Αντιμετώπιση προβλημάτων σε IP συστήματα ασφαλείας
Η συνδυασμένη γνώση των συστημάτων ασφαλείας με γνώσεις πληροφορικής καθώς και η καλή γνώση του συγκεκριμένου δικτύου IP και του τρόπου με τον οποίο έχει στηθεί, είναι απαραίτητες για τη γρήγορη αντιμετώπιση πιθανών προβλημάτων στα συστήματα ασφαλείας που κάνουν χρήση των δικτύων IP.
Όλο και περισσότερο τα συστήματα ασφαλείας χρησιμοποιούν δικτυακές υποδομές τεχνολογίας IP για τη διασύνδεσή τους. Η λειτουργία αυτών των συστημάτων ξεφεύγει από τις αρχές με τις οποίες δομούνται τα συμβατικά συστήματα, όπως τα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Επομένως διαφέρει και η αντιμετώπιση πιθανών προβλημάτων στη λειτουργία τους.
Το πρώτο βήμα
Αν πρόκειται για μόνο μία συσκευή IP, τότε σαφώς θα πρέπει να εξεταστεί η ίδια η λειτουργία της συσκευής και αν αυτή παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα. Δηλαδή, αν χαθεί η επικοινωνία με μία κάμερα, ενώ ένα δικτυακό καταγραφικό και όλες οι υπόλοιπες συσκευές εργάζονται κανονικά, τότε το πρόβλημα προφανώς και βρίσκεται στη συσκευή. Οι τεχνικοί οφείλουν να δουν αν αυτό οφείλεται σε διακοπή ρεύματος (πολλές φορές η αποκατάσταση έρχεται με την απλή επανασύνδεση της συσκευής στην παροχή ρεύματος, καθώς κάποιος απρόσεκτος τράβηξε το καλώδιο ρεύματος από την πρίζα) ή σε κάποια παροδική ανωμαλία που επιλύεται με μια απλή επανεκκίνηση (soft reset) ή με μια αναβάθμιση του λογισμικού του. Αν το πρόβλημα δεν επιλύεται ή συναντάται σε μεγαλύτερο τμήμα του δικτύου, τότε σαφώς πρόκειται για πρόβλημα που έχει να κάνει με την ΙΤ υποδομή. Τα IT προβλήματα διαχωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη φυσική υποδομή (hardware) και εκείνα που σχετίζονται με το λογισμικό (software) και τις διάφορες παραμετροποιήσεις.
Hardware
Τα προβλήματα που προκαλούνται από το hardware μπορεί να οφείλονται σε ελαττωματική καλωδίωση, σε διακοπή παροχής ρεύματος σε κάποια συσκευή του δικτύου ή και σε όλο το δίκτυο, σε λανθασμένη σύνδεση ή σε αστοχία κάποιας συσκευής. Πριν όμως ξεκινήσει ο έλεγχος, θα πρέπει να προσδιοριστεί κάπως η φύση του προβλήματος ώστε να μπορούν οι τεχνικοί να ξεκινήσουν τον έλεγχο από σημείο όσο πιο κοντά στην αιτία. Αλλιώς θα χαθεί πολύτιμος χρόνος που μπορεί να αποβεί και μοιραίος για την ασφάλεια της εγκατάστασης. Δηλαδή, εάν το πρόβλημα είναι συνολικό και αφορά σε μεγάλο τμήμα του δικτύου IP, τότε η διερεύνηση θα ξεκινήσει από την κεντρική σύνδεση της επιχείρησης με τον τηλεπικοινωνιακό πάροχο, το μηχανογραφικό κέντρο, τους κεντρικούς κατανεμητές. Σε περίπτωση όπου το πρόβλημα είναι τοπικό, τότε η έρευνα θα ξεκινήσει ακτινικά από το σημείο του προβλήματος.
Παροχή ρεύματος
Πρέπει να ελεγχθεί ο ενεργός εξοπλισμός του δικτύου (routers, switches) και η σωστή ηλεκτροδότησή τους. Έλλειψη ηλεκτρικής τροφοδοσίας συνεπάγεται και πρόβλημα στις διάφορες δικτυακές λειτουργίες είτε με τη μορφή καθυστέρησης είτε με την ολοκληρωτική διακοπή της λειτουργίας του.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες συσκευές χρησιμοποιούν το πρότυπο Power Over Ethernet (ΙΕΕΕ 802.3af). Οι συσκευές αυτής της κατηγορίας χρησιμοποιούν τη δικτυακή υποδομή, δηλαδή τα καλώδια UTP για την τροφοδότησή τους με την απαραίτητη ενέργεια. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές φορές οι χρήστες συνδέουν πολλές συσκευές σε ένα switch παροχής PoE, με αποτέλεσμα η τελική ισχύς που φτάνει στις συσκευές να είναι κάτω από το όριο λειτουργίας τους. Το συγκεκριμένο πρότυπο προδιαγράφει μέγιστη ισχύ εξόδου 15,4 w ανά θύρα του switch ή 12,95 W ισχύ εισόδου στην τερματική συσκευή λόγω των φυσιολογικών απωλειών στη μεταφερόμενη ισχύ. Οπότε η σύνδεση πολλών τερματικών συσκευών σε ένα PoE switch μπορεί να υπερβεί τη μέγιστη ισχύ που αυτό μπορεί να υποστηρίξει, με αποτέλεσμα σε κάθε συσκευή να φτάσει μικρότερη ισχύς από την απαιτούμενη για τη λειτουργία της.
Εάν το switch υποστηρίζει το νέο πρότυπο Hi PoE (IEEE 802.3at), γνωστό και ως PoE+, μπορεί να δώσει ισχύ ανά θύρα που φτάνει τα 25W ή 22,55W στην τροφοδοτούμενη συσκευή. Όταν το switch χρησιμοποιεί και τα τέσσερα από τα συνεστραμμένα ζεύγη των καλωδίων κατηγορίας Cat5 μπορεί να δώσει και μέχρι 51W ανά κανάλι. Η ισχύς αυτή είναι υπεραρκετή για τη λειτουργία διάφορων δικτυακών συσκευών, όπως καμερών PTZ και μπορεί να λύσει αρκετά από τα προβλήματα που οφείλονται σε αυτήν την αιτία.
Ένα άλλο θέμα που πρέπει να εξετασθεί όσον αφορά στην ηλεκτροδότηση των συσκευών είναι η ποιότητα του ρεύματος που λαμβάνουν. Οι συσκευές που απαρτίζουν τον ενεργό εξοπλισμό των δικτύων αλλά και οι δικτυακές συσκευές των συστημάτων ασφαλείας (κάμερες, καταγραφικά κ.ά.) αποτελούνται από ευαίσθητα ηλεκτρονικά κυκλώματα που είναι επιρρεπή σε μεγάλες αυξομειώσεις της τάσης. Οπότε μια μεγάλη διακύμανση της τάσης μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία τους, ενώ θα είναι δύσκολο να εντοπιστεί, καθώς η τάση μπορεί να έχει αποκατασταθεί κατά την ώρα που γίνεται ο έλεγχος από τους τεχνικούς. Για το λόγο αυτό οι συσκευές πρέπει να τροφοδοτούνται μέσω συσκευών αδιάλειπτης παροχής, τα γνωστά UPS, ώστε η τάση τους να παραμένει πάντα σταθερή.
Έλεγχος καλωδίων
¶λλη μία αιτία που μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στα δικτυακά συστήματα είναι η κατάσταση των καλωδίων που χρησιμοποιούνται για τη διασύνδεσή τους αλλά και τα σημεία σύνδεσης των καλωδίων με τις διάφορες συσκευές. Ανεξαρτήτως αν χρησιμοποιούνται καλώδια χαλκού (συνήθως UTP) ή οπτικές ίνες, η φύση αυτών των καλωδίων είναι ευαίσθητη και ακόμα και μία μεγάλη γωνία στην όδευσή τους μπορεί να οδηγήσει σε παραμόρφωσή τους και κατά συνέπεια να μη μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν δίαυλος μετάδοσης των δεδομένων. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί κατά την εγκατάστασή τους, καθώς τότε μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα το οποίο στη συνέχεια θα είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Με το τέλος κάθε εγκατάστασης είναι απαραίτητο να γίνεται η διαδικασία πιστοποίησης των δικτύων ασθενών ρευμάτων και να παραδίδεται το έγγραφο πιστοποίησης στον τελικό χρήστη. Επίσης οι χρήστες οφείλουν να έχουν στη διάθεσή τους τα τελικά σχέδια κατασκευής (as build) για να μπορούν κατά τη λειτουργία του δικτύου να κάνουν τους απαραίτητους ελέγχους.
Όταν δύο συσκευές λειτουργούν κανονικά αλλά η μεταξύ τους επικοινωνία είναι προβληματική, τότε φυσικά θα πρέπει να ελεγχθούν τόσο το καλώδια σύνδεσής τους όσο και οι συνδέσεις του καλωδίου πάνω στις συσκευές. Μπορεί το καλώδιο να μην έχει πρόβλημα, αλλά να είναι προβληματικός κάποιος αντάπτορας ή βύσμα σύνδεσης.
Μια έξυπνη τεχνική για τον εντοπισμό του προβλήματος αν αυτό οφείλεται σε καλώδιο – και καθότι ορισμένες φορές είναι δύσκολο να ελεγχθεί το καλώδιο όταν αυτό οδεύει εντός της ψευδοροφής ή του πατώματος – είναι να χρησιμοποιηθεί ένα δοκιμαστικό καλώδιο μεγάλου μήκους, που να συνδεθεί προσωρινά μεταξύ της συσκευής και του rack. Στην περίπτωση όπου με το δοκιμαστικό καλώδιο λειτουργούν κανονικά οι συσκευές, είναι προφανές ότι το καλώδιο έχει πρόβλημα. Στην αντίθετη περίπτωση θα πρέπει οι τεχνικοί να κοιτάξουν κάπου αλλού για το αίτιο του προβλήματος.
Συσκευές- σημεία σύνδεσης
¶λλο ένα πρόβλημα που μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση ή σε μερική διακοπή λειτουργίας ενός δικτύου είναι η προβληματική λειτουργία κάποιας από τις συσκευές του ενεργού εξοπλισμού, όπως ενός router ή ενός server. Ένα πρόβλημα σε αυτές τις συσκευές δημιουργεί αλυσιδωτά προβλήματα. Συνήθως αυτές οι συσκευές είναι τοποθετημένες σε μεταλλικά ερμάρια (racks) τα οποία βρίσκονται σε κάθε χώρο όπου υπάρχει ανεπτυγμένο δίκτυο δομημένης καλωδίωσης. Συνήθως, εάν ο ενεργός εξοπλισμός δεν λειτουργεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, τότε εμφανίζονται προβλήματα και στον υπόλοιπο δικτυακό εξοπλισμό του χώρου (υπολογιστές, εκτυπωτές). Αναφερόμενοι σε συσκευές και καθώς πλέον τα ασύρματα δίκτυα αποτελούν μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση σε περίπτωση που υπάρχουν ασύρματες συσκευές θα πρέπει να ελεγχθούν και τα ασύρματα σημεία διασύνδεσης (wi -fi spots) και αν αυτά αναμεταδίδουν κανονικά. Για το λόγο αυτό είναι χρήσιμη μια καλή αποτύπωση των συσκευών και του δικτύου, καθώς συνήθως τα wi-fi spots δεν είναι ιδιαίτερα ευκρινή και δεν βρίσκονται σε εμφανή σημεία.
Ηλεκτρομαγνητικές Παρεμβολές
Το Security Manager έχει αφιερώσει ειδικό άρθρο για τις ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές και πώς μπορούν αυτές να δημιουργήσουν προβλήματα στα συστήματα ασφαλείας. Φυσικά δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση τα δικτυακά συστήματα ασφαλείας, ειδικά αυτά που χρησιμοποιούν την ασύρματη τεχνολογία για τη μετάδοση των σημάτων. Σε περίπτωση που διαπιστωθούν προβλήματα τα οποία δεν μπορούν να αποδοθούν σε άλλο αίτιο και παράλληλα δίπλα στα σημεία εμφάνισης των προβλημάτων υπάρχουν χώροι με ισχυρά ηλεκτρομαγνητικά πεδία (ηλεκτρικοί υποσταθμοί, μηχανολογικοί χώροι), τότε ενδεχομένως να υπάρχει πρόβλημα με την ύπαρξη ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών. Επίσης το ίδιο συμβαίνει όταν οδεύουν καλώδια ασθενών ρευμάτων τύπου UTP δίπλα σε καλώδια ισχυρών ρευμάτων, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι μεγάλης διατομής. Για το λόγο αυτό, όλες αυτές οι σχετικές τεχνικές οδηγίες επισημαίνουν ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται διαφορετικά κανάλια ή σχάρες για την όδευση των καλωδίων ασθενών ρευμάτων.
Μια άλλη κατηγορία προβλημάτων που συχνά συναντάται στα δικτυακά συστήματα ασφαλείας, οφείλεται στο λογισμικό. Συχνά μάλιστα, τόσο η εύρεση της αιτίας αλλά και η αντιμετώπιση αυτής της κατηγορίας, είναι δυσκολότερη και πιο επίπονη από τα προβλήματα που οφείλονται σε θέματα hardware.
Ρύθμιση IP διεύθυνσης και θυρών
Κάθε δικτυακή συσκευή έχει και μία IP διεύθυνση, βάσει της οποίας αναγνωρίζεται από το υπόλοιπο δίκτυο. Αν για οποιοδήποτε λόγο χάσει αυτή τη διεύθυνση, τότε είναι φυσικό να μην αναγνωρίζεται από τις υπόλοιπες συσκευές και ο χρήστης να μη μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτήν. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί κατά την αρχική εγκατάσταση για τη ρύθμιση του IP και τον έλεγχο της συσκευής με τη χρήση των κατάλληλων εντολών (ipconfig). Φυσικά, πρέπει να προτιμάται η επιλογή των στατικών IP διευθύνσεων που είναι σταθερές, σε σχέση με τις δυναμικές που μεταβάλλονται κάθε φορά που η συσκευή ενεργοποιείται και πολλές φορές αποτελούν το λόγο για τον οποίο χάνεται η συσκευή από το δίκτυο. Αν υπάρχει πρόβλημα σε μία συσκευή λόγω IP διεύθυνσης, η εντολή ping μπορεί να δώσει πληροφορίες για το αν τελικά αυτή η διεύθυνση χρησιμοποιείται. Οπότε είναι απαραίτητο οι τεχνικοί να καταγράφουν τις IP διευθύνσεις των συσκευών όταν τις εγκαθιστούν, ώστε να μπορούν να διαγιγνώσκουν σχετικά εύκολα και εξ αποστάσεως το συγκεκριμένο πρόβλημα. Δηλαδή, εάν κάποιος χρήστης επισημάνει ότι δεν έχει σήμα από κάποια συσκευή και επικοινωνήσει με τον αρμόδιο τεχνικό, αυτός το μόνο που έχει να κάνει είναι να εκτελέσει την εντολή ping προς την IP διεύθυνση της συγκεκριμένης συσκευής και να δει τι συμβαίνει. Εάν δεν απαντήσει, τότε όντως υπάρχει πρόβλημα με τη σωστή απόδοση της IP διεύθυνσης, η οποία για κάποιο λόγο έχει χαθεί από τις ρυθμίσεις της συσκευής και προφανώς είναι αναγκαία η επαναρύθμισή της.
Ένα από τα πλεονεκτήματα από τη χρήση IP συσκευών είναι ότι παρέχουν τη δυνατότητα και της εξ αποστάσεως πρόσβασης μέσω του Internet. Για να γίνει όμως εφικτή αυτή η δυνατότητα, οι τεχνικοί πρέπει να κατανοήσουν και να προγραμματίσουν σωστά τις software θύρες, γνωστές και με τον όρο port. Συνήθως για τις δικτυακές συσκευές αλλά και για τους υπολογιστές, σαν αρχική ρύθμιση για επικοινωνία μέσω hypertext (υπερκείμενου, πιο γνωστό ως World Wide Web) έχει επιλεγεί η port 80. Στα δικτυακά συστήματα ασφάλειας όμως, αυτή η θύρα αλλάζει για λόγους που έχουν να κάνουν με την προστασία του δικτύου. Συνήθως επιλέγεται ένας αριθμός πάνω από την τιμή 1600. Επειδή ακριβώς υπάρχουν διαθέσιμες 65.435 θύρες, η επιλογή μιας θύρας με μεγάλη τιμή καθιστά δύσκολο το έργο των επίδοξων hackers, που θα χρησιμοποιήσουν ειδικό λογισμικό ανίχνευσης για να βρουν μια ανοιχτή θύρα στο εταιρικό δίκτυο της εταιρείας και να διεισδύσουν σε αυτό μέσω του Internet.
Από τη στιγμή όμως που επιλέγεται μία συγκεκριμένη θύρα για μία δικτυακή συσκευή, η ίδια ακριβώς θύρα θα πρέπει να προγραμματιστεί στο router αλλά και στα firewalls που λειτουργούν ενδιάμεσα στο εταιρικό δίκτυο και το Internet. Εάν έχει επιλεγεί διαφορετική θύρα, είναι φυσικό να μη μπορεί η συσκευή να επικοινωνήσει με χρήστη μέσω του Internet. ¶λλο ένα τυπικό πρόβλημα είναι ότι μερικές φορές ορισμένες συσκευές απαιτούν περισσότερες από δύο θύρες για να δώσουν δικαιώματα πλήρους προσβασιμότητας και ολοκληρωμένης λειτουργικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ορισμένα τετρακάναλα NVR (Network Video Recorder) που απαιτούν τη χρήση τριών θυρών. Η μία θύρα χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συσκευής, η άλλη για τη μετάδοση ζωντανού βίντεο και η τρίτη για τη μετάδοση των αποθηκευμένων βίντεο. Εάν ο τεχνικός που κάνει την εγκατάσταση δεν το αντιληφθεί αυτό και δεν ρυθμίσει κατάλληλα και τις τρεις θύρες, τότε μπορεί μεν ο χρήστης να συνδεθεί στο καταγραφικό μέσω Internet, αλλά να μη μπορεί να δει ζωντανό ή αποθηκευμένο βίντεο.
Firewalls
Γενικότερα, μπορεί η ύπαρξη των firewalls – που σαφώς και είναι απαραίτητα για την προστασία του δικτύου – να δημιουργήσουν προβλήματα στην επικοινωνία των συσκευών, όπως η εγκατάσταση ενός νέου firewall ή η αλλαγή των ρυθμίσεων σε ένα εγκατεστημένο firewall. Οπότε όταν υπάρχει ανάλογο πρόβλημα θα πρέπει να γίνει ένας έλεγχος στη σωστή ρύθμιση των firewalls. Βέβαια κατά τη διάρκεια των ρυθμίσεων θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, γιατί μπορεί το συγκεκριμένο πρόβλημα να αντιμετωπιστεί, αλλά παράλληλα να προκληθούν και κενά στην ασφάλεια του δικτύου λόγω των νέων ρυθμίσεων.
Δικαιώματα πρόσβασης
Όταν οι τεχνικοί καλούνται από κάποιο χρήστη – διότι ο συγκεκριμένος χρήστης δεν έχει πρόσβαση σε μία συσκευή, παραδείγματος χάρη σε μια δικτυακή κάμερα – οφείλουν καταρχάς να ελέγξουν αν έχει δικαιώματα πρόσβασης σε αυτήν τη συσκευή. Αυτό μπορεί να γίνει ελέγχοντας το Virtual Local Area Network (VLAN) για να διαπιστώσουν αν όντως του έχει δοθεί πρόσβαση στη συσκευή. Ο ρόλος του VLAN είναι να διαχωρίζει τους χρήστες σε ομάδες, ώστε να εμποδίζει τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε ορισμένα μέρη του δικτύου. Οπότε μπορεί κάποιος χρήστης να διαμαρτύρεται ότι δεν έχει πρόσβαση σε μία συσκευή, όμως αυτό να μην οφείλεται σε κάποια τεχνική δυσλειτουργία αλλά στα προκαθορισμένα δικαιώματα πρόσβασης που του έχουν δοθεί από τους διαχειριστές δικτύου.
Προβλήματα μετά από αλλαγές
Το δίκτυο μιας επιχείρησης είναι εκ φύσεως δυναμικό, δηλαδή αλλάζει συνεχώς, καθώς νέες συσκευές προστίθενται, παλιός εξοπλισμός αφαιρείται, καινούριες εφαρμογές εγκαθίστανται ή προγράμματα απεγκαθίστανται. Όλα αυτά είναι φυσικό να επιφέρουν αλλαγές στη δομή του, στις ρυθμίσεις και στον τρόπο λειτουργίας του. Συχνά μία αλλαγή σε κάποιο τμήμα του δικτύου μπορεί να προκαλέσει ακούσιες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα υπόλοιπα τμήματα και ξαφνικά ο χρήστης να βρεθεί απέναντι σε ένα πρόβλημα χωρίς να μπορεί να εντοπίσει το αίτιο. Σε περιπτώσεις όπου για κάποιο λόγο μία συσκευή σταματά να ανταποκρίνεται με το φυσιολογικό της τρόπο, θα πρέπει οι τεχνικοί να ελέγξουν αν έχει γίνει κάποια αλλαγή είτε σε επίπεδο hardware είτε στο λογισμικό. Ειδικά τα τελευταία χρόνια όπου η τάση του outsourcing αυξάνεται, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν εξωτερικούς συνεργάτες για την υποστήριξη των πληροφοριακών εφαρμογών τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό να μη στέλνουν συνεχώς τους ίδιους τεχνικούς και κάποιος από αυτούς να προβεί σε κάποια ενέργεια που μπορεί άθελά του να δημιουργήσει προβλήματα σε άλλες συσκευές. Παραδείγματος χάρη, ακόμα και η εγκατάσταση μιας καινούριας δικτυακής εφαρμογής antivirus είναι πιθανό να προκαλέσει μια αναστάτωση στην ομαλή λειτουργία του δικτύου και στην επικοινωνία των συσκευών του. Οπότε, κατά τη διάρκεια διερεύνησης του προβλήματος θα πρέπει να αποτυπωθούν τι είδους επεμβάσεις έχουν γίνει πρόσφατα στο δίκτυο.
Πολλοί προτείνουν σαν ένα αντίμετρο στα παραπάνω προβλήματα τη δημιουργία ενός παράλληλου IP δικτύου για τη λειτουργία των συστημάτων ασφαλείας. Αυτό όμως εν μέρει ακυρώνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα των δικτυακών συστημάτων ασφαλείας, που είναι η χρήση μιας ενιαίας εταιρικής υποδομής. Εντέλει, η απόφαση αυτή θα πρέπει να ληφθεί βάσει μιας τεχνικοοικονομικής ανάλυσης που θα σταθμίζει τα οφέλη (καλύτερος έλεγχος, μεγαλύτερη ασφάλεια, μείωση εμφάνισης προβλημάτων) από τη λειτουργία ενός αυτόνομου δικτύου με τα μειονεκτήματά του (μεγαλύτερο κόστος αρχικής επένδυσης, λιγότερη ευελιξία όσον αφορά στην εγκατάσταση νέων συσκευών, μείωση της ευελιξίας και της πολυλειτουργικότητας που προσφέρει μια ενιαία πλατφόρμα). Επειδή όμως βλάβες και απρόοπτα περιστατικά μπορούν πάντα να συμβούν σε ένα δίκτυο IP, έχει σημασία τα όποια προβλήματα εμφανίζονται να μπορούν να εντοπιστούν γρήγορα. Είναι χρήσιμο λοιπόν να υπάρχουν εφαρμογές επιτήρησης (network management software) των διαφόρων συσκευών του δικτύου που να δείχνουν την κατάσταση λειτουργίας τους. Εξίσου σημαντική είναι η απλότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει το σχεδιασμό και την κατασκευή των δικτύων. Δηλαδή τα δίκτυα πρέπει να υλοποιούνται και να επεκτείνονται με μία ενιαία προσέγγιση και να μην προστίθενται ενδιάμεσες συσκευές εκτός σχεδίου. Συχνά παρατηρούμε σε κάποιες γωνίες routers ή servers που έχουν τοποθετηθεί ατάκτως, προκειμένου να ικανοποιήσουν κάποιες ανάγκες επέκτασης και τα οποία συνήθως δεν επιτηρούνται από κάποια εφαρμογή. Οπότε, αν παρατηρηθεί κάποιο πρόβλημα σε αυτές τις συσκευές και κατά κακή τύχη λείπει ο τεχνικός που τις εγκατέστησε, το πιθανότερο είναι ο αντικαταστάτης του να μη μπορεί όχι μόνο να εντοπίσει και να επιλύσει το πρόβλημα, αλλά ούτε καν να βρει το χώρο στον οποίο είναι τοποθετημένη η συσκευή.
Του Αριστοτέλη Λυμπερόπουλου