Αξιολογώντας τα συστήματα διαχείρισης βίντεο
Video Management Software ή για συντομία VMS, είναι τα συστήματα διαχείρισης των εφαρμογών επιτήρησης. Ποιες είναι όμως οι κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται, ποια τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε κατηγορίας και ποια τα κριτήρια αξιολόγησης;
Τα συστήματα επιτήρησης βίντεο αποτελούν την κατηγορία συστημάτων ασφαλείας με το μεγαλύτερο όγκο δεδομένων. Για να είναι ουσιαστικός ο ρόλος και η ύπαρξή τους μέσα σε ένα ενιαίο σύστημα ασφαλείας, είναι απαραίτητο τα δεδομένα αυτά να μπορούν να είναι εύκολα επεξεργάσιμα και γρήγορα προσπελάσιμα. Αυτήν την εργασία καλούνται να επιτελέσουν τα συστήματα διαχείρισης βίντεο, γνωστά και ως Video Management Software (VMS).
Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες προγραμμάτων VMS. Τα ειδικευμένα προγράμματα (Dedicated VMS) ή αλλιώς αυτόνομα (stand-alone) και αυτά που βασίζονται σε hardware λύσεις. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών είναι ότι τα πρώτα αποτελούν ουσιαστικά αυτόνομες λύσεις λογισμικού που διατίθενται στην αγορά μόνα τους από ανεξάρτητες εταιρείες, ενώ η δεύτερη κατηγορία είναι εκείνα τα συστήματα διαχείρισης που συνοδεύουν τις διάφορες συσκευές DVR ή NVR και λειτουργούν μόνο σε αυτές.
Η πρώτη κατηγορία λοιπόν αποτελεί μία λύση που μπορεί να συνεργαστεί με συσκευές ανεξάρτητων κατασκευαστών, ενώ η δεύτερη μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε έναν καθορισμένο εξοπλισμό που προέρχεται από συγκεκριμένο κατασκευαστή. Για να γίνει πιο κατανοητή η διαφοροποίηση μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών, όταν σε παρουσιάσεις συσκευών DVR ή NVR αναφερόμαστε στο σύστημα VMS που το συνοδεύει, προφανώς και εννοούμε τη δεύτερη κατηγορία. Αντιθέτως, όταν παρουσιάζεται ένα σύστημα διαχείρισης βίντεο μόνο του χωρίς να γίνεται μνεία σε κάποια συγκεκριμένη συσκευή, τότε είναι φανερό ότι ανήκει στην πρώτη κατηγορία.
Οι δύο κατηγορίες απευθύνονται σε εφαρμογές με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ενώ η κάθε πρόταση διαθέτει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Αρχιτεκτονική συστήματος
Οι αυτόνομες λύσεις VMS λειτουργούν σε μεγάλα δικτυακά συστήματα CCTV που έχουν δομηθεί με τη λογική του server-client, ακολουθώντας τη λογική των συστημάτων της πληροφορικής. Οι διάφοροι servers αλλά και ο υπόλοιπος εξοπλισμός μπορεί να είναι οποιασδήποτε εταιρείας και το λογισμικό αποτελεί την πλατφόρμα με την οποία θα γίνει δυνατή η διασύνδεση του συστήματος και φυσικά η αποθήκευση, επεξεργασία και εύρεση των δεδομένων που αποθηκεύουν οι κάμερες. Αντίθετα, οι hardware based λύσεις – όπως προαναφέρθηκε – λειτουργούν μόνο σε προκαθορισμένες συσκευές που προέρχονται από συγκεκριμένους κατασκευαστές. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι σε μια μικρή λύση στην οποία τοποθετείται ένα κεντρικό DVR με ορισμένες κάμερες οι οποίες συνδέονται ακτινικά, μπορεί να λειτουργήσει με μεγάλη επιτυχία το VMS που συνοδεύει τη συσκευή. Ειδικά αν χρησιμοποιούνται κάμερες του ίδιου κατασκευαστή, τότε συνήθως το αποτέλεσμα είναι πολύ καλό, αρκεί φυσικά το σύστημα VMS να έχει αξιολογηθεί σωστά και να έχει τα χαρακτηριστικά που απαιτεί η εφαρμογή.
Όμως όταν το σύστημα ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο μέγεθος, οι δικτυακές κάμερες συνδέονται απευθείας σε ενδιάμεσους κατανεμητές και στέλνουν τα βίντεο που καταγράφουν σε σκληρούς δίσκους που βρίσκονται τοποθετημένοι σε ένα κεντρικό computer room, τότε είναι προφανές ότι θα πρέπει να επιλεγεί και ένα αντίστοιχο dedicated λογισμικό VMS, το οποίο θα μπορεί να διαχειρίζεται όλο το σύστημα.
Είναι φανερό ότι και οι δύο κατηγορίες έχουν τη δική τους θέση στην αγορά. Τα ειδικά λογισμικά VMS απευθύνονται κυρίως σε μεσαίες και μεγάλες εφαρμογές, ενώ τα hardware based VMS μπορούν να καλύψουν με επιτυχία μικρές εφαρμογές. Υπάρχουν λοιπόν δύο θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο υποψήφιος χρήστης σε συνεργασία πάντα με τον εγκαταστάτη. Καταρχήν, σε ποια κατηγορία θα ανήκει το σύστημα VMS που θα επιλέξει και στη συνέχεια βάσει ποιων κριτηρίων θα επιλέξει μια συγκεκριμένη λύση VMS.
Στο πρώτο ερώτημα, ήδη εξηγήσαμε ότι βασικός παράγοντας για την επιλογή της κατηγορίας είναι το μέγεθος της εφαρμογής. Μικρό μέγεθος εφαρμογής και τοπικού χαρακτήρα οδηγεί προς τη χρήση του VMS που συνοδεύει το DVR. Μεγαλύτερο μέγεθος είναι προφανές ότι στρέφει τις επιλογές προς την πλευρά των dedicated VMS. Τι γίνεται όμως αν αναφερόμαστε σε μία μεσαία εγκατάσταση; Τότε υπεισέρχονται και κάποιοι άλλοι παράγοντες. Ο σημαντικότερος είναι η δυνατότητα της επεκτασιμότητας. Αν σε ένα σύστημα μεσαίου μεγέθους δεν πρόκειται να αλλάξουν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι απαιτήσεις και μας καλύπτει το λογισμικό που συνοδεύουν τα DVR, τότε προφανώς δεν υπάρχει λόγος για την απόκτηση ενός ακριβού αυτόνομου πακέτου Video Management Software. Όμως αν το σύστημα θα επεκταθεί στο άμεσο μέλλον, θα τοποθετηθούν νέες κάμερες, θα αυξηθεί η απαιτούμενη χωρητικότητα και θα χρειαστεί να προστεθούν νέες λειτουργίες, τότε η επιλογή ενός ειδικού λογισμικού VMS είναι μονόδρομος, ασχέτως του επιπρόσθετου κόστους. Ενώ θα χρειαστεί να υπάρξει και ειδική μέριμνα ώστε το όλο σύστημα να σχεδιαστεί και να κατασκευαστεί εξαρχής σωστά, ώστε να είναι συμβατό και με το VMS που θα εγκατασταθεί. Με αυτόν τον τρόπο οποιαδήποτε προσθήκη συσκευής ή και λειτουργίας θα γίνεται εύκολα και γρήγορα. Επιπλέον, έτσι ο τελικός χρήστης θα είναι απαλλαγμένος από τη δέσμευση της προμήθειας νέων συσκευών μόνο από μία εταιρεία. Διότι τα συστήματα dedicated VMS έχουν σχεδιαστεί να λειτουργούν ανεξάρτητα από τον προμηθευτή του εξοπλισμού, αρκεί φυσικά να καλύπτονται οι τεχνικές προδιαγραφές που χρειάζονται.
Κριτήρια επιλογής
Ανεξάρτητα όμως από την επιλογή της κατηγορίας, σημαντικά είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή της τελικής λύσης. Δηλαδή, έστω ότι αποφασίστηκε η επιλογή ενός ειδικού πακέτου λογισμικού VMS, θα πρέπει η τελική πρόταση να αξιολογηθεί σύμφωνα με κάποια στοιχεία και τεχνικά χαρακτηριστικά. Το ίδιο θα συνέβαινε και στην περίπτωση που έχει αποφασιστεί να χρησιμοποιηθεί το VMS που συνοδεύει τη συσκευή. Ασχέτως αν η συσκευή έχει ένα προκαθορισμένο VMS, πρέπει να γίνει μια αξιολόγηση μεταξύ των διαφόρων συστημάτων VMS που υποστηρίζουν οι συσκευές που έχουν προεπιλεγεί και όποιο εκπληρώνει τα κριτήρια που αναλύονται παρακάτω, τότε αυτό είναι εύλογο ότι θα αποτελεί και την καλύτερη πρόταση. Βέβαια στην περίπτωση που το VMS συνοδεύει τη συσκευή, η κατάταξή του ως καλύτερου θα αποτελέσει έναν από τους παράγοντες της τελικής αξιολόγησης της συσκευής. Δηλαδή έχοντας τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ μιας συγκεκριμένης γκάμας συσκευών, θα εξετάσουμε τα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά (ταχύτητα εγγραφής, δυνατότητες διασυνδεσιμότητας κ.ά.) και μεταξύ αυτών και τις λειτουργίες του VMS.
Τα κριτήρια αξιολόγησης ενός συστήματος VMS δεν διαφέρουν και πολύ από εκείνα που αντιστοιχούν σε κάθε πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης δεδομένων. Βέβαια, ανάλογα με την κατηγορία VMS (dedicated ή hardware based) υπάρχει μια σχετική διαφοροποίηση. Ένα κοινό κριτήριο είναι η ευχρηστία – και ίσως αποτελεί το σημαντικότερο. Το φιλικό και εύχρηστο περιβάλλον εργασίας, η δυνατότητα πρόσβασης στο μενού και η γρήγορη εκμάθηση όλων των δυνατοτήτων του συστήματος αποτελούν μία βασική προϋπόθεση που θα πρέπει να χαρακτηρίζει όλα τα συστήματα VMS. Όσες δυνατότητες και αν έχει ένα παρόμοιο σύστημα, αν ο χρήστης δεν μπορεί να τις μάθει και να τις εκμεταλλευτεί μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, τότε είναι προφανές ότι αυτές παραμένουν ανεκμετάλλευτες και η επένδυση δεν έχει την ανταποδοτικότητα που θα έπρεπε.
Οι δυνατότητες διαχείρισης (administration) και παραμετροποίησης (configuration) αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της ευχρηστίας ενός συστήματος. Μέσω του περιβάλλοντος εργασίας, ο χρήστης θα πρέπει να διαχειρίζεται και να ρυθμίζει ένα μεγάλο αριθμό συσκευών – που συχνά μπορεί να είναι και τετραψήφιος αριθμός (για παράδειγμα, σε ένα κεντρικό αεροδρόμιο μιας μεγάλης πόλης, ο αριθμός των καμερών μπορεί να υπερβαίνει και τις χίλιες). Επιπλέον ο χρήστης μέσω του συστήματος θα πρέπει να μπορεί να αλλάζει τις ρυθμίσεις εγγραφής, τα πρωτόκολλα συμπίεσης και μετάδοσης, ενώ θα πρέπει να ελέγχει και την κίνηση των καμερών τύπου PTZ. Είναι φυσικό λοιπόν το σύστημα να μπορεί να παρέχει όλες αυτές τις λειτουργίες και να μην περιορίζεται σε έναν απλό μονοδιάστατο ρόλο για την απλή ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση μιας κάμερας. Επίσης θα πρέπει να μπορεί να διαχειρίζεται με άνεση και τα αποθηκευτικά μέσα που απαιτούνται για εφαρμογές αυτού του μεγέθους. Πλέον η τεχνολογία των αποθηκευτικών μέσων και οι δυνατότητες διασύνδεσής τους είναι εντυπωσιακές και ποικίλες. Λειτουργίες όπως άμεση σύνδεση αποθηκευτικού μέσου (DAS, direct- attached network), δικτυακή σύνδεση αποθηκευτικού μέσου (NAS, network- attached network), δικτυακές περιοχές αποθήκευσης (Storage Area Networks) καθώς και υποστήριξη δυνατοτήτων RAID θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες για ένα σύγχρονο αυτόνομο Video Management Software.
Επίσης θα πρέπει να ενσωματώνει δυνατότητες έξυπνης αναζήτησης, ώστε να μπορεί εύκολα και γρήγορα να αναζητηθεί ένα στοιχείο ή μία πληροφορία. Δηλαδή οφείλει να διαθέτει στοιχεία δυνατοτήτων video analytics ή VCA (Video Content Analysis) όπως είναι ο πιο πρόσφατος ορισμός για την ενσωμάτωση στοιχείων τεχνητής ευφυΐας στις εφαρμογές CCTV.
Ειδικότερα για τα dedicated VMS υπάρχουν και άλλα κριτήρια αξιολόγησης, τα οποία οφείλουν να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην τελική επιλογή. Καταρχήν η υποστήριξη συσκευών και εξοπλισμού των περισσότερων κατασκευαστών του χώρου. Ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα των dedicated VMS είναι ακριβώς η δυνατότητά τους να λειτουργούν ως πλατφόρμα διασύνδεσης ενός μεγάλου δικτύου CCTV. Στο δίκτυο αυτό μπορεί να υπάρχουν συσκευές από διάφορους κατασκευαστές, ενώ και ο χρήστης οφείλει να έχει το δικαίωμα για λόγους οικονομικούς να μπορεί να επιλέξει εξοπλισμό της πλήρους αρεσκείας του. Είναι σημαντικό λοιπόν ένα σύστημα VMS να έχει μεγάλο βαθμό συμβατότητας με τους περισσότερους κατασκευαστές και ειδικότερα εκείνους των οποίων τα προϊόντα έχουν τη μεγαλύτερη διάδοση.
Πολύ σημαντικός παράγοντας είναι οι δυνατότητες ενσωμάτωσης (integration) μέσα σε υφιστάμενα συστήματα. Καθώς ένα αποκλειστικό σύστημα VMS θα κληθεί να επιτελέσει το ρόλο της κεντρικής πλατφόρμας σε ένα δίκτυο CCTV θα χρειαστεί να υποστηρίξει και τις συσκευές που ήδη έχουν τοποθετηθεί, καθώς κανένας χρήστης δεν επιθυμεί – για λόγους εξοικονόμησης κόστους αλλά και προσαρμοστικότητας – να αλλάξει ολόκληρο το σύστημα. Το ερώτημα που οφείλει να απαντήσει ο προμηθευτής του VMS είναι κατά πόσο η εφαρμογή του μπορεί να υποστηρίξει με επιτυχία τις υφιστάμενες συσκευές, χωρίς να διαταραχτεί η ομαλή λειτουργία του συστήματος.
Τέλος, η επεκτασιμότητα είναι καθοριστικό κριτήριο για την επιλογή ενός dedicated VMS. Από τη στιγμή που αναφερόμαστε ότι αυτού του είδους τα VMS παίζουν τον κεντρικό ρόλο σε ανοιχτά δίκτυα CCTV είναι προφανές ότι τα δίκτυα αυτά μελλοντικά θα επεκταθούν ή θα διαμορφωθούν διαφορετικά. Εξίσου σημαντικό είναι λοιπόν τo VMS που θα έχει τον κεντρικό διαχειριστικό ρόλο σε αυτό το σύστημα, να μπορεί να ανταποκριθεί και στις μελλοντικές ανάγκες της εφαρμογής.
Μια ματιά στο μέλλον
Ανάμεσα στο δίλημμα λοιπόν, αυτόνομο σύστημα video management software ή σύστημα που να συνοδεύει τη συσκευή, η απάντηση κυρίως καθορίζεται από το μέγεθος και τις προοπτικές μελλοντικής επεκτασιμότητας του συστήματος. Σε περίπτωση όπου το σύστημα είναι μικρό και δεν υπάρχει στο μέλλον προοπτική περαιτέρω ανάπτυξής του, τότε η επιλογή ενός αυτόνομου συστήματος VMS φαντάζει υπερβολική, καθώς το λογισμικό που συνοδεύει το DVR του συστήματος θα επιτελέσει σίγουρα το ρόλο του και χωρίς μάλιστα να προκύπτουν προβλήματα συμβατότητας. Στην αντίθετη περίπτωση όμως, θα πρέπει να αξιολογηθεί σοβαρά το ενδεχόμενο προμήθειας ενός αυτόνομου λογισμικού VMS. Εάν επιλεγεί αυτή η λύση, είναι απαραίτητο να εκτιμηθούν και να αξιολογηθούν οι διάφορες προτάσεις σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρθηκαν προηγουμένως, όπως ευελιξία, ευχρηστία, επεκτασιμότητα, δυνατότητα υποστήριξης Video Content Analysis και συμβατότητα με εξοπλισμό άλλων κατασκευαστών. Επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σοβαρά και η γνώμη του τμήματος IT, καθώς και αυτό θα κληθεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του συστήματος. Πλέον βέβαια στην αγορά υπάρχουν προτάσεις που μπορούν να ικανοποιήσουν κάθε απαίτηση, ενώ μπορούν να αποτελέσουν και το εφαλτήριο μέσο για τη μετάβαση στην εποχή του cloud computing, που όπως φαίνεται θα διεισδύσει και στο χώρο των συστημάτων CCTV.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ