Η συμβολή της ιδιωτικής ασφάλειας στην εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής. A μέρος – Θεωρητική Προσέγγιση
Βασική μορφή πίεσης που τα τελευταία χρόνια προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές ασφάλειας των ευρωπαϊκών κρατών απορρέει από την αυξανόμενη προσφυγή των πολιτών στην ιδιωτική ασφάλεια.
Ευάγγελος I. Χαϊνάς*
*Κοινωνιολόγος, Μ.Δ.Ε. Εγκληματολογίας και Εκπαίδευσης Ενηλίκων, Yπ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Σύμβουλος Ασφάλειας, Πιστοποιημένος Εκπαιδευτής Προσωπικού Ιδιωτικής Ασφάλειας
Εmail επικοινωνίας: vchainas@yahoo.gr
Το διακύβευμα της ασφάλειας και οι σύγχρονες επιστημονικές κατευθύνσεις
Αναντίρρητα, τα τελευταία χρόνια η Παγκόσμια Κοινότητα βρίσκεται σε μία περίοδο έντονων αλλαγών και εξελίξεων σε όλους τους τομείς (πολιτική, οικονομία, εγκληματικότητα κ.ά.) (Πάκος, 2001). Η γρήγορη και πολύπλευρη ανάπτυξη της τεχνολογίας κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα έχει αλλάξει βαθμιαία τους όρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τη διαμόρφωση των νέων συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο είναι η παγκοσμιοποίηση (Βεργόπουλος, 1999 & Μπεκ, 1999) όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της εγκληματικότητας (Δημόπουλος, 2003 & Τσήτσουρα, 2003) που σηματοδοτείται από την έξαρση της διεθνούς τρομοκρατίας και τη μετάλλαξη των παραδοσιακών μορφών εγκληματικότητας, διαμορφώνοντας μια νέα, διεθνή τυπολογία του οργανωμένου εγκλήματος, όπου τα σύνορα μιας χώρας δεν αρκούν πλέον για να την αντιμετωπίσουν.
Ο αντίκτυπος των αλλαγών στο επίπεδο της εγκληματικότητας ήταν να δημιουργηθεί μία αντίστοιχη κατάσταση «παγκοσμιοποιημένης ανασφάλειας» η οποία συντηρείται μέσα από το γενικότερο πλαίσιο της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» (Beck, 1992). Με τον όρο «κοινωνίες της διακινδύνευσης» ή «risk societies» ο Beck εννοεί τις σημερινές δυτικές κοινωνίες που έχουν μετατραπεί σε ένα απέραντο εργαστήριο όπου κανείς δεν είναι υπεύθυνος για τα συντελούμενα πειράματα. Έτσι, οι πάντες είναι δυνάμει αποδέκτες, θύματα και πρωταγωνιστές ανεξέλεγκτων διακινδυνεύσεων. Η «κοινωνία της διακινδύνευσης», (risk society), έννοια «μετανεωτερικού χαρακτήρα» (Giddens, 2001) οδηγεί σε ένα «κράτος διαχείρισης κινδύνων», δηλαδή σε ένα «κράτος διαχείρισης κρίσεων», μικρών ή μεγάλων και επίσης σε ένα διεθνές σύστημα διαχείρισης κινδύνων και άρα κρίσεων (Βενιζέλος, 2005: 39). Στην εποχή της «ύστερης νεοτερικότητας», οι κοινωνίες είναι κοινωνίες βασικά «ρίσκου» ή «κινδύνου» (Ανθόπουλος, Κοντιάδης & Παπαθεοδώρου, 2005).
Οι «αβεβαιότητες» (Beck, 2000: 216) και το «ρίσκο» (Μανωλεδάκης, 2005: 183-186) σχετίζονται άμεσα με την οικονομική εξέλιξη. Κατά τον Beck η αίσθηση της διακινδύνευσης ξεκινάει εκεί που τελειώνει η εμπιστοσύνη στην ασφάλεια και η πίστη στην πρόοδο. Έτσι, εμφανίζεται ένα μοντέλο συμπεριφοράς που ο Beck το ονομάζει «no-longer-but-not-yet» (no longer trust/security, not yet destruction/disaster). Δηλαδή, οι πολίτες δεν αισθάνονται εμπιστοσύνη και ασφάλεια στον κρατικό μηχανισμό γιατί θεωρούν ότι η ζημιά θα επέλθει αργά ή γρήγορα (Beck, 1996).
Επιπρόσθετα, η κατάλυση του κράτους πρόνοιας σε παγκόσμιο επίπεδο (Κοντιάδης, 2001) συνοδεύτηκε από την παγκοσμιοποίηση της καταστολής και την ενδυνάμωση του παγκοσμιοποιημένου πλέον κράτους ασφάλειας (Πανούσης, 2004: 1156). Πλέον πια, η έννοια της ασφάλειας δεν περιορίζεται μόνο σε αυστηρά γεωπολιτικούς και στρατιωτικούς όρους. Στη σύγχρονη εποχή υπό τον όρο ασφάλεια νοούμε περισσότερα πράγματα. Συμπεριλαμβάνονται θέματα οικονομικής ανάπτυξης, τεχνολογίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ίσες ευκαιρίες, προστασία του περιβάλλοντος και γενικά κάθε αξία που προάγει την ανθρώπινη ευημερία.
Σε διεθνές επίπεδο, η αστυνομική και δικαστική συνεργασία (Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2004: 191-201) αποτελεί το μέσο επίτευξης του στόχου της ασφάλειας εις βάρος ακόμα και της ελευθερίας (Αργυρόπουλος, 2004: 8), στο πλαίσιο του τρόπου λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνιών της «διακινδύνευσης» ή του «ρίσκου» (risk societies), μέσα από την εμφάνιση συνεχώς νέων απειλών και κινδύνων. Συγκεκριμένα, απόρροια των σύγχρονων τάσεων αυστηροποίησης της αντεγκληματικής πολιτικής αποτελεί η επέκταση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και των νέων τεχνικών-μορφών της μέσα και από την εφαρμογή προληπτικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας (Λαμπροπούλου, 1994, Χάιδου, 2003). Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται διεθνώς, μία συνεχώς αυξανόμενη τάση τιμωρητικότητας (Ζαραφωνίτου, 2008), που επηρεάζει άμεσα τις συνθήκες που οδηγούν στην αύξηση του σωφρονιστικού πληθυσμού (Παπαθεοδώρου, 2005: 105), αφού πλέον πια οι «πλειοψηφίες είναι στο στόχαστρο» (Παρασκευόπουλος, 2003) και τέλος, καταγράφεται «ένταση της αστυνόμευσης ως συνέπεια και της αύξησης των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, οι οποίες δρουν παράλληλα με την επέκταση των τεχνικών και ηλεκτρονικών μέσων επιτήρησης» (Ζαραφωνίτου, 2004: 2049).
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η βασική μορφή πίεσης που τα τελευταία χρόνια προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές ασφάλειας των ευρωπαϊκών κρατών απορρέει από την αυξανόμενη προσφυγή των πολιτών στην ιδιωτική ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα παρατηρείται η εκτεταμένη αξιοποίηση των εταιρειών που ανήκουν στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας, τόσο από την πλευρά των πολιτών, όσο και από την πλευρά του Κράτους, των Δήμων και των ιδιωτικών εταιρειών (π.χ. τράπεζες, πολυεθνικές επιχειρήσεις, super markets, εμπορικά κέντρα κ.λπ.) (Παπαθανασόπουλος 1998 & 2000). Στη βάση αυτή, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η συνεχώς αυξανόμενη μικροεγκληματικότητα (street crime) στις πόλεις και να μειωθεί το αίσθημα ανασφάλειας και ο φόβος του εγκλήματος (Ζαραφωνίτου, 2002), η προσφυγή των πολιτών, των ιδιωτικών επιχειρήσεων-οργανισμών και των κρατικών υπηρεσιών και φορέων στις εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας, θεωρείται μεταξύ των άλλων πρακτικών αντιμετώπισης του φαινομένου, ως η πιο συνηθισμένη.
Η Ασφάλεια στις πόλεις- Θεωρητικό πλαίσιο και συμπερασματικές παρατηρήσεις
Η χωροταξική διαμόρφωση του εσωτερικού των πόλεων προσδιορίζεται από τη αρχιτεκτονική και περιβαλλοντική σχεδίαση, η οποία δρα με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο στην άσκηση κοινωνικού ελέγχου από την παραδοσιακή πρόληψη με τις συλλήψεις, τις καταδίκες και τις φυλακίσεις παραβατών (Λαμπροπούλου, 1994). Ο St. Cohen (1985: 1) υποστηρίζει ότι ο κοινωνικός έλεγχος περιλαμβάνει όλους τους οργανωμένους τρόπους αντίδρασης της κοινωνίας σε σχέση με την ανθρώπινη συμπεριφορά η οποία ορίζεται ως παρεκκλίνουσα, προβληματική, ενοχλητική ή ανεπιθύμητη.
Επιπρόσθετα, τα μέτρα πρόληψης σταδιακά μετατοπίζονται από το δράστη στο δυνητικό παραβάτη και θύμα. Τα σύγχρονα εμπορικά κέντρα, τα πάρκα ψυχαγωγίας, τα σχολικά κτίρια, οι συνοικισμοί και οι δρόμοι, επανασχεδιάζονται με άξονα την ασφάλεια των κατοίκων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής, μέσω των οποίων αναπτύσσονται νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου είναι οι «gatedcommunities», οι οποίοι είναι οικισμοί εύπορων κοινωνικών στρωμάτων που τοποθετούνται μακριά από περιοχές που θα χαρακτηρίζονταν ως «προβληματικές», για να μη «διατρέχουν κίνδυνο» οι ένοικοί τους (Λαμπροπούλου, 2001).
Κύριο χαρακτηριστικό των οικισμών αυτών είναι τα αυξημένα μέτρα ασφάλειας. Ενδεικτικά κάποια από τα μέτρα ασφάλειας που χρησιμοποιούνται σε αυτούς, είναι η πρόσληψη προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας, οι μπάρες, ο ηλεκτρονικός έλεγχος και τα συστήματα παρακολούθησης με βιντεοκάμερες σε όλο τον οικισμό. Μέχρι το 1997, οι οικισμοί αυτοί ανέρχονταν στις είκοσι χιλιάδες μόνο στις Η.Π.Α. με 8,4 εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν σ’ αυτές (Λαμπροπούλου, 2003: 788-789).
Αξιοσημείωτο είναι ότι η τάση αυτή προϋπήρχε ήδη από τον Μεσαίωνα. Οι «επικίνδυνες τάξεις» (επαίτες, φτωχοί) αντιμετωπίζονταν ύποπτα από τους φεουδάρχες και τους βασιλείς, το ίδιο και οι σημερινοί φτωχοί -και γενικότερα το κοινωνικό περιθώριο- από εκείνους που ζουν στα «κάστρα του πλούτου». Οι ευκατάστατοι μπορούν να «οχυρώνονται» σε πολυτελή διαμερίσματα και κοινωνικά ομοιογενείς γειτονιές, εξαρτώντας την ασφάλειά τους κυρίως από ιδιωτικές επιχειρήσεις ασφάλειας που λειτουργούν ως ιδιωτικός στρατός (Λαμπροπούλου, 2001: 76-80). Σε αυτό πλαίσιο, το μοντέλο του OscarNewmanγια τον «υπερασπίσιμο χώρο» (defensiblespace) (Newman, 1972), βρίσκει άμεση εφαρμογή. Στην Ελλάδα αυτή η τάση έχει εμφανιστεί εδώ και μία δεκαετία -χωρίς να έχει λάβει τις ίδιες διαστάσεις όπως σε άλλες χώρες- και εντοπίζεται κυρίως σε κάποιες περιοχές της Αθήνας όπως (Εκάλη, Πολιτεία, Νέο Ψυχικό κ.ά.).
Το εν λόγω μοντέλο αφορά παρεμβάσεις τεχνικής φύσεως στο περιβάλλον ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή και η αποτελεσματικότητα του κοινωνικού ελέγχου. Σύμφωνα με τον Newman (1972) ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος σε μια περιοχή αυξάνει ανάλογα με το βαθμό ταύτισης των κατοίκων με αυτήν, δηλαδή με το πόσο φιλική και ασφαλή τη νιώθουν. Για την ασφάλεια προτείνει μια σειρά τεχνικών μέτρων, για παράδειγμα να έχουν οι οικοδομές λίγους ορόφους, να υπάρχουν μικρού μήκους διάδρομοι στα κτίρια, να δημιουργηθούν φυσικά όρια (π.χ. τάφροι, ρείθρα κ.λπ.) ή τεχνητά εμπόδια μεταξύ των οικοπέδων ή ανάμεσα στα δημόσια και τα ιδιωτικά ακίνητα (κιγκλιδώσεις, περίφραξη), να δημιουργηθούν χώροι συνεύρεσης των ενοίκων στις πολυκατοικίες, να είναι δυνατή η εξωτερική εποπτεία των κοινόχρηστων χώρων των πολυκατοικιών, ακόμη και τμήματος των διαμερισμάτων κ.ά. (Λαμπροπούλου, 2003: 788-789).
Ο T. Hope στην ανάλυση της εξέλιξης της «κοινοτικής πρόληψης» που επιχειρεί, αναφέρει ότι η βασισμένη στην αστεακή ανάπτυξη πρόληψη που είχε ως αφετηρία, κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, την «κοινωνική αποδιοργάνωση», εστιάστηκε μεταπολεμικά στα «κοινωνικά προβλήματα» και, μετά το 1980, εντοπίζεται πλέον στο πλαίσιο της «τρομοκρατημένης πόλης», δηλαδή, «στους πολίτες που ανησυχούν για την ασφάλεια τους και την απειλή πιθανής θυματοποίησής τους στην περιοχή της κατοικίας τους» (Hope, 1995: 41-42).
Η θεωρητική προσέγγιση T. Hope επιβεβαιώνεται από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε περιοχές με μεγάλη εγκληματικότητα που αναφέρονται στο φόβο θυματοποίησης από το έγκλημα. Γενικά, όταν ο χώρος που μας περιβάλλει είναι σε αναταραχή, ή σε σύγχυση (disordered) εκλαμβάνεται ως «επικίνδυνος», με αποτέλεσμα η αντίληψη αυτή να συντελεί στην γενίκευση του φόβου. Ειδικότερα, τα graffiti, τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, τα σπασμένα παράθυρα, η κατεστραμμένη δημόσια ιδιοκτησία στα πάρκα και στα γήπεδα, αποτελούν ορατά σημάδια που χαρακτηρίζουν αρνητικά τη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία εκλαμβάνεται εξαιτίας
του φόβου, ως μια τοποθεσία που οι πολίτες αποφεύγουν να περπατήσουν σε αυτή (Ζαραφωνίτου, 2004).
Τέτοιες περιοχές δεν είναι άλλες από τις φτωχές συνοικίες ή περιοχές, οι οποίες στιγματίζονται ως επικίνδυνες και στις οποίες συγκεντρώνονται ως επί το πλείστον το περιθώριο (επαίτες, μετανάστες κ.ά.). Ο ξένος και ο άγνωστος συνιστούν τις απειλές για τον ιδιωτικό χώρο των πολιτών (Shearing & Stenning, 1987: 317-323). Κατά συνέπεια, αυτές οι κοινωνικές ομάδες προξενούν φόβο και εκλαμβάνονται ως «κακοί» και «απειλητικοί» και ταιριάζουν στο προφίλ της θεωρίας αστυνόμευσης για τα «σπασμένα παράθυρα» (brokenwindows), η οποία υποστηρίζει ότι εάν δεν τιμωρηθούν οι δημόσιες συμπεριφορές αποδιοργάνωσης, θα εκλύσουν και άλλους εγκληματίες, οδηγώντας έτσι σε πιο σοβαρά εγκλήματα.
Αναντίρρητα, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών καταστολής εξυπηρετεί την αστυνόμευση, την καταστολή της μικρομεσαίας εγκληματικότητας και τον ποινικό έλεγχο των πληθυσμών (Παρασκευόπουλος, 2004, Παπαθεοδώρου, 2009). Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η εφαρμογή στις Η.Π.Α. του δόγματος της «μηδενικής ανοχής» για την αντιμετώπιση της μικροεγκληματικότητας και της κοινωνικής απειθαρχίας (Δημόπουλος, 2003: 49), η οποία μετέπειτα εξάχθηκε σταδιακά και στον ευρύτερο χώρο της Ευρώπης. Στην Ευρώπη ο προβληματισμός γύρω από την έννοια της ασφάλειας και τη λειτουργία της ως δικαιώματος του πολίτη και ως κοινού κοινωνικού αγαθού αναπτύχθηκε κυρίως προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και είχε ως άμεσο επακόλουθο τη ψήφιση πολλών νομοθετημάτων σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Αγγλία και το Βέλγιο, ως αποτέλεσμα της «ηγεμονικής αντίληψης για την αντεγκληματική πολιτική» (Παπαθεοδώρου, 2005: 198) που πρεσβευόταν από την πλευρά της Αμερικής.
Στο πλαίσιο ανάπτυξης αυτής της τάσης χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ μέχρι πρόσφατα ο προδραστικός έλεγχος συνδεόταν με όλες εκείνες τις μορφές άσκησης πολιτικής για την αποτροπή της δημιουργίας όρων εκδήλωσης «παρεκλίνουσας» συμπεριφοράς, η σύγχρονη εκδοχή του προδραστικού ελέγχου συνίσταται όλο και περισσότερο σε τεχνικές μορφές πρόληψης με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας (Παπαθεοδώρου, 2009). Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μοντέρνου κοινωνικού ελέγχου είναι η «εμπορευματοποίηση» της ασφάλειας, η οποία έχει ως άξονες την ανάπτυξη των εταιρειών ιδιωτικής ασφάλειας και της περιστασιακής πρόληψης μέσω της επέκτασης των τεχνικών και ηλεκτρονικών μέσων επιτήρησης (Μαγγανάς, 2001: 274-284).
Είναι γεγονός ότι η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες εξέλιξης και ανάπτυξης του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας. Οι στρατηγικές των νέων προσεγγίσεων εντάσσονται στο πεδίο της περιστασιακής πρόληψης. Οι τάσεις της περιστασιακής πρόληψης αναδεικνύουν τη σημασία της ασφάλειας (δημόσιας και ιδιωτικής) με τους πολίτες να θεωρούνται «καταναλωτές υπηρεσιών ασφάλειας». Είναι κοινά αποδεκτό το γεγονός ότι η βιομηχανία της ιδιωτικής ασφάλειας είναι ένα «οικονομικό προϊόν» (Dempsey, 2005). Η έμφαση στην ασφάλεια, στην εξάλειψη του φόβου και την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής των κατοίκων της πόλης είναι η «επιταγή της εποχής». Οι προτεραιότητες των προσεγγίσεων της ιδιωτικής ασφάλειας προσανατολίζονται με τη σειρά τους στη δημιουργία ασφαλούς περιβάλλοντος για τους πολίτες (Ηess, 2009). Εν κατακλείδι, εμφανίζονται νέες προκλήσεις για το πεδίο της ασφάλειας (κοινωνική αταξία, παράνομη μετανάστευση, τρομοκρατία κ.λπ.).
Στο Β μέρος του άρθρου θα αναπτύξουμε το ρόλο της ιδιωτικής ασφάλειας στην εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής
Βιβλιογραφία
Ανθόπουλος Χαρ., Κοντιάδης Ξ., Παπαθεοδώρου Θ., (επιμ.),Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Κέντρο Ευρωπαϊκού ΣυνταγματικούΔικαίου, Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005.
Αργυρόπουλος Χρ., «Από τη «σιγουρότητα» στην ασφάλεια ή από τη νομιμότητα στη σκοπιμότητα», Εισήγηση στο Συνέδριο: Δημοκρατία – Ελευθερία – Ασφάλεια, προς τιμήν του Καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη, Θεσσαλονίκη, 13-15.5.2004.
Beck U., «Risk Society Revisited: Theory, Politics and Research Programmes», στο: The Risk Society and Beyond. Critical Issues for Social Theory, Sage, London, 2000, σσ.211-229.
Beck U., Η επινόηση του πολιτικού. Για μια θεωρία του ανακλαστικού εκσυγχρονισμού, (μτφρ. Κ. Καβουλάκου), Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα, 1996.
Beck U., The risk society. Towards a new modernity, Sage, London, 1992.
Βεργόπουλος Κ., Παγκοσμιοποίηση: Η μεγάλη χίμαιρα, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1999.
Cohen St., Visions of Social Control. Crime, Punishment and Classification, Polity press, Cambridge, 1985, p.1.
CussonM., Σύγχρονη Εγκληματολογία, (μτφρ. Η. Σαγκουνίδου-Δασκαλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002, σσ.292-319.
Dempsey J., Introduction to Private Security, 2nd Edition, State University of NY – Empire College, New York, 2008.
Δημόπουλος Χαρ., Η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος (κατά την αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία), Εγκληματο-λογικά 24, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή,2003.
GiddensA., Οι συνέπειες της νεοτερικότητας, (επιμ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος, μτφρ. Γ. Μερτίκας), Κριτική, Αθήνα, 2001.
Ηess K., Introduction to Private Security, 5th Edition, State University of New York, Brockport, New York, 2009.
Hope T., «Community crime prevention», στο: M. Tonry & D. Farrington (eds), Building a safer society. Strategic approaches to crime, University of Chicago Press, Chicago, 1995, σσ.21-89, (41-42).
Κοντιάδης Ξ., Μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Παπαζήσης, Αθήνα, 2001.
Λαμπροπούλου Εφ., «Κοινοτισμός και κοινοτική πρόληψη: Το «νέο παράδειγμα» στην αντεγκληματική πολιτική;», στον: Α. Μαγγανάς (εκδ. επιμ.), Τιμητικό Τόμο για την Αλ. Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου, τόμ. Α΄, Νομική Βιβλιοθήκη-Bruylant, Αθήνα, 2003 σσ.777-797.
Λαμπροπούλου Εφ., Εσωτερική ασφάλεια και κοινωνία του ελέγχου, Κριτική, Αθήνα, 2001.
Λαμπροπούλου Εφ., Κοινωνικός έλεγχος του Εγκλήματος, Παπαζήσης, Αθήνα, 1994.
Μαγγανάς Α., «Η ιδιωτική ασφάλεια (private security). Προβληματισμοί και επισημάνσεις», Ποινική Δικαιοσύνη, 3/2001, σσ.274-284.
Μανωλεδάκης Ι., «Κοινωνία της διακινδύνευσης: Μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας», στο: Χαρ. Ανθόπουλος, Ξ. Ι. Κοντιάδης, Θ. Παπαθεοδώρου,(επιμ.), Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, σσ.183-186.
Μπεκ Ουρ., Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, (μτφρ. Γ. Παυλόπουλος), Καστανιώτης, Αθήνα, 1999.
Newman O., Defensible Space, MacMillan, N. York, 1972.
Πάκος Θ., (επιμ.), «Κοινωνία των 2/3». Διαστάσεις του Σύγχρονου Κοινωνικού Προβλήματος, Διεθνές Συνέδριο, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα, 2001.
Πανούσης Γ., «Ανασφάλεια, το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης», Ποινική Δικαιοσύνη, 10/2004, σσ.1153-1165.
Παπαθανασόπουλος Ε., «Προσφορά ιδιωτικής περιπολίας από επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και το νέο νομικό πλαίσιο λειτουργίας των», στο: Ν. Κουράκης, (εκδ. επιμ.), Αντεγκληματική Πολιτική ΙΙ, Ποινικά 59, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, σσ.373-379.
Παπαθανασόπουλος Ε., «Η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα στην πρόληψη της εγκληματικότητας», Ποινική Δικαιοσύνη, 4/1998, σσ.355-358.
Παπαθεοδώρου Θ., Επιτηρούμενη Δημοκρατία. Η ηλεκτρονική παρακολούθηση των πολιτών στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009.
Παπαθεοδώρου Θ., Δημόσια ασφάλεια και αντεγκληματική πολιτική. Συγκριτική προσέγγιση, Β΄ έκδοση, Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005.
Παρασκευόπουλος Ν., Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο, τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Πατάκης, Αθήνα, 2003.
Shearing D. C., Stenning C. P., «SAY “CHEESE”: The Disney Order That Is Not So Mickey Mouse», στο: C. D. Shearing, P. C. Stenning, (eds.), Private Policing, Sage, Newbury Park, Cal. 1987, σσ.317-323.
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελ., «Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος», Ποινική Δικαιοσύνη, 2/2004, σσ.191-201.
Τσήτσουρα Α., «Εγκληματικότητα και αντεγκληματική πολιτική στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», στον:Α. Μαγγανάς (εκδ. επιμ.), Τιμητικό Τόμο για την Αλ. Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου, τόμ. Β΄, Νομική Βιβλιοθήκη-Bruylant, Αθήνα, 2003, σσ.1405-1422.
Χάιδου Ανθ., Εγκληματολογικά Κείμενα. Ανήλικοι – Ναρκωτικά – Κοινωνικός Έλεγχος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.
Ζαραφωνίτου Χρ., Tιμωρητικότητα. Σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα,2008.
Ζαραφωνίτου Χρ., «Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου: Ποινικοποίηση των «αντικοινωνικοτήτων» και της «αταξίας», Ποινικός Λόγος, Ιούλιος-Αύγουστος 2004, σσ.2049-2059.
Ζαραφωνίτου Χρ., Ο Φόβος του εγκλήματος/Εγκληματολογικές προσεγγίσεις και προβληματισμοί με βάση την εμπειρική διερεύνηση του φαινομένου στο εσωτερικό της Αθήνας, Μελέτες Ευρωπαϊκής Νομικής Επιστήμης, ΔιεύθυνσηΣειράς: Π. Δαγτόγλου, Ν. Κουράκης, Μ. Σταθόπουλος, Νο3, Αντ. Ν. Σάκκουλας,Αθήνα-Κομοτηνή, 2002.