Διευθυνσιοδοτούμενη Πυρανίχνευση: Χαρακτηριστικά, επιλογή &εφαρμογές
Τα διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα πυρανίχνευσης αποκτούν ένα πολύ σημαντικό μερίδιο στην αγορά των συστημάτων πυρανίχνευσης. Ποιες οι διαφορές τους με τα συμβατικά συστήματα, ποια τα χαρακτηριστικά λειτουργίας τους και σε ποιες εφαρμογές ταιριάζουν περισσότερο;
Στις αρχές της δεκαετίας του 90 μια νέα κατηγορία συστημάτων πυρανίχνευσης έκανε την εμφάνισή της. Ήταν τα διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα (addressable fire alarms) τα οποία αποτέλεσαν μια εναλλακτική πρόταση στη μέχρι τότε καθιερωμένη κατηγορία των συμβατικών συστημάτων πυρανίχνευσης. Η εμφάνιση αυτών των συστημάτων νέας γενιάς αποτέλεσε μια σημαντική εξέλιξη για τα δεδομένα της τότε εποχής, καθώς διεύρυνε κατά πολύ τις δυνατότητες των συστημάτων πυρανίχνευσης. Ήταν φανερό πλέον, ίσως και από τα μέσα της δεκαετίας του 80, ότι τα συμβατικά συστήματα πυρανίχνευσης είχαν φθάσει στα όριά τους, ειδικά όταν επρόκειτο για μεγάλα κτίρια. Σε συνδυασμό με τις αυξημένες απαιτήσεις των κανονισμών πυρασφάλειας που τότε άρχισαν να κάνουν τη συστηματική τους εμφάνιση, ήταν φανερό ότι υπήρχε η ανάγκη για ακόμα καλύτερη κάλυψη των χώρων σε σχέση με ό,τι αφορά στους ενδεχόμενους κινδύνους από πυρκαγιά.
Πλεονεκτήματα & διαφορές
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα των διευθυνσιοδοτούμενων συστημάτων είναι ότι πλέον κάθε ανιχνευτής έχει τη δική του ξεχωριστή διεύθυνση. Οπότε, όταν υπάρξει κάποια ένδειξη συναγερμού για πιθανή εστία πυρκαγιάς ή για διαρροή αερίου – ανάλογα με το είδος του ανιχνευτή – μπορεί ο χρήστης του συστήματος να προσδιορίσει από ποιον ανιχνευτή ακριβώς προέρχεται ο συναγερμός. Έχοντας στη διάθεσή του και ένα σχέδιο του χώρου, μπορεί να κατευθυνθεί κατευθείαν σε αυτό το σημείο και να ελέγξει την κατάσταση, ενώ στα συμβατικά συστήματα δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Έστω ότι κάποιος ανιχνευτής εντοπίζει κάποιο πρόβλημα. Τότε η ένδειξη που θα εμφανιστεί στον πίνακα θα αφορά όλη τη ζώνη στην οποία ανήκει ο συγκεκριμένος ανιχνευτής. Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό, ειδικά σε μεγάλες εγκαταστάσεις δημιουργεί πρόβλημα καθώς, αν ειδικά η ζώνη έχει πολλούς ανιχνευτές – που ορισμένοι από αυτούς μπορεί να είναι κρυμμένοι π.χ. μέσα σε ψευδοροφές, τότε ο χρήστης θα δυσκολευτεί πολύ να εντοπίσει το ακριβές σημείο του συμβάντος.
Προχωρώντας ακόμα παραπάνω, υπάρχουν διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα που δείχνουν στην οθόνη του πίνακα το σημείο όπου είναι ο ανιχνευτής, με μια περιγραφή κειμένου όπως π.χ. λεβητοστάσιο Α κτιρίου μέσα στην ψευδοροφή. Με αυτόν τον τρόπο εξοικονομείται τεράστιος χρόνος σε έκτακτες περιπτώσεις ανάγκης, χρόνος που είναι ιδιαίτερα πολύτιμος και μπορεί να αποβεί σωτήριος για ανθρώπινες ζωές. Διότι οι διασωστικές υπηρεσίες που θα κληθούν να δράσουν, θα έχουν τη δυνατότητα να εντοπίσουν αμέσως το σημείο, χωρίς καν να χρειαστεί να ανοίξουν ένα σχέδιο.
Ένα δεύτερο πλεονέκτημα των αναλογικών διευθυνσιοδοτούμενων συστημάτων είναι ότι ο ανιχνευτής δεν δίνει αυτός την ένδειξη συναγερμού, αλλά μεταφέρει στον κεντρικό πίνακα όλα τα δεδομένα της κατάστασης και πώς αυτή εξελίσσεται – και επαφίεται πλέον στον κεντρικό πίνακα η απόφαση για την ενεργοποίηση συναγερμού. Ουσιαστικά δηλαδή το σύστημα ενσωματώνει μια μορφή τεχνητής ευφυΐας, καθώς μπορεί να πληροφορεί τους χρήστες για την εξέλιξη ενός γεγονότος. Μπορεί δηλαδή πριν το σήμα του τελικού συναγερμού, να ενημερώνει προληπτικά τους χρήστες ότι π.χ. η θερμοκρασία ενός χώρου αυξάνει ή η συγκέντρωση ενός επικίνδυνου αερίου πλησιάζει προς τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια. Οπότε οι υπεύθυνοι έχουν το χρόνο να ενεργήσουν πριν την πρόκληση του τελικού γεγονότος. Αυτή η δυνατότητα συμβάλλει πολύ και στη μείωση των λανθασμένων συναγερμών. Παραδείγματος χάρη, ας εξετάσουμε την περίπτωση των ανιχνευτών καπνού. Το σύστημα θα παρακολουθεί συνεχώς την ποιότητα του αέρα μέσω αυτών των ανιχνευτών. Η ύπαρξη σκόνης όμως σε αυτούς, τους δημιουργεί σύγχυση, με αποτέλεσμα στην περίπτωση ενός συμβατικού συστήματος να δοθεί ένδειξη συναγερμού. Στα αναλογικά διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα όμως, θα υπάρξει μια ένδειξη πριν την τελική κατάσταση συναγερμού (pro alarm) στον πίνακα, οπότε θα μπορέσουν οι χειριστές του να κάνουν τους απαραίτητους ελέγχους και να διαπιστώσουν την επικινδυνότητα ή όχι της κατάστασης. Αυτές οι λειτουργίες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε εγκαταστάσεις όπου η διακοπή της λειτουργίας προκαλεί σοβαρά προβλήματα, όπως αεροδρόμια, σιδηροδρομικοί σταθμοί, εμπορικά κέντρα, τράπεζες, βιομηχανίες. Με τη χρήση των αναλογικών διευθυνσιοδοτούμενων συστημάτων είναι δυνατόν οι χρήστες να ρυθμίσουν την ευαισθησία των ανιχνευτών μέσω του κεντρικού πίνακα σε διαφορετικά όρια, ανάλογα με τις συνθήκες του χώρου στον οποίο θα εγκατασταθούν. Δηλαδή, διαφορετικά θερμοκρασιακά όρια μπορεί να έχουν οι ανιχνευτές που θα τοποθετηθούν σε χώρους θερμότερους λόγω λειτουργίας μηχανών, από ανιχνευτές που θα τοποθετηθούν σε χώρους με θερμοκρασιακές συνθήκες γραφείων.
Αναπτύσσοντας το σύστημα
Μια άλλη διαφορά των διευθυνσιοδοτούμενων συστημάτων από τα συμβατικά είναι ότι δεν διαθέτουν ζώνες στις οποίες συνδέονται οι ανιχνευτές, αλλά βρόγχους.
Πιο συγκεκριμένα, στα συμβατικά συστήματα οι πίνακες πυρανίχνευσης διαθέτουν – ανάλογα με τις δυνατότητές τους – 2,4,6,8 ή και περισσότερες ζώνες. Η κάθε ζώνη ουσιαστικά αποτελείται από ένα καλώδιο με το οποίο συνδεόντουσαν οι ανιχνευτές και το οποίο τερματίζει σε κάποιο τερματικό σημείο. Κάθε ζώνη χαρακτηρίζει ένα χώρο ή μια κατηγορία συναγερμού. Παραδείγματος χάρη, οι ανιχνευτές του λεβητοστασίου μπορούσαν να αποτελέσουν μια ζώνη και οι ανιχνευτές του μηχανοστασίου μια δεύτερη ζώνη. Αν η ομαδοποίηση γίνεται βάσει του είδους του συναγερμού, μπορεί οι ανιχνευτές αερίου να αποτελούσαν μία ζώνη και οι πυρανιχνευτές μια δεύτερη ζώνη. Η ομαδοποίηση των ανιχνευτών αποτελούσε αντικείμενο διερεύνησης και συνεργασίας του μελετητή, του εγκαταστάτη και του τελικού χρήστη. Όμως το μεγάλο πρόβλημα είναι πως όταν προέκυπτε συναγερμός σε μία ζώνη, η ένδειξη στον πίνακα ήταν γενική για τη συγκεκριμένη ζώνη, καθώς τα συμβατικά συστήματα δεν είχαν τη δυνατότητα προσδιορισμού για ποιο συγκεκριμένο ανιχνευτή αφορά η ένδειξη συναγερμού. Αυτό ήταν το ένα πρόβλημα. Το δεύτερο πρόβλημα προέρχεται από τον τρόπο διασύνδεσης των ανιχνευτών. Τα addressable συστήματα χρησιμοποιούν βρόγχους (δηλαδή ένα κλειστό κύκλωμα που ξεκινάει από τον πίνακα πυρανίχνευσης και τερματίζει σε αυτόν) στους οποίους μπορεί να συνδεθεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανιχνευτών. Κάθε βρόγχος αποτελείται από επιμέρους ζώνες. Με αυτήν τη διάταξη προκύπτει και μια σχετική εξοικονόμηση στο μήκος καλωδίου, καθώς οι βρόγχοι μπορούν να διαπεράσουν όλους τους χώρους, με αποτέλεσμα να χρειάζονται λιγότερα καλώδια. Δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε και ένα παράδειγμα από την πράξη, αν αντί για ένα διευθυνσιοδοτούμενο σύστημα τοποθετούσαμε ένα συμβατικό σύστημα, θα έπρεπε για ένα μεγάλο κτίριο με πολλούς ορόφους να τοποθετηθεί ένας πίνακας ακόμα και 50 ζωνών. Αυτό σημαίνει ότι θα φεύγουν πενήντα καλώδια από τον πίνακα προς τους χώρους που καλύπτουν οι ζώνες. Ενώ ένα διευθυνσιοδοτούμενο καλώδιο μπορεί να καλύψει αυτόν τον αριθμό ζωνών με δύο ή τρείς βρόγχους και με καλώδιο που θα ξεκινάει και θα τερματίζει στον πίνακα για κάθε βρόγχο. Θα πρέπει παράλληλα να επισημανθεί ότι μπορεί να είναι μικρότερο το απαιτούμενο μήκος καλωδίου, αλλά στις διευθυνσιοδοτούμενες εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνται θωρακισμένα καλώδια μεγαλύτερης διατομής από τα καλώδια που χρησιμοποιούνται στις συμβατικές εγκαταστάσεις, τα οποία είναι ακριβότερα ανά τρέχον μέτρο.
Τέλος, άλλο ένα θετικό στοιχείο των διευθυνσιοδοτούμενων συστημάτων είναι ότι επιτρέπουν το γρήγορο εντοπισμό των προβληματικών σημείων κατά μήκος των καλωδίων (φθαρμένο ή κομμένο καλώδιο). Ειδικά όταν γίνεται χρήση κάποιων ειδικών εξαρτημάτων που ονομάζονται απομονωτές βραχυκυκλώματος (isolators), τότε είναι πολύ εύκολο να βρεθεί το ακριβές σημείο στο οποίο υπάρχει πρόβλημα. Οι διευθυνσιοδοτούμενοι πίνακες εμφανίζουν ενδείξεις στην οθόνη τους, στις οποίες αναφέρεται εάν υπάρχει κάποιο πρόβλημα σε ένα τοπικό εξάρτημα. Αν για κάποιο λόγο ένας ανιχνευτής αποσυνδέθηκε ενώ ο πίνακας τον είχε εντοπίσει κατά την αρχική αυτόματη ανίχνευση, τότε θα εμφανιστεί και η αντίστοιχη ένδειξη.
Επεκτασιμότητα
Η διασυνδεσιμότητα των αναλογικών διευθυνσιοδοτούμενων συστημάτων αποτελεί άλλο ένα σημαντικό πλεονέκτημα, ειδικά σε μεγάλες εγκαταστάσεις που επεκτείνονται με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχουν πολλές εταιρείες που προχωρούν σε σταδιακή επέκταση των εγκαταστάσεών τους. Εάν χρησιμοποιούν αναλογικά διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα, η διασύνδεση μεταξύ αυτών των συστημάτων είναι πολύ ευκολότερη. Θα υπάρχουν επιμέρους πίνακες πυρανίχνευσης στα διάφορα κτίρια και όλοι αυτοί θα στέλνουν τις πληροφορίες και σε έναν κεντρικό πίνακα πυρανίχνευσης, που θα βρίσκεται σε ένα σημείο που επανδρώνεται συνεχώς, όπως το φυλάκιο των εγκαταστάσεων. Μπορεί και στους συμβατικούς πίνακες να υπάρχει αυτή η δυνατότητα, αλλά απαιτείται συνήθως η προσθήκη ενός κατάλληλου module. Επιπλέον, επειδή όλοι οι πίνακες θα στέλνουν σήματα σε ένα κεντρικό σημείο, όταν υπάρχει η δυνατότητα της διαφοροποίησης ανά σημείο ανίχνευσης, τότε απλοποιείται πολύ η διαδικασία εντοπισμού του συμβάντος.
Από τον τελικό πίνακα θα μπορεί να υπάρχει η δυνατότητα αποστολής μέσω SMS ή email και σε συσκευές έξυπνων κινητών. Οπότε ο χρήστης θα μπορεί εξ αποστάσεως να βλέπει αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο.
Μειονεκτήματα
Το σημαντικότερο μειονέκτημά τους είναι το ακριβότερο κόστος τόσο των πινάκων πυρανίχνευσης όσο φυσικά και των διάφορων εξαρτημάτων, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι ανιχνευτές, οι σειρήνες και τα μπουτόν αναγγελίας. Όλα αυτά, ειδικά αν συνυπολογίσουμε το γεγονός, ότι αφορούν σε μεγάλες εγκαταστάσεις, δημιουργούν ένα αυξημένο κόστος σε σχέση με τα συμβατικά συστήματα.
Ένα δεύτερο μειονέκτημα είναι ότι συνήθως απαιτείται περισσότερος χρόνος για την παραμετροποίηση του συστήματος κατά τη διαδικασία εγκατάστασής του. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι τοπικό εξάρτημα συνδέεται με μια συγκεκριμένη πολικότητα. Αν δεν συνδεθεί σωστά, δεν καταστρέφεται, αλλά δεν το αναγνωρίζει το σύστημα, οπότε ο εγκαταστάτης οφείλει καταρχάς να δείχνει περισσότερη προσοχή κατά τη σύνδεση αλλά και να επανέρχεται σε αυτό το εξάρτημα όταν έχει κάνει λάθος σύνδεση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι επειδή ακριβώς το σύστημα βλέπει εξ ορισμού την κάθε συσκευή με τη δική της διεύθυνση, θα πρέπει κατά την αρχική παραμετροποίηση να αναγνωριστούν από τον πίνακα όλες οι συσκευές. Οπότε είναι προφανές ότι αυτή η διαδικασία θα διαρκέσει περισσότερο σε σχέση με τους συμβατικούς πίνακες.
Επιλέγοντας.
Χωρίς αμφιβολία τα διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα προσφέρουν πλήθος δυνατοτήτων, όπως ευχρηστία, ακρίβεια εντοπισμού, δυνατότητα προειδοποιητικών ενδείξεων, εύκολο εντοπισμό προβλημάτων λειτουργίας, επεκτασιμότητα. Το μειονέκτημά τους είναι το κόστος. Οπότε και πάλι έρχεται στο προσκήνιο το γνωστό σε όλους όσοι ασχολούνται με τεχνικές εγκαταστάσεις, ερώτημα. Τι ακριβώς θέλει ο τελικός χρήστης; Εμείς αυτό το ερώτημα θα το προχωρήσουμε λίγο παραπάνω. ποιες είναι οι ανάγκες του χρήστη; Γιατί υπάρχει η περίπτωση ο χρήστης να θέλει τα πάντα από ένα σύστημα, ενώ δεν τα χρειάζεται. Υπάρχει και η άλλη περίπτωση ο χρήστης να επιζητά ένα φθηνό σύστημα για να καλύψει κάποιες τυπικές προδιαγραφές που συνήθως επιβάλλονται από το νόμο, ενώ στην πραγματικότητα να χρειάζεται ένα πιο εξελιγμένο σύστημα. Όμως η λογική λέει ότι σε απλές οικιακές εφαρμογές ή σε συστήματα που προορίζονται για μικρές εμπορικές χρήσεις, τα συμβατικά συστήματα εκπληρώνουν πολύ καλά το ρόλο τους. Σε μεγάλα κτίρια στα οποία η διακοπή λειτουργίας λόγω συναγερμού πρέπει να αποφεύγεται και στα οποία η κτιριακή διαμόρφωση δεν επιτρέπει το γρήγορο εντοπισμό ενός συμβάντος, τότε θα πρέπει να προτιμούνται τα διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα. Εντούτοις και εδώ υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Παραδείγματος χάρη, σε ένα μεγάλο κτίριο με ενιαίους χώρους που χρησιμοποιείται για αποθηκευτικές ανάγκες και στο οποίο οι ανιχνευτές είναι εμφανείς, μπορεί να τοποθετηθεί ένα συμβατικό σύστημα.
¶λλη μία ενδιαφέρουσα πρόταση είναι οι υβριδικές λύσεις. Μπορεί σε μια εγκατάσταση που αποτελείται από πολλά κτίρια, στους κύριους χώρους να τοποθετηθούν διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα, αλλά σε μία μικρή προσθήκη να τοποθετηθεί ένα συμβατικό σύστημα πυρανίχνευσης. Η τελική επιλογή είναι αποτέλεσμα διερεύνησης που πρέπει να γίνει αφού λάβουμε υπόψη όλες τις παραπάνω παραμέτρους. Τόσο τα συμβατικά όσο και τα διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα εκπληρώνουν πολύ καλά το βασικό σκοπό τους, που δεν είναι άλλος από την ανίχνευση της πυρκαγιάς. Η διαφορά είναι ότι τα διευθυνσιοδοτούμενα προσφέρουν και ένα μεγάλο αριθμό πρόσθετων δυνατοτήτων, οι οποίες δεν είναι καθόλου αμελητέες.