Κάμερες υψηλής ανάλυσης: Πού χρειάζονται πραγματικά;
Η έννοια του καταναλωτισμού δεν υπάρχει μόνο στην καθημερινότητά μας αλλά και στον επιχειρηματικό βίο. Παρασυρμένοι από τις εντυπωσιακές δυνατότητες των νέων συσκευών και σε συνδυασμό με τις όλο και πιο χαμηλές τιμές, πολλοί επιλέγουν πριν οριοθετήσουν τις πραγματικές ανάγκες τους. Οι κάμερες CCTV δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι κάμερες των CCTV δεν φημίζονταν τόσο πολύ για την υψηλή ανάλυσή τους ή για τις ποιοτικές εικόνες που κατέγραφαν. Συνήθως οι χρήστες βρίσκονταν απέναντι από μαυρόασπρες θολές εικόνες και προσπαθούσαν μέσα από αυτές να κάνουν όσο το δυνατόν καλύτερα την εργασία τους. Μέσα σε λίγα χρόνια όμως, αυτή η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία, οι βελτιώσεις στους αισθητήρες και οι νέες δυνατότητες των λογισμικών διαχείρισης των καμερών έκαναν πλέον δυνατή την εμφάνιση των λεγόμενων καμερών υψηλής ανάλυσης με πολλά megapixel.
Εδώ βέβαια πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τη σύγχυση που υπάρχει μεταξύ των καμερών, καθώς όλες ανεξαιρέτως έχει καθιερωθεί να ονομάζονται κάμερες megapixel ή υψηλής ανάλυσης (High Definition- HD). Μπορεί μεν στο παρελθόν το Security Manager να έχει αναλύσει αυτήν τη διαφορά, όμως η επανάληψη πάντα ωφελεί… Κάμερες megapixel αποκαλούνται όλες ανεξαιρέτως οι κάμερες που έχουν τη δυνατότητα να συλλαμβάνουν μία εικόνα σε ανάλυση μεγαλύτερη του ενός megapixel ή και περισσότερο. Συνήθως αυτές οι κάμερες έχουν ανάλυση 1.3 megapixel, μια τιμή που αντιστοιχεί σε ανάλυση των 1280×1024 pixels. Σήμερα αυτές οι κάμερες κυριαρχούν στην αγορά. Εντούτοις για να χαρακτηρισθεί μία κάμερα ως High Definition, δεν επαρκεί η παραπάνω συνθήκη αλλά θα πρέπει να είναι συμβατή με τις παγκόσμια αποδεκτές προδιαγραφές των HD συσκευών. Δηλαδή θα πρέπει οι εικόνες που καταγράφει να έχουν ανάλυση είτε 1920×1080 είτε 1280 x 720.
Ακούγοντας κάμερες υψηλής ανάλυσης, σε όλους ή τουλάχιστον στους περισσότερους έρχονται στο νου οι ψηφιακές κάμερες. Όμως θα ήταν άτοπο να μην παραθέσουμε και την αναλογική πρόταση σε αυτήν την κατηγορία. Γνωστές με το όνομα HD-SDI ή HD over analogue προσφέρουν στους χρήστες τη δυνατότητα να αναβαθμίσουν τα συστήματά τους με μικρότερο κόστος, χωρίς να χρειάζεται να προσχωρούν στη λογική των ψηφιακών δικτύων. Ενώ ακόμα και τα πιο πρόσφατα μοντέλα των συμβατικών αναλογικών καμερών με αναλύσεις στις 650 TVL (τηλεοπτικές γραμμές) και εφοδιασμένα με εξελιγμένους επεξεργαστές εικόνας (τα γνωστά DSP) μπορούν να δώσουν μια εξίσου ικανοποιητική λύση.
Ακόμα και στην περίπτωση όπου κάποιος καταλήξει στην επιλογή της ψηφιακής τεχνολογίας, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να στραφεί μόνο προς τις συσκευές υψηλής ανάλυσης. Όπως σε κάθε απόφαση που έχει σχέση με την προμήθεια τεχνολογικού εξοπλισμού είναι απαραίτητο να γίνει αξιολόγηση των απαιτήσεων της εφαρμογής και το τι άραγε επιζητά ο τελικός χρήστης από το σύστημά του. Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο και να έχει γραφτεί πολλές φορές, πλην όμως είναι γεγονός ότι τα περισσότερα προβλήματα ή διαφωνίες που προκύπτουν μετά από την εγκατάσταση μιας εφαρμογής ή ενός συστήματος, οφείλονται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν έχουν καθορισθεί με σαφήνεια οι απαιτήσεις του χρήστη. Σε αυτό το θέμα βέβαια δεν ευθύνεται μόνο ο χρήστης. ¶λλωστε, συχνά αυτός δεν έχει την απαραίτητη τεχνογνωσία για να μπορέσει να διαπιστώσει ποιος τύπος ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Εδώ και οι προμηθευτές οφείλουν να παίξουν ένα ρόλο που ξεφεύγει από τα όρια μιας απλής πώλησης και φθάνει σε μια ολοκληρωμένη συμβουλευτική υπηρεσία. Μπορεί ίσως μακροπρόθεσμα να φαίνεται ότι αυτή η προσέγγιση είναι κατά των συμφερόντων τους, όμως μακροχρόνια συμβάλλει στην εδραίωση μιας καλής φήμης – και άρα μιας σταθερής λίστας πελατών.
Παραδείγματος χάρη, για να γίνουμε πιο σαφείς, όταν απαιτείται μόνο σε ένα συγκεκριμένο σημείο μία κάμερα που να μπορεί να εγγράφει εικόνες μεγάλης ευκρίνειας – και άρα μιλάμε για μία κάμερα υψηλής ανάλυσης – τότε είναι παράλογο ο προμηθευτής να προτείνει πλήρη αντικατάσταση του υφιστάμενου αναλογικού συστήματος, αντί να προτείνει μια άλλη λύση. Μια άλλη περίπτωση είναι όταν σε μια εταιρεία ζητείται να τοποθετηθεί εξαρχής ψηφιακό σύστημα. Τότε, κάμερες υψηλής ανάλυσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε επιλεγμένα και στοχευμένα σημεία και όχι αδιακρίτως σε όλα τα σημεία λήψης. Γιατί αν επιλεγούν κάμερες υψηλής ανάλυσης για όλο το σύστημα, τότε προκαλούνται άλλες παρενέργειες που πολλές φορές δεν έχουν άμεση σχέση με το αρχικό κόστος προμήθειας, αλλά με τα μετέπειτα κόστη λειτουργίας.
Ενδιαφέρουσα λοιπόν θα είναι μια σύγκριση μεταξύ των αναμφισβήτητων πλεονεκτημάτων που επιφέρει η χρήση των καμερών υψηλής ανάλυσης και των ενδεχομένων επιπτώσεων που ίσως προκληθούν από την λειτουργία τους.
Μεγάλη ευκρίνεια
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι κάμερες υψηλής ανάλυσης έφεραν μια νέα διάσταση στο χώρο των συστημάτων ασφαλείας. Οι εικόνες πλέον έχουν γίνει πεντακάθαρες, ενώ μπορεί να απεικονισθεί ακόμα και η πιο μικρή λεπτομέρεια – στοιχεία που ήταν άγνωστα μέχρι πριν λίγα χρόνια. Θεωρούνται πλέον αυτονόητα και μάλιστα όταν κάποιος δεν τα βρίσκει, ενοχλείται, πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να κάνει εξίσου καλά τη δουλειά του. Το θέμα είναι ότι και ο χρήστης πριν προβεί σε οποιαδήποτε διαπίστωση θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσει τι τύπο κάμερας χρειάζεται για τη συγκεκριμένη εργασία του.
Το πλεονέκτημα των καμερών υψηλής ανάλυσης σε αυτήν την περίπτωση είναι προφανές. Η δυνατότητα απεικόνισης ακόμα και μικρών λεπτομερειών τις καθιστά ιδανικές για εφαρμογές όπου απαιτούνται αυτές οι ιδιότητες. Παραδείγματος χάρη, σε συστήματα που χρειάζονται αναγνώριση προσώπου, αναγνώριση πινακίδων οχήματος ή άλλες λεπτομέρειες.
Μεγάλη κάλυψη χώρου
¶λλο ένα πλεονέκτημα των καμερών υψηλής ανάλυσης το οποίο μάλιστα έχει αναφερθεί και σε προηγούμενα σχετικά άρθρα του Security Manager, είναι ότι μπορούν και καλύπτουν μεγαλύτερα τμήματα από τους χώρους που επιτηρούν. Δηλαδή μία κάμερα υψηλότερης ανάλυσης αν είναι τοποθετημένη στην κατάλληλη θέση μπορεί να καλύψει ένα ολόκληρο χώρο, για τον οποίο ίδιο χώρο θα χρειάζονταν να τοποθετηθούν περισσότερες κάμερες μικρότερης ανάλυσης. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια εξοικονόμηση κόστους, ανάλογα φυσικά και με τα μοντέλα που θα επιλεγούν.
Υψηλή ποιότητα
Εκτός από τη μεγάλη ευκρίνεια, άλλο ένα χαρακτηριστικό των καμερών υψηλής ανάλυσης είναι ότι προσφέρουν εικόνες υψηλότερης ποιότητας. Μπορεί πολλοί να ταυτίζουν στο νου τους τις έννοιες της υψηλής ποιότητας και της μεγάλης ανάλυσης, όμως δεν είναι απαραίτητα να συνυπάρχουν. Με τον όρο υψηλή ποιότητα εικόνας εννοούμε κάτι γενικότερα από τη δυνατότητα καταγραφής σε μεγάλη ανάλυση. Ουσιαστικά πρόκειται για τη δυνατότητα της κάμερας να αποδώσει με όσο το δυνατό μεγαλύτερη πιστότητα τις εικόνες που καταγράφει όσον αφορά στα χρώματα, στην αντίθεση (contrast) και στην καθαρότητα. Επίσης εμπεριέχεται στην έννοια αυτή και η δυνατότητα της κάμερας να μπορεί να πραγματοποιεί εγγραφές υψηλής ποιότητας ακόμα και κάτω από δυσμενείς συνθήκες, όπως χαμηλού φωτισμού ή άσχημων περιβαλλοντικών συνθηκών (άνεμος, σκόνη κ.λπ.). Επειδή ακριβώς οι κάμερες υψηλής ανάλυσης αποτελούν ό,τι πιο προηγμένο στη συγκεκριμένη τεχνολογία, είναι λογικό εκτός του αισθητήρα υψηλής ανάλυσης να διαθέτουν και ένα πλήθος ηλεκτρονικών κυκλωμάτων – βοηθημάτων που διασφαλίζουν ακριβώς αυτήν την – και επονομαζόμενη – υψηλή ποιότητα εικόνας, όπως ορίστηκε προηγουμένως
Ενδοιασμοί.
Εδώ όμως ξεκινούν και ενδεχόμενα προβλήματα που ίσως δημιουργηθούν ως αποτέλεσμα της απόφασης κάποιου να στραφεί αποκλειστικά προς ψηφιακές κάμερες υψηλής ανάλυσης, αγνοώντας τις υπόλοιπες εναλλακτικές λύσεις (οι οποίες όπως είδαμε και στην αρχή του άρθρου μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να αποτελέσουν μια πολύ καλή πρόταση).
Ένα από τα προβλήματα είναι ακριβώς αυτό της επίτευξης εικόνων υψηλής ποιότητας. Πρόκειται για ένα στοιχείο που χαρακτήριζε μέχρι σήμερα τις κάμερες μεγάλης ανάλυσης, όπως περιγράψαμε στην αμέσως προηγούμενη ενότητα, αλλά η κατάσταση έχει αλλάξει κάπως τον τελευταίο καιρό. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι πλέον στη συγκεκριμένη αγορά έχουν εισέλθει και άλλοι παίχτες. Εταιρείες όχι τόσο αξιόπιστες όσο οι επώνυμοι και πρωτοπόροι οίκοι, αντελήφθησαν ότι ανοίγεται μια νέα αγορά και εμφάνισαν προϊόντα που ναι μεν τεχνικά διαθέτουν την ανάλυση εκείνη που τους επιτρέπει να χαρακτηρισθούν ως μοντέλα υψηλής ανάλυσης, πλην όμως ο τρόπος κατασκευής τους και τα υλικά που απαρτίζουν τις κάμερες δεν τους επιτρέπουν την εγγραφή εικόνων υψηλής ποιότητας. Οπότε ο χρήστης βρίσκεται μπροστά στο φαινόμενο να έχει στη διάθεσή του μια κάμερα η οποία τυπικά να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει, αλλά τα αποτελέσματα να μην είναι τα προσδοκώμενα.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό ο πελάτης να μην παρασυρθεί από τις χαμηλές τιμές κάποιων μοντέλων και να προσφύγει στην επιλογή τους – ειδικότερα όταν δεν χρειάζεται κάμερες υψηλής ανάλυσης. Καλύτερα να επιλέξει μία κάμερα από μία αξιόπιστη εταιρεία, ακόμα και αν είναι χαμηλότερης ανάλυσης.
¶λλες δύο επιπτώσεις των καμερών υψηλής ανάλυσης που αυξάνουν σημαντικά το έμμεσο κόστος λειτουργίας τους είναι το υψηλότερο bandwidth που απαιτούν, καθώς και οι μεγαλύτερες αποθηκευτικές ανάγκες για τα αρχεία που δημιουργούν.
Οι εικόνες υψηλότερης ανάλυσης είναι φυσικό να δημιουργούν και ψηφιακά αρχεία πολύ μεγαλύτερου μεγέθους. Αυτά τα αρχεία για να διακινηθούν και να αποθηκευτούν απαιτούν την ύπαρξη ισχυρότερων υπολογιστικών συστημάτων (δίσκοι, routers, servers). Η αύξηση στις απαιτήσεις της υποδομής προκαλεί με τη σειρά της αύξηση στις καταναλώσεις ενέργειας, τόσο από αυτά καθαυτά τα μηχανήματα αλλά και από την απαίτηση για ύπαρξη μεγαλύτερων κλιματιστικών μονάδων. Παράλληλα διογκώνονται και οι απαιτήσεις για προμήθεια ισχυρότερων υποστηρικτικών συστημάτων, όπως συστημάτων αδιάλειπτης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας (UPS) ή γεννητριών. Όλα αυτά ίσως ακούγονται υπερβολικά, αλλά είναι γεγονός ότι η υπερδιαστασιολόγηση των αναγκών οδηγεί σε καταστάσεις που αυξάνουν τα κόστη, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος για αυτό.
Όταν και όπου χρειάζονται
Κάμερες λοιπόν υψηλής ανάλυσης πρέπει να τοποθετούνται σε εφαρμογές όπου όντως χρειάζεται. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει οι χρήστες να παρασύρονται από τις ολοένα και πιο χαμηλές τιμές των μοντέλων και να στρέφονται προς αυτές – ειδικά όταν δεν τις χρειάζονται ή όταν προέρχονται από άγνωστους κατασκευαστές.
Επειδή ακόμα βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο είναι σίγουρο ότι μπορούν να συνυπάρξουν με επιτυχία όλες οι διαφορετικές κατηγορίες καμερών, αρκεί φυσικά να γίνεται σωστή διερεύνηση των απαιτήσεων κάθε εφαρμογής και ανάλογα να επιλέγεται η κάθε συσκευή. Η άκριτη ομαδοποίηση μπορεί να φαίνεται εύκολη, ίσως και πιο προσοδοφόρα για τους προμηθευτές, όμως μακροχρόνια θα έχει αρνητικά αποτελέσματα τόσο για αυτούς όσο φυσικά και για τους χρήστες. Λελογισμένες επιλογές βάσει τεχνικών χαρακτηριστικών και κόστους, οδηγούν σε καλύτερες λύσεις χωρίς να επιβαρύνεται το κόστος – και αυτό ειδικά στις ημέρες που διανύουμε έχει μεγάλη σημασία για τα οικονομικά επιτελεία των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μεγέθους.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ