Εσωτερικές κλοπές και ανεντιμότητα προσωπικού
Οι εσωτερικές απώλειες αποτελούν την πλέον ανερχόμενη απειλή για το σύνολο των επιχειρήσεων και εταιριών παγκοσμίως. Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο πρόβλημα στο οποίο πέραν των ορατών παραγόντων όπως οι κλοπές ή η αποκάλυψη μυστικών, υπεισέρχεται και το ζήτημα της ανεντιμότητας του προσωπικού το οποίο μπορεί να λάβει ανεξέλεγκτες προεκτάσεις.
Ιωάννης Ν. Πανάγος
MSc, Security and Risk Management
Διευθυντής Ασφαλείας της Brink’s Hellas, S.A
Μεγάλο μέρος των εσωτερικών κλοπών παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό αφού εταιρίες ή οργανισμοί, προτιμούν την εσωτερική επίλυση αντί της γνωστοποιήσεως και επεμβάσεως της αστυνομίας αποφεύγοντας έτσι τη δημοσιότητα και καταστροφή της φήμης τους. Οι Security Managers και τα τμήματα εσωτερικής ασφαλείας, είναι αυτοί που επιφορτίζονται το δύσκολο έργο της αποκαλύψεως τέτοιων απωλειών οι οποίες γενικώς είναι αποτέλεσμα, είτε μιας προμελετημένης κλοπής ή παραλείψεως από έναν ή περισσότερους εργαζομένους είτε μιας παραλείψεως ή και αποτυχίας των ελέγχων ασφαλείας ή των αντίστοιχων επιχειρησιακών. Μερικά από τα επακόλουθα είναι η μείωση της εμπιστοσύνης των πελατών, η αύξηση του κόστους, η μείωση του κέρδους, οι μεγαλύτερες ασφαλιστικές δαπάνες και πολλές φορές η συρρίκνωση ή και χρεοκοπία της επιχειρήσεως.
Τα εμφανιζόμενα στοιχεία, που δεν είναι παρά μέρος του συνόλου, αποκαλύπτουν ότι οι εσωτερικές απώλειες έχουν λάβει εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις. Πρόσφατα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι μόνο οι εσωτερικές κλοπές, φθάνουν στο 34,5% του συνόλου των απωλειών, ενώ οι οφειλόμενες σε λάθη φθάνουν το 16,5%. Αυτό σημαίνει ότι οι μισές απώλειες οφείλονται καθαρά στο προσωπικό[1]. ¶λλες μελέτες δείχνουν ότι ο μέσος παγκόσμιος ρυθμός συρρικνώσεως[2] φθάνει το 1,29% των λιανικών πωλήσεων, που αντιστοιχεί σε 128,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Για την Ελλάδα, οι τελευταίες στατιστικές (2011) εμφανίζουν απώλειες 1,40% επί των πωλήσεων έναντι 1,30% του 2010, κοντά στον μέσο Ευρωπαϊκό όρο (1,29%)[3].
Οι Beck και Peacock[4] (2009) κατατάσσουν τις απώλειες σε εσωτερικές (προερχόμενες από υπαλλήλους ή υπαλλήλους άλλων εταιριών που εργάζονται στο ίδιο περιβάλλον με τους προηγούμενους), εξωτερικές (προερχόμενες από πελάτες και γενικώς οποιονδήποτε δεν εργάζεται στην εταιρία ή επιχείρηση), σε απάτες μεταξύ των εταιριών (περιπτώσεις κατά τις οποίες οι προμηθευτές χρεώνουν περισσότερα υλικά, είδη ή χρήματα από όσα προμηθεύουν) και τέλος σε αποτυχίες διαδικασιών (για τις οποίες δεν υπάρχει ακριβής ορισμός και περιλαμβάνει ένα πλήθος περιπτώσεων όπως λάθη σε τιμές, λάθη σε μεταφορές ή παραλαβές, κλπ.).
Οι εσωτερικές απώλειες δεν σχετίζονται πάντοτε με χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία. Μια εταιρία μπορεί να υποστεί ζημίες εξ αιτίας εσκεμμένων ατυχημάτων, λαθών σε λογαριασμούς ή απογραφές, εξαπατήσεως μέσω των time-card, δολιοφθορών, βανδαλισμών, παρενοχλήσεων, ανήθικων ή αντιεπαγγελματικών πρακτικών ως αποτέλεσμα απουσίας εταιρικής πολιτικής, χαλαρού συστήματος ελέγχου και ελλείψεως πειθαρχίας. Ουσιαστικά στους τύπους των εσωτερικών κλοπών εισάγονται οι έννοιες της ζημίας εις βάρος της περιουσίας (κλοπή ή εσκεμμένη ζημία εις βάρος του εργοδότη) και αυτής εις βάρος της παραγωγής (αδικαιολόγητες απουσίες, καθυστερήσεις, κλοπή χρόνου, κλπ). Μια άλλη προσέγγιση στην ομαδοποίηση των εσωτερικών απωλειών είναι αυτή που τις κατατάσσει σε δύο μεγάλες κατηγορίες ήτοι στις ακούσιες εσωτερικές απώλειες και στις εκούσιες εσωτερικές απώλειες δηλαδή σε περιστατικά. Οι τάσεις δείχνουν αποτυχία των συστημάτων προλήψεως των απωλειών, συναισθήσεως του κινδύνου και των πρακτικών διαχειρίσεως κινδύνου.
Οι πλέον κοινές αιτίες για τις οποίες οι υπάλληλοι κλέβουν ή σκοπίμως παραλείπουν τα καθήκοντά τους ή αποκλίνουν αυτών, είναι τα προσωπικά τους προβλήματα και το περιβάλλον εργασίας τους. Προσωπικά προβλήματα όπως οι οικονομικές δυσκολίες, η χρήση ναρκωτικών ή ο τζόγος, δυνατόν να σχετίζονται ευθέως με υπεξαιρέσεις και άλλα εγκλήματα, ενώ εμμέσως σχετιζόμενα προβλήματα όπως οι οικογενειακές έριδες, το διαζύγιο ή οι κακές συνήθειες, συμπεριλαμβανομένων των φίλων και συγγενών, μπορεί να έχουν σημαντική συνεισφορά σε μια εγκληματική πράξη[5].
Ενώ τα προσωπικά προβλήματα μπορούν να παραμένουν κρυμμένα, ο δεύτερος λόγος, το εργασιακό περιβάλλον και πως αυτό επιδρά σε κάθε εργαζόμενο μπορεί να είναι πιο απτό. Όταν οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι εταιρικές αποφάσεις και πράξεις προϊσταμένων τους είναι άδικες, ή όταν θεωρούν ότι χρησιμοποιούνται από τους εργοδότες τους, τότε συναισθήματα όπως ο θυμός, η οργή και η αγανάκτηση, μπορεί να οδηγήσουν σε πράξεις αντιδράσεως εναντίον της εταιρίας τους συμπεριλαμβανομένης της κλοπής[6]. Οι υπάλληλοι, μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος πόρος ενός οργανισμού αλλά ταυτοχρόνως και ο μεγαλύτερος εχθρός του.
Οι εργαζόμενοι έχουν την καλύτερη πρόσβαση στα περιουσιακά στοιχεία των εταιριών. Γνωρίζουν που αποθηκεύονται τα χρήματα. Έχουν στην κατοχή τους κλειδιά, κωδικούς ακόμη και συνδυασμούς χρηματοκιβωτίων. Παράλληλα, συνεργάτες εταιριών που γνωρίζουν τις διαδικασίες και τα συστήματα ασφαλείας, πιστεύουν ότι είναι ικανοί να ζυγίσουν με ακρίβεια το ρίσκο να πιαστούν να κλέβουν. Πιο σοβαρό ότι οι εργαζόμενοι πολλές φορές γνωρίζουν πότε κάποιοι συνάδελφοι ή συνεργάτες τους είναι πιο προσεκτικοί από άλλους και συμπεριφέρονται αναλόγως. Έτσι είναι απαραίτητοι οι εσωτερικοί έλεγχοι που αποτελούν στοιχεία περιφρουρήσεως των περιουσιακών στοιχείων στην όλη δομή ενός οργανισμού. Ο Fishman[7] παρουσιάζει τρία στοιχεία απαραίτητα για την εμφάνιση κλοπής από το προσωπικό, που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν όταν σχεδιάζονται οι εσωτερικοί έλεγχοι:
Κίνητρο για να κλέψει κάποιος: Αυτό μπορεί να προέλθει από την ανάγκη για περισσότερα χρήματα για να υποστηρίξει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, να καλύψει προσωπικές οικονομικές πιέσεις ή επειδή οι παραβάτες αισθάνονται ότι αντιμετωπίζονται με άδικο τρόπο.
Ευκαιρία για κλοπή: Το έγκλημα είναι αποτέλεσμα ευκαιριών[8]. Εταιρίες των οποίων οι υπάλληλοι έρχονται σε επαφή με μετρητά όπως οι εταιρίες χρηματαποστολών και οι τράπεζες, αλλά και καταστήματα λιανικής των οποίων οι υπάλληλοι, κυρίως οι ταμίες, έρχονται σε συνεχή επαφή με χρήματα, είναι εξαιρετικά ευάλωτες παρά τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνουν ειδικά οι της πρώτης κατηγορίας. Είναι λογικό τα μετρητά, να αποτελούν τον πρώτο στόχο. Όμως, οι δυνατότητες που δίδονται σε κάποιους εκ των υπαλλήλων που λόγω της θέσεώς τους (εργάζονται ξεχωριστά και απομονωμένα), της εμπιστοσύνης που απολαμβάνουν λόγω της φύσεως της εργασίας τους και των ευκαιριών που παρέχονται σε έμπιστα μέλη του προσωπικού, δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι εσωτερικές κλοπές και η ανεντιμότητα του προσωπικού να καθίστανται δύσκολα προβλέψιμες.
Η πίστη από τον κλέφτη ότι υπάρχει τρόπος να κρύψει την κλοπή και να αποφύγει τον εντοπισμό: Οι κλέφτες πιστεύουν ότι δεν μπορούν να ανιχνευθούν και αυτή η πίστη μπορεί να προέρχεται από την αντίληψη, ότι οι εσωτερικοί έλεγχοι δεν εφαρμόζονται σωστά και από τον μη ορθό διαχωρισμό των καθηκόντων.
Το δεύτερο μέρος του άρθρου που θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος αναφέρεται στον εντοπισμό και τον τρόπο αντιμετωπίσεως των εσωτερικών κλοπών.
[1] National Retail Federation (2015), The 2015 National Retail Security Survey.
[2] Συρρίκνωση: Μέτρο χρησιμοποιούμενο ευρέως στον τομέα της λογιστικής, το οποίο αντικατοπτρίζει τη διαφορά μεταξύ των εσόδων που η επιχείρηση θα έπρεπε να έχει (βάσει των απογραφών και αγορών), και του ποσού που πράγματι εισέπραξε. Οφείλεται πρωτίστως σε κλοπές από καταστήματα. Εν τούτοις, λάθη διαδικασιών, λογιστικά κενά, λάθη τιμολογήσεως και κακή διαχείριση των αποθεμάτων συμβάλλουν σε αυτές τις απώλειες (Global Retail Theft Barometer, 2014).
[3] Global Retail Theft Barometer (2014)
[4] Beck, A. and Peacock, C. (2009) New Loss Prevention.
[5] Purpura, P.P. (2013) Security and Loss Prevention: An introduction
[6] Skarlicki, D.P., και Folger, R. (1997). ‘Retaliation in the workplace: The roles of distributive, procedural, and interactional justice’ Journal of Applied Psychology, 82(3): 434-443.
[7] Fishman, N.H. (2000) ‘Signs of fraud: Theft of goods and services by employees’ The CPA Journal, 70(12).
[8] Felson, M. and Clarke, R.V. (1998) ‘Opportunity Makes the Thief: Practical theory for crime prevention’