Ανιχνευτές: Η πρώτη επαφή
Ο έγκαιρος εντοπισμός ενός επίδοξου εισβολέα σε ένα φυλασσόμενο χώρο, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την επιτυχία ενός συστήματος ασφαλείας. Ευνόητο είναι λοιπόν ότι οι ανιχνευτές παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αποτελεσματική επίβλεψη μιας προστατευόμενης ζώνης.
Οι αισθητήρες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία ενός συστήματος συναγερμού. Αποτελούν το μέσο, με το οποίο γίνεται αντιληπτός οποιοσδήποτε πιθανός κίνδυνος για το φυλασσόμενο χώρο, οπότε είναι προφανές ότι η σωστή επιλογή τους συμβάλλει στην ενίσχυση της ασφάλειας και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος ασφαλείας του κτιρίου.
Η τεχνολογική εξέλιξη έχει αφήσει το στίγμα της και στην κατηγορία των αισθητήρων, καθώς πλέον έχουν εμφανισθεί πολλές διαφορετικές κατηγορίες με εντελώς διαφορετική αρχή λειτουργίας και ιδιαίτερα τεχνικά χαρακτηριστικά. Η ταξινόμησή τους μπορεί να γίνει με βάση διάφορα κριτήρια. Τα πιο σημαντικά εξ αυτών είναι το σημείο τοποθέτησής τους και η αρχή λειτουργίας τους. Καταρχήν, οι αισθητήρες μπορούν να ομαδοποιηθούν ανάλογα με το εάν είναι εξωτερικοί ή εσωτερικοί. Στη συνέχεια, οι δύο αυτές βασικές ομάδες διαχωρίζονται σε μικρότερες με κριτήριο την αρχή λειτουργίας.
Ανιχνευτές εσωτερικού χώρου
Οι αισθητήρες εσωτερικού χώρου αποτελούν την πρώτη μεγάλη κατηγορία. Η ταξινόμησή τους γίνεται με βάση την αρχή λειτουργίας τους, που άλλωστε καθορίζει και τις δυνατότητές τους και τις εφαρμογές στις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Οι πιο σημαντικοί είναι οι PIR (Passive Infrared- Παθητικοί ανιχνευτές υπερύθρων), οι ανιχνευτές μικροκυμάτων, οι ενεργοί ανιχνευτές υπερύθρων, που τους συναντάμε και με τον όρο Interior Active Infrared και οι ανιχνευτές διπλής τεχνολογίας. Λιγότερο διαδεδομένοι είναι οι ανιχνευτές υπερήχων (ενεργητικοί και παθητικοί), καθώς και οι ακουστικοί ανιχνευτές.
Ανιχνευτές PIR
Οι παθητικοί ανιχνευτές υπέρυθρων που έχει επικρατήσει να αποκαλούνται PIR έχουν ευρύτατη χρήση σε συστήματα ασφαλείας. Όπως υποδηλώνει το όνομά τους, οι συγκεκριμένοι αισθητήρες είναι παθητικοί, το οποίο σημαίνει ότι δεν εκπέμπουν κανενός είδους σήμα, αλλά δέχονται σήματα. Αναλυτικότερα, η κεφαλή του αισθητήρα είναι διαχωρισμένη σε τομείς, με τον κάθε τομέα να καθορίζεται από συγκεκριμένα όρια. Η ανίχνευση πραγματοποιείται όταν μια πηγή θερμότητας διασχίζει δύο γειτονικούς τομείς ή ένα συγκεκριμένο τομέα δύο φορές, μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Οι αισθητήρες τύπου PIR ανιχνεύουν την εκπεμπόμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, που παράγεται από πηγές που παράγουν θερμοκρασίες χαμηλότερες του ορατού φωτός. Ουσιαστικά, δεν μετρούν την ποσότητα της υπέρυθρης εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, αλλά τις μεταβολές της. Δηλαδή, εντοπίζουν μια υπέρυθρη εικόνα, ανιχνεύοντας την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ της εικόνας και του ψυχρότερου περιβάλλοντος.
Μονάδα μέτρησης της υπέρυθρης ακτινοβολίας είναι τα microns. Η εκπεμπόμενη ενέργεια από το ανθρώπινο σώμα κυμαίνεται μεταξύ των 7 έως 14 microns. Οι περισσότεροι εκ των ανιχνευτών PIR λειτουργούν ανάμεσα σε αυτά τα όρια. Για να αποφεύγονται τυχούσες θερμικές παρεμβολές από μη σχετικές πηγές που πιθανόν να βρίσκονται στο περιβάλλον, χρησιμοποιείται είτε ένα κύκλωμα μέτρησης του ρυθμού μεταβολής είτε ένα κύκλωμα μέτρησης παλμού δύο διευθύνσεων.
Όταν η ανίχνευση του σήματος γίνεται βάσει του ρυθμού μεταβολής, ο αισθητήρας αξιολογεί την ταχύτητα με την οποία μεταβάλλεται η ποσότητα της ενέργειας στον υπό έλεγχο χώρο. Παραδείγματος χάρη, η κίνηση από ένα εισβολέα στον ελεγχόμενο χώρο προκαλεί μια πολύ γρήγορη μεταβολή της ενέργειας, ενώ οι βαθμιαίες θερμοκρασιακές μεταβολές, αντιθέτως, προκαλούν αργές και σταδιακές αλλαγές στην εκπεμπόμενη ποσότητα της ενέργειας.
Στην άλλη κατηγορία του παλμού μέτρησης δύο διευθύνσεων, σήματα από διαφορετικούς θερμικούς αισθητήρες συντελούν στην εμφάνιση αντίθετης πολικότητας. Ένας άνθρωπος που θα διεισδύσει στον ελεγχόμενο χώρο με μια φυσιολογική ταχύτητα, θα προκαλέσει φυσιολογικά, διάφορα σήματα που θα συμβάλλουν στην ανίχνευση του. Όταν η εκπεμπόμενη ακτινοβολία υπερβεί κάποια προκαθορισμένη τιμή, τότε ο θερμικός αισθητήρας παράγει ένα ηλεκτρικό σήμα, που αποστέλλεται σε ένα ενσωματωμένο επεξεργαστή για αξιολόγηση και πιθανή ενεργοποίηση του συναγερμού.
Οι ανιχνευτές τύπου PIR τοποθετούνται κυρίως σε τοίχους ή οροφές, με τη διάταξη ανίχνευσης να καλύπτει τις πιθανές ζώνες διείσδυσης. Κάθε ζώνη ανίχνευσης/ επίβλεψης μπορεί να παρομοιαστεί περιγραφικά σαν μια ακτίνα προβολέα, που σταδιακά διευρύνεται, όσο η ζώνη εκτείνεται μακρύτερα από τον αισθητήρα, ενώ άλλα τμήματα είναι φωτεινότερα και άλλα σκοτεινότερα. Το συγκεκριμένο αυτό χαρακτηριστικό επιτρέπει στο χρήστη να εστιάζει την "ακτίνα" σε περιοχές που απαιτούν μεγαλύτερο βαθμό προστασίας, από άλλες μικρότερης σημασίας. Θεωρητικά, οι ανιχνευτές αυτής της κατηγορίας, όταν τοποθετούνται σε οροφές ή πύργους καλύπτουν μια ζώνη ανίχνευσης 360 μοιρών.
Η κατάλληλη χρησιμοποίηση και εναλλαγή διάφορων φακών και ανακλαστήρων επιτρέπει τη συνεχή αλλαγή και τμηματοποίηση σε μικρότερες ζώνες των χώρων που βρίσκονται υπό επιτήρηση. O σχεδιασμός των ανιχνευτών PIR τους δίνει τη δυνατότητα να παρέχουν ένα ολοκληρωτικό φραγμό προστασίας, εξουδετερώνοντας τα νεκρά σημεία που πιθανώς να υπάρχουν. Οι ανιχνευτές PIR με αυτό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, είναι κατάλληλοι για εισόδους και προθάλαμους.
Όπως και κάθε σύστημα επιτήρησης και προστασίας, έτσι και οι ανιχνευτές PIR διαθέτουν τα τρωτά τους σημεία. Το κυριότερο πηγάζει από την ίδια αρχή λειτουργίας τους, που βασίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του περιβάλλοντος και του στόχου. Θεωρητικά λοιπόν, εάν η ενέργεια που εκπέμπει κάποιος έχει την ίδια θερμοκρασία με τον περιβάλλον, τότε οι ανιχνευτές δεν θα μπορούν να τον εντοπίσουν. Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η συγκεκριμένη αδυναμία των ανιχνευτών τύπου PIR, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό και ανιχνευτές άλλου είδους, ανάλογα με το χώρο προστασίας.
Ένα άλλο μειονέκτημα είναι οι λανθασμένοι συναγερμοί. Παραδείγματος χάρη, θερμότητα μπορεί να εκπέμπει και ένα μικρό ζώο ή ακόμα και μια χρονο- προγραμματιζόμενη θερμάστρα ή και σωλήνες ζεστού νερού. Όλες οι παραπάνω πηγές θερμότητες είναι πιθανές αιτίες πρόκλησης λανθασμένων συναγερμών, όταν βρίσκονται μέσα στο χώρο επιτήρησης.
Επιπροσθέτως, οι ανιχνευτές PIR δεν είναι σε θέση να φιλτράρουν το ορατό φως, οπότε μπορεί η λειτουργία τους να επηρεαστεί από τους προβολείς των αυτοκινήτων ή άλλες πηγές εστιασμένου φωτός. Αν και η υπέρυθρη ακτινοβολία από το ηλιακό φως φιλτράρεται από τα παράθυρα, σε ένα δωμάτιο υπάρχουν και άλλα αντικείμενα που μπορούν να εκπέμπουν ή και να αντανακλούν υπέρυθρη ακτινοβολία και σε συνδυασμό με τυχαίες παροδικές κινήσεις που προκαλούν σημαντικές αυξομειώσεις της εκπεμπόμενης ενέργειες, όπως παραδείγματος χάρη, η μετακίνηση των σύννεφων είναι αιτία πρόκλησης λανθασμένων συναγερμών.
Ανιχνευτές μικροκυμάτων
Μια άλλη κατηγορία ανιχνευτών που χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές εσωτερικών αλλά και εξωτερικών χώρων, είναι εκείνοι που βασίζουν τη λειτουργία τους στη μετάδοση μικροκυμάτων. Είναι ανιχνευτές κίνησης, οι οποίοι σαρώνουν μια προκαθορισμένη περιοχή με ένα ηλεκτρικό πεδίο. Μια κίνηση στο συγκεκριμένο χώρο, διεγείρει το πεδίο και ενεργοποιεί το συναγερμό. Οι ανιχνευτές αυτής της κατηγορίας βασίζουν τη λειτουργία τους στη μετάδοση μικροκυμάτων στην περιοχή X, στην οποία δεν επηρεάζονται οι βιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος ή και συσκευές κρίσιμες για την ανθρώπινη υγεία, όπως οι βηματοδότες. Αν και για τη δημιουργία των μικροκυμάτων απαιτείται η κατανάλωση πολύ μικρής ενεργειακής ποσότητας, η ενέργεια αυτή αρκεί για την παραγωγή ενός σήματος, εμβέλειας περίπου 150 μέτρων σε ευθεία. Η ανίχνευση ενός εισβολέα βασίζεται στο φαινόμενο Doppler. Οι περισσότεροι ανιχνευτές είναι ρυθμισμένοι να καταγράφουν την εναλλαγή Doppler μεταξύ των 20 και 120 Hz. Οι συγκεκριμένες συχνότητες είναι εκείνες που παράγονται και από τις ανθρώπινες κινήσεις. Οτιδήποτε δεν δημιουργεί το κατάλληλο σήμα, το οποίο να ανταποκρίνεται στα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, αγνοούνται από τους ανιχνευτές, ενώ αντίθετα οτιδήποτε δώσει ένα σήμα του οποίου η εκπεμπόμενη συχνότητα να βρίσκεται μέσα στο συγκεκριμένο εύρος, προκαλεί και το αντίστοιχο σήμα συναγερμού.
Ανάλογα με τη διαμόρφωση, υπάρχουν δύο είδη ανιχνευτών μικροκυμάτων: Οι "μονοστατικοί" που έχουν το μεταδότη και το δέκτη ενσωματωμένους σε μία μονάδα και τους ΄΄διστατικούς΄΄, στους οποίους ο μεταδότης και ο δέκτης είναι τοποθετημένοι σε δύο διαφορετικές μονάδες, μεταξύ των οποίων εκτείνεται η ζώνη ανίχνευσης.
Η ενιαία μονάδα, στους μονοστατικούς εκτελεί διπλή λειτουργία. Η κεραία μπορεί να ρυθμιστεί ώστε να καλύπτει μια καθορισμένη ζώνη και είναι τοποθετημένη μέσα στην περιοχή που σαρώνουν τα μικροκύματα. Οι μονοστατικοί ανιχνευτές μεταδίδουν τα σήματα σε δύο διαφορετικές συχνότητες, οι οποίες ανοιγοκλείνουν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και εναλλάξ. Ο δέκτης, αμέσως μετά τη μετάδοση του σήματος, κλείνει για πολύ λίγο και προγραμματίζεται ώστε να δέχεται σήματα, τα οποία αναχωρούν και επιστρέφουν μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο είναι γνωστό, καθώς τα μικροκύματα ταξιδεύουν με μια σταθερή ταχύτητα. Η περιοχή στην οποία όλα τα αντανακλώμενα σήματα μπορούν να αναγνωρισθούν από το δέκτη, ονομάζεται RCO (Receiver Cut Off) και η ύπαρξη αυτής της ζώνης δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να προστατέψει αποτελεσματικά μια καλά καθορισμένη περιοχή. Ο δέκτης ρυθμίζεται ώστε να αγνοεί σήματα που προέρχονται από ακίνητα αντικείμενα και να δέχεται μόνο σήματα, των οποίων η πηγή προέρχεται από κινήσεις που γίνονται μέσα στο συγκεκριμένο χώρο.
Αντίθετα, στις διστατικές μονάδες, η ζώνη ανίχνευσης βρίσκεται ανάμεσα στο δέκτη και στο πομπό. Ρυθμίζοντας την κεραία, ώστε, μεταβάλλοντας παραμέτρους του σήματος (πλάτος, ύψος) μπορούν να δημιουργηθούν διαφορετικές ζώνες ανίχνευσης ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Το μειονέκτημα των συγκεκριμένων ανιχνευτών είναι ότι έχουν μεγάλο δείκτη εμφάνισης λανθασμένων συναγερμών, που μπορούν σχετικά εύκολα να προκληθούν είτε από την ύπαρξη μεγάλων μεταλλικών αντικειμένων ή ακόμα και δυνατών ρευμάτων αέρος στην περιοχή ανίχνευσης.
Οι ανιχνευτές μικροκυμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε σε ανοικτούς ή και σε κλειστούς χώρους. Οι εσωτερικού χώρου είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί σε ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους, σε θησαυροφυλάκια τραπεζών, σε εισόδους κτιρίων, σε προθάλαμους.
Όσον αφορά τους εξωτερικούς ανιχνευτές μικροκυμάτων, χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση μιας περιοχής ή και μιας καθορισμένης περιμέτρου που περικλείει ένα συγκεκριμένο χώρο, ενώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για μια πρώτη ένδειξη ότι κάποιος προσεγγίζει μια πόρτα ή ένα φράκτη.
Ένα από τα μειονεκτήματα των μονοστατικών ανιχνευτών είναι ότι η δυνατότητα κάλυψης που παρέχουν δεν ξεπερνάει τα 120 μέτρα, περίπου. Αντιθέτως, οι διστακτικοί ανιχνευτές έχουν εμβέλεια γύρω στα 500 μέτρα. Για μεγαλύτερη βελτίωση του συστήματος συναγερμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν και συσκευές βίντεο, που να ενεργοποιούνται με την κίνηση (ένας άλλος τύπος ανιχνευτή). Η χρήση ενός διαφορετικού είδους ανιχνευτών, σε συνδυασμό με τους ανιχνευτές μικροκυμάτων αποτελεί μια πολύ καλή ασφαλιστική δικλείδα, καθώς παρέχει μια δεύτερη διπλή γραμμή άμυνας. Παράλληλα, είναι ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια του προσωπικού του τμήματος ασφάλειας, καθώς τους επιτρέπει να έχουν καλύτερη αντίληψη για την κρισιμότητα που εμπεριέχει μια ένδειξη συναγερμού και να ξεχωρίζουν ποιες ενδείξεις είναι εσφαλμένες και ποιες χρήζουν περισσότερης διερεύνησης.
Αναφερόμενοι σε εσφαλμένους συναγερμούς, αξίζει να κάνουμε μια εμβάθυνση στις αιτίες που μπορούν να τους προκαλέσουν. Καθώς οι ανιχνευτές μικροκυμάτων λειτουργούν στο φάσμα των υψηλών συχνοτήτων, οποιαδήποτε συσκευή εκπέμπει ή είναι σε θέση να αντανακλάει το συγκεκριμένο εύρος συχνοτήτων, μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην ικανότητα ανίχνευσης του συστήματος. Τέτοιες συσκευές μπορεί να είναι συσκευές που παράγουν ισχυρά ηλεκτρικά ή μαγνητικά πεδία, όπως ραδιομεταδότες, γεννήτριες, κινητήρες. Ακόμα, τα φωτιστικά φθορίου είναι σε θέση να δημιουργήσουν σύγχυση, καθώς ο κύκλος ιονισμού του αερίου μπορεί να ερμηνευτεί από τον ανιχνευτή σαν κίνηση και κατά συνέπεια να δώσει λανθασμένο συναγερμό.
Τα ογκώδη μεταλλικά αντικείμενα, τα οποία αντανακλούν τα εκπεμπόμενα μικροκύματα μπορούν επίσης να προκαλέσουν προβλήματα, καθώς λόγω της αντανάκλασης δημιουργούνται νεκρά σημεία στη ζώνη ανίχνευσης, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν κερκόπορτες που θα διευκολύνουν τους επίδοξους εισβολείς.
Ένα άλλο μειονέκτημα των ανιχνευτών πηγάζει από την αρχή λειτουργίας τους. Ενώ δεν επηρεάζονται από τον αέρα ή τις μεταβολές στη θερμοκρασία και στην υγρασία λόγω των υψηλών συχνοτήτων στις οποίες μεταδίδονται, μπορούν να διαπερνούν διάφορα φυσικά εμπόδια, όπως τοίχους. Είναι προφανές λοιπόν, ότι μπορούν να ανιχνεύσουν μια κίνηση που έγινε εκτός της προστατευόμενης περιοχής και να δώσουν λανθασμένο συναγερμό. Είναι απαραίτητο λοιπόν, πριν την έναρξη λειτουργίας τους να γίνουν εξονυχιστικές δοκιμές, ώστε να ελεγχθούν πιθανά νεκρά σημεία και διάφορες άλλες αδυναμίες του συστήματος και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.
Υβριδικοί ανιχνευτές μικροκυμάτων/ PIR
Είναι γενική αρχή ότι ο συνδυασμός δύο τεχνολογιών αποτελεί την καλύτερη λύση για τη βελτίωσή τους και την παράλληλη εξάλειψη των αδυναμιών τους. Αυτή η λύση υιοθετήθηκε και από τη βιομηχανία των συστημάτων ασφαλείας, με την εμφάνιση των ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας μικροκυμάτων/ PIR. Αυτοί οι υβριδικοί ανιχνευτές βασίζονται σε ένα συνδυασμό των δύο παραπάνω τεχνολογιών και χρησιμοποιώντας ένα λογικό ηλεκτρονικό κύκλωμα, είναι σε θέση να μας δίνουν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα όσον αφορά τα σήματα συναγερμού. Χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές εσωτερικών χώρων και μειώνουν σημαντικά το δείκτη εμφάνισης λανθασμένων συναγερμών (False Alarm Rate- FAR).
Οι ανιχνευτές διπλής τεχνολογίας διαθέτουν έναν παθητικό ανιχνευτή τύπου PIR και έναν ενεργητικό ανιχνευτή μικροκυμάτων. Και οι δύο ανιχνευτές είναι τοποθετημένοι σε μια συσκευή και είναι συνδεδεμένοι ηλεκτρονικά με ένα λογικό κύκλωμα Καλύπτουν την ίδια περιοχή και για την εμφάνιση σήματος συναγερμού πρέπει και οι δύο ανιχνευτές να αντιληφθούν την κίνηση πιθανού εισβολέα στον προστατευόμενο χώρο. Οι υβριδικοί ανιχνευτές μικροκυμάτων/ PIR τοποθετούνται σε μια περιμετρική ζώνη. Επίσης μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικοί αν χρησιμοποιηθούν σαν μέσο μιας πρώτης ένδειξης για την είσοδο προσώπων σε μια πόρτα ή σε ένα τοίχο. Όπως και στους ανιχνευτές μικροκυμάτων, για να αυξηθούν οι πιθανότητες ανίχνευσης, μπορούν σε συνδυασμό να χρησιμοποιηθούν και συσκευές βίντεο με ανίχνευση κίνησης. Όμως το πλεονέκτημα των συγκεκριμένων ανιχνευτών, που είναι η μείωση του FAR, μερικές φορές μετασχηματίζεται σε μειονέκτημά τους. Δηλαδή, μερικές φορές μειώνονται οι πιθανότητες ανίχνευσης ενός εισβολέα, καθώς πρέπει να υπάρχει σήμα ανίχνευσης και από τους δύο επιμέρους ανιχνευτές. Η θέση στην οποία θα τοποθετηθεί ένας υβριδικός ανιχνευτής, έχει και για αυτήν την κατηγορία ιδιαίτερη σημασία. Η επιλογή της θέσης βασίζεται καταρχήν στην αποτίμηση των δυνατοτήτων των επιμέρους ανιχνευτών. Οι παθητικοί ανιχνευτές συμπεριφέρονται καλύτερα όταν ο υποψήφιος εισβολέας κινείται κάθετα στον προστατευόμενο χώρο, ενώ αντιθέτως οι ενεργητικοί είναι πιο ευαίσθητοι σε ακτινικές κινήσεις. Ο συγκερασμός των παραπάνω ιδιοτήτων, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προστατευόμενου χώρου, θα οδηγήσει στην καλύτερη και πιο αποτελεσματική επιλογή του χώρου τοποθέτησης των ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας.
Ενεργοί ανιχνευτές υπερύθρων
Οι ενεργοί ανιχνευτές υπερύθρων εσωτερικού χώρου δημιουργούν μια διάταξη παραπετάσματος από μια προσαρμοζόμενη υπέρυθρη ακτινοβολία και αντιδρούν σε κάθε αλλαγή στη ρύθμιση της συχνότητας ή σε πιθανή διακοπή της εκπεμπόμενης ενέργειας. Τα δύο παραπάνω φαινόμενα προκύπτουν όταν ένας εισβολέας διαπερνάει μέσα στην επιτηρούμενη ζώνη. Οι ανιχνευτές της συγκεκριμένης κατηγορίας αποτελούνται από ένα μεταδότη και ένα δέκτη υπέρυθρων, που είναι τοποθετημένοι μέσα σε μια ενιαία μονάδα. Ο μεταδότης χρησιμοποιεί μια ακτίνα λέιζερ για να δημιουργεί τη ζώνη επιτήρησης. Η δέσμη εκτοξεύεται σε μια αντανακλαστική ταινία, η οποία καθορίζει το τελικό όριο της επιτηρούμενης ζώνης. Η εκπεμπόμενη ενέργεια αντανακλάται μέσω της ταινίας και επιστρέφει στο μεταδότη. Πλησιάζοντας το δέκτη, η δέσμη περνάει μέσω ειδικών φακών που συγκεντρώνουν την εκπεμπόμενη ενέργεια σε μια ειδική κυψέλη, στην οποία μετασχηματίζεται η υπέρυθρη ενέργεια σε ηλεκτρικό σήμα. Ο δέκτης καταγράφει τα παραγόμενα ηλεκτρικά σήματα και κάθε φορά που η τιμή τους πέφτει κάτω από μια καθορισμένη τιμή για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δίνει σήματα συναγερμού. Κάποιος που θα περάσει μέσω του πεδίου ανίχνευσης, θα διακόψει το σήμα και προσωρινά η τιμή του σήματος θα πέσει κάτω από το όριο διέγερσης του συστήματος συναγερμού. Ανάλογα με τον τύπο της ταινίας που χρησιμοποιείται, εξαρτάται και το εύρος της ζώνης κάλυψης. Επιπροσθέτως, μπορεί να ρυθμιστεί και η γωνία εκτόξευσης της ακτίνας λέιζερ, από 37ο έως 180ο . Τα συστήματα συναγερμού που διαθέτουν τους συγκεκριμένους ανιχνευτές, έχουν ιδιαίτερα υψηλές δυνατότητες ανίχνευσης πιθανών εισβολέων, ανεξαρτήτως της διεύθυνσης και της ταχύτητας με την οποία κινούνται, ενώ παράλληλα δεν επηρεάζονται από διάφορες μεταβολές στις συνθήκες περιβάλλοντος, όπως τη θερμοκρασία, τα ρεύματα αέρος ή το βαθμό υγρασίας. Το μόνο πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί είναι από την παρουσία σωματιδίων σκόνης, ενώ η αντανακλαστική ταινία πρέπει να είναι συνεχής και να μην έχει διάκενα. Ένας περιορισμός στην υλοποίηση του συγκεκριμένου συστήματος είναι ότι οι γωνίες που σχηματίζονται μεταξύ του μεταδότη και των άκρων της ταινίας, δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 45ο. Λανθασμένοι συναγερμοί μπορούν να προκληθούν μόνο με την εκπομπή μιας ισχυρής δέσμης φωτός, που να εστιάζει πάνω στον ανιχνευτή ή πάνω στην ταινία και η οποία, αντανακλούσα πίσω στο δέκτη μπορεί να αποτελέσει αιτία πρόκλησης σήματος συναγερμού.
Εσωτερικοί ανιχνευτές υπερήχων
Μια άλλη μεγάλη κατηγορία ανιχνευτών εσωτερικού χώρου, απαρτίζεται από εκείνους τους ανιχνευτές που λειτουργούν με υπέρηχους. Αν και η χρήση τους είναι λιγότερο διαδεδομένη, συγκρινόμενη με εκείνη των προηγούμενων κατηγοριών, δεν παύουν να είναι αρκετά αποτελεσματικοί σε συγκεκριμένες εφαρμογές. Διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους ενεργούς και στους παθητικούς.
Οι παθητικοί ανιχνευτές υπερήχων είναι ουσιαστικά συσκευές ανίχνευσης κίνησης, που «αντιλαμβάνονται» υπέρηχους μέσα σε ένα καθορισμένο χώρο -την επιτηρούμενη ζώνη- και αντιδρούν σε μεταβολές υψηλών συχνοτήτων, που σχετίζονται με ενέργειες εισβολέων. Οι ήχοι που μεταδίδονται στις προαναφερθείσες συχνότητες προέρχονται συνήθως από συριγμούς, χτύπημα μετάλλου σε μέταλλο, φλόγα οξυγονοκόλλησης ή ακόμα θρυμμάτισμα τούβλων ή τσιμέντου. Ο παραγόμενος ήχος μεταδίδεται μέσα από τον περιβάλλοντα αέρα και ταξιδεύει με τη μορφή κύματος. Όταν το ηχητικό κύμα προσεγγίσει τη συσκευή ανίχνευσης, αυτή διερευνά εάν η συχνότητα του κύματος ανήκει σε ενέργειες επικίνδυνες για την ασφάλεια του προστατευόμενου πεδίου και σε αυτήν την περίπτωση δίνει ένα σήμα συναγερμού. Με υπέρηχους λειτουργεί και μια άλλη κατηγορία ανιχνευτών, που όμως βασίζονται στην εκπομπή υπέρηχων μέσα σε μια επιτηρούμενη περιοχή. Είναι οι ενεργοί ανιχνευτές υπερήχων και χρησιμοποιούν τις αλλαγές στην εκπεμπόμενη συχνότητα των υπερήχων για να αντιληφθούν τυχόν ενέργειες διείσδυσης. Οι υπέρηχοι εκπέμπονται από μια συσκευή και μεταδίδονται μέσω του αέρα, ταξιδεύοντας με τη μορφή ενεργειακών κυμάτων. Τα κύματα αντανακλώνται πίσω από τους περιβάλλοντες τοίχους του χώρου, με ένα χαρακτηριστικό βήμα. Όταν ένα πρόσωπο διεισδύει στο χώρο, τότε η αλληλουχία των κυμάτων μεταβάλλεται και αντανακλάται πίσω με γρηγορότερο ρυθμό, οπότε αυξάνεται το βήμα κύματος και ο ανιχνευτής δίνει σήμα συναγερμού. Οι ανιχνευτές υπερήχων, συνήθως αναρτώνται σε οροφές και σε τοίχους, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται με άλλους τύπους ανιχνευτών, όπως τους PIR, ώστε να αυξάνεται η πιθανότητα εντόπισης ύποπτων κινήσεων. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι έτσι αυξάνεται και η πιθανότητα λανθασμένων συναγερμών. Ένα από τα πλεονεκτήματα των ανιχνευτών υπερήχων είναι ότι δεν επηρεάζονται από θερμοκρασιακές μεταβολές, εκτός και εάν είναι ιδιαίτερα έντονες. Επίσης, καθώς οι υπέρηχοι δεν μπορούν να διαπεράσουν σταθερά εμπόδια, όπως παραδείγματος χάρη, έναν τοίχο, μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά μια κλειστή ζώνη, χωρίς να επηρεάζονται από ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε γειτονικούς χώρους. Το μειονέκτημα όμως που προκύπτει από αυτήν την ιδιότητα των υπέρηχων είναι ότι, στην περίπτωση που υπάρχουν έπιπλα μέσα στον επιτηρούμενο χώρο, μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία νεκρών σημείων. Αυτό το μειονέκτημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη συνδυασμένη χρήση ανιχνευτών άλλου είδους. Όσον αφορά τις λανθασμένες ενδείξεις συναγερμών που δίνουν οι παθητικοί ανιχνευτές υπερήχων, προκαλούνται συνήθως από έντονους και χαρακτηριστικούς ήχους, όπως το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου ή τα ρεύματα αέρος από κλιματιστικές μονάδες ή θερμαντικά σώματα που είναι τοποθετημένα στο χώρο και οι συριγμοί από σωλήνες.
Ακουστικοί ανιχνευτές
Μια άλλη κατηγορία ανιχνευτών εσωτερικού χώρου είναι οι ακουστικοί. Σαρώνουν το χώρο και αναζητούν ήχους προερχόμενους από την είσοδο ενός προσώπου στον επιτηρούμενο χώρο. Ο ανιχνευτής αποτελείται από δύο συσκευές. Από ένα μικρόφωνο που τοποθετείται σε τοίχους ή στην οροφή και έναν ενισχυτή που διαθέτει και ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα επεξεργασίας. Τα μικρόφωνα αναζητούν ήχους και στη συνέχεια τους συλλέγουν και τους στέλνουν στον επεξεργαστή για ανάλυση και επεξεργασία. Ο επεξεργαστής συγκρίνει τους ήχους και διερευνά εάν πρόκειται για ύποπτους ήχους. Στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι κάποιος από τους συλλεγόμενους ήχους ανήκει στην κατηγορία των ήχων που είναι ταυτισμένοι με ενέργειες διάρρηξης και συνεχίζεται για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα, τότε ο ανιχνευτής δίνει σήμα συναγερμού. Οι ακουστικοί ανιχνευτές πρέπει να χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις όπου οι φυσικοί ήχοι του περιβάλλοντος να έχουν χαμηλή ένταση, ώστε να μην καλύπτει τους θορύβους που παράγονται από ενέργειες διείσδυσης.. Στην περίπτωση που οι ήχοι του περιβάλλοντος είναι ιδιαίτερα έντονοι, τότε οι ακουστικοί ανιχνευτές δεν μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην προστασία του συγκεκριμένου χώρου. Συνήθως οι ακουστικοί ανιχνευτές χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό και με άλλες κατηγορίες συσκευών ανίχνευσης, ώστε να εξασφαλίζονται μεγαλύτερες πιθανότητες ανίχνευσης. Το θετικό στοιχείο των ανιχνευτών αυτής της κατηγορίας είναι ότι δεν επηρεάζονται από θερμοκρασιακές μεταβολές, όπως και την ύπαρξη έντονου φωτισμού. Η χρησιμοποίησή τους, σε συνδυασμό με ένα θερμικό σύστημα ανίχνευσης με κάμερα μπορεί να δώσει ολοκληρωμένη καταγραφή μιας προσπάθειας διείσδυσης στον επιτηρούμενο χώρο.