσουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των λανθασμένων συναγερμών από μαγνητικές επαφές είναι προϊόν λανθασμένου τρόπου εγκατάστασης και όχι αστοχίας των ίδιων των συσκευών. Και εδώ υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας και, συγκεκριμένα, ο ρόλος του εγκαταστάτη. Η τελευταία γενιά τεχνικών, αν και είναι ιδιαίτερα ενημερωμένη πάνω στα ψηφιακά συστήματα και τις σύγχρονες τεχνολογίες δικτύωσης και διασύνδεσης των συστημάτων συναγερμού, δεν διαθέτουν τη δεξιότητα των παλιών τεχνικών στην εγκατάσταση των συσκευών. Αυτό, σε συνδυασμό με την πίεση χρόνου που χαρακτηρίζει την εποχή μας και σύντομες ημερομηνίες παράδοσης των έργων, οδηγούν σε προβληματικές εγκαταστάσεις και σε λανθασμένους συναγερμούς.
Πλέον υπάρχει πληθώρα προτάσεων όσον αφορά τις μαγνητικές επαφές. Η χρήση νέων τεχνολογιών και καινοτόμων υλικών επέτρεψε την εμφάνιση καλαίσθητων επαφών, που δεν διακρίνονται σχεδόν καθόλου και τοποθετούνται εύκολα, χωρίς να χρειάζεται να καταστραφεί ο χώρος με τη διάνοιξη τρυπών και την τοποθέτηση εμφανών καλωδίων. Οι επαφές νέες γενιάς μπορούν να τοποθετηθούν σε κάθε είδους άνοιγμα, καθώς και σε μια μεγάλη ποικιλία υλικών κουφωμάτων. Όλα τα παραπάνω πρέπει να τα έχουν υπόψη τους οι εγκαταστάτες και να φροντίζουν ώστε να είναι ενημερωμένοι για να μπορούν να προτείνουν στους πελάτες τους τον κατάλληλο τύπο συσκευής και, φυσικά, η ποιότητα εργασίας τους να μπορεί να διασφαλίζει το άρτιο αποτέλεσμα, τόσο από θέμα ασφάλειας όσο και από πλευράς καλαισθησίας. Αυτό που πρέπει να κάνουν, είναι να μελετήσουν τις απαιτήσεις του χώρου και τις προδιαγραφές που ορίζει ο πελάτης και στη συνέχεια να αναζητήσουν στην αγορά την κατάλληλη πρόταση και, φυσικά, να την υλοποιήσουν με τη σωστή τεχνική.
Βασικό μέλημα των εγκαταστατών συναγερμού είναι η παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πελάτες τους. Και το υψηλό επίπεδο παροχής υπηρεσιών συνίσταται από επιμέρους παράγοντες, όπως την προσφορά του καλύτερου δυνατού εξοπλισμού – συναρτήσει βέβαια του κόστους που είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν, την ποιότητα των εργασιών και την εξυπηρέτηση μετά το στάδιο της ολοκλήρωσης της εργασίας, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται ο τελικός σκοπός, που δεν είναι άλλος από τη διασφάλιση της περιουσίας των πελατών.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ