Ανιχνευτές Κίνησης – Η εξέλιξη και οι προοπτικές
Ο κόσμος των ανιχνευτών των συστημάτων συναγερμού, μπορεί να φαίνεται στους περισσότερους ότι δεν κινείται με γρήγορους ρυθμούς, όμως είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια, μικρές αλλά σταδιακές αλλαγές και τεχνολογικές εξελίξεις έχουν δημιουργήσει ένα νέο εντελώς status σε αυτό το χώρο.
Του Αριστοτέλη Λυμπερόπουλου
Στον τομέα των ολοκληρωμένων λύσεων ηλεκτρονικής ασφάλειας, τα συστήματα συναγερμού αποτελούν ίσως διαχρονικά τον πλέον χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τους. Σε παλαιότερες εποχές, όπου τα συστήματα ελέγχου πρόσβασης χρησιμοποιούνταν σπάνια και μόνο σε πολύ συγκεκριμένες εφαρμογές, ενώ και τα συστήματα βίντεο – επιτήρησης ήταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο με αρκετές δυσκολίες στη διαχείριση τους, τα συστήματα συναγερμού χρησιμοποιούνταν ευρέως, χωρίς μάλιστα να έχει αλλάξει σημαντικά η αρχή λειτουργίας τους, από τότε και μέχρι τώρα.
Ένα βασικό στοιχείο, που χαρακτηρίζει τον τομέα των μονάδων ανίχνευσης εισβολών, εστιάζοντας κυρίως στους γνωστούς σε όλους μας ανιχνευτές κίνησης, θα λέγαμε ότι είναι μιας διαρκής εξέλιξη και τεχνολογική αναβάθμιση, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, με σκοπό να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία τους. Οι μεγάλοι αλλά και μικρότεροι ποιοτικοί κατασκευαστές αυτών των προϊόντων, εργάζονται συνεχώς, προκειμένου να βελτιώνουν την απόδοση των αισθητήρων που ενσωματώνουν και να αυξήσουν το επίπεδο ακρίβειας και επεξεργασίας των δεδομένων κατά τη λειτουργία ανίχνευσης κίνησης και εισβολών. Είναι άλλωστε εμφανές ότι σε ένα κλάδο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην τεχνολογική πρόοδο, όπως είναι αυτός των συστημάτων ηλεκτρονικής ασφάλειας, τίποτα δεν μπορεί να μείνει σταθερό για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επίσης είναι γεγονός, ότι πολλές φορές μπορεί να εστιάζουμε σε κάποιες φαινομενικά μεγάλες αλλαγές που πέφτουν τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά τις περισσότερες φορές τον τόνο στις εξελίξεις μπορούν να δώσουν μικρές αλλαγές που γίνονται σε ένα βάθος χρόνου και αυτό είναι που γίνεται σταδιακά τα τελευταία χρόνο στη βιομηχανία και την αγορά των ανιχνευτών κίνησης.
Παρόλα αυτά, οι επιφυλάξεις και προβληματισμοί πολλών χρηστών σχετικά με τα προβλήματα των ψευδοσυναγερμών που παρουσίαζαν οι ανιχνευτές – κυρίως τα προηγούμενα χρόνια – δεν έχουν εκλείψει. Πρόκειται όμως για μια αντίληψη, που δεν συνάδει με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στην τεχνολογία των αισθητήρων και συχνά οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα πάνω στη χρήση τους. Οι αντιλήψεις και οι πρακτικές που βασίζονται στην απόδοση των ανιχνευτών των περασμένων δεκαετιών και όχι στους ανιχνευτές τελευταίας γενιάς, ίσως οδηγήσουν σε εσφαλμένη χρήση τους και μειωμένη απόδοση των συστημάτων συναγερμού.
Το θέμα που προβλημάτιζε πολύ, τόσο τους εγκαταστάτες όσο και τους τελικούς χρήστες και αφορούσε τους λανθασμένους συναγερμούς αντιμετωπίζεται πλέον με πολύ καλύτερο τρόπο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλές φορές – ακόμα και σήμερα – οι λανθασμένοι συναγερμοί οφείλονταν και σε προβληματική εγκατάσταση, ή σε θέματα που είχαν να κάνουν με τις συνθήκες του χώρου στις οποίες ήταν εγκατεστημένοι οι ανιχνευτές (υψηλή συγκέντρωση σκόνης, ρεύματα θερμού ή ψυχρού αέρα) ή και πολύ συχνά σε λανθασμένους χειρισμούς των χρηστών. Όμως το γεγονός ήταν, ότι υπήρχε μια σχετικά αυξημένη συχνότητα εμφάνισης λανθασμένων συναγερμών σε σχέση με τον αριθμό των πραγματικών συμβάντων με αποτέλεσμα να υπάρχει ακόμα και σήμερα μια έντονη δυσπιστία σε ότι αφορά την αξιοπιστία των συστημάτων συναγερμών.
Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αυτό το θέμα υπήρξαν πιέσεις τόσο σε νομοθετικό επίπεδο (όχι στην Ελλάδα αλλά σε άλλες χώρες κυρίως του Δυτικού κόσμου που ήταν ανέκαθεν συνειδητοποιημένες σε αυτά τα ζητήματα) αλλά και από ασφαλιστικές εταιρείες. Πιέσεις, που τελικά ώθησαν τους κατασκευαστές να βρουν τρόπους, ώστε να εναρμονίσουν τα προϊόντα τους στην απαίτηση για τη μείωση της εμφάνισης λανθασμένων συναγερμών, λαμβάνοντας τις γνωστές ευρωπαϊκές πιστοποιήσεις και όχι μόνο.
Σταθερότητα …διπλής τεχνολογίας!
Οι ανιχνευτές κίνησης και εισβολών των συστημάτων συναγερμού, ανέκαθεν διακρίνονταν σε δύο βασικές κατηγορίες ανάλογα με το που τοποθετούνταν: Σε αυτούς δηλαδή που χρησιμοποιούνταν για εξωτερικό περιβάλλον και σε αυτούς που κατασκευάζονταν για να λειτουργούν σε εσωτερικούς χώρους. Στο παρελθόν όπως αναφέραμε αρχικά, οι ανιχνευτές εξωτερικού χώρου αντιμετώπιζαν τις περισσότερες δυσκολίες σε ότι αφορούσε τον βαθμό αξιοπιστίας τους στη μετάδοση σημάτων ενεργοποίησης συναγερμού στους πίνακες, μην μπορώντας να επεξεργαστούν επαρκώς τις διαφορετικές συνθήκες του περιβάλλοντος και τις ιδιαιτερότητες που προέκυπταν κάθε φορά.
Σε ότι αφορά τους ανιχνευτές εσωτερικού χώρου που τα πράγματα ήταν συνήθως πιο εύκολα, ένα σημαντικό προβάδισμα κατείχαν για πολλά χρόνια οι ανιχνευτές τύπου PIR (Passive Infrared) και ακολουθούσαν οι υβριδικοί ανιχνευτές ή αλλιώς διπλής τεχνολογίας. Σε προηγούμενα τεύχη του Security Manager έχουν υπάρξει επανειλημμένως αναλύσεις για τις διάφορες κατηγορίες ανιχνευτών, τον τρόπο λειτουργίας τους καθώς και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε κατηγορίας. Οι υβριδικοί ανιχνευτές διπλής τεχνολογίας, συνήθως αποτελούνται από έναν συνδυασμό αισθητήρα τύπου PIR και έναν αισθητήρα μικροκυμάτων. Αυτού του είδους οι συσκευές, είναι ιδανικές και για εφαρμογές υψηλού ρίσκου και κυρίως σε χώρους με αυξημένη δραστηριότητα υπέρυθρης ακτινοβολίας στους οποίους ένας μεμονωμένος ανιχνευτής τύπου PIR πιθανώς θα αντιμετώπιζε προβλήματα και θα εμφάνιζε μειωμένη αξιοπιστία. Οι υβριδικοί ανιχνευτές – όπως είναι λογικό – είναι συνήθως πιο ακριβοί σε κόστος από τους ανιχνευτές τύπου PIR (καθώς περιέχουν αισθητήρα PIR και αισθητηρα μικροκυμάτων).
Εξαιτίας κυρίως του αυξημένοι κόστους, οι εγκαταστάτες περιόριζαν τη χρήση των υβριδικών ανιχνευτών τα προηγούμενα χρόνια, μόνο σε δύσκολα περιβάλλοντα όπως σε χώρους με ψυχρά ή θερμά ρεύματα αέρα ή σε χώρους όπου δεν μπορούσε να περιοριστεί η δραστηριότητα ζώων. Εδώ συχνά υπήρχε μια εσφαλμένη αντίληψη βάσει της οποίας αν ένας ανιχνευτής PIR δεν λειτουργούσε σωστά – μπορεί λόγω προβληματικής εγκατάστασης σε μια λανθασμένη θέση – τότε απλά τον αντικαθιστούσαν με ένα υβριδικό ανιχνευτή, αντί να επιλέξουν μια πιο σωστή θέση εγκατάστασης.
Το σωστό σε αυτές τις περιπτώσεις και όταν μια αιτία προκαλεί λανθασμένο συναγερμό σε έναν ανιχνευτή PIR, είναι να γίνει μια συνολική αξιολόγηση του χώρου και ίσως κάποιες φορές να χρειάζεται να τοποθετηθεί ο ίδιος ανιχνευτής σε μια πιο κατάλληλη θέση στην οποία να καλύπτει τον συγκεκριμένο χώρο, χωρίς όμως να επηρεάζεται από την αιτία που προκαλούσε τον λανθασμένο συναγερμό. Η βιαστική αντικατάσταση του ανιχνευτή τύπου PIR με έναν υβριδικό ανιχνευτή σε αυτές τις περιπτώσεις, απλώς επικαλύπτει το πρόβλημα καθώς η αιτία που προκαλούσε την εσφαλμένη ενεργοποίηση του PIR ανιχνευτή παραμένει. Ουσιαστικά δηλαδή σε αυτές τις περιπτώσεις, ακυρωνόταν η χρήση του υβριδικού ανιχνευτή, καθώς ο χώρος καλυπτόταν μόνο από τον ανιχνευτή μικροκυμάτων και ο PIR ανιχνευτής δεν μπορούσε να δώσει αξιόπιστα αποτελέσματα.
Η χρήση των ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας αυξήθηκε αρκετά σε πολλές χώρες του εξωτερικού, καθώς οι αστυνομικές αρχές για να ανταποκριθούν σε ένα σήμα συναγερμού ζητούσαν την ύπαρξη υβριδικών ανιχνευτών. Πιο συγκεκριμένα, ζητούσαν την ενεργοποίηση είτε δύο ξεχωριστών αισθητήρων της ίδιας τεχνολογίας που να καλύπτουν δύο διαφορετικούς χώρους, είτε δύο αισθητήρων διαφορετικής τεχνολογίας στην περίπτωση που αυτοί κάλυπταν τον ίδιο χώρο.
Το παράδοξο εδώ είναι, ότι αυτές οι πρακτικές ενώ κατά κάποιο τρόπο βοήθησαν στην μείωση της εμφάνισης του φαινομένου των λανθασμένων συναγερμών, συνέβαλλαν ακόμα περισσότερο στην εδραίωση της αντίληψης ότι υπάρχει πρόβλημα με την αξιοπιστία των ανιχνευτών των συστημάτων συναγερμού.
Οι νεότερες εξελίξεις
Οι σύγχρονοι ανιχνευτές, τόσο για εσωτερική όσο και για εξωτερική χρήση, έχουν παρουσιάσει σημαντικές εξελίξεις τα τελευταία χρόνια. Ακόμα και οι ανιχνευτές τύπου PIR έχουν αναβαθμιστεί σημαντικά σε όλες τις πτυχές της λειτουργίας τους. Η απόδοση τους, η ακρίβεια στην ανίχνευση και το φιλτράρισμα των αναιτιολόγητων συμβάντων εξαιτίας εμφάνισης υπέρυθρης ακτινοβολίας, είναι ορισμένες από τις λειτουργίες που έχουν παρουσιάσει σημαντική βελτίωση. Επίσης και η σταθερότητα τους έχει ενισχυθεί σημαντικά. Επειδή όμως πολλές από αυτές τις εξελίξεις, έχουν υλοποιηθεί σταδιακά δεν έχουν γίνει ξεκάθαρα αντιληπτές τόσο από τους χρήστες, αλλά και από τους εγκαταστάτες. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ακόμα ότι οι ανιχνευτές τύπου PIR βρίσκονται στα επίπεδα των περασμένων δεκαετιών κάτι το οποίο φυσικά δεν ισχύει.
Η σημαντική τεχνολογική αναβάθμιση των ανιχνευτών τύπου PIR δεν σημαίνει ότι ακυρώνει τη χρησιμότητα των υβριδικών ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας. Υπάρχει ακόμα πρόσφορο έδαφος για τους ανιχνευτές αυτής της κατηγορίας σε πολλές ειδικές εφαρμογές και έργα υψηλών απαιτήσεων. Παραδείγματος χάρη, η χρήση τους είναι απαραίτητη σε περιβάλλοντα όπου οι συνθήκες είναι δυσμενείς – όπως άλλωστε αναλύθηκε παραπάνω σε χώρους που πιθανώς να υπάρχουν αλληλεπιδράσεις με άλλες συσκευές που χρησιμοποιούν υπέρυθρη ακτινοβολία. Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν είτε σε εξωτερικούς χώρους είτε σε εσωτερικούς. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο σε περιπτώσεις ανιχνευτών PIR οι οποίοι απλώς δεν έχουν τοποθετηθεί σωστά.
Ο κλάδος των συστημάτων ηλεκτρονικής ασφάλειας γενικότερα εκμεταλλεύεται τα τελευταία χρόνια τις εξελίξεις στον χώρο της ψηφιακής επεξεργασίας δεδομένων. Πρόκειται για μια γενικότερη τάση που εκφράζεται κυρίως στα συστήματα επιτήρησης και στα συστήματα ελέγχου πρόσβασης, τα οποία κάνουν χρήση αυτής της αυξημένης ισχύος με πολλούς και ενδιαφέροντες τρόπους. Αυτές οι εξελίξεις είναι εκείνες που επέτρεψαν την εμφάνιση και διάδοση τεχνολογιών όπως τα video analytics, τη βαθιά εκμάθηση (deep learning) και την τεχνητή νοημοσύνη. Τεχνολογίες, που ενίσχυσαν κατά πολύ τις δυνατότητες αυτών των συστημάτων.
Παράλληλα όμως με αυτές τις εξελίξεις και τα συστήματα συναγερμού επωφελήθηκαν από την εξέλιξη των τεχνολογιών ψηφιακής επεξεργασίας, ενώ παράλληλα έγινε εφικτή η ενσωμάτωση της τεχνολογίας οπτικών ανακλαστήρων (Mirrored optics). Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για μια νέα τεχνολογία, η μείωση του κόστους κατασκευής των αισθητήρων που κάνουν χρήση αυτής της τεχνολογίας, επέτρεψε τη διάδοση της σε περισσότερες εφαρμογές, προσφέροντας σημαντικά οφέλη μιας και η συγκεκριμένη τεχνολογία επιτρέπει την ενίσχυση της ακρίβειας στην ανίχνευση και μειώνει τα περιθώρια λάθους.
Μια άλλη σημαντική αλλαγή στην υλοποίηση των σύγχρονων ανιχνευτών, είναι ο σχεδιασμός τους που επιτρέπει πλέον την ενσωμάτωση διπλών ακόμα και τριπλών αισθητήρων χωρίς να υπάρχει επικάλυψη μεταξύ τους. Στην πράξη αυτό σημαίνει, ότι οι εγκαταστάτες μπορούν να εγκαθιστούν έναν ανιχνευτή που καθιστά ευδιάκριτες τις κινήσεις μικρών ζώων σε σχέση με εκείνες που έχουν ανθρώπινη προέλευση, ώστε να αποτρέπονται οι λανθασμένοι συναγερμοί.
Είναι γεγονός ότι αυτές οι αλλαγές δεν είναι εντυπωσιακές με την πρώτη ματιά, συμβάλουν όμως στην ποιοτική αναβάθμιση της λειτουργίας των ανιχνευτών, κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό τόσο για τους χρήστες όσο και για τους εγκαταστάτες.
Συνοψίζοντας
Είναι σημαντικό οι εγκαταστάτες να επιλέγουν τον σωστό τύπο ανιχνευτή ανάλογα με το έργο στο οποίο θα τον χρησιμοποιήσουν. Εκτός όμως, από τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ανιχνευτών, σημαντικό ρόλο παίζει και η αξιοπιστία τους, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον οίκο κατασκευής και τους ελέγχους ποιότητας που πραγματοποιεί.
Όμως η επιτυχημένη λειτουργία ενός συστήματος συναγερμού, ξεκινάει από τον σχεδιασμό του. Οι υβριδικοί ανιχνευτές έχουν τον ρόλο τους και σε δυσμενή περιβάλλοντα θα πρέπει να προτιμούνται. Όμως και πάλι πρέπει να τονισθεί ότι η αντικατάσταση ενός ανιχνευτή PIR με έναν διπλής τεχνολογίας, πολλές φορές δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το καλύπτει επιφανειακά
Αυτό που οφείλουν να έχουν πάντα στο νου τους οι εγκαταστάτες είναι ότι αν έχουν διαλέξει τη σωστή συσκευή από έναν ποιοτικό κατασκευαστή και συνεχίζουν τα προβλήματα, τότε το πρόβλημα μάλλον οφείλεται στο σημείο εγκατάστασης του ανιχνευτή.
Τέλος, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι συνεχόμενες εξελίξεις στην ανίχνευση κίνησης θα βοηθήσουν και σε άλλους τομείς όπως στις εφαρμογές διαχείρισης εγκαταστάσεων και στον οικιακό αυτοματισμό. Τα έξυπνα συστήματα βασίζονται στους κατάλληλους ενεργοποιητές (triggers) και αισθητήρες που θα ανιχνεύουν τις ανθρώπινες κινήσεις και αναλόγως θα δίνουν σήματα στα κεντρικά συστήματα για να προβαίνουν στις κατάλληλες ενέργειες. Οπότε αναμένουμε μια ακόμα μεγαλύτερη ώσμωση μεταξύ της βιομηχανίας των εφαρμογών αυτοματισμού και του κλάδου των συστημάτων συναγερμών με προφανή πλεονεκτήματα και για τους δύο χώρους.