Ήχος στα συστήματα επιτήρησης ;
Η χρήση ήχου στα συστήματα CCTV είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα κυρίως από νομικής πλευράς, η τεχνολογική όμως παράμετρος είναι σημαντική και χρήζει μιας ιδιαίτερης αναφοράς.
Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της λειτουργίας των συστημάτων CCTV είναι η δυνατότητα μετάδοσης ήχου. Ενδιαφέρουσα, διότι όσον αφορά στην εικόνα τα επιτεύγματα των σύγχρονων συστημάτων είναι εντυπωσιακά καθώς πλέον υπάρχουν προϊόντα που επιτρέπουν την καταγραφή εικόνων υψηλής ανάλυσης, έγχρωμων με πολύ καλή πιστότητα χρωμάτων.
Επίσης, πλέον είναι εφικτή η καταγραφή εικόνων σε δυσμενείς συνθήκες, ακόμα και σε συνθήκες με ολοκληρωτική απουσία φωτισμού (υπέρυθρες κάμερες). Όλα αυτά έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια και φυσικά οι τελικοί χρήστες επωφελούνται από όλες αυτές τις δυνατότητες. Όμως η εικόνα είναι ένα μέσο επικοινωνίας και πληροφόρησης, αλλά δεν είναι το μόνο. Τι γίνεται άραγε με τον άλλο δίαυλο επικοινωνίας, που δεν είναι άλλος από τον ήχο; Γιατί άραγε εγκαταστάτες, χρήστες και μελετητές ενώ ερευνούν εξονυχιστικά τις δυνατότητες των συστημάτων που επιλέγουν και χρησιμοποιούν, συνήθως αγνοούν ή παραμελούν τις ηχητικές δυνατότητες αυτών;
Η απάντηση δεν είναι τόσο δύσκολο να δοθεί. Κανείς δεν αγνοεί τη σημασία του ήχου. Τουναντίον σε πολλές περιπτώσεις η ύπαρξη ήχου μπορεί να βοηθήσει, ίσως ακόμα περισσότερο και από την εικόνα. Η απάντηση κρύβεται στην ελληνική αλλά και διεθνή νομοθεσία, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους απαγορεύουν τη χρήση του ήχου στα συστήματα CCTV. Στην Ελλάδα τα όρια της νομιμότητας όσον αφορά στη χρήση των συστημάτων επιτήρησης, αποτυπώνονται με σαφήνεια στην υπ’ αριθμό 1122/2000 Οδηγία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.). Η χρήση λοιπόν του ήχου απαγορεύεται στις περισσότερες των περιπτώσεων και μόνο σε πολύ ειδικές συνθήκες και πάντα φυσικά με την έγκριση των αρμόδιων οργάνων μπορεί να επιτραπεί. Αυτός ο λόγος εξηγεί σε σημαντικό ποσοστό την έλλειψη ενδιαφέροντος για τις ηχητικές δυνατότητες των συστημάτων CCTV, η οποία οδηγεί με τη σειρά της και τις εταιρείες να ρίχνουν το βάρος τους στη βελτίωση των δυνατοτήτων καταγραφής εικόνας και όχι στις ηχητικές δυνατότητες των CCTV.
Εντούτοις, η χρήση του ήχου στα συστήματα CCTV – ακόμα και στις λίγες περιπτώσεις όπου είναι επιτρεπτή – παρουσιάζει ενδιαφέρον από την τεχνική σκοπιά του θέματος. Για το λόγο αυτό, το Security Manager εξετάζει τις τεχνολογικές πτυχές των ηχητικών δυνατοτήτων των συστημάτων CCTV.
Προβλήματα
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα συστήματα CCTV όσον αφορά στην καταγραφή του ήχου είναι όταν χρησιμοποιούνται σε ανοιχτούς χώρους. Η πληθώρα των ήχων που οφείλεται είτε σε φυσικά φαινόμενα είτε σε ανθρώπινες ενέργειες και η ακανόνιστη προέλευσή τους, δημιουργούν προβλήματα καθώς δεν επιτρέπουν να καταγραφούν ξεκάθαρα εκείνοι οι ήχοι που ενδιαφέρουν τους χρήστες. Το πρόβλημα αυτό φυσικά γίνεται μεγαλύτερο σε ανοιχτούς χώρους, καθώς εκεί οι ήχοι μπορούν να προέλθουν από παντού, ακόμα και μακριά από το σημείο που γίνεται η καταγραφή του συμβάντος. Το έργο δηλαδή των μικροφώνων καταγραφής είναι δυσκολότερο από τις κάμερες. Το ακόλουθο παράδειγμα εξηγεί συνοπτικά και εκλαϊκευμένα το λόγο. Έστω ότι το σύστημα έχει εστιάσει στη συνομιλία δύο ύποπτων και παράλληλα εκτός του φόντου γίνονται ορισμένες τεχνικές εργασίες, οι κάμερες δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να εστιάσουν και να αποτυπώσουν με σαφήνεια τα διαδραματιζόμενα, σε αντίθεση με τα μικρόφωνα που θα έχουν πρόβλημα από το θόρυβο των μηχανημάτων, ακόμα και αν τα μηχανήματα είναι σε κάποια σχετική απόσταση. Η λειτουργία της καταγραφής ήχου από μηχανήματα είναι διαφορετική από την ανθρώπινη ακοή. Το ανθρώπινο σύστημα ακοής έχει τη δυνατότητα να φιλτράρει ήχους και συχνότητες, σε αντίθεση με τα συμβατικά μικρόφωνα που καταγράφουν όλους τους ήχους, ανεξάρτητα από τη σημασία τους. Για το λόγο αυτό είναι σημαντική η επιλογή μικροφώνων υψηλής ποιότητας, ειδικά όταν η χρήση τους θα γίνει σε ανοιχτούς, πολυσύχναστους χώρους με έντονους και ακανόνιστους θορύβους.
Αντιθέτως, η καταγραφή ήχου μπορεί να αποτελέσει μια ρεαλιστική και υλοποιήσιμη πρόταση όταν εφαρμόζεται σε κλειστούς χώρους. Εκεί πλέον οι αστάθμητοι παράγοντες που δυσχεραίνουν το έργο της καταγραφής μειώνονται κατά πολύ και ο ρόλος των μικροφώνων είναι πλέον καθοριστικός. Ειδικά η χρήση των κατευθυντικών μικροφώνων (directional microphones) – τα οποία εν συντομία χαρακτηρίζονται έτσι διότι μπορούν να καταγράφουν ήχους μόνο από συγκεκριμένες κατευθύνσεις – βελτιώνει κατά πολύ το επίπεδο καταγραφής και επιτρέπει την ουσιαστική αξιοποίηση των δεδομένων, χωρίς την ύπαρξη παρεμβολών και θορύβων.
Εκτός της ποιότητας των μικροφώνων, σημαντικό ρόλο παίζει και ο τρόπος εγκατάστασής τους. Δηλαδή τα μικρόφωνα θα πρέπει να είναι τοποθετημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να συλλάβουν τους ήχους από τα σημεία που ενδιαφέρουν τους χειριστές του συστήματος. Επίσης ο προσανατολισμός των μικροφώνων είναι σημαντικός, διότι μπορεί να είναι τοποθετημένα κοντά στα σημεία ενδιαφέροντος, αλλά ακόμα και μια μικρή αλλαγή στη γωνία στόχευσής τους είναι πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα στην καταγραφή ήχου. Η θέση τους πρέπει να επιλεγεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι μεν κοντά από τα σημεία ενδιαφέροντος αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να μπορούν να μπλοκαριστούν (tamper). Επιπλέον, αν και στους εσωτερικούς χώρους εκλείπουν κατά πολύ οι διάφοροι τυχαίοι θόρυβοι, αυτό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζονται και εντελώς. Επομένως, θα πρέπει να δειχτεί προσοχή κατά την εγκατάσταση του συστήματος, ώστε να μειωθεί όσο το δυνατό περισσότερο η επίδραση τυχαίων θορύβων στα ηχητικά αρχεία που καταγράφονται από το σύστημα. ¶λλο ένα ζήτημα που έχει πάλι να κάνει με την προστασία της ιδιωτικότητας είναι ότι ειδικά σε εσωτερικούς χώρους αλλά και σε εξωτερικούς οφείλουν οι τεχνικοί να δείξουν ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι συσκευές να προσλαμβάνουν ήχους μόνο από σημεία για τα οποία είναι απολύτως νόμιμη η καταγραφή, καθώς ακόμα και μία αθέλητη καταγραφή από σημεία για τα οποία δεν ισχύει η άδεια, μπορεί να επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις.
Δοκιμές
Ο καλύτερος τρόπος για να πιστοποιηθεί η λειτουργία του συστήματος είναι φυσικά οι δοκιμές σε πραγματικές συνθήκες. Αυτές θα πρέπει να διεξάγονται υπό τις ίδιες συνθήκες στις οποίες θα χρησιμοποιηθεί το σύστημα, με όλους τους τυχαίους θορύβους του περιβάλλοντος και τις άλλες πιθανές πηγές παρεμβολών. Επίσης είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι και οι συσκευές DVR που θα χρησιμοποιηθούν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις. Τα περισσότερα DVR έχουν εισόδους ήχου, οπότε μπορεί να φαίνεται ότι οι συνδέσεις είναι απλές, αλλά δεν είναι όλα εξίσου ικανά στην καταγραφή αξιόπιστου συνδυασμού εικόνας και ήχου. Οπότε και εδώ οι δοκιμές είναι καθοριστικές και θα επιλύσουν οποιεσδήποτε απορίες για την αξιοπιστία του συστήματος.
Ειδικά η κατάσταση περιπλέκεται λίγο περισσότερο όταν απαιτείται συγχρονισμός της ομιλίας και των χειλιών των ανθρώπων (lip sync). Χωρίς την απαίτηση για lip sync το βίντεο μπορεί να καταγραφεί σε οποιοδήποτε frame rate με τον ήχο να καταγράφεται σε πραγματικό χρόνο. Εάν όμως απαιτείται συγχρονισμός, τότε χρειάζεται μεγαλύτερη ταχύτητα καταγραφής και συνήθως είναι επιθυμητή μια τιμή πάνω από 12,5 fps. ¶λλο ένα τεχνικό θέμα που προκύπτει όσον αφορά στην απαίτηση της ύπαρξης lip-sync είναι πώς γίνεται η επεξεργασία από το DVR. Μερικές συσκευές επεξεργάζονται ξεχωριστά την εικόνα και τον ήχο, οπότε έστω και μια ελάχιστη χρονική καθυστέρηση θα δημιουργήσει πρόβλημα. Ο καλύτερος λοιπόν τρόπος για να εντοπισθούν και να επιλυθούν όλα αυτά τα θέματα, είναι οι δοκιμές στις οποίες οι εγκαταστάτες οφείλουν να αφιερώσουν αρκετό χρόνο.
Οι χρήσεις
Όπως διαφαίνεται καθαρά και από την αρχή του άρθρου, το πιο πιθανό είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συστημάτων CCTV δεν έχει την ανάγκη χρήσης της ηχητικής καταγραφής. Εντούτοις, σε ορισμένες ειδικές εφαρμογές που μπορεί να μη σχετίζονται αποκλειστικά με θέματα ασφάλειας – όπως παραδείγματος χάρη σε νοσοκομεία, σε κέντρα περίθαλψης ηλικιωμένων ή ανθρώπων με δυσκολίες κίνησης και σε κέντρα ψυχιατρικής περίθαλψης και πάντα με τη γνωμοδότηση των αρμόδιων αρχών – μπορεί να κριθεί σκόπιμη η χρήση τους. Για το λόγο αυτό οι εγκαταστάτες οφείλουν να είναι ενημερωμένοι σχετικά με τις απαιτήσεις και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να υλοποιηθεί μια παρόμοια εφαρμογή, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των χρηστών.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ