Integration vs Interoperability: Δύο λέξεις κλειδιά στη σύγχρονη ασφάλεια
Ενοποίηση συστημάτων και διαλειτουργικότητα είναι δύο από τους όρους που επαναλαμβάνονται συνέχεια τα τελευταία χρόνια από ανθρώπους και εταιρείες των συστημάτων ασφάλειας, θέλοντας να αναδείξουν τα θετικά σημεία των λύσεων που προτείνουν.
Οι έννοιες που σχετίζονται με τη σύγκλιση, την ενοποίηση και τη διαλειτουργικότητα δεν ξεκίνησαν από τη βιομηχανία των συστημάτων ασφαλείας. Πολύ πριν και από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας είχε τεθεί – με ιδιαίτερη ένταση μάλιστα – η επονομαζόμενη σύγκλιση της πληροφορικής με τις τηλεπικοινωνίες.
Τώρα πλέον αυτές οι έννοιες έχουν διαχυθεί και σε άλλους ειδικότερους κλάδους, όπως στον κλάδο των συστημάτων ασφαλείας και αποτελούν μάλιστα ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα προβολής των εταιρειών προκειμένου να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Στο πλαίσιο της επιχειρούμενης σύγκλισης, τονίζουν το πόσο διαλειτουργικά είναι τα μοντέλα που διαθέτουν και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ενοποιημένες εφαρμογές συστημάτων ασφάλειας.
Εδώ όμως καραδοκεί μια σύγχυση μεταξύ των όρων ενοποίηση (integration) και διαλειτουργικότητα (interoperability).
Στην πραγματικότητα, η διαλειτουργικότητα και η σύγκλιση είναι δύο έννοιες διαφορετικές και δεν θα έπρεπε να ταυτίζονται ακόμα και από έμπειρα στελέχη του χώρου της ασφάλειας.
Αυτή η σύγχυση ξεκίνησε από την ξαφνική διείσδυση των δικτύων IP στη διασύνδεση των συστημάτων ασφάλειας και της ψηφιακής τεχνολογίας. Ξαφνικά τα στελέχη αλλά και οι εγκαταστάτες του χώρου βρέθηκαν από τα αναλογικά συστήματα – όπου η επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων συσκευών ήταν περιορισμένη, καθώς υπήρχαν σαφή όρια τόσο από τους κατασκευαστές – στις δικτυακές εφαρμογές με υποτιθέμενη "απεριόριστη" δυνατότητα διασύνδεσης. Η χρήση των εισαγωγικών γίνεται γιατί αυτό μπορεί να υπόσχεται μεν η IP τεχνολογία σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά στην πράξη απέχουμε ακόμα αρκετά από αυτό το σημείο.
Ποιες οι διαφορές;
Ενοποίηση συστημάτων και τεχνολογιών ορίζεται η κατάσταση όπου όλες οι εφαρμογές εργάζονται μαζί, με πλήρη λειτουργικότητα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενοποιημένων εφαρμογών είναι το λογισμικό ενός υπολογιστή, όπου όχι μόνο είναι εφικτή η συνεργασία μεταξύ διαφορετικών προγραμμάτων, αλλά η συμβατότητα αυτή επεκτείνεται σε μελλοντικές αλλά και στις προγενέστερες εκδόσεις αυτών.
Σε αντίθεση, η διαλειτουργικότητα ουσιαστικά αποτυπώνει μια πιο συγκεκριμένη σχέση συνεργασίας μεταξύ δύο διαφορετικών συσκευών. Δηλαδή ενώ ένα σύνολο διαλειτουργικών συστημάτων θα λειτουργούν και θα συνεργάζονται πλήρως σε μια δεδομένη κατάσταση, όταν αυτή η κατάσταση αλλάξει έστω και για ένα από αυτά τα συστήματα τότε είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί αυτή η συμβατότητα.
Θέτοντάς το απλούστερα, τα διαλειτουργικά συστήματα λειτουργούν απρόσκοπτα στο παρόν, ενώ τα ενοποιημένα συστήματα είναι πλήρως συμβατά και στο μέλλον.
Οι κατασκευαστές βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε και στην αρχή του άρθρου, έχουν και το δικό τους μερίδιο ευθύνης σε αυτήν τη σύγχυση. Παραδείγματος χάρη, η πρακτική πολλών από αυτούς να αναπτύσσουν Software Development Kits για προϊόντα τρίτων (Third parties) χαρακτηρίζεται ως μια κίνηση που ενισχύει την ενοποίηση των συστημάτων. Εντούτοις απέχει πολύ από αυτό που ο αρχικός ορισμός της ενοποίησης υπονοεί. Έστω ότι ένα προϊόν εργάζεται με μια συσκευή τρίτου κατασκευαστή μέσω ενός SDK. Εάν το προϊόν αναβαθμιστεί για κάποιο λόγο από τον κατασκευαστή του, τότε είναι λογικό και ο προμηθευτής του SKD να διαθέσει μια αναβαθμισμένη έκδοσή του, προκειμένου να μπορεί να συνεχιστεί η συνεργασία των δύο συσκευών. Όμως το διάστημα που θα μεσολαβήσει για την παρουσίαση της νέας έκδοσης του SDK μπορεί να είναι σημαντικό και σε αυτό το διάστημα μπορεί οι συσκευές να μην είναι συμβατές μεταξύ τους. Αυτή είναι μια σημαντική διαφορά μεταξύ ενός ενοποιημένου και ενός διαλειτουργικού συστήματος.
Μια σημαντική και ενδιαφέρουσα πτυχή της συζήτησης για την ερμηνεία των όρων ενοποίηση και διαλειτουργικότητα είναι η εμφάνιση και ανάπτυξη των ανοιχτών προτύπων. Πολλά από τα στελέχη του χώρου εκτιμούν ότι η συμβατότητα με πρότυπα όπως το PSIA και το ONVIF εξασφαλίζουν τη λειτουργία μιας συσκευής σε ένα ενοποιημένο σύστημα. Αυτό είναι μεν αληθές μέχρι ένα σημείο, αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι τα συστήματα που συνεργάζονται σε αυτές τις πλατφόρμες λειτουργούν μεν αλλά με μια περιορισμένη λειτουργικότητα και οι χρήστες έχουν πρόσβαση σε κάποιες βασικές λειτουργίες και όχι σε όλο το σύνολο των δυνατοτήτων των επιμέρους συστημάτων.
Αντιλαμβάνοντας τις διαφορές
Πολλοί βέβαια θα αναρωτηθούν προς τι η τόση σημασία μεταξύ της διαφοράς αυτών των δύο εννοιών. Για μικρές επιχειρήσεις οι οποίες δεν διαθέτουν εκτεταμένα συστήματα ασφαλείας – και ως εκ τούτου το κόστος αναβάθμισής τους δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό – πράγματι ίσως έχει μικρή σημασία η διαφοροποίηση μεταξύ της διαλειτουργικότητας και της ενοποίησης. Όμως για επιχειρήσεις μεσαίου ή και μεγάλου μεγέθους, για κρατικούς Οργανισμούς και για κρίσιμες εγκαταστάσεις υποδομής, η κατανόηση των διαφορών είναι σημαντική, καθώς και το κόστος μετάβασης σε νέες τεχνολογίες ή το κόστος προσαρμογής διαφορετικών τεχνολογικών αυξάνεται και αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τους οικονομικούς δείκτες του Οργανισμού. Επιπλέον οι μεγάλες εγκαταστάσεις είναι πιο πιθανό να διαθέτουν και να λειτουργούν διάφορα ξεχωριστά υποσυστήματα ασφάλειας, τα οποία όμως είναι επιθυμητό να συνεργάζονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Εδώ πλέον υπεισέρχονται και πρακτικά θέματα, που όμως και αυτά έχουν τη δική τους σημασία. Δηλαδή, όταν χρησιμοποιούνται πλήρως ενοποιημένες εφαρμογές, τότε μπορούν να εγκαθίστανται σε ένα κεντρικό server, ενώ όταν οι εφαρμογές συνεργάζονται μεν αλλά σε επίπεδο διαλειτουργικότητας, τότε μπορεί να απαιτείται μεγαλύτερος αριθμός servers. Αυτό δεν αυξάνει μόνο το συνολικό κόστος αλλά και την πολυπλοκότητα των συστημάτων με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται αυτό, τόσο για τα τμήματα ασφάλειας όσο και πληροφορικής, που θα κληθούν να λειτουργήσουν αυτά τα συστήματα. Ο συνδυασμός αυξημένου βαθμού πολυπλοκότητας και μεγάλων συστημάτων δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αυξάνοντας το βαθμό δυσκολίας για τις εργασίες διαχείρισης και συντήρησης των συστημάτων.
Εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η σημασία της διαλειτουργικότητας. Σε μεσαίες και μικρές εφαρμογές όπου πρωτεύουσα σημασία παίζει το αρχικό κόστος, τα συστήματα που μπορούν να συνεργάζονται έστω και σε επίπεδο διαλειτουργικότητας μπορούν να δώσουν πολύ ικανοποιητικές λύσεις και σε ένα σχετικά προσιτό κόστος.
Τι προσφέρουν.
Τόσο η διαλειτουργικότητα όσο και η ενοποίηση έχουν αυτήν τη στιγμή τη θέση τους στην αγορά συστημάτων ασφαλείας. Αυτές οι δύο τάσεις μπορούν αναμφισβήτητα να προσφέρουν σημαντικά στοιχεία στην ευχρηστία αλλά και στις δυνατότητες των διαφόρων συστημάτων ασφαλείας. Αρκεί οι χρήστες να αντιληφθούν αυτήν τη διαφοροποίηση και να μην έχουν άδικες προσδοκίες από μια ολοκληρωμένη λύση που άλλα μπορεί να υπόσχεται και άλλα να προσφέρει. Η διαλειτουργικότητα είναι πολύ χρήσιμη σε εφαρμογές μικρού ή μεσαίου μεγέθους που χρειάζεται να λειτουργήσουν αμέσως και να είναι ανταποδοτικές στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Αντίθετα, η ενοποίηση έχει πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα και μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια ολοκληρωμένη εφαρμογή στην οποία δεν θα συνυπάρχουν μόνο συστήματα ασφαλείας αλλά και τα υπόλοιπα ηλεκτρομηχανολογικά συστήματα που ελέγχουν ένα κτίριο. Η επιλογή είναι πάντα στον τελικό χρήστη, ο οποίος όμως οφείλει να γνωρίζει τι σημαίνει στην πράξη η επιλογή της μίας ή άλλης προσέγγισης. Αυτήν την ενημέρωση μπορεί να τη λάβει μόνο από τον εγκαταστάτη ή το μελετητή, ο οποίος με τη σειρά του οφείλει να έχει κατανοήσει αυτές τις έννοιες ώστε να μπορεί να επεξηγήσει με σαφήνεια και απλότητα τι προσφέρει η κάθε μία.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ