Γραμμή άμυνας μικρών επιχειρήσεων
Εκείνο που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οι εγκαταστάτες των συστημάτων ασφάλειας όταν έρχονται σε επαφή με πελάτες που προέρχονται από μικρές επιχειρήσεις, είναι ότι συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν τεχνικές γνώσεις, αλλά συνήθως είναι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένοι όσον αφορά στις οικονομικές τους δυνατότητες.
Έιναι σύνηθες φαινόμενο όταν αξιολογούνται θέματα ασφάλειας να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι απαιτήσεις αλλά και οι συνθήκες που χαρακτηρίζουν τις εγκαταστάσεις των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος είναι ότι ο προϋπολογισμός έργου για την εγκατάσταση ή αναβάθμιση ενός πολυκαταστήματος ή μιας μεγάλης επιχείρησης είναι σίγουρα υψηλότερος από εκείνον ενός μικρού συνοικιακού καταστήματος.
Επιπλέον, οι μεγάλες επιχειρήσεις διαθέτουν συνήθως ειδικευμένο προσωπικό ασφάλειας ενώ έχουν μεγαλύτερα ποσά στη διάθεσή τους, τα οποία και εκταμιεύονται ευκολότερα. Οι εργασίες έχουν καλύτερη ροή, καθώς η επίβλεψη από τον πελάτη είναι συστηματική και βοηθάει προς αυτήν την κατεύθυνση, ενώ και το κέρδος είναι σημαντικό. Αντιθέτως, στις μικρές επιχειρήσεις – που σημειωτέον στη χώρα μας κυριαρχούν – εκλείπει το ειδικευμένο προσωπικό, οπότε οι τεχνικοί ή οι προμηθευτές έρχονται σε απευθείας συνάντηση με τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, ο οποίος τις περισσότερες φορές δεν έχει τεχνικές γνώσεις και απαιτεί πράγματα που μερικές φορές δεν είναι εφικτό να γίνουν. Παράλληλα, καθώς τα ποσά που βγαίνουν συνήθως αφαιρούνται από το δικό του προσωπικό κέρδος, είναι λογικό να έχει πολλούς δισταγμούς και επιφυλάξεις ακόμα και όταν παίρνει την τελική απόφαση. Συχνά λοιπόν επαναδιαπραγματεύεται ή κάνει βήματα προς τα πίσω. ¶λλος ένας παράγοντας για τον οποίο προτιμώνται οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι ότι προσφέρουν – σε περίπτωση που η συνεργασία είναι καλή – τη δυνατότητα συνεχούς ανάθεσης εργασιών, ενώ στις μικρές επιχειρήσεις συνήθως το αντικείμενο ολοκληρώνεται με το πέρας της εγκατάστασης (εκτός αν υπάρχουν κλήσεις για βλάβες ή για κάποια συντήρηση). Όλα αυτά οδηγούν τους εμπλεκόμενους στο χώρο να ασχολούνται και να εργάζονται έχοντας υπόψη τους τις ανάγκες των μεγάλων πελατών. Το πρόβλημα είναι λοιπόν ότι όταν έρχονται σε επαφή με ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, πολλές φορές αγνοούν τις πραγματικές ανάγκες αυτών και τις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας, με αποτέλεσμα να τους προτείνουν λύσεις κοστοβόρες και συνήθως αδύνατες να υλοποιηθούν σωστά. Το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από το να μεγαλώνει το χάσμα συνεννόησης, οπότε και οι ιδιοκτήτες καταφεύγουν σε δικές τους πατέντες, που κάθε άλλο παρά αποτελεσματικές είναι.
Όμως το πρόβλημα έτσι διογκώνεται, ειδικά στην εποχή μας όπου η εγκληματικότητα ακόμα και τις πρωινές ώρες έχει προσεγγίσει ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και τα μικροκαταστήματα είναι εκτεθειμένα σε κάθε είδους απειλή. Πρόβλημα επίσης υπάρχει και για τους εγκαταστάτες, οι οποίοι επιζητώντας μεγάλους πελάτες αγνοούν μια ενδεχόμενη μεγάλη πελατειακή βάση. Ακόμα και σε περιόδους ανάπτυξης – αλλά ειδικά σήμερα σε περιόδους κρίσης όπου όλοι κόβουν από προϋπολογισμούς και μειώνουν έξοδα – δεν είναι συνετή μια τέτοια "αλαζονική" στάση. To Security Manager έχει και σε προηγούμενα τεύχη αναδείξει την αναγκαιότητα για τη λήψη μέτρων ασφάλειας και σε μικρές επιχειρήσεις (βλέπε τεύχος 21, Security Manager).
Η πρώτη επαφή
Εκείνο που πρέπει να έχουν οι εγκαταστάτες υπόψη τους όταν έρχονται σε επαφή με αυτήν την κατηγορία των πελατών, είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν τεχνικές γνώσεις αλλά συνήθως είναι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένοι όσον αφορά στις οικονομικές τους δυνατότητες. Σε αντίθεση με μία μεγάλη επιχείρηση όπου τα τμήματα συνήθως έχουν στεγανά, εδώ όλα καταλήγουν άμεσα στο μυαλό του ιδιοκτήτη χωρίς να χρειάζεται να γίνονται συμβούλια ή να υπάρχει αλληλογραφία μεταξύ των διάφορων διευθυντών. Οπότε η λύση που προτείνεται πρέπει να είναι οικονομοτεχνική με τον ακριβή ορισμό του όρου. Δηλαδή δεν είναι ανάγκη να προτείνονται απευθείας λύσεις υψηλής τεχνολογίας και ανάλογα υψηλού κόστους, οι οποίες μάλιστα να μην έχουν τελικά και το ανάλογο αποτέλεσμα.
Το καλύτερο που έχει να κάνει ο εγκαταστάτης για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πελάτη του, είναι να του δείξει ότι δεν τον ενδιαφέρει να βγάλει το μέγιστο δυνατό κέρδος από το έργο, αλλά να προσφέρει μια λύση λειτουργική και αποτελεσματική, σε μια λογική τιμή. Υπάρχουν άλλωστε προτάσεις που δίνουν λύσεις χωρίς να απαιτούν μεγάλα ποσά. Για να γίνει αυτό οφείλει καταρχήν να επισκεφθεί το χώρο της επιχείρησης και να δει την περιοχή στην οποία βρίσκεται. Με αυτόν τον τρόπο θα σχηματίσει μια άμεση άποψη για τις ιδιαιτερότητες. Καλό είναι να εξετάσει και το ιστορικό της εγκληματικής δραστηριότητας στην περιοχή, από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη αλλά και από γείτονες. Στη συνέχεια οι λύσεις που θα προτείνει θα πρέπει να ακολουθούν την αρχή της πυραμίδας, δηλαδή οι αρχικές λύσεις να είναι απλές τεχνολογικά και χαμηλού κόστους και ακολούθως σε συνεννόηση και συνεργασία με τον ιδιοκτήτη μπορεί να παρουσιάσει και πιο τεχνολογικά εξελιγμένες προτάσεις. Φυσικά, θα αναρωτηθεί κάποιος «και ποιες είναι αυτές οι φτηνές και απλές λύσεις»;
Καταρχήν, αναφορικά με το φωτισμό πολλοί επιχειρηματίες αγνοούν πόσο αποτρεπτικά μπορεί να λειτουργήσει ένας καλός και δυνατός φωτισμός, τόσο όταν το κατάστημα λειτουργεί όσο και σε ώρες εκτός λειτουργίας. Οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη αυτό το θέμα, διότι ο φωτισμός γι’ αυτές είναι εκ των ουκ άνευ, καθώς έτσι προβάλλουν τις υπηρεσίες τους ή τα προϊόντα τους, ενώ και το επιπρόσθετο κόστος που θα προκύψει από τη μεγάλη χρήση φωτιστικών είναι κάτι το αμελητέο σε σχέση με το συνολικό κόστος λειτουργίας τους. Αντιθέτως, ο μικρός επιχειρηματίας προσπαθεί να κάνει οικονομίες από παντού, οπότε συχνά παραμελεί αυτόν τον παράγοντα. Θα πρέπει λοιπόν να φωτίσει εξωτερικά αλλά και εσωτερικά το κατάστημά του με ειδικούς προβολείς και φώτα νυκτός. Με ένα πολύ μικρό κόστος μπορεί να τοποθετηθεί και ένας χρονοδιακόπτης, οπότε τα φώτα να κλείνουν όταν δεν είναι απαραίτητα, όπως παραδείγματος χάρη τα πρωινά της Κυριακής ή των αργιών.
¶λλη μία σημαντική προσθήκη είναι η χρήση φυσικών εμποδίων όπως μπάρες στάθμευσης, που θα εμποδίσουν εκείνους που θα προσπαθήσουν να εισβάλουν στο κατάστημα και δεν θα τους δώσουν τη δυνατότητα της εύκολης πρόσβασης. Αλλιώς είναι να παρκάρει το όχημα κατευθείαν έξω από το μαγαζί και διαφορετικό βαθμό δυσκολίας θα έχει αν πρέπει να περπατήσει λίγο, ώστε να φτάσει στο όχημα διαφυγής.
Απλά και αξιόπιστα ηλεκτρονικά συστήματα
Στη συνέχεια καταφεύγουμε στα ηλεκτρονικά μέσα ασφάλειας. Ένα αξιόπιστο σύστημα συναγερμού συνιστάται να είναι συνδεδεμένο με ένα Κέντρο Λήψης Συναγερμών και να έχει την απαραίτητη υποστήριξη που παρέχει μία οργανωμένη και αξιόπιστη εταιρεία. Εδώ θα πρέπει να γίνει μνεία και να τονιστεί η πολυδιάστατη χρήση του συστήματος συναγερμού, καθώς πλέον τα σύγχρονα συστήματα μπορούν να επιτελούν περισσότερες λειτουργίες, όπως έγκαιρη ειδοποίηση σε διακοπή ρεύματος, ανίχνευση διαρροής υδάτων ακόμα και αύξηση της θερμοκρασίας του χώρου.
Ανάλογα με την κατηγορία του καταστήματος μπορεί επιπλέον να χρησιμοποιηθούν και συστήματα CCTV ώστε να υπάρχει επίβλεψη των χώρων. Σημειώνεται ότι συστήματα CCTV μπορούν να τοποθετηθούν ακόμα και σε πολύ μικρές επιχειρήσεις όπως περίπτερα, ώστε ο ιδιοκτήτης να μπορεί έγκαιρα να εντοπίζει πιθανές κλοπές. Εδώ όμως, καθώς οι χώροι είναι μικρότεροι δεν χρειάζεται να τοποθετηθούν κάμερες υψηλής ανάλυσης ούτε και πολύπλοκα και εξελιγμένα συστήματα διαχείρισης των αποθηκευμένων εικόνων. Λίγες στον αριθμό κάμερες απλής ανάλυσης (ο αριθμός τους εξαρτάται από το εμβαδόν του καταστήματος) συνδεδεμένες με ένα αξιόπιστο DVR αποτελούν μία ολοκληρωμένη και ικανοποιητική πρόταση για μία ανάλογη επιχείρηση.
Στη συνέχεια βέβαια – και αν διαπιστωθεί ανάγκη – ο εγκαταστάτης μπορεί να προτείνει και πιο εξελιγμένες λύσεις, όπως τη χρήση συστημάτων RFID για την αποτροπή κλοπών από την επιχείρηση. Οι λύσεις αυτές μπορούν να υλοποιηθούν σταδιακά ώστε οι χρηματικές εκροές του πελάτη να είναι ανάλογες με τις ανάγκες του και κυρίως με τη δυνατότητά του να τις χρηματοδοτήσει. Εκείνο που οφείλει πάντα να έχει υπόψη του ο εγκαταστάτης είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις καλείται να παίξει και το ρόλο του συμβούλου, ώστε μαζί με τον επιχειρηματία να βρουν τη βέλτιστη οικονομοτεχνική λύση. Μπορεί παραδείγματος χάρη να έρθει ο πελάτης και ενθουσιασμένος να του προτείνει μια πανάκριβη υλοποίηση που έχει δει σε άλλη επιχείρηση, όπου όμως οι περισσότερες από τις δυνατότητές της είναι περιττές για τη δική του επιχείρηση. Εδώ, αν και φαίνεται δύσκολο στην αρχή και ίσως ενάντια στο συμφέρον του, οφείλει να συζητήσει μαζί του και να του εξηγήσει ότι οι απαιτήσεις στη δική του περίπτωση είναι χαμηλότερες. Μπορεί με την πρώτη ματιά να βγει ζημιωμένος, αλλά σε μακροχρόνια βάση έχει σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει όχι μόνο ένα πελάτη αλλά και τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται γειτονικά, καθώς τα νέα για τη συνέπεια και την αξιοπιστία ενός εγκαταστάτη διαδίδονται με πολύ γρήγορους ρυθμούς, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλους τους επαγγελματίες.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ