Εξελίξεις στη μεθοδολογία τρομοκρατικών επιθέσεων των ισλαμιστικών ομάδων στην Ευρώπη
Προκλήσεις για τον χώρο της ασφάλειας: έρευνα και τρόποι αντιμετώπισης
Το ενδιαφέρον για την τρομοκρατία από όσους ασχολούνται με τον χώρο της ασφάλειας κατά κύριο λόγο επικεντρώνεται σε θέματα που αφορούν την επιχειρησιακή δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων. Για τον σχεδιασμό μέτρων πρόληψης, προστασίας και αντιμετώπισης μιας τρομοκρατικής επίθεσης είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε την τακτική που ακολουθούν οι τρομοκρατικές οργανώσεις και την ειδικότερη επιχειρησιακή μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι εκάστοτε αυτουργοί στα χτυπήματα τους.
Δρ. Μαρία Χρ. Αλβανού
Εγκληματολόγος – Ειδική σε θέματα τρομοκρατίας και CVE, μέλος ερευνητικής ομάδας ITSTIME
*Το παρόν άρθρο βασίζεται σε σχετική παρουσίαση στο 6ο συνέδριο Security Manager
Μολονότι υπάρχουν διάφορες εστίες τρομοκρατικού κινδύνου, δίδεται τόσο πολιτικά από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς, όσο και επιστημονικά από ερευνητικά προγράμματα, προβάδισμα στην αντιμετώπιση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. ΄Ηταν οι επιθέσεις αυτοκτονίας- μια τόσο διαφορετική επιχειρησιακή μεθοδολογία από αυτές που χρησιμοποιούσαν μέχρι τώρα οι “κλασικού” τύπου εγχώριες τρομοκρατικές οργανώσεις- που έπαιξαν ίσως τον βασικότερο ρόλο.
Καταρχήν, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι οι επιθέσεις αυτοκτονίας θα εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται από ισλαμιστικές οργανώσεις, γιατί αποτελούν τη “σφραγίδα τους”. Μολονότι η αλήθεια είναι ότι επιθέσεις αυτοκτονίας έχουν χρησιμοποιήσει και οργανώσεις που ουδεμία σχέση έχουν με το ισλαμιστικό δίκτυο τρομοκρατικής δράσης, το ευρύ κοινό τις έχει σχεδόν ταυτίσει με το “μαρτύριο”, το “shahuda” και το “jihad”, όπως διαστρεβλώνονται από ισλαμιστικές ομάδες. Oι επιθέσεις αυτοκτονίας, έχουν έναν σχεδόν συμβολικό χαρακτήρα και αποδεικτικό της ισλαμιστικής ταυτότητας, ενώ ταυτόχρονα καταφέρνουν να συσπειρώσουν τα μέλη και τους υποστηρικτές. Μια οργάνωση που χρησιμοποιεί επιθέσεις αυτοκτονίας μπορεί να καυχιέται ότι είναι γνήσια ισλαμιστική. Από την άλλη μεριά οι επιθέσεις αυτοκτονίας είναι στρατηγική επιλογή για τις τρομοκρατικές οργανώσεις και όχι επιχειρησιακός μονόδρομος. Επιλέγονται γιατί έχουν μεγάλο αντίκτυπο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προκαλούν τρόμο και προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα (για παράδειγμα, δεν χρειάζονται κατάστρωση σχεδίου διαφυγής, αφήνουν μεγάλα περιθώρια επιλογής κατάλληλου χρόνου και τόπου για την πυροδότηση του εκρηκτικού μηχανισμού κλπ). Όμως έχουν και περιορισμούς που αφορούν κυρίως τη στρατολόγηση του κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού για την πραγματοποίηση τους.
Από τότε που το Daesh έγινε ο κύριος και βασικός εκφραστής του ισλαμιστικού δικτύου στην Ευρώπη, αρχίσαμε και σε δυτικές χώρες να αντιμετωπίζουμε μια καινούργια επιχειρησιακή πρόκληση. Οι λεγόμενες μέθοδοι της “Τρίτης Intifada”, οι επιθέσεις δηλαδή με απλά, καθημερινά μέσα, όχι εγκληματικά στην αρχική σύλληψη και συνήθη χρήση τους (όπως για παράδειγμα οχήματα και μαχαίρια) μεταφέρθηκαν από τη Μέση Ανατολή και απασχολούν πλέον τις αρχές ασφαλείας ευρωπαϊκών χωρών. Οι επιθέσεις αυτές και τρόμο προκαλούν και εξασφαλίζουν το στοιχείο του αιφνιδιασμού και οι αυτουργοί τους μπορούν να προέρχονται από ευρύτερη δεξαμενή στρατολόγησης. Την ίδια στιγμή που σε χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής συνεχίζονται με αρκετή συχνότητα οι επιθέσεις αυτοκτονίας, στις χώρες της Ευρώπης παρατηρούμε κυρίως επιθέσεις με οχήματα ή μαχαίρι.
Η “ποιότητα” των αυτουργών και η ριζοσπαστικοποίηση
Η επιχειρησιακή αυτή εξέλιξη και στροφή του ισλαμιστικού δικτύου σχετικά με την τρομοκρατική του δράση στις δυτικές χώρες σχετίζεται άμεσα με την “ποιότητα” των αυτουργών που μπορεί να στρατολογεί, αλλά και με τον τρόπο κοινωνικοποίησης και συμμετοχής των τελευταίων στον χώρο της τρομοκρατίας και του εγκλήματος γενικότερα. Δεύτερης ή και τρίτης γενιάς μετανάστες, νέοι που συχνά όχι μόνο δεν ζουν σύμφωνα με το ισλαμιστικό πρότυπο ζωής (ούτε καν το ισλαμικό), αλλά δεν γνωρίζουν καν το Κοράνι, άτομα με ιστορικό παραβατικότητας που θυμίζουν περισσότερο μέλη συμμοριών της γειτονιάς παρά “μαχητές”, είναι κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά που απαντώνται συχνά πλέον στους αυτουργούς που φέρουν επιθέσεις σε πέρας στο όνομα του Daesh. Είναι σαφώς πιο εύκολο να στρατολογήσεις δολοφόνο, έναν άνθρωπο δηλαδή που θα σκοτώσει, παρά να στρατολογήσεις “μάρτυρα”, έναν άνθρωπο που θα δώσει την ίδια του τη ζωή πρώτα για να σκοτώσει άλλους. Το επίπεδο ριζοσπαστικοποίησης στη βία που χρειάζεται για τη δεύτερη περίπτωση είναι διαφορετικό και χρειάζεται εντατική και συστηματική έκθεση σε παράγοντες φανατισμού σε συνδυασμό και με άλλες προϋποθέσεις φυσικά. Η ριζοσπαστικοποίηση στη βία είναι μια περίπλοκη διαδικασία και σε μεγάλο βαθμό συχνά εξατομικευμένη, με την έννοια ότι συγκεκριμένες συνθήκες, συγκρούσεις, προβλήματα που επηρεάζουν ένα άτομο στην πορεία αυτή μπορεί να επηρεάζουν λιγότερο ή και καθόλου ένα άλλο.
Είναι αμφίβολο, εάν τα άτομα που δρουν στην Ευρώπη στα πλαίσια μιας χαλαρής σύνδεσης- ενίοτε και ανύπαρκτης- από επιχειρησιακή πλευρά με τον πυρήνα του Daesh στη Μέση Ανατολή (και πλέον με τον όποιο πυρήνα έχει επιβιώσει) ανταποκρίνονται στο μοντέλο του “mujahedeen” ή “shahid”. Είναι πολύ πιο πιθανό ότι το ισλαμιστικό τρομοκρατικό δίκτυο- έτσι όπως ξεκίνησε την επικοινωνιακή πολιτική του με την Αl Qaeda και συνεχίζει πλέον με το Daesh, που έχει καθιερωθεί ως οργάνωση “ομπρέλα”- προσφέρει ιδεολογικό κάλυμμα και άλλοθι για αντικοινωνικές, βίαιες και εγκληματικές συμπεριφορές σε ανθρώπους των οποίων ο βίος και η πολιτεία έχει ελάχιστη σχέση με ισλαμιστική ταυτότητα.
Από τη μία πλευρά, το Daesh εκμεταλλεύεται την εγκληματική βούληση ανθρώπων που δεν υπολογίζουν την ανθρώπινη ζωή και διακατέχονται από μίσος απέναντι στον άλλον, την κοινωνία, τους θεσμούς και τις αξίες (για διάφορους λόγους, που κάποιες φορές μπορεί να ξεκινούν από προσωπικά βιώματα). Από την άλλη πλευρά, οι αυτουργοί των επιθέσεων καταφέρνουν μέσω του Daesh να αναδειχτούν σε κάτι ανώτερο από εγκληματίες του δρόμου και να ξεχωρίσουν. Είναι μια win-win κατάσταση και για τα δύο μέρη αυτής της ανίερης συμμαχίας, που πραγματώνεται συχνά μέσα από το επιχειρησιακό σχήμα του “μοναχικού λύκου”, όπως ονομάζεται, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι οι αυτουργοί εντελώς ξαφνικά και χωρίς καμία επαφή με κάποιον κύκλο αποφασίζουν να αναλάβουν τρομοκρατική δράση. Τις περισσότερες φορές υπάρχει κοινωνικοποίηση στο ισλαμιστικό δίκτυο και τις επιχειρησιακές του μεθόδους μέσω διαδικτύου, σχέση με εξτρεμιστικές ομάδες που έχει προετοιμάσει το έδαφος, φυσική παρουσία ενός χαρισματικού ιμάμη-στρατολόγου που εμπνέει και δίδει τις ευλογίες του για την έκφραση εγκληματικής βίας στα πλαίσια της (όποιας έντασης) θρησκευτικής πίστης.
Η μεθοδολογία των επιθέσεων και μέτρα αντιμετώπισης
Αν οι επιθέσεις αυτοκτονίας απαιτούν υψηλό βαθμό φανατισμού και προσήλωσης προς την οργάνωση, οι επιθέσεις με μαχαίρι αλλά και όχημα έχουν προϋπόθεση την πλήρη επίγνωση, σε κάθε στάδιο της θυματοποίησης των άλλων. Ο αυτουργός δεν “πατά ένα κουμπί” απλώς και στη συνέχεια είναι απών στην τραγωδία και στο πόνο που έχει προκαλέσει. Αντίθετα είναι παρών στον πόνο και στις παρακλήσεις των θυμάτων, στα βογκητά του πόνου, στο αίμα, στο μαχαίρι που εισέρχεται επαναλαμβανόμενα στο σώμα και τα διάφορα όργανα των θυμάτων, στο αυτοκίνητο που χτυπά και πατά ανθρώπινα σώματα σαν να είναι σακιά. Υπό αυτή την έννοια η ψυχολογική διάσταση των αυτουργών τέτοιων τρομοκρατικών επιθέσεων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εγκληματολογική έρευνα και τους κατατάσσει στην κατηγορία ψυχρών και στυγνών εγκληματιών.
Δεδομένου ότι οι επιθέσεις με όχημα ή μαχαίρι μπορούν να οργανωθούν και να πραγματοποιηθούν σε μικρό χρονικό διάστημα και αρκετά συχνά χωρίς να αφήνουν ίχνη προετοιμασίας τέτοια που να επιτρέπουν στις αρχές ασφαλείας εύκολη και έγκαιρη αντιμετώπιση, το βάρος για την πρόληψη τέτοιων χτυπημάτων πέφτει σε όσους ασχολούνται με τον τομέα συλλογής πληροφοριών. Ένα δίκτυο πληροφόρησης που να μπορεί να τροφοδοτεί τις αρχές με intelligence σχετικά με άτομα που εμφανίζουν δείγματα συμπεριφοράς που τα κατατάσσει στους ριζοσπαστικοποιημένους στη βία είναι βασικό όπλο. Δεν αποτελεί όμως πανάκεια, ούτε λύση αυτή η προσέγγιση από μόνη της. Σε μια δημοκρατία (γιατί τις δημοκρατίες μας θέλουμε να προφυλάξουμε από την απειλή της τρομοκρατίας) “προληπτικές συλλήψεις” και διώξεις πριν τη διάπραξη παράνομων ενεργειών είναι απαράδεκτες. Η πληροφόρηση λοιπόν αυτή σχετικά με άτομα που θα μπορούσαν να εμπλέκονται σε δίκτυα τρομοκρατικής δράσης έχει περιορισμούς αποτελεσματικότητας σχετικά με τη δυνατότητα παρέμβασης των αρχών. Γι’ αυτό και χρειάζονται και άλλα μέτρα, αυτά της λεγόμενης “περιπτωσιολογικής πρόληψης” (“situational prevention”) που να ασφαλίζουν σε πρακτικό επίπεδο πιθανούς στόχους. Μολονότι τέτοια μέτρα είναι δύσκολο να σταματήσουν επιθέσεις με μαχαίρι, είναι δυνατό να σταματήσουν επιθέσεις με οχήματα σε πεζόδρομους, αγορές κλπ και μάλιστα μπορούν να είναι μέρος γενικότερου σχεδιασμού αστικών χώρων και ζωνών, εμπλέκοντας στον σχεδιασμό των μέτρων και της στρατηγικής πρόληψης και επιστήμονες από διαφορετικά πεδία γνώσης, που δεν έχουν να κάνουν με την ασφάλεια στη στένη έννοια της.
Προσέγγιση με βάση την εμπειρική πραγματικότητα
Τόσο η έρευνα στον τομέα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, όσο και η πρακτική που αφορά τη defacto απάντηση στον τρομοκρατικό κίνδυνο οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το πώς εμφανίζεται και εξελίσσεται η τρομοκρατική επιχειρησιακή δράση σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συγκεκριμένες χώρες με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά των κοινωνιών τους και με βάση την τυπολογία και τη δυναμική συγκεκριμένων τρομοκρατικών ομάδων ή και μεμονωμένων αυτουργών. Μια γενική και αόριστή θεωρητική τοποθέτηση πάνω στη μεθοδολογία τρομοκρατικών επιθέσεων, που δεν έχει σχέση με την εμπειρική πραγματικότητα δεν έχει κατά συνέπεια και χρησιμότητα στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Επιπρόσθετα, κάθε προσέγγιση του τρομοκρατικού φαινομένου δεν πρέπει να παρορά ότι πίσω από την προετοιμασία επιθέσεων υπάρχει στρατηγική και μια επιχειρησιακή λογική που δεν γνωρίζει κόκκινες γραμμές, αποκλεισμούς συμμαχιών και ταμπού (και αυτό θα πρέπει να έχει καταστεί σαφές ήδη από τη δεκαετία του ’70 και τις “κλασικές” οργανώσεις). Ότι βλέπουμε σήμερα από τις ισλαμιστικές οργανώσεις μπορεί να το δούμε ως επιχειρησιακή επιλογή και από οργανώσεις έτερης τυπολογίας, ενώ στην κλιμάκωση της τρομοκρατικής βίας δεν υπάρχει όριο. Όλα και σε κάθε βαθμό είναι δυνατά από όλους.