Εγκληματικότητα & Σύγχρονες Μορφές Αστυνόμευσης
Όψεις της Κοινοτικής Αστυνόμευσης στην Ελλάδα
Η εγκληματικότητα αποτελεί στις μέρες μας ζήτημα μείζονος κοινωνικής σημασίας λόγω της συνεχούς εξέλιξης της, αλλά και των αυξητικών τάσεων που παρουσιάζουν συγκεκριμένες μορφές εγκλημάτων, οι οποίες συμβάλουν καθοριστικά στη δημιουργία του αισθήματος ανασφάλειας και του φόβου του εγκλήματος στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Δρ Ευάγγελος Στεργιούλης*
* Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάσκει στην έδρα Αστυνομικών Σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.
Η εξέλιξη της εγκληματικότητας σε συνδυασμό με την τεράστια πρόοδο των νέων τεχνολογιών, δημιούργησαν μια εντελώς νέα κοινωνική πραγματικότητα και νέες προκλήσεις για το ρόλο της Αστυνομίας στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και εφαρμόζονται σύγχρονες μορφές αστυνόμευσης, όπως η κοινοτική αστυνόμευση, κύριο χαρακτηριστικό της οποία
ς αποτελεί η ενεργός συμμετοχή των πολιτών. Η κοινοτική αστυνόμευση, με κυρίαρχη μορφή τον αστυνομικό της γειτονιάς, αποτελεί μία νέα φιλοσοφία αστυνομικής δράσης, η οποία προσαρμόστηκε στις ανάγκες και στις απαιτήσεις των σύγχρονων κοινωνιών, εστιάζοντας πρωτίστως στην πρόληψη του εγκλήματος. Στην Ελλάδα, ο θεσμός της κοινοτικής αστυνόμευσης αντιμετώπισε χαρακτηριστικές δυσκολίες στην πορεία της εφαρμογής του, με αποτέλεσμα η εξέλιξη του να συνεχίζει, ακόμη και σήμερα, να διέπεται από ένα περιοριστικό πλαίσιο ποικίλων παραγόντων που επιδρούν καταλυτικά στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας.
Εισαγωγή
Το έγκλημα, ως κοινωνικο φαινόμενο, αποτελούσε ανέκαθεν ζήτημα μείζονος σημασίας για κάθε δημοκρατική κοινωνία. Στις μέρες μας, η διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας ανάγεται στις προτεραιότητες όλων των σύγχρονων κρατών, προκειμένου να εδραιώσουν το αίσθημα ασφάλειας κάθε πολίτη και συνάμα να εξαλείψουν το φόβο του εγκλήματος που δρα καταλυτικά στη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Η Αστυνομία, ως θεσμός του δημοκρατικού πολιτεύματος που εγγυάται τη δημόσια ασφάλεια, την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών (Στεργιούλης, 2001:129), τοποθετείται στο επίκεντρο των προσπαθειών που καταβάλλονται, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για τον περιορισμό του εγκλήματος. Ως εκ τούτου, η αστυνόμευση, ως βασικό συστατικό στοιχείο της λειτουργίας της Αστυνομίας, αναδεικνύεται μεταξύ των κυριοτέρων δράσεων κάθε ευνομούμενης πολιτείας, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του εγκλήματος.
H εγκληματικότητα
H εγκληματικότητα συνδέεται στενά με ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, αλλά και γεωγραφικών μεταβλητών, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την ποσοτική και ποιοτική εξέλιξη της. Για παράδειγμα, οι κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις στο τέλος της δεκαετίας του ’80 στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Ευρώπης, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989), οδήγησαν σε αυξημένες μεταναστευτικές ροές που επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση του συνολικού χάρτη της εγκληματικότητας σε όλες τις Ευρωπαικές χώρες ανεξαιρέτως (Courakis, 1993). Στην Ελλάδα, η συνολική εικόνα της εγκληματικότητας σε βάθος χρόνου, όπως παρουσιάζεται στους παρακάτω πίνακες, είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική και η επίδραση της στο συλλογικό αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, όπως συχνά παρουσιάζεται μέσω των ΜΜΕ, είναι καταλυτική.
Πηγή: Στατιστικές επετηρίδες της Ελληνικής Αστυνομίας 1993-2017
Με βάση τα δεδομένα των παραπάνω πινάκων, παρατηρούμε ότι οι ληστείες μαζί με τις κλοπές και τις διαρρήξεις, οι οποίες συνθέτουν την εγκληματικότητα σε καθημερινή σχεδόν βάση και συμβάλουν στη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας των πολιτών και στην έξαρση του φόβου του εγκλήματος, παρουσιάζουν σταθερά ανοδικές τάσεις. Σημειωτέον ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μεγαλύτερη αύξηση διαρρήξεων (Ζαραφωνίτου, 2016), ενώ, όπως προκύπτει και από άλλες σχετικές έρευνες (Tsouvelas, et.al. 2015), η εγκληματικότητα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο οικονομικής κρίσης.
Πράγματι, οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την έξαρση των κοινωνικών φαινομένων της μετανάστευσης και του προσφυγικού, η διαχείριση των οποίων απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του αστυνομικού προσωπικού, έχουν επιδράσει καταλυτικά στην αποτελεσματικότητα της αστυνόμευσης με άμεσο επακόλουθο, μεταξύ άλλων, και την ανησυχητική αύξηση των δεικτών του κοινού εγκλήματος. Η Αστυνομία, ως γνωστόν, αποτελεί ένα μέρος του επίσημου κοινωνικού ελέγχου για την τήρηση και την εφαρμογή των κανόνων δικαίου και η καταπολέμηση του εγκλήματος ανάγεται στην κύρια αποστολή της. Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμισθεί ότι η εγκληματικότητα είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο και οι διαστάσεις του άπτονται πολλών και ποικίλων παραμέτρων.
Σύγχρονες Μορφές Αστυνόμευσης – Ο Αστυνομικός της Γειτονιάς στην Ελλάδα
Η αστυνόμευση αποτελεί το κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της αποστολής της Αστυνομίας και αποσκοπεί πρωτίστως στην πρόληψη της εγκλήματος (Φαρσεδάκης, 2016). Πρόκειται για την επίσημη οργανωμένη μορφή κοινωνικού ελέγχου που ασκείται θεσμικά σε κάθε ευνομούμενη κοινωνία, ωστόσο, η αστυνόμευση είναι και μία διαδικασία μέσω της οποίας παρέχεται στην κοινότητα των πολιτών ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών όχι μόνο τομέα της πρόληψης του εγκλήματος, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της δημόσιας ασφάλειας και τάξης (Στεργιούλης, 2008: 35-41).
Οι προσπάθειες των Αστυνομικών Αρχών, ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας επικεντρώνονται στην πρόληψη με σύγχρονες μορφές αστυνόμευσης, με χρήση των νέων τεχνολογιών και σε συνεργασία με τους επίσημους φορείς και τα όργανα των κοινοτήτων. Η φιλοσοφία των σύγχρονων μορφών αστυνόμευσης εδράζεται στην ενεργή συμμετοχή των ίδιων των πολιτών. Η κοινοτική αστυνόμευση, λοιπόν, αποτελεί μία νέα φιλοσοφία αστυνομικής δράσης, η οποία ακολούθησε την εξέλιξη της κοινωνίας και προσαρμόστηκε στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των σύγχρονων κοινωνιών, με κύριο χαρακτηριστικό την πρόληψη του εγκλήματος (Miller, Hess & Orthmann, 2014: 3-25).
Η Ελληνική Αστυνομία αντιλαμβάνεται τη φιλοσοφία της κοινοτικής αστυνόμευσης στις αρχές της περασμένης δεκαετίας και εν όψει των προετοιμασιών για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα. Το 2003, εισάγεται στην ελληνική έννομη τάξη το θεσμικό πλαίσιο του αστυνομικού της γειτονιάς με το οποίο καθορίζεται η αποστολή και τα καθήκοντα του (Π.Δ. 254/2003). Συγκεκριμένα, η αποστολή του αστυνομικού της γειτονιάς είναι να προσεγγίσει και να επικοινωνήσει με τους πολίτες, να εδραιώσει το αίσθημα ασφάλειας, να δημιουργήσει αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία μεταξύ της Αστυνομίας και της τοπικής κοινότητας, να αποτρέψει το έγκλημα και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της κοινότητας σε σχέση με τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η πρώτη αυτή προσπάθεια εφαρμογής του θεσμού της κοινοτικής αστυνόμευσης στη χώρα, εγκαταλείπεται τον αμέσως επόμενο χρόνο (2004), με την εκλογή νέας κυβέρνησης και αλλαγής των προτεραιοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας, που εστιάζονται στην οργάνωση της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι προετοιμασίες και ο σχεδιασμός της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων απορρόφησε όλες τις δυνάμεις του Σώματος μαζί και τους αστυνομικούς, συνολικά 354, στους οποίους είχαν ανατεθεί καθήκοντα αστυνομικού της γειτονιάς σε 35 αστυνομικά τμήματα της Αθήνας και σε 2 αστυνομικά τμήματα της Θεσσαλονίκης (Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, 2003).
Η δεύτερη προσπάθεια για την εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης πραγματοποιείται, έξι χρόνια αργότερα, στις αρχές του 2010. Η επανεκκίνηση του αστυνομικού της γειτονιάς γίνεται με λιγότερο αστυνομικό προσωπικό, ήτοι, 218 αστυνομικοί σε 45 συνολικά αστυνομικά τμήματα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και άλλων μεγάλων πόλεων (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, 2010a). Μετά από μια περίοδο έξι μηνών, τον Ιούνιο του 2010, δημοσιεύθηκε η πρώτη έκθεση δραστηριοτήτων του αστυνομικού της γειτονιάς (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, 2010b). Η σημαντικότερη διαπίστωση αυτής της έκθεσης, είναι η τεράστια ανταπόκριση του κοινού με παρατηρήσεις, προτάσεις και καταγγελίες προς τους αστυνομικούς της γειτονιάς, γεγονός που υπογραμμίζει το αυξημένο ενδιαφέρον των πολιτών να διατηρήσουν επαφή και επικοινωνία με την Ελληνική Αστυνομία. Ωστόσο, αυτή η δεύτερη απόπειρα εφαρμογής της κοινοτικής αστυνόμευσης στην Ελλάδα έληξε μέσα στο ίδιο έτος, χωρίς καμία επίσημη εξήγηση από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και το αρμόδιο Υπουργείο.
Η τρίτη προσπάθεια εφαρμογής του θεσμού του αστυνομικού της γειτονιάς γίνεται στις αρχές του 2015 και διαρκεί μέχρι και σήμερα (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, 2015). Ο αστυνομικός της γειτονιάς εφαρμόζεται σήμερα σε 37 αστυνομικά τμήματα που καλύπτουν 96 γειτονιές σε όλη τη χώρα. Συγκεκριμένα, σε 9 αστυνομικά τμήματα στην Αθήνα, σε 4 αστυνομικά τμήματα στη Θεσσαλονίκη και σε 24 άλλα αστυνομικά τμήματα στην υπόλοιπη χώρα που καλύπτουν συνολικά 21 πόλεις (Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας, 2017).
ΠΗΓΗ: Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας, 2018
Αναμφίβολα, η δραστηριότητα των αστυνομικών της γειτονιάς από ποσοτικής πλευράς είναι εξαιρετικά θετική, ωστόσο, τα στοιχεία αυτής της δραστηριότητας θα πρέπει να υποβάλλονται σε ποιοτική αξιολόγηση και ανάλυση και να συσχετίζονται με τους δείκτες της εγκληματικότητας που διέπουν την κάθε γεγωγραφική περιοχή, σε συνδυασμό και με άλλους σημαντικούς παράγοντες, όπως η κοινωνική διαστρωμάτωση της περιοχής, η πληθυσμιακή σύνθεση, η διαφορετικότητα κ.ά., προκειμένου να εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα τόσο για την εξέλιξη και τις τάσεις της εγκληματικότητας όσο και για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων σε επίπεδο πρόληψης και καταστολής. Για παράδειγμα, ο θεσμός του Παρατηρητή της Γειτονιάς που εφαρμόζεται με επιτυχία από την Αστυνομία Κύπρου, με την αποδοχή και υψηλού επιπέδου συμμετοχή των πολιτών, εκτιμάται ότι έχει συμβάλει στην μείωση της μικροεγκληματικότητας κατά 30% αλλά και στη μείωση του φόβου του εγκλήματος (Αστυνομία Κύπρου, 2017).
Συμπεράσματα & Διαπιστώσεις
Η Ελληνική Αστυνομία, σε σύγκριση με το σύνολο των Ευρωπαϊκών Αστυνομιών (Bayerl, Karlovic, Akhgar, Markarian, (eds), 2017: 66-138) καθυστέρησε σημαντικά να αναπτύξει και να εφαρμόσει σύγχρονες μορφές αστυνόμευσης, σε συνεργασία με τους δήμους και τις κοινότητες της χώρας. Παρά το γεγονός ότι η κοινοτική αστυνόμευση εισάγεται στην ελληνική έννομη τάξη το 2003, ο θεσμός του αστυνομικού της γειτονιάς (Στεργιούλης, Ε. 2018) εφαρμόζεται στη χώρα μόνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια και μάλιστα σε ένα περιορισμένο αριθμό αστυνομικών τμημάτων. Η περιορισμένη ανάπτυξη και εφαρμογη της κοινοτικής αστυνόμευσης στην Ελλάδα οφείλεται στους εξής κυρίως λόγους:
- Η Ελληνική Αστυνομία, την τελευταία δεκαετία, αντιμετωπίζει σοβαρές υλικοτεχνικές ελλείψεις, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει τεράστια κενά οργανικών θέσεων που υπολογίζονται σε 6.700 (Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών, 2017).
- Η αναδιοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας το 2016 κατέληξε σε μείωση κατά 21% του συνόλου των αστυνομικών υπηρεσιών στη χώρα και στο κλείσιμο περίπου του 30% του συνόλου των αστυνομικών υπηρεσιών της Αττικής (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, 2016), με αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη της κοινοτικής αστυνόμευσης.
- Η Ελληνική Αστυνομία παραμένει ακόμη και σήμερα ως ένας συγκεντρωτικός και εξαιρετικά γραφειοκρατικός οργανισμός (Παπακωνσταντής, 2003) που διέπεται από στρατιωτική νοοτροπία, η οποία δεν συνάδει με την αποτελεσματική ανάπτυξη και εφαρμογή σύγχρονων μορφών αστυνόμευσης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από οργανωτική – διοικητική ευλυγισία και διακριτική ευχέρεια.
- Η Ελληνική Αστυνομία, από ιδρύσεως της, υφίσταται την καταλυτική πολιτική επιρροή της εκάστοτε κυβέρνησης σε όλους του τομείς της λειτουργίας της, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της αυτονομίας της στη χάραξη και υλοποίηση στρατηγικών σε κρίσιμους τομείς της αστυνόμευσης, όπως η κοινοτική αστυνόμευση. Απόδειξη τούτου αποτελούν οι δύο αποτυχημένες προσπάθειες εφαρμογής της κοινοτικής αστυνόμευσης το 2003 και το 2010 και η περιορισμένη εφαρογή του θεσμού από το 2015 και εντεύθεν.
- Οι σχέσεις Ελληνικής Αστυνομίας – Κοινωνίας διέπονται από κλίμα επιφυλακτικότητας και συχνά αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας του αστυνομικού έργου, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, λόγω της αύξησης της εγκληματικότητας, με αποτέλεσμα την εδραίωση του φόβου του εγκλήματος (Zarafonitou, 2011) σε συνδυασμό και με άλλα ποικίλλα και οξυμένα κοινωνικά προβλήματα (λαθρομετανάστευση, ναρκωτικά, κ.λπ.), τα οποία επηρεάζουν καταλυτικά την ποιότητα της ζωής των πολιτών σε καθημερινή βάση.
Εν κατακλείδι, η πολιτεία οφείλει να υποστηρίξει την εφαρμογή και ανάπτυξη σύγχρονων μορφών αστυνόμευσης σε όλα τα αστικά κέντρα της χώρας και συνάμα να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των κοινωνικών και κοινοτικών φορέων αλλά και των ίδιων των πολιτών (Χαλκιά, 2014), προκειμένου να αναστρέψει, το συντομότερο δυνατό, μία συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση της εγκληματικότητας. Η Αστυνομία αποτελεί έναν από τους βασικούς θεσμούς της δημοκρατίας που εγγυάται την εσωτερική ασφάλεια της χώρας, βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη κάθε κοινωνικής δραστηριότητας και την εδραίωση της κοινωνικής ομαλότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (2016) “Στατιστικά στοιχεία – απολογισμός συνολικής δραστηριότητας της Ελληνικής Αστυνομίας για το έτος 2015”. link
Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (2017) “Στατιστικά στοιχεία – απολογισμός συνολικής δραστηριότητας της Ελληνικής Αστυνομίας για το έτος 2016”. link
Αστυνομία Κύπρου (2017) Ομιλία Αρχηγού Αστυνομίας, κ. Ζαχαρία Χρυσοστόμου κατά την πραγματοποίηση Συνεδρίου με θέμα: «Παρατηρητής της Γειτονιάς: Βέλτιστες Πρακτικές και Προοπτικές» 06/04/2017. link
Bayerl, S., Karlovic, R., Akhgar, B., Markarian, G. (eds) (2017) Community Policing – A European Perspective, Cham:Springer.
Courakis, N. (1993) Crime in modern-day Greece: An overview, Chroniques, Laboratoire de Sciences Criminologiques, Democritus University of Thrace.
Φαρσεδάκης, Ι. (2016) “Η πρόληψη του εγκλήματος ως μέσον αντεγκληματικής πολιτικής” στον τιμητικό τόμο για τον ομότιμο καθηγητή Ν. Κουράκη, Γασπαρινάτου, Μ. (επιμ), (2016) Έγκλημα και Ποινική Καταστολή σε εποχή Κρίσης, Αθήνα:Σάκκουλα.
Kappeler, V. & Gaines, L. (2015). Community Policing: A contemporary Perspective, NY & London: Routledge.
Miller, L./ Hess, K. / Orthmann, C. (2014) Community Policing: Partnerships for Problem Solving, N.Y.: Cengage Learning.
Παπακωνσταντής, Γ. (2003) Ελληνική Αστυνομία:οργάνωση,πολιτική,ιδεολογία, Αθήνα: Σάκκουλας.
Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (2017), Εργασίες 27ου Πανελλαδικού Συνεδρίου, Αρ. Πρωτ.: 701/3/10η, Αθήνα, 29 Σεπτεμβρίου 2017. link
Π. Δ. 254/2003, (άρθρο 4), Φ.Ε.Κ. A-32/7.10.2003 που τροποποιεί το Π.Δ. 141/1991, Φ.Ε.Κ. A-58/30.4.1991
Στεργιούλης, Ε. (2001) Η Ελληνική Αστυνομία στην περίοδο της μεταπολίτευσης, Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη.
Στεργιούλης, Ε. (2008) Κοινωνιολογία της Αστυνομίας, Αθήνα:Παπαζήσης.
Στεργιούλης, Ε. (2018) «Ο Αστυνομικός της Γειτονιάς», στον Τιμητικό Τόμο για τον Ομότιμο Καθηγητή Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αντώνη Μαγγανά «Σύγχρονες Τάσεις Αντεγκληματικής Πολιτικής», σελ. 620, Αθήνα:Παπαζήσης.
Tsouvelas, G. et al. (2015) Criminality during the financial crisis in Greece, European Psychiatry, 30 (1) :1363.
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (2003) Δελτίο Τύπου: “Επίσημη παρουσίαση του θεσμού Αστυνομικού της Γειτονιάς”, 4 Ιουνίου 2003. link
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (2010a) Δελτίο Τύπου: “Ο Αστυνομικός επιστρέφει στη γειτονιά”, 4 Ιανουαρίου 2010. link
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (2010b) Δελτίο Τύπου: “Απολογισμός πεντάμηνης δράσης του Αστυνομικού της Γειτονιάς”, 7 Ιουνίου 2010. link
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (2016) “Αναδιοργάνωση Υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας” 22 Σεπτεμβρίου 2016. link
Χαλκιά, Α. (2014) “Στάσεις απέναντι στη συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική σε περιοχές με διαβάθμιση εγκληματικότητας στην Αθήνα”, Εγκληματολογία, (1-2):66-75
Zarafonitou, Ch. (2011) “Fear of crime in contemporary Greece: Research evidence” Criminology, (special issue), pp. 50-63, Athens: Nomiki Vivliothiki.
Ζαραφωνίτου, Χ. (2016) “Βίαιη εγκληματικότητα και φόβος του εγκλήματος σε εποχές κρίσης” στον τιμητικό τόμο για τον ομότιμο καθηγητή Ν. Κουράκη, Γασπαρινάτου, Μ. (επιμ), (2016) Έγκλημα και Ποινική Καταστολή σε εποχή Κρίσης, Αθήνα: Σάκκουλα.