Εξιχνίαση εγκλημάτων. με οδηγό τα κινητά
H εξάρθρωση τρομοκρατικών οργανώσεων και γενικότερα εγκληματικών ομάδων, βασίζεται πλέον σε μεγάλο βαθμό στα τρυκ της ΕΛ.ΑΣ. με την ανίχνευση των κινητών τηλεφώνων των υπόπτων, τις κυψέλες κινητής τηλεφωνίας και τη συνδυαστική του συστήματος I2 Αυτό άλλωστε αποδεικνύει το πρόσφατο παράδειγμα των Ζωνιανών, καθώς και άλλων υποθέσεων οργανωμένου εγκλήματος.
Καταγραφές κεραιών κινητής τηλεφωνίας που αποτυπώνουν πλέον κάθε κίνηση οποιουδήποτε συνδρομητή, άσχετα με το αν τηλεφωνεί ή όχι. Αναζητήσεις υπόπτων κλήσεων σε συγκεκριμένες περιοχές, μέσα από ειδικά λογισμικά ανάλυσης πληροφοριών. Συνδυασμοί κωδικών συσκευής IMEI, αριθμών καρτοκινητών τηλεφώνων, κλήσεων σε τρίτα πρόσωπα που δεν αφήνουν περιθώρια σε οποιονδήποτε να ξεφύγει από την ηλεκτρονική «παρακολούθηση». Αυτά είναι ορισμένα από τα τρυκ ανάλυσης των κλήσεων κινητών τηλεφώνων που χρησιμοποιούν πλέον οι ειδικοί μελετητές της ΕΛ.ΑΣ., της ΕΥΠ και ειδικότερα της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας προκειμένου να εξιχνιάζουν σύνθετες εγκληματικές ενέργειες και να εξαρθρώνουν εγκληματικές οργανώσεις.
Το περιεχόμενο της δικογραφίας για την δράση της περιβόητης «μαφίας των Ζωνιανών» αποκαλύπτει τα νέα μεγάλα κόλπα που χρησιμοποιεί πλέον η ΕΛ.ΑΣ., προκειμένου να διαλευκάνει δύσκολες εγκληματικές ενέργειες αλλά και να προσδιορίζει διασυνδέσεις ανθρώπων, που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσει με παραδοσιακές μεθόδους. Πλέον, η ΕΛ.ΑΣ. χρησιμοποιεί δοκιμασμένες, ειδικές μεθόδους της Σκότλαντ Γιαρντ και του FBI . Οι βρετανικές κι αμερικανικές επιρροές της ΕΛ.ΑΣ. φάνηκαν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στον Ψηλορείτη, σχετικά με τη δράση της μαφίας του Μυλοποτάμου. Ποια είναι όμως συγκεκριμένα τα τρυκ της ΕΛ.ΑΣ. και τα στάδια που ακολουθούνται για τη διερεύνηση των κλήσεων κινητών τηλεφώνων, προκειμένου να φτάνουν στην πλήρη διαλεύκανση μίας υπόθεσης;
Ο προσδιορισμός των ύποπτων τηλεφώνων
Αυτό είναι η αρχή των πάντων. Η ΕΛ.ΑΣ. πρέπει να προσδιορίσει ποια είναι τα τηλέφωνα των υπόπτων προσώπων, ώστε από εκεί και πέρα να αναλύσει τις κλήσεις τους και να αντλήσει εκμεταλλεύσιμα στοιχεία. Πολλοί αστυνομικοί λένε ότι «αρκεί να βρούμε έστω κι έναν τηλεφωνικό αριθμό υπόπτου εγκληματικής οργάνωσης και να εξαρθρώσουμε όλο το κύκλωμα». Στην υπόθεση των Ζωνιανών, αυτό ήταν σχετικά απλό. Οι ύποπτοι για την επίθεση κατά της πομπής των αστυνομικών – στις 5 Νοεμβρίου 2007 – ήταν γνωστοί (ως οι πιο σκληροί και θερμόαιμοι των Ζωνιανών, με ποινικό παρελθόν). Έτσι, οι αστυνομικοί δεν είχαν παρά να ρωτήσουν ποιοι είναι οι αριθμοί των κινητών τηλεφώνων τους. Σε άλλες όμως περιπτώσεις – όπως σε μία ληστεία χρηματαποστολής στην Πάρνηθα πριν ένα χρόνο – έμαθαν από μία άγνωστη πηγή μόνο ένα τηλέφωνο ενός από τους εμπλεκόμενους κι έτσι άρχιζαν να ξετυλίγουν το κουβάρι.
Τα άλλοθι πέφτουν μπροστά στις .κεραίες!
Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει λήψη καταθέσεων από τους υπόπτους, όπου τους τίθεται το κύριο ερώτημα πού ήσαν την επίμαχη χρονική περίοδο. Μόλις συλλέγονται οι ισχυρισμοί των υπόπτων ότι ήταν σε άλλο μέρος από τη «σκηνή» μιας εγκληματικής επίθεσης, αρχίζει η ανάλυση από τις καταγραφές των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, μετά βεβαίως από αίτημα άρσης του απορρήτου. Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας μπορεί πλέον να παρέχουν στοιχεία για τις μετακινήσεις ενός κατόχου κινητού – με βάση ποια κεραία «πιάνει» το σήμα του – άσχετα με το αν τηλεφωνεί ή όχι. Δηλαδή, αν η Αστυνομία θέλει να μάθει το δρομολόγιο ενός υπόπτου για μια οποιαδήποτε μέρα, μπορεί να το πληροφορηθεί με βάση την αλληλουχία των καταγραφών των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, ακόμα και αν ο ύποπτος δεν έχει πραγματοποιήσει καμία τηλεφωνική κλήση! Η μόνη περίπτωση που δεν θα καταγράφεται το σήμα του, είναι αν έχει βγάλει τη μπαταρία από το κινητό του. Κι όπως είναι κατανοητό, το «κόλπο των κεραιών» αποτελεί ένα σημαντικό «ατού» στα χέρια των διωκτικών αρχών. Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση της επίθεσης κατά αστυνομικών στα Ζωνιανά, πολλοί ύποπτοι υποστήριξαν ότι εκείνη την ώρα ήταν στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο ή έβοσκαν πρόβατα σε μακρινές περιοχές. Αυτό βέβαια το άλλοθί τους, καταρρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες με βάση τις καταγραφές των κεραιών κινητής τηλεφωνίας. Όχι μόνο φαίνεται ότι εκείνη την ώρα της επίθεσης ήταν στα Ζωνιανά, αλλά δείχνουν ότι λίγο μετά έσπευσαν να φύγουν από το χωριό ώστε να μη συλληφθούν. Παρόμοιες διασταυρώσεις έγιναν και για να επιβεβαιωθεί η εμπλοκή τους σε ληστρικές επιθέσεις, αρπαγές ΑΤΜ κ.λπ. Για να αντιληφθεί κανείς την αξία αυτού του «τρυκ» με τις κυψέλες της κινητής τηλεφωνίας, αναφέρεται ότι σε ληστείες Τραπεζών όπου οι αστυνομικοί πληροφορούνται εκ των υστέρων ποιοι είναι οι αριθμοί των κινητών των υπόπτων, μπορεί να γνωρίζουν πού ήταν και τι δρομολόγιο ακολούθησαν για να φτάσουν στο σημείο της ληστρικής επίθεσης. Και κυρίως: πού πήγαν μετά!
Οι κλήσεις δείχνουν .διασυνδέσεις
Η επόμενη ενέργεια των διωκτικών αρχών είναι να ανακαλύψουν ποιες ήταν οι κλήσεις των ύποπτων τηλεφώνων, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το «επίμαχο περιστατικό». Έτσι, αυτές οι κλήσεις, η συχνότητά τους κι άλλες παράμετροι οδηγούν στο οργανόγραμμα της συμμορίας ή του κυκλώματος. Πώς γίνεται αυτό; Η ΕΛ.ΑΣ. παίρνει την ανάλυση των κλήσεων από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, όχι σε έντυπα, αλλά σε CD προκειμένου έτσι να μπορεί να γίνει εύκολα η ηλεκτρονική επεξεργασία τους. Ακολούθως, τα στοιχεία αυτά εισέρχονται στο γνωστό βρετανικό λογισμικό ανάλυσης πληροφοριών Ι2(εικόνα 1). Το Ι2 έχει τη δυνατότητα αυτόματης ταξινόμησης των τηλεφωνικών κλήσεων, έτσι ώστε σε συνδυασμό και με άλλα στοιχεία που του έχουν δοθεί για την ταυτότητα των συνδρομητών, για τις σχέσεις υπόπτων, μελών της οικογένειάς τους, προσωπικούς φίλους, συναδέλφους κ.λπ., να προσδιορίζει τις επίμαχες κλήσεις και τα επίμαχα πρόσωπα που σχετίζονται με την ποινική εμπλοκή των υπόπτων κι όχι την καθημερινή, τυπική, νόμιμη δραστηριότητά τους (συγγενείς, φίλους κ.λπ.). Δείγματα της χρησιμοποίησης του I2 έχουν υπάρξει σε πολλές περιπτώσεις, όπως την ανάλυση των επιθέσεων της 17Ν, τη δομή και τις συναλλαγές καρτέλ κοκαΐνης, τις επίμαχες κλήσεις των τηλεφώνων σκιών στο σκάνδαλο των υποκλοπών, την ανάλυση προσώπων κι ενεργειών στην υπόθεση της SIEMENS, όπως φυσικά συνέβη και στην υπόθεση των Ζωνιανών. Με το ηλεκτρονικό «φίλτρο» του Ι2 προσδιορίσθηκε ποιες κλήσεις αφορούσαν στις ληστείες των ΑΤΜ από τις συμμορίες του Μυλοποτάμου, αλλά και πώς συνεννοήθηκαν οι δράστες της αιματηρής ενέδρας κατά αστυνομικών. Η Αστυνομία λοιπόν, στο κλασικό πολυσέλιδο διαβιβαστικό για τη δράση της κρητικής μαφίας, έχει επισυνάψει και πολυσέλιδη ανάλυση με σχεδιαγράμματα που έχουν συντάξει οι χρήστες του Ι2 κι οι αναλυτές πληροφοριών.
Ακολουθώντας τα ίχνη των ανώνυμων καρτοκινητών
Οι αστυνομικοί γνωρίζουν ότι οι ύποπτοι στις επίμαχες τηλεφωνικές επικοινωνίες τους, είναι βέβαιο ότι δεν χρησιμοποιούν αριθμούς με συνδέσεις και συμβόλαια, αλλά καρτοκινητά. Οπότε, οι αρχές εστιάζουν το ενδιαφέρον τους με ποιον τρόπο θα προσδιορίσουν ποιοι είναι οι κάτοχοι αυτών των «αόριστων» αριθμών.
Πρώτος τρόπος είναι με την αναζήτηση της ηλεκτρονικής ταυτότητας (IMEI) της συσκευής, από την οποία πραγματοποιούνται οι κλήσεις. Τι σημαίνει αυτό; Κάθε συσκευή έχει έναν ειδικό αριθμό αναγνώρισης, που καταγράφεται από τις εταιρείες όταν πραγματοποιούμε κάθε κλήση. Αν υποτεθεί λοιπόν ότι κάποιος ύποπτος χρησιμοποιεί «ανώνυμο» καρτοκινητό, μπορεί να βρεθεί ποιος είναι, γιατί αν αλλάζει τις κάρτες SIM αλλά όχι τη συσκευή, μπορεί να προκύψουν ενδιαφέροντα στοιχεία, μιας και στην ίδια συσκευή που ήδη οι αστυνομικοί ξέρουν ποια είναι, μπορεί να βάλει κάρτα SIM που έχει συμβόλαιο ή άλλη με την οποία πραγματοποιεί κλήσεις σε συγγενικά του πρόσωπα για «αστικούς λόγους». Έτσι λοιπόν, η Αστυνομία αρχικά μπορεί να μην ξέρει ποιος είναι ο κάτοχος του καρτοκινητού, αλλά μπορεί να αναλύσει αν από την ίδια κάρτα SIM ή από την ίδια συσκευή (με συγκεκριμένο κωδικό ΙΜΕΙ) έχουν πραγματοποιηθεί κλήσεις σε άλλα πρόσωπα, τα οποία έχουν συμβόλαια σύνδεσης ή στοιχεία συνδρομητή. Αμέσως μετά μπορεί να κάνει κλασική έρευνα και να ανακρίνει τα πρόσωπα με τα οποία επικοινωνούσε ο κάτοχος του καρτοκινητού και να τους ρωτήσει «ποιος είναι αυτός – συγγενής ή φίλος – που τους τηλεφωνούσε», ανακρίνοντας βέβαια όχι κακοποιούς, αλλά έναν κύκλο γνωστών και φίλων του ύποπτου προσώπου. Δηλαδή, πιο απλά, ο ποινικός ή ο καταζητούμενος που είναι στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών, πρέπει για να μην πέσει στην παγίδα, να χρησιμοποιεί συσκευές και ανώνυμες κάρτες SIM, αποκλειστικής χρήσης για εγκληματικές ενέργειες. Αλλιώς, το μοιραίο λάθος καραδοκεί. Όμως και σε αυτή την περίπτωση ο κακοποιός διατρέχει κίνδυνο, γιατί οι αξιωματικοί μπορεί να εντοπίσουν πού περίπου βρίσκεται το κρησφύγετό του, από το στίγμα των κεραιών της κινητής τηλεφωνίας. Κι αυτό βέβαια, άσχετα αν το τηλέφωνό του είναι ανώνυμο καρτοκινητό ή αν τηλεφωνεί! Δηλαδή, οι κίνδυνοι για τον ποινικό είναι πολλαπλοί.
Τα μυστικά των «κυψελών»
Ίσως όμως το μεγαλύτερο κόλπο της ΕΛ.ΑΣ. που εφαρμόζεται σε πολύ σύνθετες και σημαντικές έρευνες, είναι ο εντοπισμός δραστών μέσω των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, χωρίς η Αστυνομία να γνωρίζει ούτε τον ύποπτο, ούτε το τηλέφωνο που μπορεί να χρησιμοποιεί. Τέτοια ιδιαίτερα σύνθετη και επίπονη διαδικασία έχει ακολουθηθεί σε τρομοκρατικές επιθέσεις, από ανάλυση της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας με βάση σχετικό «μοντέλο» της Σκότλαντ Γιαρντ. Το κόλπο αυτό εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στη δολοφονία του Βρετανού στρατιωτικού Στίβεν Σόντερς, στη λεωφόρο Κηφισίας τον Ιούλιο του 2000, σε επιθέσεις του «Επαναστατικού Αγώνα» τα τελευταία χρόνια, αλλά και στη δολοφονία του ειδικού φρουρού Χαράλαμπου Αμανατίδη, τα Χριστούγεννα του 2004 στην Κηφισιά. Τι κάνει λοιπόν η Αστυνομία; Ζητά όλες τις τηλεφωνικές κλήσεις που έγιναν μισή ώρα πριν και μισή ώρα μετά την επίθεση, στην κεραία (π.χ. Κηφισιά) που καλύπτει τον τόπο όπου έγινε η επίθεση. Η Αστυνομία θεωρεί ασφαλώς βέβαιο ότι οι δράστες έχουν συνεργούς σε ομάδες υποστήριξης, με τους οποίους θα πρέπει να επικοινώνησαν για να πληροφορηθούν την εξέλιξη της επιχείρησης. Η Αστυνομία – και κυρίως η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία – θεωρεί βέβαιο ότι στις επιθέσεις αυτές χρησιμοποιούν καρτοκινητά και συσκευές μιας χρήσης, μόνο για την επίθεση. Έτσι λοιπόν, από τις χιλιάδες κλήσεις (ανάλογα το χρόνο και τον τόπο) που μπορεί να έχουν ληφθεί από τη συγκεκριμένη κεραία, το επίμαχο χρονικό διάστημα, αποκλείονται αρχικώς αυτές όπου οι συνδρομητές εχουν συνδέσεις με συμβόλαιο. Ακολούθως αποκλείουν τις κλήσεις από καρτοκινητά, που πραγματοποιούν τηλεφωνήματα σε καταγεγραμμένους συνδρομητές και εστιάζουν το ενδιαφέρον τους για κλήσεις από καρτοκινητό σε καρτοκινητό, που είναι στην ίδια κυψέλη της κινητής τηλεφωνίας, με την υπόνοια ότι αυτές οι κλήσεις μπορεί να είναι μεταξύ των δύο ομάδων δράσης, που είναι κοντά στο σημείο της επίθεσης. Στη συνέχεια, με αυτήν την αφαιρετική διαδικασία, συνήθως απομένουν 5-6 καρτοκινητά τηλέφωνα. Οι διωκτικές αρχές, στη συνέχεια, ζητούν πληροφορίες και άρση απορρήτου για αυτά τα καρτοκινητά, ώστε να εστιάσουν το ενδιαφέρον σε αυτά που τηλεφωνήθηκαν στην «κυψέλη» αυτή, κατά το επίμαχο διάστημα και αμέσως μετά σιώπησαν για πάντα! Δηλαδή, ήταν μόνο μίας χρήσεως κινητά.
Ακολούθως, η έρευνα της Αστυνομίας έχει τρεις φάσεις, εξετάζει τους αριθμούς ΙΜΕΙ των καρτοκινητών, προκειμένου να ανακαλύψει αν οι κάρτες πετάχτηκαν ή αν κάποιος έβαλε άλλες κάρτες SIM στην ίδια συσκευή. Για να ζητήσουν μετά άρση απορρήτου αυτής της κάρτας SIM και να βρουν ποιες άλλες κλήσεις έκανε και ποιος είναι ο κάτοχος. Επίσης, οι αστυνομικοί κοιτάζουν πότε «σιώπησε» αυτή η κάρτα SIM. Δηλαδή, ποιες κεραίες (ποια διαδρομή) ακολούθησαν οι χρήστες του κινητού (πριν και μετά την επίθεση), μέχρις ότου απενεργοποίησαν την κάρτα SIM. Κι αυτό, σε σχέση με άλλες πληροφορίες με τις διευθύνσεις των υπόπτων προσώπων είναι πολύ σημαντικές.
Όμως και στην περίπτωση όπου οι SIM και οι συσκευές απενεργοποιούνται αμέσως μετά την επίθεση, υπάρχει κι άλλο περιθώριο έρευνας. Οι αστυνομικοί συλλέγουν πληροφορίες από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, που διανεμήθηκαν οι κάρτες SIM της καρτοκινητής. Έτσι λοιπόν, εντοπίζουν τους χώρους πώλησης των καρτών (καταστήματα, περίπτερα κ.λπ.) και επιδεικνύουν στους καταστηματάρχες φωτογραφίες υπόπτων για εμπλοκή στην επίθεση (τρομοκρατική ή μη). Όπως λένε οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. «αυτή η επίπονη, σύνθετη διαδικασία, τους έχει οδηγήσει σε αποτελέσματα για την έρευνα στην επίθεση κατά του ειδικού φρουρού Αμανατίδη».
Οι αστυνομικοί βέβαια εξετάζουν και κάτι ακόμα, όταν υπάρχουν συγκεκριμένοι ύποπτοι. Αφού γνωρίσουν ποια είναι τα μόνιμα, νόμιμα κινητά τηλέφωνά τους για αστικές χρήσεις ελέγχουν ποιες κλήσεις και από πού μπορεί να πραγματοποίησαν την ώρα της επίθεσης. Αν την ώρα της επίθεσης τα κινητά φαίνεται να είναι «σιωπηλά» και σε σταθερό σημείο, αυτό σημαίνει ότι ίσως ο κάτοχός τους με άλλο καρτοκινητό είχε αλλού είδους απασχόληση. Ακόμη, μπορεί να διερευνηθεί αν αυτά τα «επώνυμα» κινητά τα είχαν μαζί τους – χωρίς βεβαίως να τα χρησιμοποιούν – την ώρα της επίθεσης, αφού τα «παιγνίδια» συνδυασμών σε αυτήν την περίπτωση είναι ατέλειωτα.