Ανιχνευτές κίνησης: Παράμετροι αποτελεσματικής λειτουργίας
Πώς μπορούν να ρυθμιστούν καλύτερα οι ανιχνευτές κίνησης, τι πρέπει να προσέξουμε στην τοποθέτησή τους, εκμεταλλευόμαστε όλες τις δυνατότητες των πινάκων συναγερμού; Ερωτήματα που ταλανίζουν όλους τους εγκαταστάτες και το Security Manager προσπαθεί να δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση.
Πολλές φορές η επιθυμητή απόδοση ενός συναγερμού ή η απόδοση που προδιαγράφεται από τον οίκο κατασκευής του, απέχει πολύ από αυτό που βρίσκουν στην πράξη απέναντί τους οι χρήστες και οι εγκαταστάτες.
Εκτός από την εύκολη δικαιολογία να αποδώσουμε αυτήν τη διαφορά στις προσπάθειες του marketing των εταιρειών για εξύψωση των προϊόντων τους, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και η πραγματικότητα απέχει πολύ από τις εργαστηριακές συνθήκες στις οποίες και γίνεται η πλειοψηφία των δοκιμών.
Το εύρος χρήσης των συστημάτων συναγερμού είναι μεγάλο – από σπίτια και μικρά καταστήματα έως μεγάλα συγκροτήματα γραφείων, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, στρατιωτικούς χώρους κ.λπ. Σε πολλές περιπτώσεις – και ειδικά σε απαιτητικές εφαρμογές, οι συναγερμοί αποτελούν μόνο ένα μέρος του ολικού συστήματος ασφάλειας, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει CCTV, συστήματα ελέγχου πρόσβασης και πυρανιχνεύσεις.
Ανεξάρτητα από τον τρόπο όμως με τον οποίο ενσωματώνονται τα συστήματα συναγερμού στο γενικότερο σχέδιο ασφάλειας είναι αναμφισβήτητο ότι παίζουν ένα σημαντικό ρόλο, η επιτυχής έκβαση του οποίου καθορίζει σε υψηλό ποσοστό το βαθμό προστασίας των εγκαταστάσεων. Κρίσιμο παράγοντα για την επιτυχή λειτουργία ενός συστήματος συναγερμού, ίσως και τον κρισιμότερο, αποτελούν οι ανιχνευτές που θα χρησιμοποιηθούν. Όχι αποκλειστικά και μόνο η επιλογή της εταιρείας κατασκευής ή της τεχνολογίας τους, αλλά και το πώς θα τοποθετηθούν και θα ρυθμιστούν. Υπάρχουν αρκετά μυστικά που οφείλουν οι τεχνικοί να γνωρίζουν, ώστε να εξασφαλίζουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Βασικές αρχές
Για τους αισθητήρες κίνησης χρησιμοποιούνται πολλές διαφορετικές τεχνολογίες και μέθοδοι. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η μείωση του αριθμού των λανθασμένων συναγερμών, που αποτελούν ακόμα και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα προβλήματά τους. Ένας από τους δημοφιλέστερους τύπους συναγερμών είναι οι αισθητήρες τύπου PIR. Όπως αναφέρει το όνομά τους (Passive Infrared – Παθητικοί Υπέρυθροι) αυτοί οι συγκεκριμένοι ανιχνευτές δεν εκπέμπουν, αλλά μετρούν τις αλλαγές στην υπέρυθρη ακτινοβολία που εκπέμπεται από τα διάφορα αντικείμενα και ανάλογα παράγουν ένα ηλεκτρικό σήμα. Αποτελούνται από ένα φακό Fresnel, ένα πυροηλεκτρικό αισθητήρα και μία μονάδα επεξεργασίας σήματος. Ο φακός Fresnel εστιάζει την υπέρυθρη ακτινοβολία στο πυροηλεκτρικό στοιχείο, που μετασχηματίζει τις μεταβολές της υπέρυθρης ακτινοβολίας σε ηλεκτρικό σήμα, το οποίο στη συνέχεια μεταβιβάζεται στη μονάδα επεξεργασίας.
Οι ανιχνευτές PIR διαχωρίζουν το χώρο που καλύπτουν σε οριζόντιους και κάθετους τομείς. Κάθε φορά όπου ένα αντικείμενο περνά δύο διαδοχικούς τομείς ή περνά δύο φορές επαναλαμβανόμενα από τον ίδιο τομέα, ενεργοποιείται ο ανιχνευτής. Πριν όμως σταλθεί ένδειξη συναγερμού από τον ανιχνευτή προς τον κεντρικό πίνακα, το σήμα επεξεργάζεται με βάση διάφορα χαρακτηριστικά όπως ένταση και κυματομορφή, ώστε να διασαφηνιστεί αν όντως πρόκειται για άνθρωπο ή για άλλη πηγή εκπομπής υπέρυθρης ακτινοβολίας, όπως ζώα.
Μυστικά εγκατάστασης
Μπορεί να επιλέξει κάποιος τους καλύτερους και πλέον προηγμένους ανιχνευτές. Αν όμως δεν ακολουθήσει ορισμένες βασικές οδηγίες, τότε μπορεί να διαπιστώσει – και συνήθως το διαπιστώνει αργά – ότι η επένδυσή του δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Βασικό συστατικό της επιτυχούς λειτουργίας ενός συστήματος συναγερμού είναι και ο τρόπος με τον οποίο αυτό εγκαθίσταται, ρυθμίζεται και φυσικά δοκιμάζεται.
Οι ανιχνευτές θα πρέπει να τοποθετούνται σε οδεύσεις και σημεία από τα οποία θα περάσει ο πιθανός διαρρήκτης. Οι τεχνικοί οφείλουν να συμβουλεύονται πάντα το εγχειρίδιο που συνοδεύει τα προϊόντα, ώστε να γίνεται σωστή επιλογή του ύψους τοποθέτησης αλλά και της περιοχής που μπορεί να καλύψει το συγκεκριμένο μοντέλο. Η αποφυγή των νεκρών σημείων, δηλαδή σημείων που να μη μπορεί να καλύψει ο ανιχνευτής, αποτελεί άλλη μία κρίσιμη παράμετρο που θα πρέπει να προσεχθεί.
Από τη στιγμή που οι αισθητήρες PIR είναι ευαίσθητοι στην υπέρυθρη ακτινοβολία η οποία σχετίζεται άμεσα με τις θερμοκρασιακές διαφορές, είναι σημαντικό να μπορεί να γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε άσχετες πηγές θερμότητας και σε ενδεχόμενους διαρρήκτες. Για το λόγο αυτό πρέπει να αποφεύγεται η τοποθέτησή τους σε σημεία κοντά σε παράθυρα, σε κλιματιστικές μονάδες, σε ανεμιστήρες, σε τζάκια και, φυσικά, η έκθεσή τους απευθείας στην ηλιακή ακτινοβολία.
Τα ζώα αποτελούν άλλη μία αιτία για την εμφάνιση λανθασμένων και άκυρων συναγερμών. Αυτό το πρόβλημα επιλύεται σε σημαντικό ποσοστό με τη χρήση ειδικών ανιχνευτών με δυνατότητα αναγνώρισης μικρών ζώων, γνωστών και με τους αγγλικούς όρους "pet-immune" ή "pet-friendly". Οι ανιχνευτές αυτού του τύπου αγνοούν τις μεταβολές στην υπέρυθρη ακτινοβολία που προέρχονται από διάφορα ζώα, καθώς έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν ότι αυτά τα σήματα είναι ασθενέστερα από εκείνα που προέρχονται από ανθρώπους. Φυσικά, αυτή η δυνατότητα φθάνει μέχρι κάποιο όριο και εξαρτάται ως επί το πλείστον από το μέγεθος του εκάστοτε ζώου. Εδώ και πάλι παίζει σημαντικό ρόλο η ανάγνωση του εγχειριδίου, μέσα στο οποίο θα αναγράφονται τα επιτρεπτά μεγέθη των ζώων που μπορούν να κινηθούν χωρίς να αποτελούν αντικείμενο συναγερμού.
Επιλογή ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας
Καθώς οι ανιχνευτές PIR μπορεί να διαθέτουν αρκετά πλεονεκτήματα – χωρίς όμως να έχουν εξαλείψει εντελώς τα μειονεκτήματά τους – ήταν εύλογο οι εταιρείες να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν προϊόντα που θα αντιμάχονταν ακριβώς αυτές τις αδυναμίες. Οι περισσότερες επέλεξαν λοιπόν να παρουσιάσουν ανιχνευτές διπλής τεχνολογίας. Δηλαδή ανιχνευτές που θα λειτουργούν σαν ανιχνευτές PIR, ενώ παράλληλα θα κάνουν χρήση και μίας από τις άλλες διαθέσιμες τεχνολογίες ανίχνευσης. Με τον τρόπο αυτό θα πετύχαιναν βέλτιστη απόδοση με την αλληλοακύρωση των αδυναμιών της κάθε τεχνολογίας.
Το βασικό που πρέπει να προσεχθεί στους ανιχνευτές διπλής τεχνολογίας είναι το πώς θα λειτουργούν. Δηλαδή, τα δύο συστήματα αναγνώρισης μπορεί μεν να λειτουργούν παράλληλα, αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι πότε θα δίνεται ένδειξη συναγερμού: Όταν ένα από τα δύο συστήματα ανίχνευσης λαμβάνει κάποια ένδειξη ή όταν ενεργοποιούνται ταυτόχρονα και οι δύο ανιχνευτές; Στην πρώτη περίπτωση έχουμε αναμφισβήτητα μεγαλύτερο ποσοστό ανίχνευσης – με αυξημένη όμως πιθανότητα λάθους, ενώ στο δεύτερο στο οποίο γίνεται επιβεβαίωση του σήματος, μειώνεται μεν η πιθανότητα λάθους αλλά αυξάνεται η πιθανότητα να διαφύγει κάποιος από το σύστημα, στην περίπτωση που δεν γίνει αντιληπτός από τον ένα εκ των δύο ανιχνευτών.
Μικροκύματα και εσφαλμένες ενδείξεις
Μια άλλη κατηγορία δημοφιλών ανιχνευτών είναι εκείνη των μικροκυμάτων. Αυτού του τύπου οι ανιχνευτές εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα τα οποία αντανακλώνται και στέλνονται πίσω σε ένα ενσωματωμένο δέκτη. Ο επεξεργαστής σήματος τα διαβάζει και τα συγκρίνει. Εάν δεν υπάρχει κίνηση σε μία περιοχή, τότε η κυματομορφή του σήματος παραμένει σταθερή. Εάν η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία αντανακλάται από ένα κινούμενο αντικείμενο, τότε η κυματομορφή αλλάζει και επομένως παράγεται ένδειξη συναγερμού από το σύστημα.
Για να γίνουν αντιληπτοί οι ενδεχόμενοι διαρρήκτες από τους αισθητήρες μικροκυμάτων θα πρέπει να κινούνται μπροστά τους. Όσο δε γρηγορότερα και εγγύτερα κινούνται στους ανιχνευτές, τόσο πιο έντονο θα είναι το σήμα. Εντούτοις και αυτή η τεχνολογία έχει τα μειονεκτήματά της, τα οποία πρέπει να προσεχθούν κατά την εγκατάσταση των ανιχνευτών ώστε να μη δημιουργήσουν τρωτά σημεία στο σχέδιο ασφάλειας.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι τα μικροκύματα διαπερνούν τους τοίχους – το οποίο στην πράξη σημαίνει ότι αν δεν ρυθμιστεί σωστά το εύρος του ανιχνευτή, μπορεί να αντιληφθεί και ως πιθανό κίνδυνο άτομα που κινούνται στο εξωτερικό μέρος ενός τοίχου.
Έλεγχοι και δοκιμές
Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο που διασφαλίζει την ορθή λειτουργία των ανιχνευτών είναι η διαδικασία δοκιμών. Οι καλύτερες δοκιμές είναι αυτές που πραγματοποιούνται με την αναπαράσταση πραγματικών συνθηκών, όπου οι τεχνικοί θα περπατούν στη ζώνη ανίχνευσης και θα παρατηρούν πώς θα αντιδρά ο ανιχνευτής. Αυτές οι δοκιμές αποκαλούνται και walk tests και θα πρέπει να πραγματοποιούνται κατά τη διαδικασία της ρύθμισης του συστήματος και σε αρκετά σημεία περιμετρικά του ανιχνευτή.
Οι περισσότεροι ανιχνευτές κίνησης έχουν ενσωματωμένες λυχνίες τύπου LED, που ανάβουν όταν αντιλαμβάνονται κίνηση. Εδώ πάλι υπεισέρχεται η σημασία της ανάγνωσης του εγχειριδίου, καθώς μόνο έτσι ο εγκαταστάτης μπορεί να κατανοήσει τι πραγματικά σημαίνουν αυτές οι ενδείξεις LED, διότι αισθητήρες από διαφορετικούς κατασκευαστές μπορεί να συμπεριφέρονται διαφορετικά.
Ρυθμίσεις στους πίνακες
Όσο σημαντικοί είναι οι ανιχνευτές, εξίσου κρίσιμος είναι ο ρόλος του κεντρικού πίνακα συναγερμού. Υπάρχει η μεγάλη πιθανότητα – ειδικά αναφερόμενοι στους σύγχρονους πίνακες – να ενσωματώνουν λειτουργίες που να μειώνουν σημαντικά τον αριθμό των εσφαλμένων συναγερμών.
Μία από αυτές είναι η λειτουργία της χρονοκαθυστέρησης. Αυτή μάλιστα μπορεί να ρυθμιστεί διαφορετικά σε κάθε ζώνη. Μπορεί σε μία ζώνη η σειρήνα να ηχήσει αμέσως, ενώ σε άλλη ζώνη να υπάρχει μια καθυστέρηση ορισμένων δευτερολέπτων.
¶λλη μία χρήσιμη λειτουργία που συναντιέται κυρίως σε μεσαίας δυναμικότητας συστήματα είναι η λειτουργία της διασταύρωσης ζωνών (cross zone). Όταν είναι ενεργοποιημένη αυτή η λειτουργία, για να δοθεί σήμα συναγερμού θα πρέπει να υπάρχει κίνηση σε τουλάχιστον δύο ζώνες. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι για να ηχήσει ο συναγερμός θα πρέπει πρώτα να δοθεί σήμα από τη μαγνητική επαφή που καλύπτει το άνοιγμα της θύρας και στη συνέχεια να δοθεί σήμα από έναν ανιχνευτή κίνησης που καλύπτει τη συγκεκριμένη περιοχή.
Η επιβεβαίωση των συναγερμών (alarm verification) είναι μία εξίσου ενδιαφέρουσα λειτουργία, που και αυτή αποσκοπεί στη μείωση των εσφαλμένων συναγερμών. Για να δοθεί συναγερμός η λειτουργία απαιτεί να επαναληφθεί το σήμα δύο φορές από τον ίδιο ανιχνευτή, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η δυνατότητα αυτή προϋπήρχε στα συστήματα πυρανίχνευσης και από εκεί μεταφέρθηκε και στους συναγερμούς.
Γνωρίζοντας τον εξοπλισμό
Πολλά λοιπόν μπορεί να γίνουν προκειμένου οι ανιχνευτές κίνησης αλλά και όλο το σύστημα συναγερμού να λειτουργούν καλύτερα. Δεν αρκεί μόνο η επιλογή του ποιοτικότερου εξοπλισμού ή του ακριβότερου. Πολλές φορές μάλιστα, φθηνότερα συστήματα είναι πιο αποτελεσματικά αρκεί οι εγκαταστάτες να εξαντλούν όλες τις δυνατότητες που προσφέρουν. Για να επιτευχθεί φυσικά αυτό χρειάζεται να εξοικειωθούν μαζί τους και να γνωρίσουν σε βάθος όλες τις λειτουργίες τους. Επιπλέον, πριν ακόμα αποφασίσουν να ασχοληθούν με ένα σύστημα, οφείλουν να το ψάξουν και να δουν αν όντως ο κατασκευαστής προσφέρει λειτουργίες που συντελούν στη μείωση των εσφαλμένων συναγερμών.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ