Ανιχνεύοντας τον καπνό
Πριν από την εμφάνιση των φλογών είναι η παρουσία του καπνού σε συνδυασμό με τη διεισδυτική μυρωδιά του, που μας κάνει να αναζητήσουμε την πιθανή εστία της πυρκαγιάς. Οι ανιχνευτές καπνού καλούνται λοιπόν να αντικαταστήσουν τα ανθρώπινα αισθητήρια όργανα στα αυτόματα συστήματα πυρανίχνευσης. Δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί η αξία της επένδυσης στα συστήματα ασφαλείας, ακόμα και αν αυτή με τη στενή έννοια του όρου μπορεί να θεωρηθεί ως μη ανταποδοτική.
Αυτό διότι δεν επιφέρει κέρδος στο φορέα της επένδυσης είτε είναι ένας απλός χρήστης είτε μία εταιρεία ή ένας Οργανισμός. Όμως η ύπαρξή τους έχει θετικές επενέργειες που συχνά δεν είναι φανερές – αλλά πλέον οι περισσότεροι τις αντιλαμβανόμαστε – και το κυριότερο, εκτιμούμε την πραγματική τους αξία. Στην πράξη συμβάλλουν στην καλύτερη προστασία της ακίνητης και κινητής περιουσίας αλλά και στη διασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας.
Οπότε, αν μπουν αυτά τα οφέλη στη ζυγαριά της αξιολόγησης μίας επένδυσης στην ύπαρξη των συστημάτων ασφαλείας, τότε μόνο θετικό ισοζύγιο θα υπάρξει. Ένας άμεσα συγγενής κλάδος με τη βιομηχανία των συστημάτων ασφαλείας είναι και τα συστήματα πυρασφάλειας. Συχνά μάλιστα ο ένας κλάδος επικαλύπτει τον άλλο και δεν είναι λίγοι οι επαγγελματίες των οποίων οι δραστηριότητες εκτείνονται και στους δύο τομείς. Ειδικά τώρα όπου η ύφεση στον κλάδο των κατασκευών έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τον κύκλο εργασιών όλων των εμπλεκόμενων, είναι ευκαιρία μέσω αυτής της διασύνδεσης των δύο κλάδων να υπάρξουν νέες ευκαιρίες για αύξηση της απασχόλησης των επαγγελματιών του χώρου. Αυτό βέβαια οφείλουν να το αντιληφθούν και οι τελικοί χρήστες και να συνειδητοποιήσουν ότι εξίσου σημαντική με την παρουσία ενός αποτελεσματικού συστήματος ασφάλειας είναι και η εγκατάσταση ενός συστήματος πυρασφάλειας. Στο σημείο αυτό υπάρχει μία υστέρηση καθώς η φωτιά σε μία εγκατάσταση είναι ένα περιστατικό με μικρότερη συχνότητα εμφάνισης, οπότε και δυσκολότερα κάποιος αναγνωρίζει την αναγκαιότητα προστασίας από αυτήν. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι απλά να ακολουθούν συνήθως τις συμβατικές υποχρεώσεις που ορίζει η νομοθεσία (για τις επιχειρήσεις) ώστε να μπορέσουν να πάρουν το πιστοποιητικό πυρασφάλειας, χωρίς να δείχνουν ουσιαστική μέριμνα για το σύστημα που θα προμηθευτούν και τις δυνατότητές του. Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στις οικίες, όπου ενώ τα συστήματα συναγερμού είναι πλέον πολύ διαδεδομένα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα συστήματα πυρανίχνευσης. Το κενό αυτό λοιπόν οφείλουν να το εκμεταλλευτούν οι εγκαταστάτες και να προωθήσουν την αναγκαιότητα προστασίας ενάντια στη φωτιά. Με τον τρόπο αυτό, το όφελος θα είναι διπλό τόσο για τους επαγγελματίες που θα δουν μια νέα αγορά να ανοίγεται για τα επόμενα χρόνια, όσο και για τους τελικούς χρήστες που θα θωρακίσουν την περιουσία τους απέναντι σε ενδεχόμενη πιθανότητα πυρκαγιάς. Το περίεργο εδώ είναι το ελληνικό κράτος προηγείται, καθώς ήδη από το 1988 έχει δημιουργήσει ένα αρκετά ικανοποιητικό νομοθετικό πλαίσιο για τα θέματα της πυρασφάλειας, σε αντίθεση – παραδείγματος χάρη – με τα συστήματα ασφαλείας όπου και δεν υπάρχει ακόμα ανάλογη νομοθεσία.
Από τα πλέον σημαντικά εξαρτήματα των συστημάτων πυρανίχνευσης είναι οι ανιχνευτές καπνού. Η τεχνολογία τους, τα κριτήρια επιλογής τους, το κόστος τους αλλά και σημεία τα οποία είναι χρήσιμο να προσεχθούν κατά τη διαδικασία εγκατάστασής τους, αποτελούν στοιχεία που οφείλει να γνωρίζει ο εγκαταστάτης. Με αυτόν τον τρόπο θα προσφέρει τη βέλτιστη λύση στον τελικό χρήστη, ώστε η εγκατάσταση να λειτουργεί σύμφωνα με τις απαραίτητες τυπικές προδιαγραφές που καθορίζονται από τα διάφορα πρότυπα και την ισχύουσα νομοθεσία, αλλά και τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του χρήστη.
Είδη ανιχνευτών καπνού
Μία από τις πιο διαδεδομένες κατηγορίες ανιχνευτών καπνού είναι εκείνοι που κάνουν χρήση της τεχνολογίας ιονισμού, γνωστοί και ως ανιχνευτές ιονισμού. Αποτελούνται από δύο θαλάμους ιονισμού. Έναν εξωτερικό ανοιχτό θάλαμο και έναν ημι-σφράγιστο εσωτερικό θάλαμο, ο οποίος και αποκαλείται θάλαμος αναφοράς. Στο θάλαμο αναφοράς τοποθετείται μια πηγή ιονίζουσας ακτινοβολίας, όπως το χημικό στοιχείο Αmericium 241 με το οποίο επιτυγχάνεται ο ιονισμός του αέρα μεταξύ των δύο θαλάμων, δημιουργώντας έτσι μια ροή ηλεκτρικού ρεύματος από τον εσωτερικό προς τον εξωτερικό θάλαμο, όταν φυσικά ο ανιχνευτής είναι υπό τάση.
Όταν ο καπνός εισχωρεί μέσα στον ιονισμένο χώρο, ελκύεται από τα ιονισμένα σωματίδια και αυτό προκαλεί τη μείωση της ροής του ρεύματος και την αύξηση της τάσης που καταγράφεται μεταξύ των δύο θαλάμων. Αυτή η αύξηση της τάσης εντοπίζεται από ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα που ενεργοποιεί τον ανιχνευτή και δίνεται ένδειξη συναγερμού. Παράλληλα, στον ανιχνευτή ενεργοποιείται και μία κόκκινη λυχνία για να σηματοδοτήσει τη μετάπτωση σε κατάσταση συναγερμού και να μπορεί εύκολα να εντοπιστεί το σημείο στο οποίο υπάρχει ενδεχόμενο πυρκαγιάς. Οι ανιχνευτές ιονισμού μειονεκτούν στο γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε πολύ δυνατά ρεύματα αέρα, ενώ συχνά δεν συμπεριφέρονται σωστά και σε ορισμένους τύπους καπνού, όπως σε αυτούς που παράγονται από το μαγείρεμα, από τις μηχανές εσωτερικής καύσης αλλά και από διάφορες χημικές διεργασίες.
Μία άλλη κατηγορία ανιχνευτών καπνού είναι και οι φωτοηλεκτρικοί. Χωρίζονται σε δύο βασικούς τύπους: τους σημειακούς και τους ανιχνευτές δέσμης. Οι σημειακοί αποτελούνται από ένα θάλαμο, στον οποίο έχουν τοποθετηθεί ένας πομπός υπέρυθρης ακτινοβολίας και ένας αντίστοιχος δέκτης. Η τοποθέτησή τους έχει γίνει κατά τέτοιο τρόπο ώστε η δέσμη υπέρυθρου φωτός που εκπέμπει ο πομπός να μη μπορεί να εστιάσει στο δέκτη. Όταν ο χώρος στον οποίο είναι τοποθετημένος ο ανιχνευτής είναι καθαρός, τότε επόμενο είναι να είναι και καθαρός ο θάλαμος του ανιχνευτή. Στην περίπτωση τώρα που εισέλθει καπνός στο θάλαμο, τότε η υπέρυθρη ακτινοβολία προσκρούει στα σωματίδια του καπνού και αλλάζει χωρίς τάξη την πορεία της. Τότε λοιπόν ένα ποσοστό αυτής προσεγγίζει το δέκτη και σε περίπτωση που ξεπεραστεί μια προκαθορισμένη τιμή, τότε δίνεται και η ένδειξη συναγερμού. Το πρόβλημα είναι όμως ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση ύπαρξης άλλων σωματιδίων, όπως σκόνης ή ακόμα και μικρών εντόμων. Για το λόγο αυτό και για να αποφεύγονται οι λανθασμένοι συναγερμοί, δεν θα πρέπει να τοποθετούνται φωτοηλεκτρικοί ανιχνευτές σε χώρους με όχι καλές συνθήκες καθαρότητας του αέρα (μεγάλες ποσότητες σκόνης, έντονη παρουσία υδρατμών κ.λπ.).
Σήμερα οι φωτοηλεκτρικοί ανιχνευτές χρησιμοποιούνται περισσότερο από τους ανιχνευτές ιονισμού, διότι έχουν μεγάλο βαθμό αξιοπιστίας και εμφανίζουν μικρότερο ποσοστό λανθασμένων συναγερμών. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι ότι έχουν πολύ καλή συμπεριφορά στον ορατό καπνό που αποτελείται από μεγάλα σωματίδια, ενώ αντιθέτως δεν είναι τόσο ευαίσθητοι σε μικρά σωματίδια καπνού (όπως οι ανιχνευτές ιονισμού). Εντούτοις, τα μικρά σωματίδια καπνού προκαλούνται συνήθως από φωτιές ταχείας καύσης, κάτι το οποίο στις σύγχρονες κατασκευές λόγω των υλικών που προτιμούνται δεν είναι τόσο συνηθισμένο. Για το λόγο αυτό οι φωτοηλεκτρικοί αποκαλούνται και ανιχνευτές ορατού καπνού. ¶λλο ένα πλεονέκτημά τους είναι η χαμηλότερη ενεργειακή τους κατανάλωση, διότι ο πομπός δεν εκπέμπει συνεχώς αλλά ανά περιόδους, που απέχουν φυσικά λίγα δευτερόλεπτα μεταξύ τους.
Η άλλη κατηγορία φωτοηλεκτρικών ανιχνευτών είναι εκείνοι που βασίζονται στην εκπομπή δέσμης και χρησιμοποιούνται για την κάλυψη μεγάλων χώρων. Αποτελούνται από ένα πομπό που εκπέμπει τη δέσμη και ένα δέκτη. Όταν στο χώρο δεν υπάρχουν σωματίδια καπνού, τότε ολόκληρη η δέσμη φτάνει στο δέκτη – ενώ στην αντίθετη περίπτωση κάποιο ποσοστό της δέσμης απορροφάται και μειώνεται η ποσότητα που φτάνει στο δέκτη. Όταν αυτή η μείωση υπερβεί κάποια καθορισμένη τιμή, τότε δίνεται και η ανάλογη ένδειξη συναγερμού.
Σε εφαρμογές υψηλών προδιαγραφών όπως τα data rooms ή σε παρόμοια περιβάλλοντα χρησιμοποιείται μια άλλη κατηγορία ανιχνευτών καπνού. Πρόκειται για τους ανιχνευτές καπνού δειγματοληψίας αέρα (air sampling smoke detectors). Για τη λειτουργία τους απαιτείται ένα δίκτυο αεραγωγών με στόμια δειγματοληψίας του αέρα στον επιτηρούμενο χώρο. Από τα στόμια αυτά και μέσω του δικτύου των καναλιών, ο αέρας αναρροφάται και προωθείται σε έναν ειδικό θάλαμο ανίχνευσης. Στο σημείο αυτό, μια ακτίνα laser σαρώνει τη συγκεκριμένη ποσότητα αέρα σε ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, για να διαπιστώσει τον αριθμό των σωματιδίων καπνού που υπάρχουν μέσα σε αυτήν. Οι ανιχνευτές αυτής της κατηγορίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι και μπορούν να εντοπίζουν σε πολύ πρώιμο στάδιο καταστάσεις που πιθανώς να εξελιχτούν δυσμενώς. Το κόστος τους όμως είναι ανάλογο και γι΄ αυτό χρησιμοποιούνται σε ειδικές περιπτώσεις.
Εγκατάσταση
Η εγκατάσταση των ανιχνευτών καπνού προκειμένου να εκτελέσουν με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα το ρόλο τους, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Καταρχήν το είδος των ανιχνευτών που θα χρησιμοποιηθούν – και φυσικά ακολουθούν και άλλα σημεία άξια προσοχής, όπως οι γεωμετρικές συνθήκες του χώρου, ο επιθυμητός βαθμός ασφάλειας και οι λειτουργίες που επιτελούνται μέσα στο συγκεκριμένο χώρο. Παραδείγματος χάρη, με άλλον τρόπο θα γίνει η εγκατάσταση μέσα σε μία επαγγελματική κουζίνα από ό,τι σε μία βιβλιοθήκη
Οι γενικές αρχές που πρέπει να τηρούνται όμως, είναι οι ακόλουθες: Καταρχήν οι ανιχνευτές καπνού πρέπει να τοποθετούνται σε ύψη μέχρι και 9μ. Σε υψηλότερους χώρους είναι καλό να χρησιμοποιούνται υβριδικοί ανιχνευτές καπνού και θερμότητας, διότι μπορεί ο καπνός να καθυστερήσει να φτάσει στο ύψος που βρίσκονται οι ανιχνευτές, όμως η φωτιά να έχει ήδη εξαπλωθεί. Τα άλλα σημεία που πρέπει να προσεχθούν είναι η μέγιστη δυνατή κάλυψη ανά ανιχνευτή, η απόσταση μεταξύ γειτονικών ανιχνευτών, η απόσταση των ανιχνευτών από προσκείμενους τοίχους και η ύπαρξη ενδιάμεσων ενδεχόμενων εμποδίων, που μπορεί μάλιστα να τοποθετηθούν μετά την εγκατάσταση των ανιχνευτών και εν αγνοία των εγκαταστατών. Εξίσου μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στην ύπαρξη στομίων προσαγωγής και απαγωγής αέρα. Σύμφωνα με τους κανονισμούς συνιστάται η απόσταση ενός μέτρου περίπου από αυτά τα σημεία, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε ανιχνευτές ιονισμού που είναι ευαίσθητοι σε ρεύματα αέρα. Είναι ένα σημείο που χρήζει μεγάλης προσοχής, διότι σήμερα στους χώρους γραφείων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα τα κεντρικά συστήματα κλιματισμού, με αποτέλεσμα να υπάρχει στους χώρους μεγάλος αριθμός στομίων. Επίσης, επειδή πολλές φορές οι μελέτες κλιματισμού και συστημάτων ασφαλείας γίνονται παράλληλα, δεν λαμβάνονται υπόψη τους αυτές οι ιδιαιτερότητες. Ο εγκαταστάτης όμως εάν διαπιστώσει μια παρόμοια κατάσταση και επειδή συνήθως οι πυρανιχνευτές τοποθετούνται τελευταίοι και αφού ήδη έχουν τοποθετηθεί τα στόμια κλιματισμού, οφείλει να κάνει επί του έργου τις απαραίτητες διορθώσεις. Αυτό φυσικά μπορεί να σημαίνει ένα επιπρόσθετο κόστος, καθώς ίσως απαιτηθεί να τραβηχτούν μακρύτερα καλώδια, αλλά το μακροχρόνιο όφελος με την εξάλειψη των λανθασμένων συναγερμών είναι σαφέστατα μεγαλύτερο.
Τέλος, ακόμα και μετά την εγκατάστασή τους είναι απαραίτητος ο περιοδικός τους έλεγχος, ώστε σε περίπτωση δυσλειτουργίας να είναι εφικτή η γρήγορη αντικατάστασή τους. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να υπάρχει ένα πρόγραμμα περιοδικής συντήρησης στο πλαίσιο της πολιτικής πυρασφάλειας της εταιρείας ή του Οργανισμού, το οποίο όμως να τηρείται ουσιαστικά και όχι απλώς να υπάρχει ένας τυπικός έλεγχος για το γράμμα του νόμου. Μόνο έτσι θα εξασφαλιστεί η σωστή λειτουργία του συστήματος και η έγκαιρη πρόγνωση μιας επικίνδυνης κατάστασης.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ