Αστυνομία και ΙΕΠΥΑ σε ρόλο διαφορετικό
«Η εξατομικευμένη προστασία δεν συνάδει προς τον χαρακτήρα της Δημόσιας Δύναμης, διότι τότε θα έπαιρνε τον χαρακτήρα μιας militia, κάτι που επιδιώχθηκε από ολοκληρωτικά καθεστώτα σε άλλες χώρες» (ΦΕΚ 1715 Β’/17 Μαΐου 2012)
Του Ιωάννη Νικ. Πανάγου, MSc, CICRA
Risk Analyst, Internal Auditor & Security Consultant
*Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο με προσωρινό τίτλο: «ΙΕΠΥΑ και Αστυνομία: Ξένοι, συνεργάτες ή ανταγωνιστές;»
Τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται παγκοσμίως ραγδαία άνοδος του ιδιωτικού τομέα ασφαλείας, που στις Αγγλοσαξονικές χώρες έχει φθάσει να υπερβαίνει σε προσωπικό το αντίστοιχο της δημόσιας αστυνομίας. Η παρουσία των ΙΕΠΥΑ, παρά το γεγονός ότι έχει ωφελήσει πολλαπλώς τη δημόσια αστυνομία που εξοικονομεί πόρους σε προσωπικό και μέσα για καταπολέμηση της εγκληματικότητας, εγείρει ταυτόχρονα ανησυχίες στο προσωπικό της αστυνομίας, που νιώθει να απειλείται κυρίως με απώλειες θέσεων. Έτσι, η επέκταση του ιδιωτικού τομέα σε δραστηριότητες που παλαιότερα ανήκαν αποκλειστικά στην δημόσια αστυνομία, οδηγεί ενίοτε σε ανταγωνισμό, αμοιβαία καχυποψία και σε ακραία μορφή φθάνει σε ανοιχτή έχθρα (CoESS και INHES, 2008).
Η συχνή συνύπαρξη δημόσιων και ιδιωτικών φορέων αστυνομεύσεως, έχει ως αποτέλεσμα τόσο την εισχώρηση του ιδιωτικού τομέα στον δημόσιο χώρο όσο και την αντίθετη όψη, την εισχώρηση δηλαδή του δημόσιου τομέα στον ιδιωτικό χώρο. Η αλληλεπίδραση, εκφράζεται μεταξύ άλλων με υπηρεσίες που προσφέρονται επ’ αμοιβή από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα μέσω συμβάσεων, χρηματοδότηση της δημόσιας αστυνομίας από ιδιώτες και ιδιωτικούς οργανισμούς με την μορφή δωρεών, ιδιωτικοποίηση της περί την ασφάλεια γνώσεως μέσω των διεξαγόμενων από ιδιωτικούς φορείς ερευνών και τέλος με την υιοθέτηση μοντέλων του ιδιωτικού τομέα από την αστυνομία (Brodeur, 2010). Κατά τον Johnston (1992), τέτοιες πρακτικές είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής μεταστροφής φορέων του δημοσίου και των κυβερνήσεων από κρατοκεντρικές σε περισσότερο επικεντρωμένες στη φιλοσοφία των αγορών και του ιδιωτικού τομέα. Στην περίπτωση της αστυνομεύσεως, οι μεταβολές στον τρόπο διαχειρίσεως των δημοσίων υπηρεσιών, είχαν αντίκτυπο και στην Ελληνική Αστυνομία, η οποία άρχισε να υιοθετεί πρακτικές του ιδιωτικού τομέα και μάλιστα κατά τρόπο ανταγωνιστικό προς αυτόν.
Συνθήκες ανταγωνισμού
Με τους Ν.2518/97 και Ν.3707/08 καθορίσθηκαν με λεπτομέρειες οι δραστηριότητες που επιτρέπεται να ασκούν οι ΙΕΠΥΑ στην Ελλάδα. Στον Ν.2518/1997, προβλέπει ρητά ότι η ανάληψη από τις ΙΕΠΥΑ των δραστηριοτήτων που περιγράφονται σ’ αυτόν δεν θίγει τις δραστηριότητες των κρατικών αρχών στους τομείς αυτούς (Άρθρο 1 παρ. 4). Ωστόσο, μια δεκαπενταετία μετά τη δημοσίευση του Ν.2518/97, με τον Ν.3938/11 (ΦΕΚ 61 Α’/ 31 Μαρτίου 2011) καθορίσθηκε η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών από την αστυνομία προς τρίτους με καταβολή ανταλλάγματος (Άρθρο 22) ενώ με την Απόφαση 8004/21/2 (ΦΕΚ 888 Β’ / 21 Μαρτίου 2012), ορίσθηκαν οι λεπτομέρειες της υπηρεσίας και τα ανταλλάγματα για τις διάφορες περιπτώσεις. Έτσι, η Ελληνική Αστυνομία μπορεί να παρέχει, κατόπιν αιτήματος, υπηρεσίες και μέσα προς Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και τρίτους, με καταβολή ανταλλάγματος (άρθρο 22 του Ν. 3938/11) και ιδιαίτερα:
α. για τη συνοδεία χρηματαποστολών, εκρηκτικών ή άλλων επικίνδυνων υλών,
β. για τη συνοδεία μεταφερόμενων καλλιτεχνικών έργων ή ιδιωτικών αγαθών μεγάλης αξίας,
γ. για την παροχή υπηρεσιών τάξης–ασφάλειας και τροχαίας σε καλλιτεχνικές συναυλίες και εκδηλώσεις,
δ. για την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, διαφημιστικών παραγωγών κ.λπ.,
ε. παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης,
στ. παροχή υπηρεσιών φρούρησης ή συνοδευτικής ασφάλειας σε ιδιώτες που επικαλούνται λόγους ασφάλειας,
ζ. είσπραξη συνδρομών προς εκδότες νομικών περιοδικών με παρακράτηση από τη μισθοδοσία του προσωπικού και
η. κάθε άλλη περίπτωση που αφορά διάθεση μέσων και παροχή υπηρεσιών προς τρίτους από την Ελληνική Αστυνομία και υπερβαίνει το μέτρο της συνήθους αστυνομικής προστασίας.
(ΥΑ 8004/21/2/2012, Άρθρο 1, παρ. 2)
Τα υπογραμμισμένα σημεία, δείχνουν τις υπηρεσίες που κρίνονται ως ανταγωνιστικές σε σχέση με τις προσφερόμενες από τις ΙΕΠΥΑ και δεν σχετίζονται με την αιτούμενη προστασία ιδιωτών για τους οποίους τροποποιήθηκε η προαναφερθείσα απόφαση (Απ. 8004/21/2-α). Μια ανάλογη πρόταση, είχε γίνει από τον καθηγητή Μαγγανά (2001), ο οποίος αντί της υπάρξεως των ιδιωτικών εταιρειών, πρότεινε τη δημιουργία από την ίδια την αστυνομία εξειδικευμένων σωμάτων, με ειδικότητες όπως οι φύλακες σχολείων, τουριστικών περιοχών, νοσοκομείων, εμπορικών κέντρων, για τη χρησιμοποίηση των οποίων οι ιδιώτες ή οι διάφορες υπηρεσίες θα κατέβαλαν το ανάλογο αντίτιμο. Την πρόσληψη ως ειδικών αστυνομικών περιορισμένων καθηκόντων από την αστυνομία, κατάλληλου προσωπικού των ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας που αναλαμβάνουν μέσω διαγωνισμών συγκεκριμένες υπηρεσίες, ώστε να αυξάνεται η παρουσία της αστυνομίας σε διάφορους χώρους, αντί να φαίνεται ότι οι χώροι αυτοί «κατακτήθηκαν» από τις ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας, είχε προτείνει και ο McManus (1993).
Είναι γεγονός ότι η δημόσια αστυνομία, και η Ελληνική, καλείται συχνά να συνδράμει σε ένα πλήθος υπηρεσιών όπως η ρύθμιση της κυκλοφορίας, η αστυνόμευση μιας θρησκευτικής, αθλητικής ή καλλιτεχνικής εκδηλώσεως, με αποτέλεσμα την καταπόνηση του προσωπικού και των μέσων της. Ομοίως, συνεχής είναι η παρουσία της σε ένα πλήθος δραστηριοτήτων και αναγκών των πολιτών που δεν σχετίζονται με την ασφάλεια ή την εγκληματικότητα, όπως η μεταφορά μιας εγκύου ή ενός τραυματισμένου. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική κρίση έχει περιορίσει κατά πολύ τις δαπάνες του δημόσιου τομέα, γεγονός που οδηγεί στην αναζήτηση οικονομικών πόρων, ενώ έχει μειώσει σε δραματικό βαθμό και τις αποδοχές του αστυνομικού προσωπικού. Ωστόσο, με τις διατάξεις αυτές, ουσιαστικώς η Ελληνική Αστυνομία εισέρχεται στην αγορά της ιδιωτικής ασφάλειας υπερκαλύπτοντας τομείς των ΙΕΠΥΑ, η δε εφαρμογή τους, εγείρει θέματα ανταγωνισμού (Παπαϊωάννου, 2017) αφού εξακολουθεί να διατηρεί τις εκ του νόμου εξουσίες της ενώ ταυτόχρονα είναι η υπηρεσία που ελέγχει τις ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας (Law Commission of Canada, 2006).
Αντίστοιχες πρακτικές εμφανίζονται στην Ουκρανία, όπου πέραν των ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας, υπάρχει και η κυβερνητική υπηρεσία State Protection Service (DSO), η μόνη που επιτρέπεται να φέρει όπλα, η οποία είναι μεγαλύτερου μεγέθους από τον ιδιωτικό τομέα ασφαλείας, αναφέρεται στο υπουργείο Εσωτερικών, παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες με τις ιδιωτικές εταιρείες και παρά τον υβριδικό (δημόσιο και ιδιωτικό) της χαρακτήρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για καθαρά κυβερνητικό φορέα, ο οποίος παρέχοντας υπηρεσίες βάσει συμβολαίων, αποτελεί ανταγωνιστή του ιδιωτικού τομέα ασφαλείας (Born, Caparini και Cole, 2007). Αντίστοιχος φορέας υφίσταται και στην Γεωργία. Έχοντας το αποκλειστικό προνόμιο να παρέχει ένοπλες υπηρεσίες, η DSO, αναγκάζει τις τράπεζες και τους κυβερνητικούς οργανισμούς να καταφεύγουν σ’ αυτήν, με υψηλές τιμές (Born, Caparini και Cole, 2007).
Τα τελευταία χρόνια που διερευνάται η αγορά ασφαλείας, παρά το γεγονός ότι στο σύνολο της αγοράς περιλαμβάνονται τόσο ιδιωτικοί όσο και δημόσιοι πάροχοι υπηρεσιών ασφαλείας, οι ερευνητές ασχολούνται κυρίως με τις δραστηριότητες των ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας. Αντίθετα, η δραστηριότητα της αστυνομίας προς αυτήν την κατεύθυνση, δεν έχει επαρκώς ερευνηθεί πλην εξαιρέσεων όπως του Reiss (1988), του Gans (2000) και της Law Commission of Canada (2006). Η αστυνομία είναι ταυτόχρονα αγοραστής και πωλητής ασφαλείας και συστημάτων ασφαλείας. Ως αγοραστής, προμηθεύεται σχεδόν το σύνολο του εξοπλισμού της από τον ιδιωτικό τομέα ασφαλείας. Με την άνοδο όμως του τομέα και τη βαθμιαία μείωση των διατιθέμενων πόρων προς την αστυνομία, η τελευταία βρέθηκε αντιμέτωπη με πλήθος προβλημάτων ενώ η ζήτηση από τους πολίτες λόγω φόβου και ανασφάλειας παραμένει υψηλή και η προσφυγή στις ιδιωτικές εταιρείες αναπόφευκτη. Η απουσία της αστυνομίας από τους δρόμους, που δρούσε καταλυτικά στο παρελθόν, δημιουργεί πρόβλημα έναντι των πολιτών αφού «η αποτελεσματικότητας της αστυνομίας κρίνεται από την απουσία της εγκληματικότητας και διαταράξεως της τάξεως και όχι από τις ορατές ενδείξεις αστυνομικής δράσεως προς αντιμετώπισή τους» (Rowan και Mayne (1829) όπως αναφέρονται από την Sergeant, 2008) ενώ οι πολίτες πληρώνουν δύο φορές για την ασφάλειά τους: Μία φορά στο κράτος για την δημόσια αστυνομία και μία φορά στις ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας.
Υπερφορτωμένη αστυνομία
Μία από τις δικαιολογίες για την αστυνομία, είναι ότι παρέχει τις επιπλέον υπηρεσίες, όπως η ανταπόκριση σε συναγερμούς ή η παροχή ασφάλειας σε αθλητικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, σε ανταπόκριση απαιτήσεων που δεν έχουν να κάνουν με το γενικό καλό, αλλά αποτελούν αιτήματα για ασφάλεια για ιδιωτικούς όμως σκοπούς, οπότε θεωρείται εύλογη η καταβολή τιμήματος (Bayley και Shearing, 2001). Όμως, η Ελληνική Αστυνομία κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση παρά το γεγονός ότι η Πολιτεία, στην απόφαση ΓΠ/7630 αναγνώριζε την ανάγκη διευρύνσεως του πεδίου εφαρμογής της Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας και από ένοπλους φρουρούς σε εμπορικά πλοία, που αποδείκνυε την αυξανόμενη ανάγκη στην προσφυγή στα Ιδιωτικά Μέτρα Ασφαλείας, αφού «η εξατομικευμένη προστασία δεν συνάδει προς τον χαρακτήρα της Δημόσιας Δύναμης, διότι τότε θα έπαιρνε τον χαρακτήρα μιας militia, κάτι που επιδιώχθηκε από ολοκληρωτικά καθεστώτα σε άλλες χώρες» (ΦΕΚ 1715 Β’/17 Μαΐου 2012).
Ανεξάρτητα από την πρόθεση της αστυνομίας, ακόμη και τέτοιες προσπάθειες, όπως η παροχή υπηρεσιών έναντι ανταλλάγματος, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως απόπειρες εντυπωσιασμού ή αποφυγής παροχής υπηρεσιών, λόγω του γραφειοκρατικού σχεδιασμού τους, αφού η αίτηση για παροχή μιας τέτοιας υπηρεσίας πρέπει να υποβληθεί τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν από την αιτούμενη παροχή, η οποία στη συνέχεια θα πρέπει να εγκρίνεται από τον Προϊστάμενο του οικείου κλάδου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ ουσιαστικώς δεν είναι καθόλου βέβαιη η δυνατότητα παροχής της, εξ αιτίας των περιορισμένων μέσων και προσωπικού. Στο εξωτερικό, ως δικαιολογία, η αστυνομία προβάλλει το επιχείρημα ότι κατά την παροχή των υπηρεσιών της επί πληρωμή, εκπαιδεύει τους πελάτες της στην αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών, γεγονός που η αστυνομία απαιτεί κατά την συμφωνία μαζί τους (Ayling και Shearing, 2008). Παράλληλα, προβάλλεται το επιχείρημα ότι η επ’ ανταλλάγματι παροχή κάποιων από τις υπηρεσίες της αστυνομίας, περιορίζει την συχνά υπερβολική ζήτηση από τούς πολίτες και αποτρέπει την καταπόνηση του προσωπικού και των μέσων της αστυνομίας. Εύλογα ωστόσο, δύναται να διερωτηθεί κάποιος εάν με τον νόμο περί παροχής υπηρεσιών επί ανταλλάγματι τελικώς αποφεύγεται η καταπόνηση προσωπικού και μέσων, χωρίς παράλληλα να αποφεύγεται η υπόνοια εκβιασμού για καταβολή ανταλλάγματος για υπηρεσίες, που σε τελική ανάλυση ζητούνται εξ αιτίας της ατμόσφαιρας ανασφάλειας προερχόμενης από έλλειψη αστυνομεύσεως ή αυξημένης εγκληματικότητας, με εναλλακτική λύση την αποδοχή του κινδύνου (Gans, 2000). Από την άλλη πλευρά, γεννάται το ερώτημα τι θα πράξουν οι αστυνομικοί σε περίπτωση που ενώ έχουν διατεθεί για έναντι ανταλλάγματος παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας, αντιληφθούν ή ενημερωθούν για ένα σοβαρό περιστατικό το οποίο επιβάλλει την βάσει του νόμου 2800/2000 (ΦΕΚ 41Α’, 29/02/2000) ενεργοποίησή τους ως τελούντων σε διαρκή ετοιμότητα. Παράλληλα, η άσκοπη κινητοποίηση προσωπικού και μέσων και μάλιστα με δόλο ή ευήθεια, έχει ως μόνο αντίκτυπο την ούτως ή άλλως πληρωμή των υπηρεσιών χωρίς να προβλέπεται κάποιο πρόστιμο ή άλλη ποινή (άρθρο 4 της Αποφ. 8004/21/2).
Βελτίωση υπηρεσιών αντί ανταγωνισμού
Σήμερα, όπως αποδεικνύεται από την νέα πρακτική και της Ελληνικής Αστυνομίας, είναι δεδομένο ότι η έννοια του κέρδους έχει παρεισφρήσει στον τρόπο που κατανέμεται η δημόσια αστυνόμευση, η οποία δεν μπορεί να θεωρείται πλέον ως δημόσιο αγαθό, παρεχόμενο ισόποσα προς όλους, αλλά καθίσταται συν τω χρόνω μια υπηρεσία που μπορεί να πωλείται ως αγαθό μέσω των αγορών (Bayley και Shearing, 2001). Κατά τον Sklansky (2006: 103), η ανάληψη από τις ιδιωτικές εταιρείες υπηρεσιών που σχετίζονται με την αστυνόμευση, αποτελεί απειλή για την αστυνομία που κινδυνεύει να μετατραπεί σε ιδιωτική εταιρεία αφού, αφού πέραν της αναλήψεως έργου, οι ιδιωτικές εταιρείες, μετασχηματίζουν την δημόσια αστυνόμευση κάνοντας περισσότερα για τη διοίκηση (management) και λιγότερα για τη διακυβέρνηση. Ο ίδιος υποστηρίζει, ότι η εισαγωγή των μεθόδων αυτών και ιδιαίτερα της διαχειριστικής λογικής του ιδιωτικού τομέα, διέκοψε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού των τμημάτων της αστυνομίας συνιστώντας απειλή για την δημοκρατία, η οποία μπορεί να αντιμετωπισθεί με αυστηρή νομοθεσία για τις ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας (Sklansky, 2006).
Είναι σαφές ότι η αστυνομία παίζει σημαντικό ρόλο στο όλο νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει τα των ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας, σε μια προσπάθεια ασκήσεως πλήρους ελέγχου επ’ αυτών, βλέποντάς τες και ως ανταγωνιστές (Stenning, 2000: 340). Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, η αστυνομία πλεονεκτεί κατά πολύ έναντι του ιδιωτικού τομέα ασφαλείας, πρώτον επειδή οι εξουσίες της είναι ασύγκριτα ισχυρότερες αυτών των ιδιωτικών εταιρειών και δεύτερον διότι η ίδια αποτελεί τμήμα του κράτους το οποίο λειτουργεί κατά τρόπο γενικώς ανταγωνιστικό έναντι του ιδιωτικού τομέα (Δρυμιώτης, 2019). Ο ανταγωνισμός ξεκινά κατ’ αρχάς από το γεγονός ότι δρουν στο ίδιο περιβάλλον, ενώ η αστυνομία μέσω του κανονισμού, ρυθμίζει και ταυτόχρονα περιορίζει τις δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα ασφαλείας, παρά τον εμπορικό και επιχειρησιακό χαρακτήρα του (Hakala, 2007). Έτσι, ο ιδιωτικός κλάδος ασφαλείας, εξακολουθεί στην Ελλάδα να παραμένει όμηρος των διαθέσεων της αστυνομίας, η οποία οριοθετεί τις δραστηριότητές του, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται αφού θεωρείται δεδομένο ότι μέσα από αυστηρές διατάξεις θα προσπαθεί να τον περιορίσει (Benson, 1998). Παράλληλα, είναι δυνατόν είτε σκοπίμως είτε όχι, οι ιδιωτικές εταιρείες να αφήνονται να αποτύχουν, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου τυχόν επέμβαση απαιτεί βία και πιθανές συλλήψεις, η δε αστυνομία να παρουσιάζεται ως μοναδικός εγγυητής της ασφάλειας, καλύπτοντας τα παρουσιαζόμενα κενά (Καθημερινή, 2017; iefimerida, 2017) και μάλιστα έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων όπως συνέβη στην περίπτωση των μέσων μαζικής μεταφοράς[1] (Κασσίμη, 2018, ΥΑ 5220/11 Δεκ. 2018).
Παρά τον νόμο και με όλα τα πλεονεκτήματα που έχει η αστυνομία, φαίνεται ότι δύσκολα μπορεί να βγει νικήτρια στον ανταγωνισμό με τον ιδιωτικό τομέα. Τούτο οφείλεται τόσο στο ευρύτατο φάσμα της αποστολής της όσο και στο απρόβλεπτο των παρουσιαζόμενων καταστάσεων, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα ο οποίος δύναται να επικεντρωθεί σε πολύ λιγότερες αποστολές της δημόσιας αστυνομίας και να τις προσφέρει με μικρότερο κόστος (Jones και Newburn, 1998: 245). Κατά τον Rousseau, όπως αναφέρεται από τον Sandel (2012), από την στιγμή που «μια δημόσια υπηρεσία παύσει να είναι βασική υποχρέωση των πολιτών, που αντί να εργάζονται σ’ αυτές προσωπικά τις υπηρετούν με τα χρήματά τους, δεν είναι μακριά η κατάρρευση του κράτους». Στον αντίποδα όλων αυτών, καταγράφεται η άποψη των Osborne και Gaebler (1993: 107) οι οποίοι θεωρούν ότι ο δημόσιος τομέας, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας, αντί να φοβηθεί τον ανταγωνισμό, πρέπει να τον χρησιμοποιήσει ως εργαλείο για την αναζωογόνησή του ή «μπορεί να παραμείνει στάσιμος και να συρρικνωθεί, έως ότου οι μόνοι πελάτες που χρησιμοποιούν δημόσιες υπηρεσίες είναι εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά μια εναλλακτική λύση». Μ’ άλλα λόγια, ανταγωνισμός, δεν σημαίνει την επ’ αμοιβή παροχή υπηρεσιών από την αστυνομία αλλά βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών της προς το κοινωνικό σύνολο.
Βιβλιογραφία
Ayling, J. και Shearing, C. (2008) ‘Taking care of business: Public police as commercial security vendors’ στο Criminology & Criminal Justice, 8(1): 27–50.
Bayley, D. Η. και Shearing, C. (2001) The New Structure of Policing: Description, Conceptualization and Research Agenda, Washington, DC: National Institute of Justice, https://www.ncjrs.gov/pdffiles1/nij/187083.pdf (14 Μαρτίου 2014).
Benson, B. L. (1998) Crime Control Through Private Enterprise στο The Independent Review, 2(3): 341-371.
Born, H; Caparini, M. and Cole, E. (2007) ‘Regulating Private Security in Europe: Status and Prospects’ Geneva Centre for the Democratic Control of Armed Forces, http://www.dcaf.ch/Publications/Regulating-Private-Security-Companies (accessed 8th July 2014).
Brodeur, J-P. (2010) The Policing Web, New York: Oxford University Press, Inc.
Confederation of European Security Services & Institut National des Hautes Etudes de Securité (2008) Private Security and its role in European security, Livre Blanc. http://www.coess.org/_Uploads/dbsAttachedFiles/CoESS-INHES_White_Book_ Private_ Security_and_its_Role_in_European_Security.pdf
Gans, J. (2000) Privately paid public policing: Law and Practice, στο Policing and Society 10(2): 183-206.
Hakala, J. (2007) ‘The regulation of manned private security: A transnational survey of structure and focus’ City University School of Social Sciences, Department of Sociology.
iefimerida (2017) «Αστυνομικοί σε Μετρό και Ηλεκτρικό -Θα αναλάβουν τη φύλαξη των σταθμών».
Johnston, L. (1992) The Rebirth of Private Policing, London: Routledge.
Jones, T. και Newburn, T. (1998) Private Security and Public Policing, Oxford: Clarendon Press.
Law Commission of Canada (2006) In Search of Security: The Future of Policing in Canada. Ottawa: Law Commission of Canada.
McManus, M. (1993) From fate to choice – private bobbies, public beats: private security patrol and the diminishing boundaries of neighbourhood policing, Durham theses, Durham University.
Available at .Durham E-Theses Online: http://etheses.dur.ac.uk/5541/1/5541_2980. PDF?UkUDh:CyT
Sandel, M. (2012) What Money Can’t Buy: The Moral Limits of Markets. New York: Allen Lane.
Sergeant, H. (2008) The Public and the Police, London: Civitas.
Sklansky, D.A. (2006) ‘Private Police and Democracy’, στο American Criminal Law Review, 43(1): 89-105.
Stenning, P. C. (2000) ‘Powers and accountability of the Private Police’, European Journal on Criminal Policy and Research, 8(3): 325-352.
Δρυμιώτης, Α. (2019) «Χωρίς κόστος…» Οικονομική Καθημερινή (20 Ιαν. 2019) σελ. 9.
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 1715Β΄/17-05-2012), Αριθμ. ΓΠ/7630 Έγκριση νέας ειδικότητας: «ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ».
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 41Α’/29-02-2000) Ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις».
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 5537Β’/11-12-2018) Απόφαση 5220: Κάρτες μετακίνησης στα μέσα μαζικής μεταφοράς του ένστολου προσωπικού του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 61Α’/ 31-03- 2011) Ν.3938/2011: Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις.
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 888 Β’/21-02-2012) Απόφαση 8004/21/2: «Παροχή υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας πρὸς τρίτους με καταβολή ανταλλάγματος.».
Κασσίμη, Α. (2018) «Φρουροί ΕΛ.ΑΣ. στον ηλεκτρικό και στο μετρό: Με «αντάλλαγμα» δωρεάν μετακίνηση», στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής, σελ. 29.
Μαγγανάς, Α. Δ. (2001) «Η ιδιωτική ασφάλεια (private security): Προβληματισμοί και επισημάνσεις» στο Ποινική Δικονομία (3/2001): 274-284.
Παπαϊωάννου, Ζ. (2017) Δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλειας: Ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, Αθήνα: Σάκκουλας.
Σουλιώτης, Γ. και Κασσίμη, Α. (2017) «Στην ΕΛ.ΑΣ. η ασφάλεια μετρό – ΗΣΑΠ» στην εφημερίδα Καθημερινή (16 Δεκ. 2017) http://www.kathimerini.gr/939464/article/ epikairothta/ellada/sthn–elas–h–asfaleia–metro—hsap (πρόσβαση 18 Δεκ. 2017).
[1] ΣτΣ: Η Ελληνική Αστυνομία, αφού απαξίωσε την ιδιωτική εταιρεία που είχε αναλάβει την φύλαξη του Μετρό, στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι θα το προστάτευε με διακόσιους αστυνομικούς και τέλος υπέγραψε την σύμβαση για δωρεάν μετακίνηση των αστυνομικών. Όμως, ο αριθμός των αστυνομικών που θα προστάτευε τις σταθερές συγκοινωνίες και τις εγκαταστάσεις δεν αναφερόταν πουθενά, ενώ παράλληλα επανερχόταν και η φύλαξη από ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας.