Διαχείριση Σεισμικής Τρωτότητας, Ευπάθειας και Διακινδύνευσης στην Ελλάδα
Εξέταση Case Studies Έκτακτης Ανάγκης
Πολιτικός Επιστήμονας – Πτυχιούχος ΠΜΣ «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές», ΠΜΣ «Κράτος και Δημόσια Πολιτική» και ΠΜΣ «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων στους Διοικητικούς και Αναπτυξιακούς Τομείς» ΕΚΠΑ
Εισαγωγή
Οι σεισμοί είναι φυσικά φαινόμενα που εκδηλώνονται χωρίς σαφή προειδοποίηση, δεν μπορούν να αποτραπούν και παρά το γεγονός της μικρής διάρκειάς τους προκαλούν τεράστιες υλικές ζημιές στις ανθρώπινες υποδομές. Παράλληλα επιφέρουν σοβαρούς τραυματισμούς και απώλειες ανθρώπινων ζωών [22]. Στην κατεύθυνση αυτή, μιας και οι σεισμοί είναι φυσικά φαινόμενα που είναι αδύνατον να ελεγχθούν, η μόνη λύση βρίσκεται στην ισχυροποίηση των αντισεισμικών σχεδιασμών/κανονισμών και σαφώς στην ολοένα και πιο ουσιαστική, αποτελεσματική, ταχύτατη, ορθολογικά συντονισμένη διαχείριση και απόκριση των εμπλεκόμενων φορέων.
Η Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερα σεισμογενής χώρα καθώς βρίσκεται σε μία σύνθετη τεκτονική ζώνη ανάμεσα στην Αφρικανική, στην Ευρασιατική και στην τεκτονική πλάκα της Ανατολίας, ενώ μέρος της νότιας Ελλάδας βρίσκεται στην πλάκα του Αιγαίου. Η πλάκα της Ανατολίας ωθεί την πλάκα του Αιγαίου νοτιοδυτικά προς την Ευρασιατική πλάκα με ταχύτητα 3 εκατοστών το χρόνο, ενώ η Αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την πλάκα του Αιγαίου με ρυθμό 4 εκατοστών το χρόνο [34] [8].
Ευρωπαϊκός-μεσογειακός χάρτης σεισμικών κινδύνων – Πηγή: Preventio Hub
https://www.preventionweb.net/english/professional/maps/v.php?id=10049
Η ελληνική επικράτεια παρουσιάζει πολύ μεγάλη σεισμικότητα και υπολογίζεται ότι προσεγγίζει το 50% της σεισμικής ενέργειας που εκλύεται σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Παρ’ όλ’ αυτά oι σεισμοί στην Ελλάδα αν και είναι πολλοί δεν προκαλούν τεράστιο αριθμό θυμάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή τα επίκεντρα των περισσότερων σεισμών βρίσκονται στη θάλασσα και σε αρκετές ακατοίκητες περιοχές με αποτέλεσμα τα σεισμικά κύματα πολλών σεισμών να περνούν από την περιοχή του Αιγαίου και να υφίστανται έντονη απόσβεση. O σεισμικός κίνδυνος όμως καιροφυλακτεί, απειλεί αστικές περιοχές και είναι σημαντικό να κατανοηθεί σε πόσο σεισμογενή περιοχή βρίσκεται η Ελλάδα [34].
Στην κατεύθυνση αυτή, στο πρώτο Κεφάλαιο γίνεται εννοιολογική αποσαφήνιση τών όρων της σεισμικής τρωτότητας, ευπάθειας, ικανότητας και διακινδύνευσης ενώ στην συνέχεια ακολουθεί κριτική ανάλυση των γεγονότων που οδήγησαν στην εξέλιξη του αντισεισμικού σχεδιασμού στην Ελλάδα. Επιχειρείται η εξέταση της εξέλιξης των αντισεισμικών κανονισμών με βάση τα γεγονότα/ορόσημα που αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία τους. Τι λοιπόν ώθησε αυτή την εξέλιξη; Η απάντηση βρίσκεται στους ισχυρούς καταστροφικούς σεισμούς που σημειώθηκαν στην ελληνική επικράτεια και στις επιπτώσεις που επέφεραν στους αντίστοιχους αντισεισμικούς κανονισμούς αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο και την υφιστάμενη μηχανική κατασκευής των κτιρίων.
Στο δεύτερο Κεφάλαιο γίνεται συνοπτική εξέταση δυο χαρακτηριστικών περιπτωσιολογικών μελετών˙(case studies) του σεισμού της Καλαμάτας το 1986 και του σεισμού της Αθήνας το 1999. Κύριοι στόχοι είναι να αναπτυχθούν πληροφορίες αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των σεισμικών γεγονότων, των ρηγμάτων, του σεισμοτεκτονικού/γεωλογικού καθεστώτος, τυχόν επιφανειακών παραμορφώσεων, στοιχείων σχετικά με την κατανομή επιπτώσεων/βλαβών στο ανθρωπογενές περιβάλλον και στο γεωπεριβάλλον, στοιχείων σχετικά με τις επιπτώσεις ως προς την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας/πιθανότητες, τυχόν επιπτώσεις στον μετέπειτα προληπτικό σχεδιασμό κλπ. Στη συνέχεια του δεύτερου Κεφαλαίου ακολουθεί μια κριτική ανάλυση με κύριο στόχο να εντοπιστούν τυχόν ομοιότητες και διαφορές μέσα από την συγκριτική εξέταση των δυο σοβαρών σεισμικών γεγονότων.
Στο τρίτο Κεφάλαιο γίνεται μελέτη της απόκρισης του επιχειρησιακού μηχανισμού/σχεδιασμού των εμπλεκόμενων φορέων στους προαναφερόμενους σεισμούς και της γενικότερης διαχείρισης έκτακτης ανάγκης, ενώ στο τέταρτο Κεφάλαιο ακολουθεί μια κριτική επισκόπηση και ανάλυση των παραγόντων που επηρέασαν την σεισμική συμπεριφορά των κατασκευών στα φέροντα και μη φέροντα στοιχεία τους. Η έρευνα ολοκληρώνεται με την αποτίμηση των συμπερασμάτων και την παράθεση των βιβλιογραφικών αναφορών.
Κεφάλαιο 1
1.1 Eννοιολογική αποσαφήνιση τον όρων της σεισμικής τρωτότητας, ευπάθειας, ικανότητας και διακινδύνευσης
Η σεισμικη διακινδύνευση (Risk) ορίζεται ως η πιθανότητα επιζήμιων συνεπειών ή οι αναμενόμενων απωλειών (θάνατοι, τραυματισμοί, περιουσία, συνθήκες διαβίωσης, οικονομική δραστηριότητα που διαταράχτηκε ή ζημιές στο περιβάλλον) που μπορεί να προκύψουν από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην σεισμική δραστηριότητα και στις εκάστοτε συνθήκες τρωτότητας [22]. Τα δύο βασικά στοιχεία της έκφρασης της σεισμικής διακινδύνευσης (R), είναι I. η πιθανότητα εκδήλωσης ενός σεισμικού γεγονότος – Κίνδυνος (H), II. ο βαθμός της ευπάθειας (τρωτότητα) του εκτιθέμενου στοιχείου – Τρωτότητα (V), III. η τρωτότητα αντισταθμίζεται από την ικανότητα (capacity,C) της κοινωνίας να αντιμετωπίσει το καταστροφικό σεισμικό γεγονός.
Η τρωτότητα (Vulnerability) oρίζεται ως οι συνθήκες που καθορίζονται από φυσικούς , κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες ή διεργασίες, οι οποίοι αυξάνουν την ευπάθεια μιας κοινωνίας στις επιπτώσεις των κινδύνων. Ουσιαστικά η τρωτότητα αντιπροσωπεύει το βαθμό κατά τον οποίο ένας πληθυσμός, ένα κράτος ή ένα άτομο αδυνατεί να προβλέψει, να αντέξει, να αντισταθεί και να ανακάμψει από τις επιπτώσεις μιας καταστροφής. Εναλλακτικά, η τρωτότητα μπορεί να προσδιοριστεί ως: «Τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου ή μιας ομάδας ανθρώπων, βάσει των ικανοτήτων τους να ανταπεξέλθουν και να αντιμετωπίσουν μια καταστροφή και να ανακάμψουν από τις επιπτώσεις της. Η τρωτότητα περιλαμβάνει ένα συνδυασμό παραγόντων που καθορίζουν το βαθμό κατά τον οποίο η ζωή και το περιβάλλον ενός ατόμου εκτίθεται σε κίνδυνο από ένα διακριτό και αναγνωρίσιμο γεγονός της φύσης ή της κοινωνίας» [57 ].
Η τρωτότητα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ευπάθεια δηλαδή τους παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη εξέλιξη ενός κινδύνου σε καταστροφή και με την ικανότητα της αντίστασης στις επιπτώσεις μιας καταστροφής και στην συνέχεια της ανάκαμψης. Η ευπάθεια (Susceptibility) αφορά τους λειτουργικούς παράγοντες μιας κοινωνίας που επιτρέπουν σε ένα κίνδυνο να προκαλέσει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης (καταστροφή), π.χ. εγγύτητα στον κίνδυνο ή επίπεδο ανάπτυξης. Η ικανότητα (Capacity) αποτελεί ένα συνδυασμό όλων των δυνάμεων και των διαθέσιμων πόρων μιας κοινωνίας που μπορεί να μειώσει τον βαθμό της διακινδύνευσης ή των επιπτώσεων μιας καταστροφής. Περιλαμβάνει φυσικά, θεσμικά ή οικονομικά μέσα καθώς και ειδικευμένο προσωπικό ή κοινωνικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά όπως καθοδήγηση και διαχείριση [22].
Οι έννοιες της τρωτότητας και της ικανότητας απέναντι στα σεισμικά φαινόμενα εμπεριέχουν τους ίδιους τους κοινωνικό-οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν και το μέγεθος των επιπτώσεων των σεισμών. Συγκεκριμένα ομάδες πληθυσμών που ζουν σε διαφορετικά θεσμικά, οικονομικά, κοινωνικά πολιτισμικά και πολιτικά πλαίσια εντάσσονται σε διαφορετικές βαθμίδες τρωτότητας [37]. Παράλληλα ενώ οι συνέπειες ενός σεισμού είναι πολύπλευρες και εκτείνονται σε μεγάλο πλήθος τομέων της κοινωνικής και οικονομική ζωής επηρεάζοντας όχι μόνο την περιοχή του πλήγματος αλλά κάποιες φορές και ευρύτερες περιοχές (περιφέρειες, κράτη), συμβαίνει το εξής οξύμωρο. Κάποιες ομάδες ανθρώπων είναι πιο επιρρεπείς στις καταστροφές και κάποιες άλλες όχι. Βασικές μεταβλητές που προσδιορίζουν τον ατομικό βαθμό της τρωτότητας είναι η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει ο κάθένας, η οικονομική του κατάσταση, η θρησκεία του, το επάγγελμά του, το φύλλο του, η εθνικότητά του, η κατάσταση της υγείας του, το μορφωτικό του επίπεδο και η ηλικία του [ 59].
Σε επίπεδο κρατών η έννοια της τρωτότητας μπορεί να έχει πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις. Συγκριμένα να είναι φυσική, περιβαλλοντολογική, πολεοδομική, κοινωνική, πολιτική, θεσμική, οικονομική, τεχνική, πολιτισμική κλπ [37]. Αναλυτικότερα:
- Η θεσμική ή πολιτική τρωτότητα είναι ουσιαστικά, ο βαθμός μέτρησης της ικανότητας της Πολιτείας απέναντι στην πρόληψη, την ανταπόκριση και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του σεισμού,
- Η οικονομική τρωτότητα συνίσταται στο βαθμό της οικονομικής δύναμης του κάθε κράτους στο να ανταπεξέλθει στο έκτακτο και να αποκαταστήσει τις απώλειες τους σεισμού. Η υπανάπτυξη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ανασταλτικούς παράγοντες [22],
- Η πολεοδομική τρωτότητα εμπεριέχεται στους εκάστοτε υφιστάμενους αντισεισμικούς Κανονισμούς που είναι σε ισχύ, στον χρόνο αναφοράς τους, στις οριακές καταστάσεις λειτουργικότητας και αστοχίας που εμπεριέχουν καθώς επίσης και στα έργα υψηλού ή κανονικού κινδύνου που προκρίνουν. Με λίγα λόγια εμπεριέχεται στο βαθμό και στους συντελεστές αντισεισμικής θωράκισης των υποδομών,
- Η φυσική τρωτότητα γεννάται από την περιοχή που βρίσκεται το κάθε κράτος γεωμορφολογικά και έχει να κάνει με την θέση του σε ζώνες υψηλές επικινδυνότητας και ισχυρών ενεργών ρηγμάτων,
- Η κοινωνική τρωτότητα σχετίζεται με μεταβλητές που προσδιορίζουν το σύνολο των ατομικών χαρακτηριστικών του βαθμού τρωτότητας που προαναφέρθηκαν αλλά συσχετίζεται περισσότερο με το πως αυτά αντικατοπτρίζονται στο επίπεδο του συνόλου της κοινωνίας [58].
Τι είναι αυτό όμως που μπορεί να επηρεάσει το μέγεθος της τρωτότητας ενός κράτους ή μιας περιοχής απέναντι στα σεισμικά φαινόμενα, έτσι ώστε να αυξήσει ή να μειώσει την ικανότητά μας να ανταπεξέλθουμε σε αυτούς; Οι κυριότεροι παράγοντες αύξησης της τρωτότητας αποτελούν [58]:
- Η αύξηση του πληθυσμού,
- Η αστικοποίηση,
- Η κλιματική αλλαγή,
- Η οικονομική ανάπτυξη,
- Η πίεση για χρήσεις γης,
- Η τεχνολογική πρόοδος,
- Οι κοινωνικές απαιτήσεις,
- Η παγκοσμιοποίηση.
1.2 Το σεισμικό φαινόμενο στην Ελλάδα – Εξέλιξη αντισεισμικού σχεδιασμού
Η ελληνική επικράτεια ενώ παρουσιάζει πολύ μεγάλη σεισμικότητα και υπολογίζεται ότι προσεγγίζει το 50% της σεισμικής ενέργειας που εκλύεται σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο παρουσιάζει μικρό σεισμικό κίνδυνο, μόλις 15% του συνόλου της Ευρώπης. Οι σεισμοί στην Ελλάδα αν και είναι πολλοί δεν προκαλούν πολλά θύματα. Αυτό συμβαίνει επειδή τα επίκεντρα των περισσότερων σεισμών βρίσκονται στη θάλασσα και σε αρκετές ακατοίκητες περιοχές με αποτέλεσμα τα σεισμικά κύματα πολλών ισχυρών σεισμών να περνούν από την περιοχή του Αιγαίου και να υφίστανται έντονη απόσβεση [34]. Τι εννοούμε όμως με τον όρο σεισμική διακινδύνευση;
Τα γεγονότα ορόσημα που ώθησαν την σύνταξη αντισεισμικών διατάξεων και κανονισμών στην Ελλάδα ήταν τα ακόλουθα[41]:
1) Ο σεισμός της Κορίνθου και του Λουτρακίου το 1928 με 6,3 R (20 νεκροί, 30 σοβαρά τραυματίες και περίπου 2000 καταρρεύσεις κτιρίων),
2) O σεισμός της Λάρισας το 1932 με 6,3R (περίπου 40 νεκροί και σημαντικές καταρρεύσεις κτιρίων),
3) O σεισμός της Κεφαλονιάς το 1953 μεγέθους 7,3 R (476 νεκροί και πολύ μεγάλες υλικές καταστροφές).
Οι σεισμοί αυτοί ώθησαν τους νομοθέτες στην αυστηριοποίηση των κανόνων αντισεισμικής θωράκισης και στην υιοθέτηση των πρώτων διατάξεων αντισεισμικής προστασίας, έτσι ώστε να κατασκευάζονται οικοδομές με ανθεκτικότερη δομή. Το 1959 τέθηκε σε ισχύ ο γενικευμένος Αντισεισμικός Κανονισμός για όλη την Ελλάδα, ο οποίος συνέχισε να αποτελεί το βασικό κανονιστικό κείμενο που αφορά την ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος.
Παρ’ όλ’ αυτά ακολούθησαν δυο ισχυροί σεισμοί που ώθησαν ακόμα περισσότερο την εξέλιξη του Αντισεισμικού Κανονισμού.
1) Ο σεισμός της Θεσσαλονίκης (20 Ιουνίου 1978- 6,5R – 45 νεκροί) (Σεισμός της Θεσσαλονίκης 1978),
2) Ο σεισμός της Αθήνας (Ρήγμα Αλκυονίδων 24 Φεβρουαρίου 1981– 6,7R – 20 νεκροί).
Oι μεγάλοι αυτοί σεισμοί είχαν ως αποτέλεσμα την εισαγωγή πρόσθετων, αυστηρότερων κατασκευαστικών και υπολογιστικών διατάξεων το 1984. Ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη η σύνταξη ενός νέου Αντισεισμικού Κανονισμού από τον Οργανισμό Αντισεισμικής Προστασίας (Ο.Α.Σ.Π.), ο οποίος ολοκληρώθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή το 1995 (Ν.Ε.Α.Κ. – Νέος Αντισεισμικός Κανονισμός). Ο νέος Κανονισμός ήταν πληρέστερος και πιο ολοκληρωμένος από τους προηγούμενους, μιας και είχε βασικό στόχο την ενσωμάτωση νέων υπολογιστικών δυνατοτήτων στη φάση της μελέτης των κατασκευών. Το αποτέλεσμα της υιοθέτησης των διατάξεων του Ν.Ε.Α.Κ. ήταν η αλματώδης αύξηση της ποιότητας των κατασκευών αλλά και της αντισεισμικής αντοχής τους.
Στη συνέχεια στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999 συνέβη ο καταστροφικός σεισμός στην Πάρνηθα (5,9R – 143 νεκροί), ο οποίος επέφερε ακόμα περισσότερες αλλαγές στην εξέλιξη του Αντισεισμικού Κανονισμού της Ελλάδας. Οι ζημιές που προκάλεσε αυτός ο σεισμός υπολογίζονται σε 10 εκατομμύρια ευρώ [55]. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι στον σεισμό της Πάρνηθας διαπιστώθηκε ότι οι νέες μέθοδοι σχεδιασμού που ίσχυαν είχαν αποδώσει θετικά και αυτό γιατί οι καταρρεύσεις αφορούσαν κυρίως παλαιότερα κτίρια ή κάποια νεότερα κτίρια, στα οποία δεν είχαν τηρηθεί οι υφιστάμενες κατασκευαστικές διατάξεις του 1995. Παρ’ όλ’ αυτά το σύνολο των επιπτώσεων του σεισμού τροποποίησε τον μέχρι τότε υφιστάμενο Αντισεισμικό Κανονισμό και οδήγησε στην θεσμοθέτηση του ΕΑΚ 1999, ο οποίος κάλυψε σχεδιαστικές και υπολογιστικές αδυναμίες που είχαν γίνει φανερές (Υ.Α. Δ17α/141/3/ΦΝ 275/1999 – Έγκριση Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού) [43].
Στη συνέχεια το 2003 και το 2010 στα πλαίσια της εναρμόνισης των εθνικών κατασκευαστικών διατάξεων με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κείμενα (Eurocodes) έγιναν επιπρόσθετες τροποποιήσεις στον Αντισεισμικό Κανονισμό (Υ.Α. Δ17α/10/44/ΦΝ 275/2010 – Τροποποίηση της απόφασης έγκρισης του «Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού – ΕΑΚ -2010) [44]. Οι Ευρωκώδικες 1-9 αποτελούν τα κανονιστικά κείμενα που εξασφαλίζουν την ποιότητα και την αντισεισμική θωράκιση των κατασκευών, ενώ ο Ευρωκώδικας 8 περιγράφει τον σχεδιασμό έναντι των σεισμικών δράσεων [54].
Κεφάλαιο 2
Εξέταση Περιπτωσιολογικών Μελετών – Case Studies
2.1 Συνοπτική περιγραφή του σεισμού της Καλαμάτας το 1986
Στις 13.09.1986 στις 20.24 σημειώθηκε ο σεισμός μεγέθους 6.2 Ρίχτερ στην πόλη της Καλαμάτας[11]. Σχετικά με το σεισμοτεκτονικό/γεωλογικό καθεστώς αναφέρουμε ότι το επίκεντρο του σεισμού ήταν σε ρήγμα (με επιφανειακές εμφανίσεις σε μήκος 15 χλμ.) διεύθυνσης σχεδόν παράλληλης προς τις ανατολικές ακτές του Μεσσηνιακού κόλπου, σε γειτονική θαλάσσια περιοχή, που απείχε 12 χλμ. από την πόλη [35]. Στη συνέχεια στις 15.09.1986 στις 14:45 ακολούθησε μετασεισμική δόνηση μεγέθους 5,4 Ρίχτερ και ανάλογης διάρκειας 4.5 δευτερολέπτων [1]. Οι σεισμοί αυτοί της Καλαμάτας του 1986 έγιναν λόγω της σύγκρουσης των μεγάλων τεκτονικών πλακών Ευρώπης και Αφρικής, η οποία γίνεται στα όρια του Ελληνικού Τόξου που διέρχεται νοτιοδυτικά της Καλαμάτας. Πρόκειται για μια μεγάλη σύγκρουση των τεκτονικών πλακών με κίνηση προς τον Νότο της Ευρωπαϊκής πλάκας και παράλληλη υποβύθιση της Αφρικανικής κάτω από την Ευρωπαϊκή [8]. Αυτή η τεκτονική δραστηριότητα έχει δώσει τους μεγαλύτερους σεισμούς στην Ελλάδα. Ειδικό ρόλο διαδραμάτισαν και τα ρήγματα που διέρχονται κάτω από την πόλη της Καλαμάτας αλλά και του ευρύτερου Μεσσηνιακού χώρου[24] [27] [35]. Οι σεισμοί συνδέονται και με επιφανειακές παραμορφώσεις, μιας και παρατηρήθηκε μεταβολή της στάθμης της θάλασσας δύο ημέρες πριν από το σεισμό και διάρκειας 24 ωρών περίπου (αύξηση ύψους κατά 0,5 μ. και εισβολή στην ξηρά μέχρι το βάθος των 7 μ.) [26] [30] [31].
Αναφορικά με την κατανομή επιπτώσεων-βλαβών στο ανθρωπογενές περιβάλλον και το γεωπεριβάλλον αναφέρουμε ότι 20 άτομα [1] έχασαν τη ζωή τους, ενώ τουλάχιστον 330 τραυματίστηκαν [10]. Άξιο σημείωσης αποτελεί το γεγονός ότι τη νύχτα του κύριου σεισμού οι περισσότεροι κάτοικοι βρίσκονταν στο λιμάνι για να παρακολουθήσουν την τελετή άφιξης του οχηματαγωγού “Πάρος” από την Κρήτη [36] [37]. Παράλληλα αποτέλεσμα των σεισμών είναι η εμφάνιση μιας ζώνης διάρρηξης συνολικού μήκους 15 χλμ., με διεύθυνση παράλληλη προς τις ανατολικές ακτές του Μεσσηνιακού κόλπου και του ποταμού Νέδοντα, κατά μήκος της οποίας δημιουργούνται ρωγμές διαφόρων πλατών που αντιστοιχούν σε μια άμεση εδαφική μετάθεση των 12 εκ. Οι μέγιστες εντάσεις εμφανίζονται κατά μήκος αυτής της ζώνης δηλαδή κυρίως στο ιστορικό κέντρο της πόλης, στις περιοχές Νησάκι και Γιαννιτσάνικα καθώς και στις περιοχές αυθαιρέτων Αγία Παρασκευή και Άγιος Σίδερης [13].
Όσον αφορά τον οικοδομικό ιστό της Καλαμάτας αναφέρουμε ότι το 70% των κτιρίων κρίθηκαν ακατάλληλα για να κατοικηθούν, ενώ το 20% των κτιρίων κρίθηκαν κατεδαφιστέα. Συγκεκριμένα τα κτίρια της Καλαμάτας πριν το σεισμό ανέρχονταν σε 10.171 και ανάλογα με τον φέροντα οργανισμό τους κατατάσσονται σε τρεις ομάδες: οπλισμένου σκυροδέματος, τοιχοποιίας και μεικτά. Μετά τους σεισμούς, ανάλογα με τις βλάβες που προκύπτουν, παρουσιάζεται η ανάγκη νέας ομαδοποίησης σε: κατεδαφιστέα, με σοβαρές βλάβες και με ελαφρές ή καθόλου βλάβες. Έτσι, 2.264 κτίρια (ποσοστό 22,3 %) κρίνονται κατεδαφιστέα, 2.231 (21,9 %) με σοβαρές βλάβες και 2.464 (23,8 %) με ελαφρές βλάβες. Ειδικά στο ιστορικό κέντρο της Καλαμάτας, στο παλαιότερο κομμάτι της πόλης, το 71 % των κτιρίων καταστρέφονται ή παθαίνουν σοβαρές ζημιές[32] [31]. Κύριο αποτέλεσμα ήταν το γεγονός ότι από το σύνολο των 42.000 κατοίκων που είχε η Καλαμάτα, περίπου 35.000 άνθρωποι μένουν άστεγοι [37]. Οι τηλεπικοινωνίες καταρρέουν μετά το σεισμό, τα σχολεία καταστρέφονται σε ποσοστό 30 %, τα δημόσια κτίρια σε ποσοστό 50 %, ενώ το κοινωνικό και οικονομικό κέντρο της πόλης νεκρώνει μαζί με το οδικό δίκτυο που καταστράφηκε.
Αναφορικά με τις επιπτώσεις ως προς την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας /πιθανότητες και τυχόν επιπτώσεις στον μετέπειτα προληπτικό σχεδιασμό αξίζει να αναφέρουμε ότι ο σεισμός που έπληξε την Καλαμάτα τον Σεπτέμβριο του 1986, πέντε μήνες μετά τη θεσμοθέτηση του πρώτου ΓΠΣ της πόλης, δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την εφαρμογή του. Με άλλα λόγια, η σεισμική καταστροφή δημιούργησε εύφορο έδαφος για επεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον. Στα βασικά σημεία του ΓΠΣ του 1986, δεν πραγματοποιείται, τελικά, καμία αναπροσαρμογή, καθώς δεν ανατίθεται επίσημα η μετασεισμική αναθεώρησή του [19]. Διαπιστώθηκε ότι στην περιοχή της Καλαμάτας, οι αντοχές του εδάφους είναι σχετικά ικανοποιητικές και ότι κανένα κομμάτι γης δεν μπορεί να θεωρηθεί μη κατοικήσιμο εξαιτίας χαλαρών εδαφών[31]. Ο σεισμός της Καλαμάτας είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο αποτέλεσε κομβικό γεγονός που κυριάρχησε για την πλήρη ανοικοδόμηση της πόλης με ότι πιο σύγχρονο υπάρχει με βάση τα αποτελέσματα πολλών ερευνητικών μελετών [37]. Παράλληλα βοήθησε, έτσι ώστε να σχεδιαστεί και να συνταχθεί ο Νέος Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός (ΝΕΑΚ) του 1992 (ΦΕΚ 613Β/12-10-1992) που αντικατέστησε τον ΕΑΚ 1959[49] με τις τροποποιήσεις του 1984 [50].
2.2 Συνοπτική περιγραφή του σεισμού της Αθήνας το 1999
Στις 07.09.1999 στις 14.56 συνέβη ο σεισμός της Αθήνας με μέγεθος 5,9 στην Κλίμακα Ρίχτερ [14]. Το αξιοπερίεργο είναι ότι τα τελευταία 500 χρόνια δεν είχε δώσει η περιοχή αντίστοιχο σεισμό. Η Αττική θεωρούταν περιοχή χωρίς σημαντικά ενεργά σεισμικά ρήγματα και γερό υπόβαθρο, και έτσι τοποθετήθηκε στις ζώνες σεισμικότητας Ι και ΙΙ με βάση την τετραβάθμια κλίμακα που χρησιμοποιούταν τότε. Κανένας δεν περίμενε ότι η Αθήνα θα μπορούσε να χτυπηθεί από σεισμό σε τόσο κοντινή απόσταση. Ακόμα και ο ισχυρός σεισμός του 1981 στον Κορινθιακό κόλπο είχε επίκεντρο κοντά στις Αλκυονίδες[36]. Αιφνιδιάζοντας τους πάντες ο σεισμός χτύπησε έχοντας επίκεντρο μόλις 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας αναμεσά στις Αχαρνές και την Πάρνηθα και ήταν ένας επιφανειακός σεισμός που προήλθε από τεκτονική δράση έχοντας εστιακό βάθος μόλις 11 χιλιόμετρα και ασυνήθιστα υψηλές επιταχύνσεις εδάφους [2].
Ενεργοποιήθηκαν δύο ρήγματα που οδήγησαν στην εκδήλωση δύο σεισμών με απόσταση 3.5 δευτερολέπτων [14]. Τα ρήγματα εκτείνονταν μέχρι τον κόλπο της Ελευσίνας. Με βάση τη μελέτη δορυφορικών δεδομένων που εξετάζουν την παραμόρφωση καθ’ ύψος του εδάφους βρέθηκε ότι το νέο ρήγμα που δημιουργήθηκε είχε διεύθυνση ανατολική – νοτιοανατολική και κλίση προς τα νοτιοανατολικά, δηλαδή με κλίση προς την Αθήνα. Ο σεισμός προκάλεσε μεγαλύτερη μετατόπιση του εδάφους [19] στη πλευρά του ρήγματος που βυθίστηκε, δηλαδή αυτή προς το Θριάσιο πεδίο και το λεκανοπέδιο Αττικής. Στο Θριάσιο πεδίο η μετατόπιση του εδάφους έφτασε τα εφτά εκατοστά στην επιφάνεια, ενώ σε περιοχές στο λεκανοπέδιο Αττικής, όπως το Μενίδι, την Νέα Φιλαδέλφεια, τα Άνω Λιόσια, το Περιστέρι, την Μεταμόρφωση, τους Θρακομακεδόνες και την Πετρούπολη, η μετατόπιση ήταν 3-4 εκατοστά [5] [14]. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έλαβαν χώρα εντός 10 χιλιομέτρων από το επίκεντρο, με τοπικές διαφορές που οφείλονταν σε διάφορους τοπογεωγραφικούς παράγοντες. Συγκριμένα οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από το σεισμό, ήταν τα Άνω Λιόσια, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες και η Φυλή Αττικής, όπου υπολογίζεται ότι τοπικά ο σεισμός είχε ισχύ IX (9, με μέγιστο επίπεδο το 12) στην κλίμακα Merkali, ήταν δηλαδή «πολύ καταστροφικός» [10].
Αναφορικά με την κατανομή επιπτώσεων-βλαβών στο ανθρωπογενές περιβάλλον ο σεισμός του 1999 θεωρείται ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 ετών και η φυσική καταστροφή με το μεγαλύτερο κόστος σε υλικές ζημιές που έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα, αγγίζοντας τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο τελικός απολογισμός άφησε πίσω του 143 νεκρούς γεγονός που κατατάσσει τον σεισμό ως τον πιο θανατηφόρο που έλαβε χώρα στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια [4] [27]. Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον άλλοι 85 σώθηκαν μέσα από τα συντρίμμια, 2.000 τραυματίστηκαν, 50.000 έμειναν άστεγοι και πολλά κτίρια καταστράφηκαν. Συνολικά κατέρρευσαν 110 οικοδομές, κρίθηκαν κατεδαφιστέες (κόκκινες) 5.222 και επισκευάσιμες (κίτρινες) 38.165 [3]. Στις πιο κρίσιμες περιοχές όπως στους Θρακομακεδόνες το 84% των σπιτιών χαρακτηρίστηκε κόκκινο ή κίτρινο, στα Άνω Λιόσια το 64% και στη Φυλή το 56%. Τα περισσότερα «κόκκινα» κτίρια βρίσκονταν στις Αχαρνές και τα Άνω Λιόσια. Οι καταυλισμοί που προκάλεσε ο σεισμός του 1999 εξακολουθούσαν να είναι σε ισχύ για 10 χρόνια [6].
Αναφορικά με τις επιπτώσεις ως προς την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας/πιθανότητες αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο είχαν καταγραφεί πρόδρομες σεισμικές δονήσεις στο ρήγμα από τον Νοέμβριο του 1997, αλλά στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι το φαινόμενο επιταχύνθηκε εξαιτίας του σεισμού στο Ιζμίτ το 1999[21] [32] και έτσι ο μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα πριν το αναμενόμενο [10] [38]. Σχετικά με τις επιπτώσεις στον μετέπειτα προληπτικό σχεδιασμό ο σεισμός της Αθήνας του 1999 διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο μιας και συγκροτήθηκε ο ΝΕΑΚ 2000 [43]. Τα κτίρια που ήταν κατασκευασμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του Αντισεισμικού Κανονισμού του 1995 συμπεριφέρθηκαν σχετικά ικανοποιητικά, ενώ σ’ αυτά που είχαν σχεδιαστεί με τον παλιό Κανονισμό του 1959, ο σεισμός υπερέβαλε των δυνατοτήτων τους. Και ενώ η τροποποίηση του Κανονισμού του 1959 που έγινε το 1984 στόχευε στην αντιμετώπιση των αδυναμιών του και στην ενσωμάτωση της γνώσης που θα βελτίωνε την ποιότητα και την ασφάλεια των κατασκευών, δυστυχώς τα κτίρια των Αθηνών είχαν σχεδιαστεί, στην πλειοψηφία τους, με βάση τον παλαιό Αντισεισμικό Κανονισμό του 1959, ο οποίος προέβλεπε τη χρήση σεισμικών συντελεστών της τάξης των 0.04, 0.06 και 0.08 για σκληρά, μέσης σκληρότητας και μαλακά εδάφη αντίστοιχα [49]. Μετά τον σεισμό του 1999 οι δείκτες πλαστιμότητας θεωρήθηκε σκόπιμο ν’ αλλάξουν και έτσι δημιουργήθηκε με την αναθεώρηση του Κανονισμού του 1995 [48], ο ΕΑΚ2000 [43].
2.3 Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των δυο σεισμικών γεγονότων
Συγκρίνοντας του δυο σεισμούς είναι σημαντικό να παραθέσουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά τους. Συγκεκριμένα:
Σεισμός Καλαμάτας 1986 | Σεισμός Αθήνας 1999 | |
Επίκεντρο σεισμού | Περιοχή πόλης Καλαμάτας | Στις νοτιοδυτικές παρυφές της Πάρνηθας |
Μs | 6.2 | 5.9 |
Είδος σεισμού | Επιφανειακός σεισμός | Επιφανειακός σεισμός |
Εστιακό βάθος | 11 χλμ – 6 χλμ [11] | 8 χλμ ~ 11 χλμ [14] |
Απόσταση από κέντρο Πόλης | Απόσταση από Καλαμάτα 12 χλμ ο κύριος σεισμός και μόλις 8 χλμ ο μετασεισμός [11] [30] | Απόσταση από Αθήνα 18 χλμ[14] |
Μέγιστες φασματικές
επιταχύνσεις |
1.25g[11] | 0.50g [10] |
Τρόποι σχεδιασμού
κτιρίων – Ισχύοντες Αντισεισμικοί Κανονισμοί |
– χωρίς αντισεισμικό
μέτρο ( εμπειρικά) -Κανονισμός Σκυροδέματος 1954 – 1ος Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός 1959[50] – 1984: τροποποίηση 1ου Ελληνικού Κανονισμού 1959 [51] |
– χωρίς αντισεισμικό
μέτρο (εμπειρικά) – 1ος Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός 1959[50] – Κανονισμός 1984[51] (τροποποίηση1959) – ΝΕΑΚ1995[48] |
Είδη κτιρίων | – άοπλη φέρουσα τοιχοποιία
-ανυπαρξία ζωνών ενίσχυσης – νεότερα με Φ.Ο. από οπλισμένο σκυρόδεμα – ειδικά κτίρια από οπλισμένο σκυρόδεμα – κτίρια πολιτιστικής κληρονομιάς |
– άοπλη φέρουσα τοιχοποιία
– νεότερα με Φ.Ο. από οπλισμένο σκυρόδεμα – ειδικά κτίρια από οπλισμένο σκυρόδεμα – κτίρια πολιτιστικής κληρονομιάς |
Επιπτώσεις στο δομημένο
Περιβάλλον |
Καταστροφικός σεισμός.
Από απλές βλάβες – επισκευάσιμες στα κτίρια έως μεγάλης εκτάσεως βλάβες και καταρρεύσεις[36]. |
Καταστροφικός σεισμός.
Από απλές βλάβες – επισκευάσιμες στα κτίρια έως μεγάλης εκτάσεως βλάβες και καταρρεύσεις |
Απαιτήσεις
Πλαστημότητας |
Βελτίωση της ποιότητας και
ασφάλειας των κατασκευών – Νέος Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός (ΝΕΑΚ) του 1992 (ΦΕΚ 613Β/12-10-1992) [49]
|
Οι κατασκευές να
λειτουργήσουν ανελαστικά – ΕΑΚ 2000 [43]: αναθεώρηση Κανονισμού 1995[48] |
Οι σεισμοί της 13ης Σεπτεμβρίου 1986 και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 που έπληξαν την Καλαμάτα και την Αθήνα αντίστοιχα μπορεί να διέφεραν ως προς τον αριθμό του μεγέθους τους, το επίκεντρο, τον τρόπο διάδοσης της ενέργειας, τον αριθμό των θυμάτων αλλά ως προς την ένταση και τις καταστροφικές επιπτώσεις τους παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Και τα δυο σεισμικά γεγονότα ήταν ιδιαίτερα αισθητά, αφού το μέγεθος τους ήταν Μs=6.2 και 5.9 αντίστοιχα. Οι σεισμοί του ’86 και του 99’ ήταν ισχυρότατοι, λόγω του ότι ήταν επιφανειακοί και μεγάλου μεγέθους, με χαμηλό εστιακό βάθος και το επίκεντρο τους εντοπίστηκε σε αρκετά κοντινή απόσταση από την πόλη της Καλαμάτας και της Αθήνας αντίστοιχα (παρυφές της Πάρνηθας) [11] [14].
Άξιο σημείωσης και στις δύο περιπτώσεις αποτελεί η ένταση της εκδήλωσής τους, άρα και στις συνέπειές που είχαν στις εδαφικές συνθήκες. Έτσι συγκέντρωση βλαβών παρατηρήθηκε και στους δύο σεισμούς στα χαλαρά εδάφη. Γενικότερα όμως οι επιπονήσεις και στα δύο γεγονότα που δέχτηκαν τα κτίρια, ανεξαρτήτως των εδαφικών συνθηκών, ήταν μεγαλύτερες από αυτές για τις οποίες είχαν σχεδιαστεί. Συγκεκριμένα η περιοχή της πρωτεύουσας μέχρι την περίοδο του σεισμού του ’99 σχεδιάζονταν για 0.08g, ενώ η περιοχή της Καλαμάτας μέχρι το σεισμό του 1986 για 0.04g. Σήμερα μετά από αυτά τα σεισμικά γεγονότα η επιτάχυνση σχεδιασμού είναι 0.16g και 0.24g σε πολλές περιοχές των δυο πόλεων. Άρα οι σεισμοί αυτοί απέδειξαν, ο καθένας την χρονική περίοδο που συνέβη, ένα σοβαρό έλλειμμα στη γνώση του σεισμοτεκτονικού περιβάλλοντος και στην εκτίμηση του σεισμικού κινδύνου, καθώς και στην ανεπάρκεια στη σεισμολογική τεχνική υποδομή [25].
Παράλληλα ακόμα μια ομοιότητα που παρουσιάζουν αυτά τα δύο σεισμικά φαινόμενα είναι ότι η μεγαλύτερη σεισμική απειλή για απώλεια ζωής και καταστροφή περιουσίας προήλθε από τις υφιστάμενες παλαιότερες κατασκευές, οι οποίες δεν είχαν σχεδιαστεί με απαιτήσεις αντισεισμικότητας. Στο σεισμό του 86’ και του 99’ απειλή αποτέλεσαν όλες οι κατασκευές που είχαν κτισθεί σύμφωνα με τους Κανονισμούς προ του 1984 [50]. Στις κατασκευές αυτές παρατηρήθηκαν οι περισσότερες και σημαντικότερες βλάβες και καταρρεύσεις. Οφείλονταν στη χαμηλή ποιότητα των υλικών τους, στις κακοτεχνίες τους και στα προβλήματα συντήρησής τους που μείωσαν την επιτελεστικότητα του φέροντα οργανισμού τους. Επιπλέον η ανεπάρκεια ή ακόμα και η παντελής έλλειψη οπλισμού και οι αυθαίρετες επεμβάσεις πάνω στις κατασκευές αποδείχτηκαν μοιραίες. Παράλληλα και στους δύο σεισμούς ιδιαίτερα προβληματικά αποδείχτηκαν τα κτίρια που είχαν μεγάλα ανοίγματα, λίγους τοίχους πλήρωσης και ανοιχτά ισόγεια. Ήταν στο σύνολό τους τα κτίρια της δεκαετίας του ’70 και έπειτα που είχαν κτισθεί υπό το καθεστώς του Κανονισμού του 1959 [39].
Και τα δύο αυτά σεισμικά γεγονότα ήταν σημαντικά και χρήζουν μελέτης, γιατί εκτός από το μεγάλο και ουσιαστικά σχεδόν ισοδύναμο μέγεθος της καταστροφικότητάς τους, άλλαξαν το καθένα -την περίοδο που συνέβη- τα δεδομένα του αντισεισμικού σχεδιασμού. Συγκεκριμένα η εμπειρία και γνώση του σεισμού του 1986 οδήγησε στην ανάγκη για κατασκευή ανθεκτικότερων κτισμάτων. Γι’ αυτό και η τροποποίηση του Κανονισμού του 1984 με τον Νέο Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό (ΝΕΑΚ) του 1992 (ΦΕΚ 613Β/12-10-1992) στόχευε στην αντιμετώπιση των αδυναμιών του και στην ενσωμάτωση της γνώσης που θα βελτίωνε την ποιότητα και την ασφάλεια των κατασκευών [49]. Η σεισμική αποκατάσταση σε τρεις φάσεις, εφαρμόζεται πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην πόλη της Καλαμάτας. Το πρότυπο της σεισμικής ανασυγκρότησης της Καλαμάτας καθορίζει τις πολιτικές και πρακτικές των επόμενων χρόνων, επηρεάζοντας τη φιλοσοφία της διαχείρισης των φυσικών καταστροφών στην Ελλάδα, για τις επόμενες δεκαετίες[37]. Αντίστοιχα από την εμπειρία του σεισμού του 1999 κρίθηκε αναγκαίο οι κατασκευές να λειτουργήσουν ανελαστικά. Οι δείκτες πλαστιμότητας δηλαδή που ίσχυαν και γίνονταν δεκτοί για τον υπολογισμό των κατασκευών θεωρήθηκε σκόπιμο ν’ αλλάξουν και έτσι δημιουργήθηκε με την αναθεώρηση του Κανονισμού του 1995, ο ΕΑΚ 2000 [43], ο οποίος τροποποιήθηκε το 2003 και το 2010 αντίστοιχα [43] [44] [45] [46].
Γενικότερα όμως η συσσωρευμένη εμπειρία των δύο αυτών σεισμικών φαινομένων οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι η σεισμική προστασία των περιοχών βασίζεται και σε διάφορους άλλους παράγοντες. Αυτοί είναι οι τοιχοποιίες πλήρωσης, η σωστή διάταξη του δομικού συστήματος για την παραλαβή σεισμικών φορτίων με την παράλληλη καλή ποιότητα των υλικών και της κατασκευής. Συμπερασματικά λοιπόν οι δύο αυτοί καταστροφικοί σεισμοί, που έπληξαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις περιοχές της Καλαμάτας και της Αθήνας, συγκριτικά ήταν σχεδόν ισοδύναμοι σε καταστροφικότητα και «προσέφεραν» ένα πλήθος δεδομένων, βελτιώνοντας το επίπεδο των γνώσεων πάνω σε θέματα αντισεισμικού σχεδιασμού και γενικότερα μείωσης της σεισμικής επικινδυνότητας.
Κεφάλαιο 3
3.1 Απόκριση του επιχειρησιακού μηχανισμού και διαχείριση έκτακτης ανάγκης: Καλαμάτα 1986 και Αθήνα 1999
3.1.1. Η περίπτωση του σεισμού της Καλαμάτας το 1986
Η απόκριση του επιχειρησιακού μηχανισμού των εμπλεκόμενων φορέων στην περίπτωση του σεισμού της Καλαμάτας θα μπορούσε να διασπαστεί σε 3 φάσεις[29]. Στην πρώτη φάση της διαχείρισης έκτακτης ανάγκης, η απόκριση του επιχειρησιακού μηχανισμού (Ε.Κ.Α.Β, Πυροσβεστικό Σώμα, Ε.Κ.Ε.Π.Υ, Ελληνική Αστυνομία) στόχευε στον απεγκλωβισμό των κατοίκων από τα ερείπια, στην άμεση περίθαλψη των τραυματιών, στον καθαρισμό και την διάνοιξη δρόμων από τα χαλάσματα, στην καταγραφή ζημιών και στον χαρακτηρισμό επικινδυνότητας των κτιρίων με τη μέθοδο του χρωματισμού (κόκκινο ή πράσινο) με αντίστοιχες εκθέσεις αυτοψιών, κατεδάφιση επικίνδυνων οικοδομών και υποστύλωση άλλων[31]. Παράλληλα, τα συνεργεία του Δήμου και της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης Καλαμάτας (ΔΕΥΑΚ), οι πολίτες, ο στρατός, οι πρόσκοποι και εθελοντικές οργανώσεις, συνεργάστηκαν και ανέλαβαν το έργο της εγκατάστασης του πληθυσμού στις σκηνές, καθώς και την κατασκευή των απαραίτητων τεχνικών έργων στους καταυλισμούς (κυκλοφοριακό δίκτυο, ύδρευση και αποχέτευση) [7].
Η Καλαμάτα διαιρέθηκε μεθοδικά, παράπλευρα προς τα πολεοδομικά σχέδια, σε δέκα τομείς, ούτως ώστε να προσφερθεί βοήθεια και να περισυλλεγεί ο κόσμος σε πενήντα καταυλισμούς και 200 διάσπαρτους μικρούς, που βρίσκονται μακριά από τα ερείπια. Μέσα σε διάστημα ενός μήνα εγκαταστάθηκαν περίπου 6.000 σκηνές, οι οποίες φιλοξένησαν περίπου 20.000 άτομα καθώς και τις υπηρεσίες της πόλης (διοίκηση, σχολεία, ιατρεία, καταστήματα κ.λπ.). Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τα πλοία “Πάρος”, “Άρης” και το κρουαζιερόπλοιο “Μαριάννα’’, τα οποία κατέφτασαν στο λιμάνι για την φιλοξενία των σεισμοπαθών [7]. Στη συνέχεια, ο Δήμος, το ΥΠΕΧΩΔΕ και οι μελετητές της Επιχείρησης Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ) συντάσσουν προτάσεις για άμεσες ενέργειες στην Καλαμάτα. Εκεί προτείνονται:
- Άμεση έκδοση του Διατάγματος των λοιπών επεκτάσεων (ΠΜΕΑ ανατολικής και βόρειας περιοχής κ.λπ.).
- Εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου στις επεκτάσεις της δυτικής, βόρειας, ανατολικής και κεντρικής περιοχής.
- Πραγματοποίηση οργανωμένων προγραμμάτων δόμησης: – 150 κατοικίες (Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας ΟΕΚ) και κέντρο στη δυτική συνοικία, με προκατασκευασμένες μονάδες καταστημάτων και έλεγχο προδιαγραφών για στατική επάρκεια – αντισεισμικότητα. – Απόκτηση 340 στρ. στη δυτική Ζώνη Ενεργού Πολεοδομίας (ΖΕΠ), δυνατότητες Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ). – Δημοτικό στεγαστικό πρόγραμμα σε 40 στρ. του Στρατοπέδου. – Βιοτεχνική Ζώνη. – Προώθηση απαλλοτριώσεων στη Βιομηχανική Περιοχή στο Ασπρόχωμα.
- Αξιολόγηση των διατηρητέων, ενημέρωση για τα κτίρια που κατέρρευσαν, κυκλοφοριακά.
- Οργάνωση γραφείου από την ΥΑΣ και κοινωνικός έλεγχος από το Δήμο, έλεγχος βασικού κυκλοφοριακού δικτύου, απόκτηση παραδοσιακών κτισμάτων από το Δήμο με ανταλλαγή οικοπέδων ή κατοικιών, επισκευές παραδοσιακών κτιρίων με ευθύνη του Δήμου.
- Εγκατάσταση λυομένων και τροχόσπιτων, σε 160 στρ. και νομοθετική ρύθμιση για περιορισμένη έως τρία χρόνια χρήση [19].
Στη δεύτερη φάση της πολεοδομικής διαχείρισης οι κάτοικοι μετακινήθηκαν σταδιακά, από τις σκηνές στους λυόμενους οικίσκους. Σε αυτή τη φάση, η λύση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, η δημιουργία των απαραίτητων υποδομών για την εκπαίδευση, το εμπόριο, την αναψυχή και την ανάπαυση και η βελτίωση του ηθικού και της ψυχολογίας των κατοίκων τέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Το οργανωμένο πρόγραμμα εγκατάστασης λυόμενων, μαζί με τα απαραίτητα έργα υποδομής (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτροφωτισμό, οδοποιία και διαμόρφωση χώρων) περιλάμβανε[34] [38].:
- 22 καταυλισμούς με περίπου, 3.000 λυόμενες κατοικίες.
- 4 συγκροτήματα με 280 λυόμενα καταστήματα.
- 10 συγκροτήματα με 200 περίπου, λυόμενες αίθουσες σχολείων, νηπιαγωγείων, παιδικών σταθμών κ.λπ.
- Λυόμενες αίθουσες για κοινωνικές, πολιτιστικές και άλλες δραστηριότητες [σχολή χορού, ωδείο, Κέντρο Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ), φροντιστήρια κ.λπ.].
Στη τρίτη φάση της αποκατάστασης, ανασυγκρότησης και ανάπτυξης εκπονήθηκε ένα μακροχρόνιο και δυναμικό πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης για την Καλαμάτα με κύριους στόχους[29].:
- Τον σεβασμό στον πρόσφατο πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης,
- Την διατήρηση της φυσιογνωμίας της πόλης και διάσωση του σπουδαίου μνημειακού και παραδοσιακού της πλούτου,
- Και την επικέντρωση στα συμπεράσματα ειδικών εδαφολογικών και γεωλογικών μελετών [16] [38].
3.1.2. Η περίπτωση του σεισμού της Αθήνας το 1999
Ο σεισμός του 1999 ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε ποτέ την Ελλάδα, με υλικές ζημιές που αποτιμήθηκαν σε 3 δις δολάρια ΗΠΑ. Η σφοδρότητα και η ένταση του σεισμού σε συνδυασμό με το πόσο κοντά στην πόλη της Αθήνας (18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας) χτύπησε και ξάφνιασε τους πάντες, διότι μέχρι τότε θεωρούνταν ότι η περιοχή της Αθήνας δεν μπορεί να δώσει ισχυρό σεισμό[14] [42]. Τα 5.9 ρίχτερ με επίκεντρο την Πάρνηθα χτύπησαν ιδιαίτερα περιοχές όπως το Μενίδι, την Νέα Φιλαδέλφεια, τα Άνω Λιόσια, το Περιστέρι, την Μεταμόρφωση, τους Θρακομακεδόνες και την Πετρούπολη [42]. Μέσα στις επόμενες 24 ώρες, σημειώνονται εκατοντάδες μετασεισμοί, από τους οποίος ο ισχυρότερος είναι αυτός που εκδηλώνεται την ίδια ημέρα, στις 22:44, με μέγεθος 4,4 ρίχτερ. [25].
Αμέσως µετα το σεισμό επιστρατεύτηκαν το προσωπικό και τα υλικά µέσα των βασικών υπηρεσιών αντιµετώπισης, δηλαδή το Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας (Κ.Ε.Π.Π.) της Γενικής Γραµµατείας Πολιτικής Προστασίας (Γ.Γ.Π.Π.), καθώς και τα Επιχειρησιακά Κέντρα της Π.Υ., ο Ο.Α.Σ.Π., το Ε.Κ.Α.Β. και η ΕΛ.ΑΣ για τον απεγκλωβισμό πολιτών καθώς και για την διαχείριση των τραυματιών. Συνολικά 150 οµάδες
διάσωσης µε περισσότερα από 2.500 άτοµα λειτουργούσαν σε 32 τοποθεσίες. 85 άτοµα που είχαν παγιδευτεί στα ερείπια διασώθηκαν, ενώ 115 ανασύρθηκαν νεκροί από τα συντρίμμια. [25]. Οι επιχειρήσεις αυτές διενεργήθηκαν από την Ε.Μ.Α.Κ., την Π.Υ., τους εθελοντές, τους µηχανικούς του Ο.Α.Σ.Π. και το ιατρικό προσωπικό του Ε.Κ.Α.Β. ∆εδοµένου ότι τα τηλέφωνα δεν λειτουργούσαν, οι αρχικές πληροφορίες προήλθαν από την ΕΛ.ΑΣ. και την Π.Υ. µέσω του δικτύου ασύρµατης επικοινωνίας τους. Ελικόπτερα εκτελούσαν εναέριες έρευνες, ενώ τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης (Μ.Μ.Ε.) μετέδιδαν µια γενική εικόνα της κατάστασης. Πολύ γρήγορα αποκαταστάθηκαν επικοινωνίες µέσω ασυρµάτων.
Από τον σεισμό κατέρρευσαν 3 εργοστάσια, μεταξύ των οποίων εκείνο της Ρικομέξ, στο Μενίδι, όπου στεγάζονταν οι εταιρείες Ρικομέξ [17] και Εστία Εμπορική και στο οποίο χάνουν τη ζωή τους 39 άνθρωποι. Ακόμη 8 σκοτώνονται στα γραφεία της Φαράν, 3 στο εργοστάσιο Φιλοπλάστ και 6 στο εργοστάσιο της ΒΙΟΚΥΤ. Άλλοι 16 χάνουν τη ζωή τους στην πολυκατοικία της οδού Ψυχάρη, στην Μεταμόρφωση και 7 στην οικοδομή της οδού Πίνδου στην Νέα Φιλαδέλφεια [53]. Αυτά είναι τα έξι σημεία που απασχολούν για μέρες τα σωστικά συνεργεία που κάνουν μάταιες προσπάθειες να βρουν ζωντανούς κάτω από τα συντρίμμια τους. Από τους συνολικά 143 νεκρούς, οι 79 ήταν σε αυτά τα έξι κτίρια[40]. Ο σεισμός άφησε πίσω του 2.000 τραυματίες και 50.000 άστεγους. Οι τοπικές αρχές της Αττικής προχώρησαν στην παροχή νερού, τροφίμων, κουβερτών και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης στους σεισμόπληκτους, ενώ στους καταυλισμούς οργανώθηκε αµέσως μηχανισμός σίτισης πληγέντων.
Μετά τον σεισμό ξεκίνησαν άμεσα, υπό την καθοδήγηση ειδικής επιτροπής, οι χαρακτηρισμοί των κτηρίων που υπέστησαν ζημιές, ως πράσινων (χωρίς ζημιές στο φέροντα οργανισμό), κίτρινων (ζημιές στο φέροντα οργανισμό που ήταν ασήμαντες ή που μπορούσαν να διορθωθούν) και κόκκινων (ζημιές πέραν διορθώσεως, που πιθανότατα θα κατεδαφιζόταν). Στις περισσότερες από τις σοβαρότερα πληγείσες περιοχές, το ποσοστό των κτηρίων που υπέστησαν ζημιές ξεπερνούσε το 25-30%. Ωστόσο, στην πορεία, αρκετά από τα κτήρια άλλαξαν χαρακτηρισμό και συγκεκριμένα προς τα κάτω. Συνολικά κατέρρευσαν 110 οικοδομές, κρίθηκαν κατεδαφιστέες (κόκκινες) 5.222 και επισκευάσιμες (κίτρινες) 38.165 [18]. Τις επόμενες μέρες ξεκίνησε με κρατική παρέμβαση η δημιουργία καταυλισμών με πάνω από 20.000 σκηνές για να καλύψουν τις ανάγκες του άστεγου πληθυσμού. Επίσης, για τη στέγαση µέρους του σεισμόπληκτου πληθυσμού διατέθηκαν ξενοδοχεία που ανήκαν στον Ελληνικό Οργανισµό Τουρισµού (Ε.Ο.Τ.). Συνολικά στήθηκαν 101 καταυλισμοί για τους σεισμοπαθείς, ενώ μέχρι το 2004 είχαν κλείσει μόλις 19 [52].
Παράλληλα µε τη τροφοδοσία των πληγέντων, πραγματοποιήθηκαν µια σειρά από ενέργειες έκτακτης ανάγκης, όπως: επιθεώρηση των γραμμών ζωής και των βασικών υποδοµών της πόλης, εξασφαλίζοντας ότι είναι ασφαλείς για χρήση, πρώτες βοήθειες και επείγουσα φροντίδα, αποκατάσταση των υποδοµών κοινής ωφελείας, εγκατάσταση φορητών αποχωρητηρίων και επιθεωρήσεις υγιεινής. Ταυτόχρονα, ελήφθη µέριµνα και για κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη των πληγέντων που διέµεναν στους καταυλισμούς από κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους.
Κεφάλαιο 4
4.1 Παράγοντες που επηρέασαν την σεισμική συμπεριφορά των κατασκευών στα φέροντα και μη φέροντα στοιχεία: Καλαμάτα 1986 και Αθήνα 1999
Το σεισμικό γεγονός της Καλαμάτας του 1986 είχε ως αποτέλεσμα από τον οικοδομικό ιστό το 70% των κτιρίων να κριθούν ακατάλληλα για να κατοικηθούν ενώ το 20% των κτιρίων κρίθηκαν κατεδαφιστέα. Συγκεκριμένα τα κτίρια της Καλαμάτας πριν το σεισμό ανέρχονταν σε 10.171 και ανάλογα με τον φέροντα οργανισμό τους κατατάσσονται σε τρεις ομάδες: οπλισμένου σκυροδέματος, τοιχοποιίας και μεικτά. Μετά τους σεισμούς, ανάλογα με τις βλάβες, διαχωρίζονται σε: κατεδαφιστέα, με σοβαρές βλάβες και με ελαφρές ή καθόλου βλάβες. Έτσι, 2.264 κτίρια (ποσοστό 22,3 %) κρίνονται κατεδαφιστέα, 2.231 (21,9 %) με σοβαρές βλάβες και 2.464 (23,8 %) με ελαφρές βλάβες [17] [19] [34]. Ειδικά στο ιστορικό κέντρο της Καλαμάτας, στο παλαιότερο κομμάτι της πόλης, το 71 % των κτιρίων καταστρέφονται ή παθαίνουν σοβαρές ζημιές [31]. Κύριο αποτέλεσμα ήταν το γεγονός ότι από το σύνολο των 42.000 κατοίκων που είχε η Καλαμάτα, περίπου 35.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Στην περίπτωση του σεισμού της Αθήνας το 1999 κατέρρευσαν 363 κτίρια (110 οικοδομές και 253 από φέρουσα τοιχοποιία), 5222 κρίθηκαν κατεδαφιστέες (κόκκινες) και 38165 επισκευάσιμες (κίτρινες) [32].
Ποιοι είναι λοιπόν οι παράγοντες που επηρέασαν την σεισμική συμπεριφορά των κατασκευών στα φέροντα και μη φέροντα στοιχεία; Είναι κατανοητό ότι και στα δυο σεισμικά γεγονότα βασικό ρόλο στη συμπεριφορά των κατασκευών διαδραμάτισαν τα λάθη και οι αστοχίες στο σχεδιασμό και στην όπλιση του φέροντα οργανισμού των κατασκευών. Η τοπική υπέρβαση της αντοχής αποτελεί την βασική αιτία της κάθε βλάβης [11]. Έτσι κτίρια από φέρουσα τοιχοποιία με πτωχά σε σεισμική ικανότητα υλικά (οπτοπλινθοδομή ή ωμοπλινθοδομή), τα οποία ήταν σχεδιασμένα χωρίς κανένα σχεδόν αντισεισμικό μέτρο πριν από το Αντισεισμικό Κανονισμό του 1959 κατέρρευσαν. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση των περισσότερων κτιρίων που κατέρρευσαν στην Καλαμάτα [1]. Αντίθετα τα νεότερα κτίρια από οπλισμένο σκυρόδεμα παρουσίασαν μια σχετικά πλάστιμη συμπεριφορά με μικρότερο ποσοστό καταρρεύσεων. Στις κατασκευές αυτές υπήρξαν στοιχεία υπερκαταπόνησης όπως κοντά υποστυλώματα, πυλωτή, ανοιχτά ισόγεια και ένας αριθμός από αυτά υπέστη σοβαρές βλάβες.
Γενικά και στους δυο σεισμούς τα ΚΙΤΡΙΝΑ κτίρια ήταν αυτά που παρουσίασαν λίγες βλάβες στο σκελετό και περισσότερες στα μη φέροντα στοιχεία. Κυρίως οι ζημιές ήταν στους τοίχους πλήρωσης, είχαν ρωγμές τριχοειδείς στο σκελετό, ρωγμές από κάμψη. Η χρήση τους κρίθηκε ότι δεν πρέπει να είναι συνεχής πριν την οριστική επισκευή τους, αλλά προσωρινά η υποστήλωση κρίθηκε αρκετή. Παράλληλα τα ΚΟΚΚΙΝΑ κτίρια ήταν αυτά που είχαν πολύ σοβαρές βλάβες στα δομικά φέροντα τους στοιχεία, δηλαδή στα υποστυλώματα και στις δοκούς. Είχαν αστοχίες από διάτμηση, μετατόπιση από κάμψη, υπήρξε καταστροφή κόμβων, λυγισμός του οπλισμού, έως και μερική ή ολική κατάρρευση [1].
Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επαυξάνουν την σεισμική καταπόνηση του κάθε φέροντος ή μη φέροντος στοιχείου πέρα από την τοπική υπέρβαση της αντοχής τους.
- Η κατεύθυνση της σεισμική ενέργειας. Στην Καλαμάτα διαδόθηκε σε μια περιοχή διαστάσεων 10 * 20 χιλμ. κατά τη διεύθυνση Β – Ν με το νοτιότερο τμήμα της σχεδόν τη πόλη της Καλαμάτας [26], ενώ στην Αθήνα διαδόθηκε κυρίως προς τα δυτικά και πολύ λιγότερο προς τα ανατολικά. Τα κτίρια επομένως της δυτικής Αθήνας εμφάνισαν τις κυριότερες βλάβες [11].
- Η ένταση του σεισμικού γεγονότος [14].
- Το εστιακό βάθος. Στην περίπτωση της Καλαμάτας ήταν 0 – 10 χιλιομέτρων με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση 4 – 8 χλμ ενώ στην περίπτωση της Αθήνας μόλις 8 – 11 χλμ. [20] [14].
- Η μικρή επικεντρικη απόστασή τους. Στην Καλαμάτα μόλις 12 χλμ, ενώ στην Αθήνα μόλις 18 χλμ από το κέντρο της πόλης [11] [14].
- Καλύτερη συμπεριφορά απέναντι στο σεισμό είχαν τα νεότερα κτίρια σε ηλικία έναντι των παλαιότερων. Στην περίπτωση της Καλαμάτας όποια είχαν κτιστεί μετά το 1984 και στην Αθήνα μετά το 1995.
- Αστοχίες παρατηρήθηκαν κυρίως στους κόμβους σύνδεσης δοκών – υποστηλωμάτων.
- Τα τοιχώματα δεν ήταν επαρκή για τον περιορισμό των μετατοπίσεων και φαινομένων στρέψης.
- Προβλήματα δημιουργήθηκαν και από την κρούση γειτονικών κτιρίων.
- Οι απαιτήσεις πλαστιμότητας του σεισμού ήταν πολύ υψηλές και τελικά ο σεισμός κυρίως στα παλαιότερα κτίρια υπερέβαλε των δυνατοτήτων τους [13].
- Πολύ κρίσιμος παράγοντας αποτέλεσε και η κατασκευή των κτιρίων με μικτό τρόπο. Σε αυτά τα κτίρια όπου το ισόγειο και οι όροφοι είχαν χτιστεί με διαφορετικούς Κανονισμούς, είχε ως αποτέλεσμα το ισόγειο σε αντίθεση με τους ορόφους να είναι πιο αδύναμο, σχεδιασμένο για μικρότερης εντάσεως σεισμό και να παρουσιαστούν σοβαρές βλάβες.
- Βασικός παράγοντας αποτέλεσαν και τα κατασκευαστικά λάθη των εργολάβων, όπου λανθασμένες αποφάσεις οδήγησαν σε σοβαρές μηχανικές ελλείψεις, ενώ η δημιουργία εγκοπών σε υποστηλώματα και δοκάρια είχαν «τραυματίσει» το φέροντα οργανισμό των κτιρίων.
- Επίσης η λανθασμένη διάταξη του δομικού συστήματος για την παραλαβή των σεισμικών φορτίων, οι ανεπαρκείς συνδετήρες και η κακή ποιότητα των υλικών και της κατασκευής αποδείχτηκαν βασικοί παράγοντες που προξένησαν σοβαρές αστοχίες.
- Τέλος, παράγοντας που αύξησε την σεισμική καταπόνηση του κάθε φέροντος ή μη φέροντος στοιχείου πέρα από την τοπική υπέρβαση της αντοχής τους αποτέλεσαν και τα κατασκευαστικά λάθη των ίδιων των ιδιοκτητών. Πολλές φορές είχαν προέβη αυθαίρετα σε μοιραίες επεμβάσεις πάνω στην κατασκευή των κτιρίων.
Επίλογος – Συμπεράσματα
Αναλύοντας τις περιπτώσεις των σεισμικών γεγονότων της Καλαμάτας το 1986 και της Αθήνας το 1999 είναι κατανοητό ότι ο λόγοι και οι παράγοντες που επηρεάζουν την σεισμική καταπόνηση του κάθε φέροντος ή μη φέροντος στοιχείου των κτιρίων είναι πολύπλευροι, πολυποίκιλοι και σαφώς δεν συσχετίζονται μόνο με την τοπική υπέρβαση της αντοχής τους. Δυστυχώς η νομοθέτηση και άσκηση της δημόσιας αντισεισμικής πολιτικής στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα μια διεξοδικής μακροχρόνιας οικονομοτεχνικής και κοινωνικής ανάλυσης αλλά ακολουθεί την ροή των καταστροφικών γεγονότων και πραγματοποιείται υπό την πολιτική πίεση που συνεπάγεται μία μεγάλη οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Παράλληλα η υιοθέτηση των διαρκώς αυστηροποιούμενων διατάξεων του αντισεισμικού Κανονισμού συνεπάγει ένα σημαντικό οικονομικό κόστος για τον πολίτη αλλά και για το ίδιο το κράτος και τις υποδομές του.
Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι στις μέρες μας υπάρχει τεράστια εξέλιξη παγκοσμίως και πολύ πιο ανθεκτικές κατασκευές κτιρίων συγκριτικά με ότι συνέβαινε το 1900, ενώ μάλιστα ακόμα και οι πιο φτωχές και οικονομικά υπανάπτυκτες χώρες προσεγγίζουν τα επίπεδα ανθρώπινης ανάπτυξης των πιο ισχυρών του 1900. Ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης (Human Development Index) έχει μελετηθεί για κάθε κράτος από το 1900-2013 και όχι μόνο είναι χρήσιμος για τη σύγκριση των κρατών που σχετίζονται με τους σεισμούς, μιας και το HDI περιλαμβάνει πολύ καλά την κοινωνικοοικονομική κατάσταση μιας χώρας, αλλά παράλληλα αποτελεί μια παράμετρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ειδικότητες ως τεχνική ομαλοποίησης όλων των τύπων φυσικών καταστροφών. Συγκεντρωτικά από το 1960 και μετά, στα περισσότερα κράτη ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης αυξάνεται σταθερά, με λίγες εξαιρέσεις όπως οι γενοκτονίες (Καμπότζη, Ρουάντα) ή οικονομικές κρίσεις (υπερπληθωρισμός – ΕΣΣΔ, Τουρκία, Ζιμπάμπουε) και όσο ο κόσμος γίνεται πιο αναπτυγμένος τόσο αναμένεται ότι θα μειωθεί το ποσοστό των θανάτων από σεισμικά φαινόμενα στις ανεπτυγμένες χώρες [56].
Στην Ελλάδα γίνεται αντιληπτό, ότι η οργανωμένη αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου αποτελεί μια δημόσια πολιτική, η οποία ενέχει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις με υψηλό πολιτικό κόστος. Η αντισεισμική πολιτική όσο πιο αυστηρούς κανόνες εμπεριέχει τόσο πιο μεγάλο οικονομικό και διοικητικό κόστος συνεπάγει για την κοινωνία και ιδιαίτερα για τις Κυβερνήσεις, οι οποίες προκρίνουν μέτρα που δεν έχουν βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και τα οποία αφορούν αβέβαιες χρονικά καταστάσεις.
Τα δυο αυτά όμως πολύ σημαντικά και τραγικά σεισμικά γεγονότα μας καταδεικνύουν και πρέπει να μας υπενθυμίζουν συνεχώς, ότι ο σεισμικός κίνδυνος είναι από τους πιο σημαντικούς δυνητικούς κίνδυνους που ελλοχεύουν, μιας και όπως έχουμε προαναφέρει το σεισμικό φυσικό φαινόμενο ούτε μπορεί να ελεγχθεί αλλά ούτε και να προβλεφθεί. Το καλύτερο που οφείλουμε να πράττουμε και δε η Πολιτεία είναι να υπάρχουν οι κατάλληλες νομοθετικές διατάξεις ισχυρών και εμπεριστατωμένων αντισεισμικών πολιτικών που να συνοδεύονται παράλληλα με πολιτικές αποφάσεις και δράσεις χρήσεων γής, οι οποίες να ενισχύουν την αποτελεσματικότητά τους.
Παρ’ όλ’ αυτά, όσο ισχυροί και να γίνονται οι υφιστάμενοι αντισεισμικοί Κανονισμοί θα πρέπει να ακολουθούνται από παράλληλες δράσεις, η έλλειψη των οποίων επηρεάζει εξίσου την αποτελεσματικότητά τους. Συγκεκριμένα:
1) Βασικός στόχος της Πολιτείας θα πρέπει να είναι η απόκτηση τεχνολογικών μέσων και υποδομών ικανών να αποτρέψουν τη φυσική καταστροφή ή να αμβλύνουν τις συνέπειές της. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε τους σεισμούς ούτε να είμαστε 100% ασφαλείς απέναντι στις επιπτώσεις τους, αλλά είναι θεμιτό να δημιουργούνται υποδομές όπως η εγκατάσταση συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, διευθετήσεις ποταμών, αντιπυρικές ζώνες κτλ. Είναι αποδεδειγμένο ότι μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική άμβλυνση των καταστροφικών συνεπειών των σεισμικών φαινομένων.
2) Όπως σε κάθε άλλη φυσική καταστροφή έτσι και στην περίπτωση της αντιμετώπισης του σεισμικού κινδύνου σημαντικός είναι ο ρόλος της πρόληψης. Η Πολιτεία οφείλει να λαμβάνει προληπτικά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα, όπως ειδικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για το συντονισμό της δράσης των διοικητικών φορέων στην περίπτωση σεισμικών καταστροφών και οικονομικά κίνητρα προς την κοινωνία για την κατασκευή ανθεκτικότερων δομών. Όπως προαναφέρθηκε στόχος πρέπει να αποτελεί η μείωση της τρωτότητας και ιδιαίτερα της ατομικής, η οποία προέρχεται από το μειωμένο εισόδημα και από επιλογές όπως πχ ευτελής κατοικία ή μετοίκιση σε περιοχές αυξημένης επικινδυνότητας με χαμηλότερες αξίες γής [37]. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να δίνεται στους σχεδιασμούς χρήσεων γής και στην ενίσχυση μέσω οικονομικών κινήτρων της μετεγκατάστασης πληθυσμών σε περιοχές με χαμηλό σεισμικό κίνδυνο.
3) Ένας τομέας όπου θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα είναι η ενημέρωση και η εκπαίδευση του κοινού έναντι του υπαρκτού κινδύνου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες μείωσης του φυσικού κινδύνου είναι η σωστή εκπαίδευση. Η ενδυνάμωση της κοινωνικής ενημερότητας και η ελαχιστοποίηση των απωλειών που πραγματοποιείται μέσα από το σχεδιασμό αλλά και την εφαρμογή προγραμμάτων ετοιμότητας, τόσο για τις κρατικές υπηρεσίες που θα κληθούν να διαχειριστούν το καταστροφικό γεγονός όσο και για το γενικό πληθυσμό πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα [22].
4) Παράλληλα για να είναι αποτελεσματικός ένας αντισεισμικός Κανονισμός, ο οποίος συνηθέστερα είναι αποτέλεσμα όχι οργανωμένης και μακροχρόνιας αντισεισμικής πολιτικής αλλά καταστροφικών γεγονότων θα πρέπει να συνοδεύεται από βελτιωμένα μοντέλα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Η ανοικοδόμηση θα πρέπει να βασίζεται σε απευθείας δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, σε ενισχύσεις, φορολογικές απαλλαγές, αποζημιώσεις και γενικότερα οικονομικά πακέτα, έτσι ώστε να επιταχυνθεί η υιοθέτηση όλο και πιο ισχυρών αντισεισμικών συντελεστών.
Στόχος θα πρέπει να είναι η μείωση της τρωτότητας, μιας και αυτή εξαρτάται από το πόσο ευάλωτος είναι ο κοινωνικός ιστός και από το πόσο ανθεκτικές και ισχυρές είναι οι υποδομές σε έναν μελλοντικό σεισμό [22]. Αναγκαία λοιπόν είναι η υιοθέτηση δημόσιας αντισεισμικής πολιτικής, η οποία να έχει ως βασικό σκοπό την σταδιακή μείωση της τρωτότητας και την προοδευτική δημιουργία «αντισεισμικών πόλεων» στα μέτρα του δυνατού. Συνεπώς η προσπάθεια θα πρέπει να εστιαστεί στη μείωση της τρωτότητας των ανθρωπογενών συστημάτων έναντι των δυνητικών φυσικών καταστροφών. Συνήθως τα προβλήματα αντιμετώπισης των κινδύνων από φυσικές καταστροφές συσχετίζονται με το ότι η πιθανότητα καταστροφών είναι χαμηλή, οι επιπτώσεις μπορούν να είναι τεράστιες, το κόστος μετριασμού είναι ασύμφορο και οι άνθρωποι που πραγματοποιούν τις επενδύσεις ή λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις έχουν βασικό στόχο την κερδοσκοπία ή την βραχυπρόθεσμη επανεκλογή (Lufkin Bryan, 2015).
Στη μείωση αυτών των αιτιών αύξησης της τρωτότητας οφείλει να επεμβαίνει η εκάστοτε Πολιτεία μέσα από την θέσπιση ισχυρών αντισεισμικών Κανονισμών και ευρύτερων πολιτικών, μιας και αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν άμεσα και την αποτελεσματικότητά τους. Οι επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει ένας σεισμός μπορούν να προκαλέσουν από προσωρινή διακοπή λειτουργίας έως ολική καταστροφή στις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες μιας περιοχής, ενός κράτους ή ακόμα και ενός συνόλου κρατών [22][13]. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η πλατιά ενημέρωση της κοινωνίας καθώς και η γνώση πρακτικών τρόπων προφύλαξης πριν, κατά τη διάρκεια του σεισμού και μετά το σεισμό, είναι αποφασιστικοί παράγοντες μείωσης των έμμεσων αποτελεσμάτων που πολλές φορές είναι χειρότερα από τις καταστροφές που προκαλεί το ίδιο το σεισμικό φαινόμενο.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
- Anagnostopoulos Stavros A. (1987), The Kalamata, Greece, Earthquake of September 13, 1986 , Earthquake Spectra · May 1987 URL:
https://www.researchgate.net/publication/249872540_The_Kalamata_Greece_Earthquake_of_September_13_1986 (Aνακτήθηκε στις 04.09.2021)
- Atzori Simone, Michele Manunta, Gianfranco Fornaro, Athanassios Ganas, Stefano Salvi (2008). «Postseismic displacement of the 1999 Athens earthquake retrieved by the Differential Interferometry by Synthetic Aperture Radar time series». Journal of Geophysical Research: Solid Earth (1978–2012) 113 (Β9). URL:https://www.researchgate.net/publication/228682308_Postseismic_displacement_of_the_1999_Athens_earthquake_retrieved_by_the_Differential_Interferometry_by_Synthetic_Aperture_Radar_time_series (Aνακτήθηκε στις 08.08.2021)
- Boukouvalas Marinos, P.,, G., Tsiambaos, G., Protonotarios, G., Sabatakakis, N. and Collaborators (2000) Damage distribution in the western part of Athens after the 7-9-99 earthquake, in European Centre on Prevention and Forecasting of Earthquakes Newsletter, December 1999, Issue No 3, p. 37–39. URL:http://ecpfe.oasp.gr/sites/default/files/NEWSLETTERNo3.pdf (Aνακτήθηκε στις 25.05.2021)
- Γραμμένου Θεοδώρα, Καραλά Βασιλική, Μπισκίνης Διονύσιος, Ρουπακιάς Γεώργιος, Σάκκας Κωνσταντίνος (2000). «Γενικά στοιχεία για το σεισμό της Πάρνηθας (Σεπτέμβριος 1999) και γενικά χαρακτηριστικά της έρευνας στη Μεταμόρφωση» (PDF). 6ο Φοιτητικό Συνέδριο « Επισκευές Κατασκευών 2000 ». Πανεπιστήμιο Πατρών. URL: http://www.episkevesold.civil.upatras.gr/ergasies%202000/9.pdf (Aνακτήθηκε στις 10.07.2021)
- Γκαζέτας,Μπουκοβάλας κλπ, “Μελέτη του σεισμού της Αθήνας 7-9-99. Υπολογιστική Εκτίμηση των Επιταχύνσεων στις πλειόσειστες περιοχές”, Έκθεση προς το ΤΕΕ, σελ.146-149 URL: http://library.tee.gr/digital/m1864.pdf (Aνακτήθηκε στις 17.06.2021)
- Δεληθανάση Μαρία (2009). «Καταυλισμοί και αίσθημα ντροπής δέκα χρόνια μετά». Καθημερινή. URL:https://www.kathimerini.gr/368590/article/epikairothta/ellada/kataylismoi-kai-ais8hma-ntrophs-deka-xronia-meta (Aνακτήθηκε στις 20.07.2021)
- Διαμαντόπουλος, Γ. (2007) ‘Πολεοδομική Αντισεισμική Θωράκιση. Μπορεί να υπάρχει πριν τον Σεισμό;’ στο Κουτής, Γ. (επ.) Πόλεις της Μεσογείου μετά από Σεισμούς, Πρακτικά Συνεδρίου, 12 – 14 Μαΐου 2006, Βόλος: Βόλος.
- Earthquake Geodynamics: Seismic Case Studies. Edited by: E. L. Lekkas, Series: Advances in Earthquake Engineering,vol. 12, p. 45-63. URL:
http://labtect.geol.uoa.gr/pages/fountoulis/PDF%20Files/096-2004%20Athens-Kalamata%20earthquakes%20WIT%20press.pdf (Aνακτήθηκε στις 01.06.2021)
- ECPFE (1999), «The Athens Earthquake of September 7th 1999». Newsletter of the ECPFE (3): 26-50. Δεκέμβριος 1999.
- http://ecpfe.oasp.gr/sites/default/files/NEWSLETTERNo3.pdf (Aνακτήθηκε στις 04.06.2021)
- Elenas A.(2003). «Athens Earthquake of 7 September 1999: Intensity and Observed Damages». ISET Journal of Earthquake Technology 40: 77-97. URL: http://home.iitk.ac.in/~vinaykg/Iset_40_tn.pdf (Aνακτήθηκε στις 03.06.2021)
- Fountoulis, I., (2004) « The neotectonic macrostructures and the geological basement, the main factors controlling the spatial distribution of the damage and geodynamic phenomena resulting from the Kalamata (13 September 1986) and Athens (7 September 1999) earthquakes».WIT Press Series. n 132, URL:
http://labtect.geol.uoa.gr/pages/fountoulis/PDF%20Files/146-2011 Corinth%202011%20Kalamata%20earthquake%20ESIFinal%202011-07-20.pdf (Aνακτήθηκε στις 25.06.2021)
- Α, G. Papadopoulos & S. B. Pavlides (2001). «The 7 September 1999 Athens 5.9 Ms earthquake: Remote sensing and digital elevation model inputs towards identifying the seismic fault». International Journal of Remote Sensing 22 (1): 191-196.URL: https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/014311601750038938#.UY_1BR0vlbs (Aνακτήθηκε στις 15.06.2021)
- Ioannides, K. και Dikeoulakos, V. (2001) ‘Lessons learnt: Kalamata Earthquake’, στο Theofili, C. και Vetere Arelano, A. L. (επ.) Lessons learnt from Earthquake Disasters that occurred in Greece, NEDIES Project. Report EUR 19946 E, URL:http://www.preventionweb.net/files/1497_Earthquakes20Report20with20logo.pdf
(Ανακτήθηκε στις 10/06/2021)
- Καλογεράς Ιωάννης, Μελης Νικόλαος, Κωνσταντίνου Κωνσταντίνος, Σταυρακάκης Γεώργιος (2008). «Μελέτη της ισχυρής εδαφικής κίνησης στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας με την ευκαιρία των σεισμών της Πάρνηθας (1999) και των Κυθήρων (2006)». 3o Πανελλήνιο Συνέδριο Αντισεισμικής Μηχανικής & Τεχνικής Σεισμολογίας. Τεχνικο Επιμελητήριο Ελλάδος.URL: https://members.noa.gr/i.kalog/en/pdf/04-21.pdf (Aνακτήθηκε στις 20.06.2021)
- Kazantzidou-Firtinidou D., I. Kassaras, A. Ganas, C. Tsimi, N. Sakellariou, S. Mourloukos, P. Stoumpos, K. Michalaki, G. Giannaraki (2016), SEISMIC DAMAGE SCENARIOS IN KALAMATA (S. GREECE), Bulletin of the Geological Society of Greece, 50, 1495-1505. URL:https://www.researchgate.net/publication/318739946_SEISMIC_DAMAGE_SCENARIOS_IN_KALAMATA_S_GREECE (Aνακτήθηκε στις 17.06.2021)
- ΚΕΠΑΜΕ (1988) Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Καλαμάτας 1985 – 1988, Τελική Συνοπτική Έκθεση, Αθήνα.
- Κίτσιου Βάσω (2012). «Ρικομέξ… η δικαίωση άργησε 13 χρόνια». attikipress. URL:https://www.inewsgr.com/199/rikomex-i-dikaiosi-argise-13-chronia.htm (Aνακτήθηκε στις 19.06.2021)
- Κιούσης Γιώργος, Νοδάρος Μάκης (2009). «Τα Ρίχτερ που μας άλλαξαν». Ελευθεροτυπία. URL: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=79107 (Ανακτήθηκε στις 05/06/2021)
- Kontoes, C., P. Elias, O. Sykioti, P. Briole, D. Remy, M. Sachpazi, G. Veis, and I. Kotsis (2000). «Displacement field and fault model for the September 7, 1999 Athens Earthquake inferred from ERS2 Satellite radar interferometry». Geophysical Research Letters 27 (24): 3989–3992.URL: https://agupubs.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1029/2000GL008510 (Aνακτήθηκε στις 04.06.2021)
- Λέκκας Ευθύμιος (2001). «The Athens earthquake (1999): intensity distribution and controlling factors». Engineering Geology 59: 297-311. URL:https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0013795200001198 (Aνακτήθηκε στις 19.06.2021)
- Λέκκας, Ε., Δανδουλάκη, Μ., Ιωαννίδης, Κ., Κυριαζής, Α. & Λαλέχος, Σ. (1999). – Ο σεισμός στο Izmit της Τουρκίας, 1999. Σεισμοτεκτονικό πλαίσιο – Χαρακτηριστικά σεισμού & εδαφικής κίνησης – Συνοδά γεωδυναμικά φαινόμενα – Γεωγραφική κατανομή & τυπολογία βλαβών. 13ο Ελληνικό Συνέδριο Σκυροδέματος, Τόμος Ειδικής Συνεδρίας, 18σ., Ρέθυμνο.
URL: http://www.elekkas.gr/images/attachments/120_108.pdf (Aνακτήθηκε στις 04.06.2021)
- Λέκκας Ε. (2000), Φυσικές και Τεχνολογικές Καταστροφές, Αθήνα: Access URL: http://labtect.geol.uoa.gr/pages/lekkase/PDF%20Files/fysikes_katastrofes.pdf
(Aνακτήθηκε στις 04.06.2021)
- Λεκίδης, Καραμπίνης, “O σεισμός της Αθήνας της 7-9- 99”, 2ο Πανελλαδικό Συνέδριο Αντισεισμικής Μηχανικής και Τεχνικής Σεισμολογίας, ΤΕΕ, Τόμος Β, Αθήνα 2001,URL: http://library.tee.gr/digital/m1851_1900/m1860/m1860_lekidis.pdf
- MAKROPOULOS KOSTAS C.’ and PAUL W. BURTON (1984), «GREEK TECTONICS AND SEISMICITY», Tectonophysics, 106, 275-304, Elsevier Science Publishers B.V.. Amsterdam – Printed in The Netherlands URL:http://www.geophysics.geol.uoa.gr/papers/makro/makro017.pdf (Aνακτήθηκε στις 03.06.2021)
- Mariolakos, I., Fountoulis, I., Mariolakos, D., Andreadakis, E. and Georgakopoulos, A. (2000) Geodynamic Phenomena observed during the Athens earthquake (Ms=5.9) 7-9-1999, Ann. Geol. d. Pays Hell, 38, Fasc. B, ISSN: 1105-0004, p. 175–186. URL: https://www.researchgate.net/publication/289375646_GEODYNAMIC_PHENOMENA_OBSERVED_DURING_THE_ATHENS_EARTHQUAKE_Ms59_7-9-99 (Aνακτήθηκε στις 02.06.2021)
- Mariolakos,I., Fountoulis, I., Logos, E., Lozios, S., (1989). Surface faulting caused by the Kalamata (Greece) earthquakes (13/9/86). Tectonophysics, 163, p. 197 – 203. URL:https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/0040195189902576 (Aνακτήθηκε στις 06.06.2021)
- Mariolakos,I., Fountoulis, I., Kranis, H., (1997). Palaioseismic events recorded in the pleistocene sediments at the area of Kalamata (Peloponnessos, Greece). Journal of Geodynamics , 24 Special Issue 1-4, 241-247. NationalEarthquakes Strategy and Action Plan 2012 – 2023. Republic of Turkey, Prime Ministry, Disaster and Emergency Management Presidency
URL:https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0264370796000324#! (Aνακτήθηκε στις 15.06.2021)Μπένος, Σ. (2006) ‘Γρηγόρης Διαμαντόπουλος – Ο Αφανής Πρωταγωνιστής της Μετασεισμικής Ανασυγκρότησης της Καλαμάτας’, FLASH [διαδίκτυο (online)]. Διαθέσιμο στο [πρόσβαση 1 Ιουλίου 2012].
- Μπένος, Σ. (2007) ‘Πολεοδομία και Σεισμός. Κάποιες Σκέψεις 20 Χρόνια μετά τους Σεισμούς της Καλαμάτας’ στο Κουτής, Γ. (επ.) Πόλεις της Μεσογείου μετά από Σεισμούς, Πρακτικά Συνεδρίου, 12 – 14 Μαΐου 2006, Βόλος: Βόλος.
- Μπένος, Σ. (1998) ‘Καλαμάτα Ως Σύμβολο Αλλαγών στην Αποκέντρωση με Αποκορύφωμα τη Διαχείριση του Μεγάλου Σεισμού τον Σεπτέμβρη του 1986’ στο Παναγιωτόπουλος, Π. και Βαμβακάς, Β. Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80 Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτιστικό Λεξικό
- Μπεριάτος, Η. και Δελλαδέτσιμας, Π. Μ. (2010) Σεισμοί και Οικιστική Ανάπτυξη: Ο Ρόλος του Αρχιτεκτονικού, Πολεοδομικού και Χωροταξικού Σχεδιασμού, Αθήνα: Κριτική
- Παπαδόπουλος Γεράσιμος (2002). «The Athens, Greece, Earthquake (Ms 5.9) of 7 September 1999: An Event Triggered by the İzmit, Turkey, 17 August 1999 Earthquake?». Seismological Society of America 92 (1): 312-321. URL: https://pubs.geoscienceworld.org/ssa/bssa/article-abstract/92/1/312/102960/the-athens-greece-earthquake-ms-5-9-of-7-september?redirectedFrom=fulltext (Aνακτήθηκε στις 27.06.2021)
- Papadopoulos I. N., N. Kanakaris, A. Triantafillidis, J. Stefanakos, A. Kainourgios και C. Leukidis (2004). «Autopsy findings from 111 deaths in the 1999 Athens earthquake as a basis for auditing the emergency response». British Journal of Surgery 91 (1633-1640). URL:
https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/bjs.4752 (Aνακτήθηκε στις 04.06.2021)
- Παπαζάχου Β. και Παπαζάχου Κ. (1989). Οι Σεισµοί τής Ελλάδας.Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1989.
- Papoulia, J., & Makris, J., (2004). Microseismicity and active deformation of Messinia, SW Greece. Journal of Seismology 8: pp. 439-451. URL:https://link.springer.com/article/10.1007/s10950-004-4837-1 (Aνακτήθηκε στις 15.06.2021)
- Παράρας-Καραγιάννης Γεώργιος (2000). «The Earthquake of September 7, 1999 in Athens, Greece». drgeorgepc.com.URL: http://www.drgeorgepc.com/Earthquake1999Greece.html (Aνακτήθηκε στις 18.06.2021)
- Σαπουντζάκη, Κ. (επ.) (2007) Το Αύριο εν Κινδύνω: Φυσικές και Τεχνολογικές Καταστροφές στην Ευρώπη και την Ελλάδα, Αθήνα: Gutenberg.
- Σουλιώτης Γιάννης (2006). «Η Πάρνηθα δεν φοβίζει πια τους σεισμολόγους». Καθημερινή. URL: https://www.kathimerini.gr/263059/article/epikairothta/ellada/h-parnh8a-den-fovizei-pia-toys-seismologoys (Aνακτήθηκε στις 04.06.2021)
- Stiros, S., and Kontogianni, V., (2008). Modelling of the 1986 Kalamata (SW Greece) earthquake faulting using geodetic data. Journal of Applied Geodesy 2, pp. 179 – 185
URL:https://www.researchgate.net/publication/240754404_Modelling_of_the_1986_Kalamata_SW_Greece_earthquake_faulting_using_geodetic_data (Aνακτήθηκε στις 20.06.2021)
- Συκκά Γιώτα (2009). «Επιτέλους Μητρόπολη χωρίς σκαλωσιές για την Αθήνα». Καθημερινή. URL:
https://www.kathimerini.gr/347005/article/epikairothta/ellada/epiteloys-mhtropolh-xwris-skalwsies-gia-thn-a8hna (Aνακτήθηκε στις 16.06.2021)
- Theofili, C. and Vetere Arellano, A.L. (2001). Lessons learnt from earthquake disasters that occurred in Greece. ΕC/Joint Research Centre, The NEDIES Project. Report EUR 19946 E, URL
http://www.preventionweb.net/files/1497_Earthquakes20Report20with20logo.pdf
(Ανακτήθηκε στις 27/11/2020)
- Tselentis G-Akis και Jiri Zahradnik (2000). «The Athens Earthquake of 7 September 1999». Bulletin of the Seismological Society of America 90 (5): 1143–1160.URL:http://seismo.geology.upatras.gr/pdf/The%20Athens%20Earthquake%20of%207%20September%201999,Tselentis_00.pdf (Aνακτήθηκε στις 26.06.2021)
- Υ.Α. Δ17α/141/3/ΦΝ 275/1999 (ΦΕΚ 2184/Β`/20.12.1999) Έγκριση Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού
- Υ.Α. Δ17α/10/44/ΦΝ 275/2010 (ΦΕΚ 270/Β`/16.3.2010) Τροποποίηση της απόφασης έγκρισης του «Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού – ΕΑΚ -2000», όπως ισχύει
- Υ.Α. Δ17α/115/9/ΦΝ275/2003 (ΦΕΚ 1154/Β`/12.8.2003) Τροποποίηση διατάξεων του «Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού ΕΑΚ-2000» λόγω αναθεώρησης του Χάρτη Σεισμικής Επικινδυνότητας
- Υ.Α. Δ17α/113/1/ΦΝ 275/2003 (ΦΕΚ 1153/Β`/12.8.2003) Τροποποίηση της απόφασης έγκρισης του «Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού – ΕΑΚ -2000», όπως ισχύει
- Υ.Α. Δ17α/67/1/ΦΝ 275/2003 (ΦΕΚ 781/Β`/18.6.2003) Τροποποίηση και συμπλήρωση της απόφασης έγκρισης του «Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού – ΕΑΚ – 2000»
- Υ.Α. Δ17α/04/46/ΦΝ275/1995 (ΦΕΚ 534/Β`/20.6.1995) Έγκριση τροποποίησης και συμπλήρωσης διατάξεων του Νέου Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού
- Υ.Α. Δ17α/08/32/Φ.Ν. 275/1992 (ΦΕΚ 613/Β`/12.10.1992) Νέος Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός
- Φ.Ε.Κ. 36/Α/20-2-1959 Αντισεισμικός Κανονισμός ’59
- ΦΕΚ 239/Β/1984) Τροποποίηση και συμπλήρωση του Β.Δ της 19/26 Φεβρουαρίου 1959 περι Αντισεισμικού Κανονισμού (Φ.Ε.Κ. 36/Α/20-2-1959)
- Χαραμπίδου, Βάσω (2009). ««Στο κόκκινο» τα… κόκκινα του 1999». Το Βήμα. URL:
https://www.tovima.gr/2009/05/30/society/sto-kokkino-ta-kokkina-toy-1999/ (Aνακτήθηκε στις 05.06.2019)
- Χαροντάκης Δημήτρης (1999). «Τα βιομηχανικά θύματα του Εγκέλαδου». Το Βήμα. URL:
https://www.tovima.gr/2008/11/24/finance/ta-biomixanika-thymata-toy-egkeladoy/
(Aνακτήθηκε στις 26.06.2019)
- Bisch, P., Carvalho E., Degee H.,Fajfar P., Fardis M.,Franchin P., Kreslin M., Pecker A., Pinto P., Plumier A., Somja H., Tsionis G. ,(2001) Eurocode 8: Seismic Design of Buildings, Worked examples presented at the Workshop “EC 8: Seismic Design of Buildings”, Lisbon, 10-11 Feb. 2011 URL
https://eurocodes.jrc.ec.europa.eu/doc/WS_335/report/EC8_Seismic_Design_of_Buildings-Worked_examples.pdf (Ανακτήθηκε στις 31/08/2021)
- Pomonis A. (2002), The Mount Parnitha (Athens) Earthquake of September 7, 1999: A Disaster Management Perspective, Article (PDF Available) in Natural Hazards 27(1):171-199,URL https://www.researchgate.net/publication/227092580_The_Mount_Parnitha_Athens_Earthquake_of_September_7_1999_A_Disaster_Management_Perspective
- Daniell, J. E., Wenzel, F., & Khazai, B. (2014). A Worldwide Seismic Code Index, Country-by-Country Global Building Practice Factor and Socioeconomic Vulnerability Indices for Use in Earthquake Loss Estimation. In Second European Conference on Earthquake Engineering and Seismology, Istanbul Aug. 25-29, 2014. Istanbul.URL https://www.researchgate.net/publication/292526053_A_WORLDWIDE_SEISMIC_CODE_INDEX_COUNTRY-BY-COUNTRY_GLOBAL_BUILDING_PRACTICE_FACTOR_AND_SOCIOECONOMIC_VULNERABILITY_INDICES_FOR_USE_IN_EARTHQUAKE_LOSS_ESTIMATION (Ανακτήθηκε στις 25/09/2021)
- Blaikie, P., Cannon, T., Davis, I., & Wisner, B. (1994). ‘At Risk: Natural Hazards, People’s Vulnerability, and Disasters’. Routledge, London
- Anderson B. Mary (1995), In Vulnerability to Disaster and Sustainable Development: A General Framework for Assessing Vulnerability; Disaster prevention for sustainable development: Economic and policy issues. World Bank: Washington, DC, USA, Chapter 3, URLhttps://repositorio.gestiondelriesgo.gov.co/bitstream/handle/20.500.11762/19045/2295.pdf?sequence=1(Ανακτήθηκε στις 16/8/2021)
- Cutter, S.L.; Boruff, B.J.; Shirley, W.L. (2003) Social vulnerability to environmental hazards. Soc. Sci. Q. 2003, 84, 242–261 URL
http://danida.vnu.edu.vn/cpis/files/Papers_on_CC/Vulnerability/Social%20Vulnerability%20to%20Environmental%20Hazards.pdf (Ανακτήθηκε στις 19/08/2021)