Ανιχνευτές PIR: Μυστικά επιτυχημένης εγκατάστασης
Το φαινόμενο των εσφαλμένων συναγερμών βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο των συζητήσεων που αφορούν στην αξιοπιστία των συστημάτων συναγερμού. Ας δούμε λοιπόν, πώς η σωστή εγκατάσταση των ανιχνευτών PIΡ μπορεί να συμβάλει στην αποτροπή του συγκεκριμένου φαινομένου.
Μία από τις κυριότερες και πιο διαδεδομένες κατηγορίες ανιχνευτών είναι εκείνη των PIR. Πρόκειται για τους Παθητικούς Υπέρυθρους Ανιχνευτές ή Passive Infrared. Σκοπός μας δεν είναι να επεξηγήσουμε την τεχνολογία που κρύβεται πίσω από αυτούς τους ανιχνευτές, καθώς επανειλημμένα το Security Manager έχει αφιερώσει άρθρα για τις τεχνολογίες ανίχνευσης, ανάμεσα στις οποίες φυσικά συμπεριλαμβάνονται και οι PIRs. Εντούτοις, παρά τη διάδοση και την ευρεία χρήση τους, πάντα υπάρχουν θέματα που αφορούν στην καλή λειτουργία τους και τα οποία χρειάζονται διευκρινίσεις ώστε να αποφεύγεται όσο το δυνατόν περισσότερο το φαινόμενο των λανθασμένων συναγερμών.
Παρά τη μεγάλη τους αποτελεσματικότητα στην οποία οφείλεται εν μέρει και η μεγάλη διάδοσή τους – σε συνδυασμό πάντα με το σχετικά χαμηλό κόστος τους – κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ορισμένοι τύποι ανιχνευτών PIR παρουσιάζουν μειωμένο βαθμό αξιοπιστίας ή είναι ευάλωτοι σε λανθασμένους συναγερμούς. Οι αιτίες που μπορεί να προκαλέσουν την εμφάνιση λανθασμένων συναγερμών είναι αρκετές. Η κίνηση ζώων, η αλλαγή του φωτισμού, η αντανάκλαση του ηλιακού φωτός και η ύπαρξη εντόμων είναι ορισμένες μόνο από τις κυριότερες αιτίες. Μερικές φορές όμως μπορεί να είναι αυτό το αίτιο για την πρόκληση του λανθασμένου συναγερμού, αλλά το πρόβλημα να πηγάζει από αλλού – γνωστό και ως detection overspill – ή "πλεονάζουσα ανίχνευση" αν θέλουμε να αποδώσουμε στα Ελληνικά το συγκεκριμένο όρο. Ουσιαστικά αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται η εμβέλεια των ανιχνευτών και πώς αυτή η εμβέλεια συχνά ξεπερνάει το χώρο που πραγματικά θέλουμε να καλύψει ο ανιχνευτής. Οπότε είναι λογικό ο ανιχνευτής όταν καλύπτει χώρο μεγαλύτερο από τις πραγματικές ανάγκες, να είναι ευάλωτος σε λανθασμένους συναγερμούς.
Ρυθμίζοντας τους ανιχνευτές
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι εγκαταστάτες μπορούν να αντιμετωπίσουν σε πρώτη φάση το πρόβλημα των εσφαλμένων συναγερμών, καθώς οι περισσότεροι ανιχνευτές PIR έχουν τη δυνατότητα ρύθμισης σε διαφορετικές ακτίνες εμβέλειας (μεγάλες ή μικρές). Πρόκειται για μια λειτουργία που συχνά αγνοούν οι εγκαταστάτες, αλλά θα πρέπει προφανώς να τη χρησιμοποιούν όταν ολοκληρώνουν μια εγκατάσταση. Θα πρέπει ο κάθε ανιχνευτής να ρυθμίζεται για το είδος της εφαρμογής στην οποία θα χρησιμοποιηθεί. Το αναφέρουμε αυτό, διότι είναι σύνηθες το φαινόμενο ο εγκαταστάτης να τοποθετεί τα εξαρτήματα, να υλοποιεί τις απαραίτητες διασυνδέσεις και στη συνέχεια να προχωράει σε μια απλή τυπική δοκιμή του συστήματος. Όμως είναι εντυπωσιακό πόσα μυστικά για την καλύτερη λειτουργία των ανιχνευτών κρύβονται μέσα στα εγχειρίδια των κατασκευαστών, τα οποία συνήθως δεν ανοίγονται ποτέ, αλλά παραμένουν ολοκαίνουρια μέσα στις θήκες τους. Βάσει αυτών των οδηγιών μπορούν να επιτευχθούν πολύ καλύτερα αποτελέσματα, να αυξηθεί ο βαθμός ασφάλειας που παρέχει το σύστημα αλλά και να μειωθούν οι λανθασμένοι συναγερμοί.
Παράμετροι ρύθμισης
Τρεις είναι οι σημαντικές παράμετροι που καθορίζουν τη σωστή λειτουργία ενός αισθητήρα PIR. Το ύψος που τοποθετείται, η θέση του φακού και η ανώτατη εμβέλειά του. Από τη ρύθμιση των δύο πρώτων παραμέτρων (ύψος και θέση φακού) προκύπτει η μέγιστη εμβέλεια. Η θέση στην οποία μπορεί να ρυθμιστεί ο φακός εξαρτάται φυσικά από το κάθε μοντέλο. Ορισμένες τυπικές θέσεις είναι 0o, -5o, -10o, +5 o, +10 o. Μέσα στα εγχειρίδια λοιπόν υπάρχουν πίνακες που δείχνουν ανάλογα με το ύψος στο οποίο θα τοποθετηθεί ο ανιχνευτής και τη θέση στην οποία θα ρυθμιστεί ο φακός για τη μέγιστη εμβέλειά του.
¶λλο ένα θέμα το οποίο και πάλι εξαρτάται από το κάθε μοντέλο είναι ο αριθμός φορών που θα πρέπει να ενεργοποιείται ο αισθητήρας πριν προκληθεί συναγερμός. Μέσα σε κάθε αισθητήρα υπάρχει συνήθως και ένας διακλαδωτήρας ο οποίος ρυθμίζεται ανάλογα με τις απαιτήσεις του χρήστη.
Όπως αντιλαμβανόμαστε είναι απαραίτητο πριν την παράδοση του συστήματος να γίνονται οι κατάλληλες ρυθμίσεις, οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά στα εγχειρίδια που συνοδεύουν τις συσκευές. Για αυτόν το λόγο θα πρέπει να αποφεύγεται η νοοτροπία "plug and play" που συναντιέται συχνά στους τεχνικούς. Αντιθέτως, πριν από κάθε εγκατάσταση οφείλουν να συμβουλεύονται τις οδηγίες και αναλόγως να προχωρούν στις κατάλληλες ρυθμίσεις.
Στις οδηγίες που παρέχονται από τα εγχειρίδια αναγράφονται και άλλες συμβουλές – που για πολλούς θεωρούνται αυτονόητες, αλλά συχνά διαπιστώνουμε ότι δεν ακολουθούνται. Οι ανιχνευτές PIR πρέπει να μην τοποθετούνται σε συσκευές θέρμανσης/ ψύξης σε σημεία που δημιουργούνται ρεύματα αέρα ή σε παράθυρα στα οποία πέφτει άμεσο ηλιακό φως. Επιπλέον δεν θα πρέπει να περιορίζεται η εμβέλειά τους με την τοποθέτηση ογκωδών αντικειμένων στο πεδίο ανίχνευσής τους.
Εξοπλισμός μετρήσεων
Σημαντική βοήθεια για τον έλεγχο της λειτουργίας των ανιχνευτών PIR μπορούν να δώσουν και ειδικά όργανα που έχουν ακριβώς κυκλοφορήσει για αυτόν το σκοπό. Πρόκειται ουσιαστικά για δέκτες που έχουν την ικανότητα να λαμβάνουν σήματα κατευθείαν από ανιχνευτές PIR και στην ενσωματωμένη οθόνη τους δείχνουν σχετικές πληροφορίες από τους ανιχνευτές. Ανάμεσα στα στοιχεία που δείχνουν συμπεριλαμβάνονται ο αριθμός ID του ανιχνευτή, ο τύπος του φακού, ο αριθμός των παλμών, η ένταση του σήματος και η κατάσταση της μπαταρίας. Επίσης μπορούν να μεταδώσουν και σήμα ανιχνευτή PIR προκειμένου να γίνει προσομοίωσή του για να βρεθεί η καλύτερα δυνατή θέση τοποθέτησής του.
Τέλος, τόσο οι εγκαταστάτες, οι προμηθευτές αλλά και οι χρήστες, θα πρέπει να αποφεύγουν τον πειρασμό της επιλογής ανιχνευτών PIR με γνώμονα πάντα την τιμή. Διότι ακόμα και το πιο εξελιγμένο σύστημα να επιλεγεί, όταν οι ανιχνευτές είναι χαμηλού κόστους και προδιαγραφών, μπορεί να ανακύψουν προβλήματα με απροσδιόριστες επιπτώσεις.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ