Ηλεκτρονικές Κλειδαριές: Ανοίγοντας νέους δρόμους
Σε πολλές επαγγελματικές εφαρμογές, κυρίως, συναντάμε κλειδαριές όπου για τη χρήση τους δεν είναι πλέον απαραίτητο το κλειδί. Πρόκειται για τις ηλεκτρονικές κλειδαριές που ανοίγουν σταδιακά ένα νέο πεδίο αγοράς στα συστήματα πρόσβασης. Σχετικά πρόσφατα μέσω του αστυνομικού δελτίου ενημερωθήκαμε ότι ένας από τους γνωστότερους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου χτυπήθηκε άγρια μέσα στο σπίτι του ενώ εργάζονταν στο γραφείο του και η οικογένειά του κοιμόταν στον πάνω όροφο. Δυστυχώς το περιστατικό αποτελεί μόνο ένα από τα πολλά που συμβαίνουν συνεχώς σε όλη την ελληνική επικράτεια και ειδικότερα στις μεγάλες πόλεις.
Μέσα σε λίγες δεκαετίες άλλαξαν εντελώς οι συσχετισμοί στην ελληνική κοινωνία. Από την εποχή όπου οι περισσότεροι συνήθιζαν να αφήνουν εντελώς ανοιχτά τα σπίτια ή τις επιχειρήσεις τους – ή απλώς να τα προστατεύουν με τη χρήση μιας απλής κλειδαριάς – έχουμε φτάσει στο σημείο να αναζητούνται όλο και πιο εξεζητημένοι τρόποι για την προστασία της περιουσίας αλλά και της σωματικής μας ακεραιότητας. Στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν οι κλειδαριές ασφαλείας με κλειδί τύπου χρηματοκιβωτίου, στη συνέχεια οι κλειδαριές τύπου κυλίνδρου με χρήση επιπρόσθετων δικλείδων ασφαλείας, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκαν και πολύπλοκα ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας (συναγερμοί, access control και CCTV). Οι μεγάλες επιχειρήσεις στρέφονται σαφώς προς τη δεύτερη επιλογή, καθώς καταρχήν έχουν την οικονομική δυνατότητα να επενδύσουν σε αυτές και κατά δεύτερον λόγω μεγέθους των εγκαταστάσεων που διαθέτουν, κάνουν και γρήγορη απόσβεση. Τι γίνεται όμως με μικρότερους χώρους όπως σπίτια, μικρά μαγαζιά ή ακόμα και μεμονωμένους χώρους, που μπορεί μεν να ανήκουν σε μεγάλους Οργανισμούς αλλά λόγω μεγέθους είναι ασύμφορη η εγκατάσταση ενός ολοκληρωμένου συστήματος ασφάλειας; Τη λύση έρχονται να δώσουν οι ηλεκτρονικές κλειδαριές που αποτελούν ένα επιτυχημένο συγκερασμό μεταξύ του παραδοσιακού τρόπου προστασίας ενός χώρου (δηλαδή τις μηχανικές κλειδαριές ανεξαρτήτως τεχνολογίας τους) και της ηλεκτρονικής τεχνολογίας.
Τεχνολογία
Οι ηλεκτρονικές κλειδαριές διαχωρίζονται σε πολλούς τύπους και σε διαφορετικά επίπεδα πολυπλοκότητας: ηλεκτρομαγνητικές, με ηλεκτρικό κυπρί, με ηλεκτρονικό κύλινδρο και ηλεκτρομηχανικές (με ηλεκτρικό μοτέρ).
Ίσως ο πιο διαδεδομένος τύπος είναι οι επονομαζόμενες ηλεκτρομαγνητικές κλειδαριές, γνωστές και ως μαγνητικές. Αποτελούνται από έναν ισχυρό ηλεκτρομαγνήτη που τοποθετείται στο πλαίσιο της πόρτας, ενώ ένας μαγνήτης αντίθετης πολικότητας τοποθετείται στην πόρτα. Όταν ο ηλεκτρομαγνήτης τροφοδοτείται με ρεύμα και η πόρτα είναι κλειστή, τότε τα δύο σώματα έλκονται, με αποτέλεσμα η πόρτα να μη μπορεί να ανοίξει. Το πλεονέκτημα αυτού του τύπου κλειδαριών είναι η ευκολία στην εγκατάσταση και η ανθεκτικότητά τους. Ένα μειονέκτημα είναι ότι μια μικρή αστοχία στην εγκατάσταση ή αμέλεια κατά τη συντήρηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία τους. Επίσης υπάρχει ένα θέμα όσον αφορά στη λειτουργία τους υπό καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως παραδείγματος χάρη σε πυρκαγιά, καθώς οι οδηγίες της πυροσβεστικής είναι ξεκάθαρες και δίνουν έμφαση στη δυνατότητα άμεσης διέλευσης από μία πόρτα με την απλή ώθησή της. Υπάρχουν επίσης οι κλειδαριές με ηλεκτρικό κυπρί που αντικαθιστούν ουσιαστικά τις συμβατικές κλειδαριές με τη γλώσσα κλειδαριάς και την ανάλογη υποδοχή στην κάσα της πόρτας. Είναι απλές στην εγκατάσταση, αλλά ορισμένες φορές απαιτούν κάποιες μικρές προσαρμογές στην κάσα. Το κυπρί εγκαθίσταται στην κάσα και αποτελείται από μία γλώσσα που συγκρατεί την πόρτα στη θέση της μέσω ενός ηλεκτρικού μηχανισμού. Μόλις δοθεί η ανάλογη εντολή από το χειριστήριο και σταλεί ρεύμα στο μηχανισμό, τότε η γλώσσα αφήνεται ελεύθερη και η πόρτα ανοίγει. Πάντως οι ηλεκτρομαγνητικές κλειδαριές θεωρούνται ως πιο αξιόπιστη λύση από τα ηλεκτρικά κυπριά, καθώς στα δεύτερα υπάρχει συνήθως ένα κενό μεταξύ του κυπριού και της γλώσσας της κλειδαριάς, μέσω του οποίου μπορεί κάποιος να επέμβει και να ανοίξει την πόρτα.
¶λλη μία κατηγορία ηλεκτρονικών κλειδαριών είναι εκείνη των ηλεκτρονικών κυλίνδρων. Αποτελούν ουσιαστικά ηλεκτρονικές εκδόσεις των συμβατικών μηχανικών κλειδαριών και χρησιμοποιούνται συχνά για τη μετατροπή των υφιστάμενων κλειδαριών σε ηλεκτρονικές. Ο κάθε κύλινδρος είναι μοναδικά ταυτοποιημένος και προγραμματισμένος με κωδικούς πρόσβασης, βάσει των οποίων φαίνεται ότι ανήκει σε ένα σύστημα.
Οι ηλεκτρομηχανικές κλειδαριές διαθέτουν ένα μικρό κινητήρα στο εσωτερικό τους – γι΄ αυτό ονομάζονται και κλειδαριές με ηλεκτρικό μοτέρ – το οποίο όταν ενεργοποιηθεί από έναν ηλεκτρικό παλμό αναλαμβάνει να κινήσει το μηχανισμό της κλειδαριάς και να απελευθερώσει την πόρτα. Αυτού του τύπου οι κλειδαριές τοποθετούνται σε θύρες υψηλής ασφάλειας καθώς δεν έχουν εξωτερικό πόμολο, ενώ διακρίνονται και για την ανθεκτικότητά τους καθώς έχουν πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται πολύ συχνά.
Μια ειδική κατηγορία ηλεκτρονικών κλειδαριών είναι αυτές που χρησιμοποιούνται σε θύρες εξόδου. Αυτές συνεργάζονται με τις μπάρες πανικού που τοποθετούνται στο εσωτερικό μέρος αυτών των θυρών και όταν κάποιος σπρώξει την πόρτα, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της κλειδαριάς και αφήνει ελεύθερη την πόρτα. Το μειονέκτημά τους είναι η πολυπλοκότητά τους που απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα στην εγκατάστασή αλλά και στη συντήρηση τους, ώστε να διασφαλίζεται η σωστή λειτουργία τους.
Έλεγχος των κλειδαριών
Ανεξάρτητα όμως από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μία ηλεκτρονική κλειδαριά, το κοινό σημείο τους είναι ότι απαιτείται ένας ηλεκτρικός παλμός προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός. Αυτός ο ηλεκτρικός παλμός δίνεται από το χειριστήριο της κλειδαριάς, που μπορεί να είναι ένα απλό μπουτόν, ένα πληκτρολόγιο για την εισαγωγή κωδικού, μία βιομετρική συσκευή αναγνώρισης, ένας καρταναγνώστης ή και ο συνδυασμός των ανωτέρω. Ο τρόπος ενεργοποίησης μιας κλειδαριάς – το interface με το χρήστη – δεν εξαρτάται από την αρχή λειτουργίας της. Μπορεί δηλαδή μία ηλεκτρομαγνητική κλειδαριά να έχει το ίδιο interface με μία κλειδαριά ηλεκτρικού κυπριού, χωρίς φυσικά να ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Οι συνδυασμοί που μπορούν να επιτευχθούν είναι πολλοί, εκείνο όμως στο οποίο επικεντρώνονται οι χρήστες είναι ο τρόπος ελέγχου και επικοινωνίας της κλειδαριάς και όχι πώς λειτουργεί εσωτερικά, καθώς αυτό απασχολεί περισσότερο τους εγκαταστάτες.
Ο συνηθέστερος τρόπος ελέγχου μιας κλειδαριάς είναι με χρήση ενός πληκτρολόγιου στο οποίο εισάγει ο χρήστης τον κωδικό ή με χρήση μιας κάρτας ελέγχου όπως αυτή που χρησιμοποιούμε στα μεγάλα συστήματα ελέγχου πρόσβασης. Ο πιο εξεζητημένος τρόπος, αλλά και αυτός που προσφέρει την περισσότερη ασφάλεια είναι ένα σύστημα βιομετρικής αναγνώρισης, στο οποίο ο χρήστης εκθέτει κάποιο βιομετρικό του χαρακτηριστικό και – αναλόγως αν έχει τα απαραίτητα δικαιώματα πρόσβασης – η κλειδαριά ανοίγει.
Ενσωμάτωση
Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η συνεργασία των ηλεκτρονικών κλειδαριών με τα άλλα συστήματα ασφαλείας. Στην περίπτωση όπου υπάρχει ένα μεγαλύτερο σύστημα ελέγχου πρόσβασης, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνει εφικτή η συνεργασία των δύο συστημάτων. Κάτι που συχνά δεν είναι εύκολο και πολλές φορές το κόστος υλοποίησης ή ο βαθμός πολυπλοκότητας το καθιστούν απαγορευτικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που συχνά αντιμετωπίζουν οι εγκαταστάτες είναι η συνεργασία ενός συστήματος θυροτηλεόρασης που λειτουργεί με ηλεκτρικό κυπρί, με ένα σύστημα ελέγχου πρόσβασης, που συνήθως λειτουργούν με ηλεκτρομαγνήτες.
Ένα βασικό μέσο για την επίτευξη καλύτερου βαθμού συνεργασίας είναι η χρήση των δικτύων IP. Μέσα σε αυτήν την ενιαία πλατφόρμα μπορούν να συνεργαστούν με επιτυχία διαφορετικά συστήματα. Έτσι, όταν η ηλεκτρονική κλειδαριά αντιλαμβάνεται την απόπειρα ενός μη εξουσιοδοτημένου προσώπου να ανοίξει την κλειδαριά, τότε μπορεί να ειδοποιείται το CCTV και να εστιάζουν αυτόματα οι κάμερες στο πρόσωπο του ανθρώπου ή και ο συναγερμός του χώρου ώστε να δίνει τις ανάλογες ενδείξεις.
Εγκατάσταση
Σε πολλές περιπτώσεις οι ηλεκτρονικές κλειδαριές τροφοδοτούνται με μπαταρίες και δεν απαιτούν εξωτερική ηλεκτρική παροχή. Αυτό έχει το πλεονέκτημα καταρχήν της ευκολότερης εγκατάστασης καθώς δεν χρειάζονται να τραβηχτούν καλώδια και δεύτερον ότι σε περίπτωση διακοπής της ηλεκτρικής τροφοδοσίας η κλειδαριά συνεχίζει να λειτουργεί. Υπάρχουν όμως και τα αρνητικά καθώς απαιτείται συχνός περιοδικός έλεγχος για την κατάσταση των μπαταριών, ενώ είναι πιθανόν ο υποψήφιος διαρρήκτης να εντοπίσει το σημείο που βρίσκονται οι μπαταρίες και αφαιρώντας τες να απενεργοποιήσει την κλειδαριά. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχουν και επιπρόσθετες δικλείδες ασφαλείας. Επίσης θα πρέπει να υπάρχει και η δυνατότητα απενεργοποίησης της κλειδαριάς με ένα μηχανικό τρόπο (οι περισσότερες έχουν αυτήν την επιλογή) ώστε σε περίπτωση προβλήματος να μπορεί η πόρτα να ανοίξει ή να κλείσει μηχανικά.
Πριν από κάθε εγκατάσταση μιας ηλεκτρονικής κλειδαριάς ο τεχνικός οφείλει να εξετάσει το χώρο και να εντοπίσει κάθε πιθανό πρόβλημα, ώστε να ενημερώσει εγκαίρως και τον πελάτη. Φανταστείτε το γεγονός να του υποβάλει μία προσφορά για μία συγκεκριμένη ηλεκτρονική κλειδαριά και όταν φτάσει η ώρα της εγκατάστασης να διαπιστώσουν ότι χρειάζονται επιπρόσθετες εργασίες στην κάσα της πόρτας ή ότι δεν έχει προβλεφθεί η ηλεκτρική τροφοδοσία της κλειδαριάς. Όλες αυτές οι παράμετροι πρέπει να συνυπολογίζονται και να αποτυπώνονται με σαφήνεια στην προσφορά.
Για το λόγο αυτό και οι εγκαταστάτες οφείλουν να δίνουν σημασία στην ευκολία εγκατάστασης της κλειδαριάς που προτείνουν. Ειδικά όταν αναφερόμαστε σε εργασίες αντικατάστασης μιας υφιστάμενης μηχανικής κλειδαριάς σε μια ήδη τοποθετημένη πόρτα, θα πρέπει να δώσουν σημασία ώστε να προκληθούν όσο το δυνατό λιγότερο φθορές κατά τη διάρκεια της εγκατάστασης.
¶λλο ένα θέμα που πρέπει να προσεχτεί κατά την τοποθέτηση των ηλεκτρονικών κλειδαριών είναι ό,τι σχετίζεται με το νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία μιας πόρτας. Δηλαδή τι προβλέπει η νομοθεσία για τον τρόπο απεμπλοκής μιας πόρτας σε κατάσταση κινδύνου, ώστε σε περίπτωση ελέγχου των αρμόδιων αρχών να μπορέσει η εγκατάσταση να πάρει άδεια λειτουργίας. Επιπλέον θα πρέπει να υπάρχουν τα απαραίτητα πιστοποιητικά και έγγραφα που να αποδεικνύουν τη δυνατότητα λειτουργίας της συγκεκριμένης κλειδαριάς κάτω από αυτές τις έκτακτες συνθήκες. Όλα αυτά είναι πιθανό να ζητηθούν κατά τον έλεγχο της εγκατάστασης από την Πυροσβεστική για την έκδοση του πιστοποιητικού πυρασφάλειας, οπότε ο εγκαταστάτης οφείλει να τα παραδώσει στον πελάτη. Όμως δεν πρέπει η πιστοποίηση της κλειδαριάς να μείνει σε θεωρητικό επίπεδο αλλά να δοκιμαστεί και κάτω από αυτές τις έκτακτες συνθήκες ώστε να διασφαλιστεί η σωστή λειτουργία της. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο όπου οι εγκαταστάτες βάζουν την κλειδαριά χωρίς να γίνουν οι δοκιμές και μετά από κάποιο καιρό τους καλούν διότι είτε έχει πρόβλημα η κλειδαριά είτε οι χρήστες δεν έχουν ενημερωθεί σωστά για το πώς λειτουργεί η κλειδαριά σε αυτές τις συνθήκες (παραδείγματος χάρη, πώς γίνεται η αυτόματη απεμπλοκή).
Κριτήρια επιλογής
Όλα τα προαναφερθέντα πρέπει ο χρήστης να τα συνεκτιμήσει σε συνεργασία με τον εγκαταστάτη κατά τη διαδικασία επιλογής. Οφείλει καταρχήν να έχει καταλήξει τι βαθμό ασφάλειας θέλει να πετύχει με τη χρήση μιας ηλεκτρονικής κλειδαριάς, τι είδους χρήση θα κάνει (συχνή ή περιοδική), πώς να ελέγχεται η κλειδαριά (από καρταναγνώστη, από πληκτρολόγιο ή στην πιο προχωρημένη περίπτωση από κάποιο βιομετρικό σύστημα), το ενδεχόμενο ενοποίησης με τα άλλα υφιστάμενα συστήματα ασφαλείας, την κατασκευή της πόρτας καθώς τις εν γένει δυνατότητες που θέλει να του προσφέρει. Το τελευταίο εξαρτάται πολύ και από το λογισμικό που συνοδεύει την κλειδαριά. Υπάρχουν και εδώ πολλές επιλογές από συστήματα, που μέσω υπολογιστή επιτηρούν συνεχώς την κλειδαριά και δίνουν πλήρη αναφορά για την κίνηση μέσω αυτής, μέχρι απλές κλειδαριές χωρίς κανένα λογισμικό επιτήρησης.
Στην αγορά υπάρχουν όλες αυτές οι επιλογές. Το θέμα είναι – όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση – ότι η προσθήκη δυνατοτήτων αυξάνει το κόστος. Γι’ αυτό θα πρέπει να σταθμιστούν όλες οι παράμετροι λειτουργίας και αναλόγως να γίνει η επιλογή.
Προοπτικές
Πολλοί θα αναρωτηθούν ποιες οι προοπτικές των κλειδαριών ασφαλείας, ειδικά με τη ραγδαία εξάπλωση των συστημάτων ελέγχου πρόσβασης. Μια όμως πιο ενδελεχής εξέταση αυτού του όντως ενδιαφέροντος διλήμματος θα μας αποκαλύψει ότι απευθύνονται σε δύο διαφορετικές αγορές και καλύπτουν διαφορετικές απαιτήσεις. Σε μεμονωμένους χώρους, όπως μικρές επιχειρήσεις αλλά και οικίες όπου το ζητούμενο είναι ο μεγάλος βαθμός ασφάλειας, η επιλογή των ηλεκτρονικών κλειδαριών είναι μονόδρομος. Αντιθέτως, σε μεγάλα κτίρια όπου επιζητείται ο κεντροποιημένος έλεγχος των εισερχόμενων και εξερχόμενων προσώπων, τότε υπερτερούν τα συστήματα access control. Όμως πρέπει να διευκρινιστεί – όπως άλλωστε έχει τονιστεί και σε προηγούμενα τεύχη του Security Manager – ότι ένα σύστημα ελέγχου πρόσβασης προσφέρει καταρχήν δυνατότητα ελέγχου αλλά δεν είναι εξ ορισμού και αποτρεπτικό για την είσοδο σε ένα χώρο. Σε αντίθεση με μία ηλεκτρονική κλειδαριά που μπορεί να δώσει πολύ μεγάλο βαθμό ασφάλειας όταν διαθέτει τον κατάλληλο μηχανισμό λειτουργίας. Για το λόγο αυτό ακόμα και σε μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν σύστημα ελέγχου πρόσβασης μπορεί σε συγκεκριμένους χώρους να χρησιμοποιούνται και ηλεκτρονικές κλειδαριές για επιπρόσθετη ασφάλεια.
Φυσικά, ακόμα υπάρχει ανοιχτή η πρόκληση για το πώς η ηλεκτρονική τεχνολογία θα μπορέσει να αφομοιωθεί πλήρως από την πλειοψηφία των ανθρώπων που έχουν μάθει να ζουν με τις μηχανικές κλειδαριές. Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η διαδικασία κλειδώματος και ξεκλειδώματος μιας πόρτας είναι πανάρχαια και γίνεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι σήμερα. Οι κατασκευαστές λοιπόν οφείλουν να αντιμετωπίσουν αυτήν την πρόκληση που κάθε άλλο παρά εύκολη είναι και να εμπεδώσουν το ίδιο αίσθημα οικειότητας και στη χρήση των ηλεκτρονικών κλειδαριών. Στη φαρέτρα τους έχουν αρκετά όπλα, όπως τις καλύτερες δυνατότητες ελέγχου που προσφέρουν οι ηλεκτρονικές κλειδαριές, τη μεγαλύτερη ευκολία όσον αφορά σε ενδεχόμενη αναβάθμισή τους (στοιχείο που διευκολύνει και τη γρηγορότερη απόσβεσή τους) και τέλος τη βελτιωμένη ποιότητα κατασκευής τους, που τις καθιστά ανθεκτικές σε προσπάθειες βανδαλισμού. Το μέλλον λοιπόν είναι ευοίωνο για την αγορά των ηλεκτρονικών κλειδαριών, συνυπολογίζοντας και όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία τις συνοδεύουν.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ