Αστυνομικός της γειτονιάς. Η αναγκαία προσαρμογή στην Ελληνική πραγματικότητα
O θεσμός της κοινοτικής αστυνόμευσης στην Ελλάδα υπό τον τίτλο «αστυνομικός της γειτονιάς» είναι μεν ορθή κίνηση αλλά για να πετύχει απαιτείται να ληφθούν υπόψη ορισμένες ιδιαιτερότητες.
του Δρ. Κωνσταντίνου Δούβλη
Εγκληματολόγος*
Σικάγο 1998. Νεοφερμένος στην «πόλη των ανέμων» για μεταπτυχιακά στην εγκληματολογία, βολτάρω στο χιονισμένο Σικάγο για να πάρω μια πρώτη γεύση από τη ενέργεια της πόλης που οι ιθαγενείς ονόμασαν Chicago εις μνήμη ενός φυλάρχου που λεγόταν Chicagou.
Έχοντας αληθινή αγάπη για τα σώματα ασφαλείας, παρακολουθώ και καταγράφω νοητικά κάθε τι που αφορά την αστυνομία. Ένα περιπολικό περνά από μπροστά μου. Στις πόρτες, αναγράφεται το motto των Αμερικανικών Αστυνομικών Σωμάτων: "toprotectandtoserve". Στο πίσω φτερό διαβάζω κάτι που δεν έχω ξαναδεί και με παραξενεύει: "CAPS".
Όχι, δεν είναι η «αργκό» για τη λέξη αστυνομικός (αυτό γράφεται cops). Είναι όμως ένα επικοινωνιακό λογοπαίγνιο ενός νέου project στο οποίο ο τότε δήμαρχος του Σικάγο είχε επενδύσει πολιτικά και σημαίνει:
Chigago Alternative Policing Strategy. Δηλαδή, Εναλλακτική Στρατηγική Αστυνόμευσης του Σικάγο. Ήταν η εποχή του λεγόμενου communitypolicing που εδώ ήλθε με τον μάλλον παρωχημένο τίτλο "Αστυνομικός της γειτονιάς".
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να παρουσιαστεί η βασική φιλοσοφία του θεσμού του community policing, να αναλύσουμε την εν Ελλάδι παρουσία του και για το πώς μπορεί να αποτελέσει μοντέλο συνεργασίας του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα.
Ενεργή συμμετοχή της κοινότητας: Η θεμέλια λίθος του communitypolicing.
Ο θεσμός της κοινοτικής αστυνόμευσης (community policing) βασίζεται στην ιδέα της στενότερης συνεργασίας της τοπικής κοινωνίας με την Αστυνομία. Σκοπός είναι να περιοριστεί η αποξένωση που επικρατεί μεταξύ κοινωνίας και αστυνομικών στα αστικά κέντρα που εικάζεται πως θα λειτουργήσει θετικά στην μείωση των παραπόνων για την αστυνομία καθώς και προληπτικά στη τέλεση εγκληματικών πράξεων.
Γεγονός είναι, πως ο σύγχρονος αστικός τρόπος ζωής και η σύνθετη φύση των προβλημάτων του, σε συνδυασμό με τον απρόσωπο και αυτοματοποιημένο τρόπο αστυνόμευσης, οδήγησαν στην αποξένωση πολίτη-αστυνομικού. Η σύσφιξη των σχέσεων κρίθηκε λοιπόν επιβεβλημένη ώστε μέσω της αλλαγής του τρόπου συναναστροφής πολιτών και αστυνομικών – ενός δηλαδή εναλλακτικού αστυνομικού μοντέλου – να αλλάξουν τα εγκληματολογικά δεδομένα.
Είναι κοινός τόπος πως η αστυνομία δε μπορεί να παρέμβει στις γενεσιουργές αιτίες της εγκληματικότητας που είναι βαθιά κοινωνικοπολιτικές.
Εδώ λοιπόν επιχειρήθηκε ένα πολύ ενδιαφέρον κοινωνικό πείραμα όπου οι αστυνομικές αρχές, μέσω της στενότερης εμπλοκής τους στις τοπικές δομές, προσπάθησαν να αποκτήσουν αποτρεπτικό ρόλο στην εγκληματικότητα.
Το παράδειγμα του Σικάγο.
Η πόλη του Σικάγο χωρίζεται σε 25 αστυνομικές περιοχές και διαθέτει αστυνομικούς που κάνουν πεζές περιπολίες σε 281 γειτονιές (beats). Ενώ μέχρι το 1993 που ξεκίνησε επισήμως το CAPS, οι αστυνομικοί άλλαζαν περιοχή καθημερινά, από τότε παρέτειναν την παραμονή τους στην περιοχή επί τουλάχιστον έναν χρόνο. Σκοπός ήταν να αναπτύξουν στενές σχέσεις με πολίτες, μαγαζάτορες και οποιονδήποτε άλλο μπορούσε να τους δώσει μια εικόνα για τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής καθώς και τις παραβατικες πράξεις που έχριζαν προσοχής. Οι συναντήσεις με τους πολίτες ήταν μηνιαίες, λάμβαναν χώρα σε χώρους μαζικών τοπικών εκδηλώσεων όπως πάρκα, πλατείες και εκκλησίες και περιλάμβαναν συζητήσεις και χάραξη στρατηγικής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της τοπικής κοινωνίας.
Αρκετές έρευνες, κατέδειξαν μεγάλη άνοδο στην εκτίμηση των πολιτών για την αστυνομία καθώς και σημαντική μείωση των δεικτών της εγκληματικότητας. Επίσης, υπήρχε διάχυτη στην ατμόσφαιρα μια ικανοποίηση των πολιτών διότι ένιωθαν ενεργά μέλη της κοινότητας, ότι η γνώμη και η προσπάθεια τους εκτιμώνται από την πολιτεία και ότι γενικά κρατούσαν τις τύχες της γειτονιάς τους στα χέρια τους αντί να περιμένουν την – κυρίως κατασταλτική- δράση της αστυνομίας. Το να νιώθει ο πολίτης σημαντικός είναι το πιο σημαντικό εργαλείο για την διαχείριση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων.
Οι ιδιαιτερότητες της Ελλάδας.
Ως γνωστόν, όταν επιχειρείται η μεταφορά & εφαρμογή κοινωνικών μοντέλων σε άλλες χώρες, πρέπει να λαμβάνονται υπ όψιν οι κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Οι διαφορές σε νοοτροπία, κουλτούρα και προσανατολισμό παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία των διαφόρων «κοινωνικών πειραμάτων». Η επιτυχία ενός μοντέλου σε μια χώρα επ ουδενί δεν εγγυάται ανάλογη επιτυχία σε μια άλλη.
Η επιθυμία της πολιτικής ηγεσίας του Υ.Δ.Τ να εφαρμόσει τον θεσμό της κοινοτικής αστυνόμευσης στην Ελλάδα υπό τον τίτλο «αστυνομικός της γειτονιάς» είναι μεν ορθή και απολύτως θεμιτή, φοβούμαι όμως ότι έπεσε στην προαναφερθείσα παγίδα: Δεν έλαβε υπ όψιν της τις διαφορές σε κουλτούρα και τρόπο σκέψης.
Ζούμε σε μια χώρα που ζει και πορεύεται με ιδεοληψίες και έχει βαθιά ριζωμένες κοινωνικές αντιλήψεις. Για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, οποιαδήποτε συνεργασία με την Αστυνομία, θεωρείται «ρουφιανιά». Οι αστυνομικοί κουβαλούν τις αμαρτίες των παππούδων τους και θεωρούνται παρείσακτοι σε επίπεδο γειτονιάς.
Σίγουρα, η αστυνομία δεν είναι η ίδια με τον παρελθόν. Τα στελέχη της είναι παιδιά του λαού, μορφωμένα και πιο φιλικά στον πολίτη. Οι κοινωνικές αλλαγές όμως απαιτούν τουλάχιστον μια γενιά, το χρονικό διάστημα της οποίας εκτιμάται γύρω στα 25 χρόνια! Τόσο παίρνει για τις κοινωνικές αλλαγές να χαραχθούν στο συλλογικό υποσυνείδητο ενός λαού. Είμαστε δηλαδή ακόμα σε μεταβατικό στάδιο.
Πώς λοιπόν θα επιτύχει το φιλόδοξο πείραμα του αστυνομικού της γειτονίας?
Εδώ μπαίνουμε σε «αχαρτογράφητα ύδατα» και συναντάμε ένα άλλο κοινωνικό ταμπού που ίσως όμως μπορέσει να δώσει μια κάποια διέξοδο στο συγκεκριμένο θέμα.
Συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα
Στα πλαίσια των προαναφερθεισών ιδεοληψιών αυτής της χώρας, εντάσσεται και η "δαιμονοποίηση" της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η έννοια της επιχειρηματικότητας είναι ταυτόσημη με αυτή της διαφθοράς και της παρακμής. Πράγμα ιδιαιτέρως παράξενο όταν αυτή τη περίοδο βιώνουμε μια πρωτόγνωρη κρίση που είναι κυρίως δημοσιονομικού χαρακτήρα.
Η ενεργή συμμετοχή των ιδιωτών είναι βασικός μοχλός ανάπτυξης σε κάθε προοδευμένη χώρα. Με δεδομένη την δυσκολία που έχουν οι δημόσιες υπηρεσίες να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες, μπορεί και στο χώρο της ασφάλειας να υπάρξουν βήματα προόδου με την εμπλοκή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Η αστυνομία δεν έχει πλέον ούτε τους πόρους ούτε τα μέσα ώστε να είναι πανταχού παρούσα στην κοινωνία. Αυτή η παραδοχή σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα αντίληψη περί «ρουφιανικού τύπου» συνεργασίας πολιτών-αστυνομικών, φέρνει στο προσκήνιο την παρουσία των στελεχών ασφαλείας ιδιωτικών εταιριών.
Διαθέτουμε πλέον καταρτισμένα στελέχη ασφαλείας που πιστοποιούνται και εκπαιδεύονται σε υψηλό επίπεδο, αδιανόητο μόλις λίγα χρόνια πριν. Γιατί λοιπόν να μην αξιοποιηθούν ως σύνδεσμος μεταξύ πολιτών και αστυνομικών σε μια παραλλαγή του μοντέλου προσαρμοσμένου στα Ελληνικά πρότυπα?
Τα στελέχη ασφαλείας που δραστηριοποιούνται στις γειτονιές σε φυλάξεις οικιών και επιχειρήσεων, έχουν γνώση από πρώτο χέρι των αναγκών σε τοπικό επίπεδο και μπορούν με την γνώση και την εμπειρία τους να φιλτράρουν αυτά που ακούν και βλέπουν καθημερινά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Ο ρόλος τους λοιπόν μπορεί να είναι διττός. Να γίνουν συμπαραστάτες και των πολιτών και των αστυνομικών και να αποτελέσουν έναν ισχυρό κρίκο στην κοινωνική αλυσίδα της ευνομίας και της ευταξίας.
¶ξιοι σύμμαχοι των πολιτών και συνεργάτες των αρχών ασφαλείας για μια πιο ασφαλή και λειτουργική πόλη μέσα από στοχευόμενες δράσεις και ενέργειες.
Εν κατακλείδι.
Η έννοια της ασφάλειας είναι πολυεπίπεδη κ σύνθετη. Στο ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας κανείς δε περισσεύει. Αξίζει να σημειωθεί πως ο μεγαλύτερος Ευρωπαϊκός οργανισμός στην καταπολέμηση του εγκλήματος η Europol, αναγνωρίζει την πολύτιμη συμβολή των ιδιωτών. Συγκεκριμένα, ο αναπληρωτής διοικητής της Europol Wil van Gemert στην εναρκτήρια ομιλία του σε συνέδριο την 21η Μαΐου 2015 δήλωσε πως «Οι ιδιώτες έχουν μοναδική γνώση στον τομέα τους, στοιχείο που τους καθιστά παράγοντα "κλειδί" στην συλλογή πληροφοριών και ανάπτυξης πρωτοβουλιών στην καταπολέμηση του εγκλήματος.»
Όταν έχουμε τέτοια δημόσια αναγνώριση του ρόλου του ιδιωτικού τομέα από τα πιο αρμόδια χείλη, είναι οπισθοδρομικό και ανόητο να παραμένουμε δέσμιοι συμπλεγμάτων και αγκυλώσεων του προηγούμενου αιώνα.
Ας απομακρυνθούμε λοιπόν από ιδεοληψίες που μας καθιστούν οπισθοδρομικούς και ας κινητοποιήσουμε όλες τις υγιείς κοινωνικές δυνάμεις για να πάρουμε ξανά στα χέρια μας τις γειτονιές μας και τη αξιοπρέπειά μας!
*Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας/Εγκληματολογίας (UniversityofEssex, UK) ειδικευμένος σε θέματα ασφάλειας, αστυνόμευσης και αντεγκληματικής πολιτικής στις ΗΠΑ (Loyola University of Chicago).