IP συστήματα συναγερμού: Εξεζητημένη λύση ή μονόδρομος;
Πολλή συζήτηση έχει γίνει τα τελευταία χρόνια σχετικά με την επιρροή των IP δικτύων στα συστήματα ασφαλείας.
Γνώμη πολλών ειδικών είναι ότι το IP πρωτόκολλο είναι το μέλλον και τελικά, κάποια στιγμή όλα τα συστήματα θα βασίζουν τη λειτουργία τους πάνω σε αυτό.
Η ραγδαία ανάπτυξη των δικτύων ήταν λογικό να επηρεάσει και το χώρο της ασφάλειας και των διάφορων εφαρμογών της. Η πράξη μέχρι στιγμής έχει βέβαια αποδείξει ότι η διάδοση της IP τεχνολογίας προχωράει με διαφορετικούς ρυθμούς, ανάλογα με την κατηγορία συστημάτων στα οποία χρησιμοποιείται. Παραδείγματος χάρη, ενώ στις εφαρμογές CCTV οι ρυθμοί είναι αρκετά υψηλοί, στα συστήματα συναγερμού που θα αποτελέσουν και το αντικείμενο του συγκεκριμένου άρθρου, υπάρχει μια σχετική υστέρηση που έχει να κάνει τόσο με την κατάσταση των υφιστάμενων τηλεπικοινωνιακών δικτύων, όσο και με την εξοικείωση των εγκαταστατών αλλά και των τελικών χρηστών, με τα συστήματα συναγερμού μέσω IP. Βέβαια, εδώ πρέπει να γίνει μία απαραίτητη επισήμανση, ότι δηλαδή οι εξελίξεις στην Ελλάδα ακολουθούν με μια σχετική καθυστέρηση τα τεκταινόμενα στην ευρωπαϊκή και αμερικανική αγορά, καθώς οι ρυθμοί διάδοσης των νέων τεχνολογιών στην Ελλάδα είναι ακόμα πιο αργοί.
Οπότε, οι σχετικές επιφυλάξεις που παρουσιάζονται σε άλλες χώρες σχετικά με την υιοθέτηση νέων συστημάτων, μεγεθύνονται ακόμα περισσότερο στη χώρα μας. Όταν οι εγκαταστάτες σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, όπως η Αγγλία – που σαφώς είναι πιο εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες και πιο κοντά στα κέντρα εξελίξεων, ενώ και στις χώρες τους τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα είναι πολύ πιο εξελιγμένα – παρουσιάζουν μια διστακτικότητα σχετικά με την επιλογή των ΙP συστημάτων, είναι εύλογο οι Έλληνες τεχνικοί να είναι ακόμα πιο επιφυλακτικοί. Τόσο διότι σε κάποιο βαθμό δεν διαθέτουν την ανάλογη εξοικείωση με νέες τεχνολογίες – αυτό τείνει να εκλείψει βέβαια, καθώς πλέον η απόκτηση των γνώσεων είναι πολύ ευκολότερη – αλλά και διότι η κατάσταση των υποδομών δεν επιτρέπει ακόμα την ενσωμάτωση σε μεγάλο βαθμό των IP δικτύων. Το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο αποτελείται ακόμα σε πολύ μεγάλο ποσοστό από καλώδια χαλκού, όταν σε άλλες χώρες του Δυτικού κόσμου εξελίσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς η αντικατάσταση των καλωδίων χαλκού με οπτικές ίνες. Όλα αυτά τα θέματα είναι προφανές ότι δημιουργούν προβληματισμούς σχετικά με το αν ήρθε το πέρασμα του χρόνου για τη μετάβαση στα IP συστήματα συναγερμού. Για να θέσουμε όμως το θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις, είναι απαραίτητο να διασαφηνίσουμε ότι αρκετές από τις επιφυλάξεις έχουν ρεαλιστική βάση και δεν αποτελούν προκαταλήψεις των τεχνικών.
Βέβαια, πάντα σε περιπτώσεις εισαγωγής νέων τεχνολογιών, οφείλουμε να εξετάζουμε το ζήτημα από τη θετική πλευρά και να βλέπουμε τι μπορούμε να κερδίσουμε από τη χρήση τους και σε τι κατηγορίες χρηστών μπορούν όντως να φανούν χρήσιμες. Διότι, σε αντίθετη περίπτωση, αν δίναμε έμφαση στις δυσκολίες και στα προβλήματα που προκύπτουν σε κάθε τέτοια περίπτωση, τότε δεν θα υπήρχε καμία εξέλιξη των συστημάτων.
Βασικές αλήθειες
Όπως σε όλες τις νέες τεχνολογίες, έτσι και σε αυτή υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που ακόμα αποτελούν αντικείμενο διένεξης ανάμεσα στους υποστηρικτές και σε εκείνους που εναντιώνονται. Για τα συστήματα συναγερμού IP, λοιπόν, έχουν προκύψει ορισμένα θέματα που ακόμα είναι νεφελώδη. Καταρχήν, αναφερόμενοι σε συστήματα συναγερμού IP, υπάρχουν δύο είδη διαφορετικών εφαρμογών που λειτουργούν σε δικτυακό περιβάλλον. Μία κατηγορία εφαρμογών είναι τα συστήματα συναγερμού που λειτουργούν μέσω τηλεφωνίας VoIP (Voice Over Internet Protocol). Σε όλη την Ευρώπη είμαστε θεατές μιας κατάστασης, στην οποία οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι μετασχηματίζουν τις υπηρεσίες τους και επιλέγουν τη χρήση IP δικτύων για την παροχή των υπηρεσιών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Ιδιαίτερα σε αυτήν τη μέθοδο καταφεύγουν οι εναλλακτικές εταιρείες τηλεφωνίας, που εμφανίζονται στο προσκήνιο με σκοπό να ανταγωνιστούν τους υφιστάμενους μεγάλους τηλεπικοινωνιακούς Ομίλους. Αυτό, διότι τα συστήματα VoIP παρουσιάζουν μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα, που έχουν να κάνουν κυρίως με το κόστος εγκατάστασης αλλά και με τη δυνατότητα παροχής νέων υπηρεσιών, όπως τηλεοπτικών καναλιών, υπηρεσιών πληροφόρησης και άλλων interactive υπηρεσιών. Ήδη και στην ελληνική αγορά έχουν κάνει έντονη την παρουσία τους τηλεπικοινωνιακές εταιρείες με μεγάλο όγκο διαφημιστικών μηνυμάτων, οι οποίες, εκμεταλλευόμενες τα πλεονεκτήματα αυτά, θέλουν να αποκτήσουν ένα μερίδιο στην αγορά σταθερής τηλεφωνίας.
Το θέμα που προκύπτει όμως, είναι ότι ακριβώς αυτή η μετάβαση επιφέρει και αρκετές αλλαγές στη χρήση των συστημάτων συναγερμού, που βασίζονταν μέχρι σήμερα στη συμβατική τηλεφωνία τύπου PSTN. Τα νέα δίκτυα VoIP λειτουργούν διαφορετικά, στην προσπάθειά τους να εξομοιώσουν τις παλιές υπηρεσίες PSTN μέσω IP δικτύων. Τα IP δίκτυα που χρησιμοποιούνται στη VoIP τηλεφωνία, θεωρούν ότι όλες οι μεταδιδόμενες πληροφορίες είναι απλές ακουστικές συνδιαλέξεις και επομένως, οποιαδήποτε μικρή ανωμαλία στη μετάδοσή τους, δεν προκαλεί σοβαρά προβλήματα. Παραδείγματος χάρη, ένα μικρό πρόβλημα στη μετάδοση ενός σήματος μπορεί σε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη να ακούγεται σαν ένας μικρός θόρυβος, αλλά παρόλα αυτά η επικοινωνία να είναι εφικτή. Όμως οι πίνακες συναγερμού, όπως όλα τα ψηφιακά μηχανήματα, δεν έχουν την ίδια δυνατότητα και οι δέκτες συναγερμού δεν είναι τόσο ανεκτικοί στην εμφάνιση προβλημάτων κατά τη διάρκεια της μετάδοσης των σημάτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε πιθανή εμφάνιση δυσλειτουργιών. ¶λλωστε, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι τα συστήματα συναγερμού λειτουργούν με την ίδια τεχνολογία, εκείνη των σημάτων DTMF, για παραπάνω από 20 χρόνια και μια ξαφνική αλλαγή σε περιβάλλον δικτύου IP είναι πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα.
Μέχρι σήμερα λοιπόν – και με τη χρήση των υφιστάμενων δικτύων τύπου PSTN και ISDN για τη μετάδοση των σημάτων των συστημάτων συναγερμού – ό,τι γινόταν από τη μία πλευρά, εκείνη του πομπού, αναμεταδιδόταν ακριβώς στο δέκτη, χωρίς καμία καθυστέρηση ή παρεμβολή. Αυτή η τεχνική λοιπόν χρησιμοποιούνταν για αρκετά χρόνια, με ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα και υψηλά ποσοστά αξιοπιστίας. Όμως αυτό οφειλόταν κατά μεγάλο ποσοστό στο γεγονός ότι οι συμβατικοί δέκτες περίμεναν σήματα με παλμούς συγκεκριμένης διαμόρφωσης. Πλέον, κατά τη μετατροπή των σημάτων από αναλογικά σε ψηφιακά και το αντίστροφο, όπως απαιτείται στην τηλεφωνία VoIP, είναι πιθανό να υπάρχουν παρεμβολές στη διαμόρφωση του παλμού, με αποτέλεσμα την παραμόρφωση του σήματος. Αυτό έχει δείξει και η εμπειρία από τη χρήση παρόμοιων συστημάτων, όπου δέκτες έχουν απορρίψει κλήσεις που έχουν σταλθεί μέσω δικτύων VoIP, λόγω ακριβώς αυτών των παρεμβολών στη διαμόρφωση του σήματος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε κλήση δεν θα γίνεται αποδεκτή, αλλά η πιθανότητα να συμβεί κάτι παρόμοιο είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στα συμβατικά δίκτυα τύπου PSTN. Όμως, το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ένα. Σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και οι μεγάλοι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι έχουν ξεκινήσει μεγάλα προγράμματα χρήσης της τηλεφωνίας VoIP. Δηλαδή, αντί να εθελοτυφλούμε μπροστά σε αυτό το γεγονός. το καλύτερο είναι να προσαρμοστούμε και να δούμε πώς εντέλει μπορούν τα συστήματα συναγερμού να λειτουργήσουν αξιόπιστα και ικανοποιητικά, με τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Ταχύτητα μετάδοσης
Δεν αμφισβητεί κανείς ότι η ψηφιακή μετάδοση των σημάτων, όπως εν προκειμένω γίνεται μέσα στα IP δίκτυα, είναι ταχύτερη από εκείνη της αναλογικής. Όμως, για να φτάσει γρηγορότερα ένα σήμα στον προορισμό του, δεν αποτελεί η ταχύτητα τη μόνη παράμετρο – είναι επίσης και η διαδρομή που ακολουθεί το σήμα. Μπορεί δηλαδή να μεταδίδεται γρηγορότερα, αλλά έχοντας να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση, να φτάσει αργότερα στο τελικό σημείο λήψης. Εδώ λοιπόν προκύπτει ένα θέμα όσον αφορά την ασφάλεια, που είναι και το ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση. Οι περισσότερες IP εφαρμογές δεν ελέγχουν ολόκληρη τη διαδρομή που θα διανύσει το σήμα για να φτάσει στο δέκτη. Το σήμα συναγερμού ξεκινάει από ένα αρχικό router που βρίσκεται εγκατεστημένο στον πίνακα ελέγχου και στη συνέχεια διανύει μια διαδρομή μέσω άλλων servers, που πιθανώς να είναι και διαφορετικοί κάθε φορά, για να τερματίσει στο router που βρίσκεται εγκατεστημένος και ο δέκτης. Σε αντίθεση λοιπόν με τις απλές τηλεφωνικές γραμμές όπου η αρχιτεκτονική είναι απλή και η διαδρομή είναι σταθερή μεταξύ δύο προκαθορισμένων σημείων, στα IP δίκτυα τα μόνα σταθερά είναι το αρχικό και το τελικό σημείο, που καθορίζονται από τις IP διευθύνσεις, αλλά η διαδρομή είναι μεταβλητή μέσα σε ένα ανοιχτό δικτυακό περιβάλλον. Η διαφοροποίηση με τις άλλες μορφές πληροφορίας που διακινούνται μέσω IP δικτύων, όπως τα e-mails, οι ιστοσελίδες, οι online οικονομικές συναλλαγές κ.λπ., είναι ότι στα συστήματα συναγερμού είναι καίριας σημασίας τόσο η ταχύτητα όσο και ο χρόνος μέσα στον οποίο θα φτάσει το σήμα στον προορισμό του. Ο λόγος είναι απλός και προφανής, ακόμα και σε ανθρώπους που δεν διαθέτουν ιδιαίτερη εξοικείωση με τα τεχνικά θέματα. Το σύστημα δεν μπορεί να διακρίνει τη σημασία ενός μηνύματος και μεταχειρίζεται όλα τα μηνύματα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο – είτε πρόκειται για μια απλή και ακίνδυνη πτώση τάσης είτε για έναν πραγματικό συναγερμό. Οπότε, σε περιπτώσεις διάρρηξης υπάρχουν διαθέσιμα λίγα λεπτά (ίσως και δευτερόλεπτα) πριν ο συναγερμός παραβιασθεί από τους διαρρήκτες και καταστεί άχρηστος. Στην περίπτωση λοιπόν όπου τα σήματα καθυστερήσουν να φτάσουν στον προορισμό τους, ώστε στη συνέχεια να μπορέσουν να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί αντίδρασης, τότε οι εγκαταστάσεις θα είναι ευάλωτες και χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής προστασίας. Αυτό είναι ένα από τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι IP συναγερμοί, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε εκείνους που λειτουργούν μέσω δικτύων VoIP, των οποίων το περιβάλλον είναι πιο ανοιχτό.
Βέβαια υπάρχει και η άλλη κατηγορία εφαρμογών IP συναγερμών, που λειτουργούν μέσω των εταιρικών δικτύων – είτε WAN (όταν πρόκειται για εγκαταστάσεις του Οργανισμού που δεν βρίσκονται στην ίδια τοποθεσία και συνήθως είναι η πιο διαδεδομένη περίπτωση) είτε LAN όταν πρόκειται για δίκτυα μικρότερης εμβέλειας. Εδώ πλέον πρόκειται για μεγάλες επιχειρήσεις, που ήδη διαθέτουν δικτυακή υποδομή και επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τα δίκτυά τους και για την αποστολή των σημάτων συναγερμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι τράπεζες, που διαθέτουν πληθώρα καταστημάτων και κτιρίων, στα οποία στεγάζουν διάφορες υπηρεσίες τους. Αποτελούν δε χαρακτηριστικό δείγμα Οργανισμών με εκτεταμένα δίκτυα πληροφορικής, λόγω της φύσης των εργασιών τους. Οπότε είναι λογικό να στραφούν σε λύσεις, με τις οποίες θα μπορούν να στέλνουν τα σήματα συναγερμού από τους επιμέρους πίνακες στο control room τους, μέσω των δικτύων IP που διαθέτουν. Εδώ, το περιβάλλον μέσω του οποίου μετακινούνται τα σήματα είναι πιο κλειστό, καθώς δεν εμπλέκονται εξωτερικοί servers, αλλά η μεταφορά της πληροφορίας γίνεται μέσα στο εταιρικό δίκτυο. Πρόκειται λοιπόν για αρχιτεκτονική δικτύου, εν μέρει διαφοροποιημένη από το VoIP, καθώς υπάρχει σαφέστατα καλύτερος έλεγχος της διακίνησης της πληροφορίας και δυνατότητα διόρθωσης πιθανών λαθών στην αποστολή και λήψη (fully error-corrected end -to end) μέσω των ενδιάμεσων router. Το κυριότερο δε, είναι ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, όταν πρόκειται για δίκτυα αυτού του μεγέθους υπάρχει και οργανωμένο IT τμήμα που ασχολείται με τον έλεγχο της κατάστασής του, έχει γνώση όλων των ιδιομορφιών του και μπορεί να επεμβαίνει είτε προληπτικά είτε κατασταλτικά, σε περίπτωση έκτακτου περιστατικού ή βλάβης. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση προκύπτουν ερωτηματικά σχετικά με τη σωστή ανάπτυξη και απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος. Καταρχήν, σε Οργανισμούς αυτού του μεγέθους, τα τμήματα ηλεκτρονικής ασφάλειας που ασχολούνται με τους συναγερμούς και τα τμήματα πληροφορικής που έχουν την ευθύνη λειτουργίας και ανάπτυξης των εταιρικών δικτύων, είναι εντελώς διαφορετικά. Αλλά, για να λειτουργήσει το σύστημα θα πρέπει να πέσουν τα στεγανά μεταξύ των δύο τμημάτων και να υπάρξει όσο το δυνατόν καλύτερη συνεργασία μεταξύ τους. Επίσης, οι εγκαταστάτες των συναγερμών – που μέχρι τότε συνεργάζονταν μόνο με το τμήμα ηλεκτρονικής ασφάλειας – οφείλουν πλέον να έρθουν σε επαφή και με τους ανθρώπους της πληροφορικής και να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας του συγκεκριμένου δικτύου, ώστε το σύστημα συναγερμού να εγκατασταθεί και να παραμετροποιηθεί σωστά. ΄΄Εκ των ων ουκ άνευ΄΄ θεωρείται το γεγονός κατά το οποίο η εταιρεία που αναλαμβάνει την εγκατάσταση, επανδρώνεται όχι μόνο από ηλεκτρονικούς με εξειδίκευση στους συναγερμούς, αλλά που να έχουν ταυτόχρονα και γνώση των IP δικτύων, ώστε να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τις διάφορες ιδιαιτερότητες και να μπορούν να χειριστούν τα θέματα και τα προβλήματα που προκύπτουν. Παρότι λοιπόν αναφερόμαστε σε Οργανισμούς που διαθέτουν την απαραίτητη δικτυακή υποδομή και το εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, διαπιστώνουμε και πάλι ότι η μετάβαση στους συναγερμούς IP δεν είναι μια απλή διαδικασία και δεν εξαρτάται μόνο από τις καλές προθέσεις των εμπλεκόμενων, αλλά απαιτεί εργασία και διάθεση προκειμένου να αντιμετωπιστούν όλες οι ενδεχόμενες δυσκολίες. Ακόμα και σε αυτό το επίπεδο όπου υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για τη γρηγορότερη διάδοση των IP συναγερμών, δεν παύουν να υπάρχουν επιφυλάξεις που προέρχονται από τους ανθρώπους οι οποίοι χειρίζονται αυτά τα θέματα και άλλοτε έχουν δίκιο – όμως αρκετές φορές είναι προσκολλημένοι σε έναν τρόπο εργασίας και είναι δύσκολο να τον αλλάξουν. Το μεγαλύτερο πρόβλημα των υπεύθυνων ηλεκτρονικής ασφάλειας και η δικαιολογημένη επιφύλαξή τους σχετικά με τα συστήματα συναγερμού που βασίζονται στα IP δίκτυα, είναι τι γίνεται σε περίπτωση όπου καταρρέει για κάποιο λόγο το δίκτυο (διακοπή παροχής ρεύματος, αύξηση θερμοκρασίας στο computer room κ.λπ.). Τότε όντως υπάρχει πρόβλημα και κρίνεται απαραίτητο να αποφασίσουμε τι θεωρούμε πιο ασφαλές, την απλή τηλεφωνική γραμμή του τηλεπικοινωνιακού πάροχου ή τη δικτυακή υποδομή του Οργανισμού μας; Επειδή άλλωστε τα δίκτυα σε αυτούς τους Οργανισμούς επιτελούν σημαντικότατο ρόλο και λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, επί 7 ημέρες την εβδομάδα (24×7), υπάρχουν μηχανισμοί που εμποδίζουν την ξαφνική διακοπή λειτουργίας τους (εφεδρικές παροχές, συστήματα UPS, εναλλακτικοί τρόποι κλιματισμού του μηχανογραφικού κέντρου), με αποτέλεσμα, ενδεχόμενη κατάρρευσή τους να έχει πολύ μικρό βαθμό πιθανότητας. Όταν συμβεί μία παρόμοια κατάσταση, τότε θα πρόκειται για έκτακτη κατάσταση και θα υπάρχει άμεση ενεργοποίηση όλων των εμπλεκόμενων, προκειμένου να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία. Όμως, όπως και να έχει, αυτό είναι ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να αξιολογηθεί από τους αρμόδιους, πριν αποφασίσουν να επιλέξουν ένα IP σύστημα.
IP και νέα πρότυπα συναγερμού
¶λλο ένα στοιχείο που πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά τη μετάβαση στα συστήματα συναγερμού ΙP, είναι η λειτουργία τους στο πλαίσιο που ορίζουν τα νέα Ευρωπαϊκά πρότυπα συναγερμού (50131-1:2004). Εκτενής ανάλυση για τις προδιαγραφές που επιβάλλουν τα συγκεκριμένα πρότυπα, έχει γίνει σε προηγούμενο τεύχος του Security Manager. Το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι διαχωρίζουν τις εγκαταστάσεις σε κατηγορίες ανάλογα με την επικινδυνότητά τους, που προκύπτει ύστερα από μια συγκεκριμένη διαδικασία αξιολόγησης. Ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητας (υπάρχουν τέσσερις βασικές κατηγορίες) θα πρέπει η εγκατάσταση να εξοπλίζεται με το αντίστοιχο σύστημα συναγερμού, το οποίο και αυτό είναι βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών. Πλέον όμως αλλάζει η θεώρηση υπό την οποία γίνεται η πιστοποίηση των συστημάτων συναγερμού, καθώς τώρα, μέρος του συστήματος αποτελούν και οι συσκευές του δικτύου IP, μέσω του οποίου γίνεται η διασύνδεση του πίνακα της εγκατάστασης με το κέντρο λήψης συναγερμών (όπως παραδείγματος χάρη οι routers που μεσολαβούν). Συνήθως όμως, οι routers αποτελούν προμήθεια από ανεξάρτητους προμηθευτές που δραστηριοποιούνται στην αγορά πληροφορικής και ως εκ τούτου είναι πιθανό να μην έχουν υποβληθεί στη διαδικασία ελέγχου που επιβάλλουν τα νέα πρότυπα. Οπότε, είναι πιθανό να έχουμε ένα σύστημα συναγερμού συμβατό με το ΕΝ 50131-1, αλλά οι ασφαλιστικές εταιρείες θα ζητήσουν να πιστοποιηθεί και ο δίαυλος επικοινωνίας. Καθώς τόσο η χρήση των IP συστημάτων όσο και η εισαγωγή των προτύπων βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο, υπάρχουν πολλά θέματα που δεν έχουν αποσαφηνισθεί ακόμα πλήρως. Φανταστείτε λοιπόν την περίπτωση, μια μεγάλη εγκατάσταση να εξοπλισθεί με ένα σύστημα συναγερμού IP (με το ανάλογο κόστος) και στη συνέχεια οι επιθεωρητές της ασφαλιστικής εταιρείας να ζητούν επιπρόσθετα μέτρα προκειμένου το σύστημα να είναι συμβατό με το EN 50131-1, ώστε να είναι δυνατή η ασφάλιση των συγκεκριμένων κτιριακών εγκαταστάσεων.
Οι εξελίξεις
Φυσικά, όλα τα ανωτέρω αποτελούν επιφυλάξεις που είναι απαραίτητο να τις γνωρίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι, αλλά δεν αποτελούν και τροχοπέδη στην περαιτέρω διάδοση των IP συστημάτων συναγερμού. Τα πλεονεκτήματά τους, στην περίπτωση βέβαια που αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά και τα παραπάνω θέματα, είναι αρκετά. Το πλέον σημαντικό είναι η ευελιξία τους και η δυνατότητα συνύπαρξής τους με άλλα συστήματα ασφαλείας, όπως το CCTV. Δηλαδή, μέσω ενός ενιαίου δικτύου θα μπορεί να ενεργοποιείται ο συναγερμός και παράλληλα οι κάμερες του CCTV να εστιάζουν στο σημείο αυτό, ώστε οι υπεύθυνοι ασφαλείας να σχηματίζουν αμέσως εικόνα για το τι συμβαίνει. Παράλληλα, θα μπορεί να ενεργοποιείται και το access control, ώστε να μπλοκάρουν οι θύρες που οδηγούν σε αυτόν το χώρο. Αυτές οι κοινές δυνατότητες είναι πολύ πιο εύκολο να υλοποιηθούν μέσα σε ένα ενιαίο λειτουργικό περιβάλλον, στο οποίο μπορούν να μας οδηγήσουν τα IP δίκτυα. Επίσης, θα είναι πιο εύκολος και ο εξ αποστάσεως έλεγχος του συστήματος, καθώς και οι αλλαγές στην παραμετροποίησή του. Θα αποφευχθούν δηλαδή περιστατικά, όπου ειδικά σε μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων όπως τα τραπεζικά υποκαταστήματα ή τα super markets, σε περίπτωση προβλήματος κάθεται μπροστά από το πάνελ ένας υπάλληλος του καταστήματος και προσπαθεί μέσω τηλεφώνου να συνεννοηθεί με τον υπεύθυνο ηλεκτρονικής ασφάλειας. Κάθε αλλαγή θα γίνεται εύκολα από ένα κεντρικό σημείο, μέσω ενός υπολογιστή, από εξειδικευμένους τεχνικούς, ώστε να αποφεύγονται πιθανά λάθη που μπορεί να οδηγήσουν και σε κενά ασφαλείας.
Οπότε, διαφαίνεται ότι αν και οι συναγερμοί IP έχουν σήμερα ελάχιστο μερίδιο στην αγορά – ακόμα και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο – είναι απαραίτητη η εξοικείωση με αυτήν την τεχνολογία. Διότι αυτό το επιβάλλουν οι εξελίξεις και μάλιστα οι εξελίξεις όχι στον κλάδο των συστημάτων ασφαλείας, αλλά στον τηλεπικοινωνιακό κλάδο. Όπως γνωρίζουμε, βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου τα στεγανά μεταξύ διαφορετικών χώρων έχουν πέσει. Τι θα γίνει σε λίγα χρόνια από τώρα, όταν ίσως η πλειοψηφία των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων θα γίνεται μέσω VoIP; Θα επιμένουμε ακόμα σε συστήματα παλιότερης γενιάς, με όλα τα πιθανά προβλήματα – ή θα είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε συστήματα τύπου IP; Αν και με τις τεχνολογικές εξελίξεις δεν είναι σοφό να κάνεις προβλέψεις, σήμερα όπως όλα δείχνουν – και κυρίως για λόγους κόστους – όλοι οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι έχουν ξεκινήσει να προτιμούν εφαρμογές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μέσω Internet, με μόνη αδιευκρίνιστη παράμετρο το χρόνο που θα απαιτηθεί για την πλήρη μετάβαση.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ