Ανιχνευτές διπλής τεχνολογίας
Δεν βρίσκονται πλέον εύκολα λόγοι για τους οποίους κάποιος θα ήταν αρνητικός στη χρησιμοποίηση των ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας, από τη στιγμή μάλιστα που διαθέτουν το τεράστιο πλεονέκτημα της διπλά επιβεβαιωμένης ένδειξης συναγερμού.
H χρήση των λεγόμενων ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας – έτσι όπως ορίζονται συνήθως οι ανιχνευτές που ενσωματώνουν συνδυασμό ανιχνευτή PIR και μικροκυμάτων – ολοένα και παρουσιάζει αυξητική τάση στις μέρες μας.
Αν και η εμφάνισή τους δεν είναι ιδιαίτερα πρόσφατη, εντούτοις μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνταν σε εφαρμογές υψηλότερων προδιαγραφών ασφαλείας ή σε χώρους με δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Εντούτοις, οι αλλαγές που σημειώνονται στον κλάδο της ασφάλειας με την εμφάνιση και υιοθέτηση αυστηρότερων μέτρων και την παρουσίαση του πρότυπου EN 50131 έδωσε το κίνητρο για την αυξανόμενη χρήση των ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας.
Το κόστος και οι επιφυλάξεις για τον τρόπο λειτουργίας τους ήταν ορισμένοι από τους παράγοντες που δρούσαν αρνητικά στην περαιτέρω αποδοχή αυτών των ανιχνευτών. Όμως η διάδοσή τους προκαλεί καθοδικές πιέσεις στην τιμή τους, ενώ και οι τεχνικοί εξοικειώνονται όλο και περισσότερο με τη λειτουργία τους. Οπότε, πλέον δεν βρίσκονται εύκολα λόγοι για τους οποίους κάποιος θα ήταν αρνητικός στη χρησιμοποίησή τους, από τη στιγμή μάλιστα που διαθέτουν το τεράστιο πλεονέκτημα της διπλά επιβεβαιωμένης ένδειξης συναγερμού.
Η τεχνολογία τους
Αυτό ακριβώς το πλεονέκτημά τους αποτέλεσε και το λόγο εμφάνισής τους. Στα πρώιμα στάδια εμφάνισης των συστημάτων συναγερμού υπήρχε έντονο το πρόβλημα της εμφάνισης των λανθασμένων συναγερμών, για τους οποίους δεν υπήρχαν ουσιαστικά αίτια αλλά οφείλονταν είτε σε αστοχία του συστήματος είτε σε κάποια επίδραση του περιβάλλοντος (δυνατός αέρας, βροχή). Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αυτό το σημαντικό θέμα, οι ερευνητές των εταιρειών σκέφτηκαν να ενσωματώσουν δύο ανιχνευτές που να βασίζονται σε διαφορετική τεχνολογία, σε ένα ενιαίο περίβλημα. Οι ανιχνευτές διπλής τεχνολογίας, δηλαδή, απαρτίζονται από δύο ξεχωριστές συσκευές ανίχνευσης. Η διαφοροποίησή τους και το συγκριτικό τους πλεονέκτημα είναι ότι για να δώσουν σήμα συναγερμού θα πρέπει και οι δύο επιμέρους αισθητήρες να αντιληφθούν κάποια ύποπτη κίνηση. Θα αναρωτηθούν πολλοί, γιατί αυτή η απλή ιδέα άργησε να βρει τέτοια αποδοχή από την αγορά. Η απάντηση έχει πολλές πτυχές. Καταρχήν το θέμα κόστους. Είναι προφανές ότι αφού αναφερόμαστε σε δύο ουσιαστικά ξεχωριστές συσκευές ανίχνευσης, το κόστος αυξάνεται σημαντικά. Επίσης η εναρμονισμένη λειτουργία δύο διαφορετικών ανιχνευτών προκειμένου να μπορούν να δώσουν ένα διασταυρωμένο αποτέλεσμα παρουσίαζε ορισμένες δυσκολίες. Αυτές οι δυσκολίες αντιμετωπίσθηκαν με την τεχνολογική εξέλιξη και τη χρήση ισχυρότερων μικροεπεξεργαστών και βελτιωμένου αλγορίθμου ελέγχου. Οπότε έχουμε φτάσει τώρα στο σημείο όλες οι εταιρείες να μπορούν να παρουσιάσουν ανιχνευτές διπλής τεχνολογίας, προσιτούς και αξιόπιστους. Ειδικά το θέμα της αξιοπιστίας είναι πολύ σημαντικό, γιατί τα προβλήματα συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών συστημάτων ανίχνευσης ακύρωναν εν μέρει το σημαντικότερο πλεονέκτημά τους, που ήταν η αυξημένη αξιοπιστία σε σχέση με τους συμβατικούς ανιχνευτές. Τέλος, άλλο ένα μεγάλο θέμα στο οποίο έδωσαν έμφαση οι εταιρείες, ήταν η ευκολία εγκατάστασης, θέμα ιδιαίτερα σημαντικό για τους εγκαταστάτες. Καθώς μπορεί σε μικρές εγκαταστάσεις να μην παίζει ιδιαίτερο ρόλο, αλλά σε μεγάλα κτίρια με εκατοντάδες ανιχνευτές, ακόμα και μια ολιγόλεπτη καθυστέρηση μπορεί να επιβαρύνει σημαντικά το έργο τους.
Από τη στιγμή που αυτά τα θέματα λύθηκαν, όλο και περισσότεροι στρέφονται προς τις επιλογές των ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας.
Κατηγορίες ανιχνευτών
Όπως γνωρίζουμε και από προηγούμενα τεύχη του Security Manager, οι ανιχνευτές διαχωρίζονται σε πολλές κατηγορίες ανάλογα με την αρχή λειτουργία τους. Οπότε στους διπλούς ανιχνευτές οι κατασκευαστές συνδυάζουν δύο τύπους ξεχωριστών αισθητήρων, έχοντας να επιλέξουν από όλες τις γνωστές κατηγορίες που διατίθενται στην αγορά. Ως εκ τούτου οι συνδυασμοί που μπορούν να υλοποιήσουν είναι αρκετοί. Κύριο κριτήριο για την επιλογή δύο επιμέρους αισθητήρων σε έναν ενιαίο ανιχνευτή είναι η χρήση για την οποία απευθύνεται. Οπότε και εδώ υπάρχει ένα πλήθος κατηγοριών διπλών ανιχνευτών, που καλύπτουν κάθε ανάγκη. Όπως σε όλα τα προϊόντα, και εδώ υπάρχουν οι πιο διαδεδομένοι τύποι και οι τύποι με λιγότερη εμπορική απήχηση. Οι κατασκευαστές, ειδικά όταν απευθύνονται σε οικιακές εφαρμογές, επιλέγουν να συνδυάσουν τις λειτουργίες ενός αισθητήρα μικροκυμάτων με έναν αισθητήρα τεχνολογίας PIR ή θερμότητας. Όμως εντέλει οι πιθανοί συνδυασμοί περιορίζονται μόνο από τη φαντασία των σχεδιαστών. Επομένως μπορούμε να συναντήσουμε και ανιχνευτές που συνδυάζουν τη λειτουργία των ανιχνευτών θραύσης υάλων με ανιχνευτές τύπου PIR ή ακόμα και φωτοηλεκτρικούς αισθητήρες πάλι με PIR. Διαπιστώνουμε ότι όπως συμβαίνει και στους ανιχνευτές μονής τεχνολογίας, έτσι και εδώ οι αισθητήρες τύπου PIR κυριαρχούν ως η μοναδική επιλογή.
Ένα από τα πλεονεκτήματα των αισθητήρων που χρησιμοποιούν την υπέρυθρη τεχνολογία είναι ο μεγαλύτερος βαθμός ακριβείας τους και οι περισσότερες δυνατότητές τους όσον αφορά στο διαχωρισμό μεταξύ πραγματικών και λανθασμένων συναγερμών. ¶λλο πλεονέκτημα της υπέρυθρης ακτινοβολίας είναι οι μειωμένες απαιτήσεις όσον αφορά στην ενεργειακή κατανάλωση. Οι ανιχνευτές υπέρυθρης ακτινοβολίας χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια από τους ανιχνευτές μικροκυμάτων, με αποτέλεσμα να είναι πιο οικονομικοί στη λειτουργία τους. Οπότε στην περίπτωση που έχουμε το συνδυασμό ανιχνευτή PIR και μικροκυμάτων είναι προκαθορισμένο να λειτουργεί ο ανιχνευτής PIR – και μόλις ενεργοποιηθεί από πιθανή ένδειξη συναγερμού, τότε ενεργοποιείται και ο ανιχνευτής μικροκυμάτων.
Ο συνδυασμός ανιχνευτή μικροκυμάτων και PIR είναι από τους πιο διαδεδομένους, γι’ αυτό και παρουσιάζει ενδιαφέρον να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στη λειτουργία τους (το Security Manager σε προηγούμενα τεύχη έχει δημοσιεύσει άρθρα που αναλύουν με κάθε λεπτομέρεια κάθε τύπο ανιχνευτή).
Συνοπτικά λοιπόν, οι ανιχνευτές τύπου PIR (Passive Infra Red) ανήκουν στην κατηγορία των ανιχνευτών παθητικού τύπου. Δηλαδή δεν εκπέμπουν αλλά αισθάνονται την εκπεμπόμενη ενέργεια – υπό μορφή θερμότητας – από τα ανθρώπινα σώματα και ενεργοποιούνται αναλόγως με τις παραμέτρους λειτουργίας τους. Αντιθέτως, οι ανιχνευτές μικροκυμάτων είναι ενεργού τύπου. Δηλαδή ο ανιχνευτής εκπέμπει ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα με τη μορφή μικροκύματος και συγκρίνει το σήμα που αντανακλάται σε όλα τα αντικείμενα του επιτηρούμενου χώρου. Ένα μετακινούμενο αντικείμενο θα δημιουργήσει παραμορφώσεις στο σήμα που αντανακλάται και αναλόγως με τα κριτήρια ρύθμισης θα ενεργοποιηθεί ο ανιχνευτής για να δώσει σήμα συναγερμού. Οι ανιχνευτές μικροκυμάτων είναι πιο ευαίσθητοι στις κινήσεις από τους PIR και ενεργοποιούνται πιο εύκολα. Από την άλλη όμως, είναι και πιο ευάλωτοι στο φαινόμενο των λανθασμένων συναγερμών. Η συνδυασμένη λειτουργία των δύο ανιχνευτών προσφέρει το εξής πλεονέκτημα: Οι ανιχνευτές τύπου PIR έχουν πρόβλημα όσον αφορά στις διάφορες θερμικές επιδράσεις (π.χ. μία ηλεκτρική σόμπα μπορεί να αποτελέσει αιτία λανθασμένου συναγερμού) ενώ εκείνοι των μικροκυμάτων επηρεάζονται από τα διάφορα ραδιοκύματα (π.χ. λειτουργία ηλεκτρονικών συσκευών). Οπότε ο συνδυασμός και των δύο ακυρώνει κατά ένα μεγάλο ποσοστό τα παραπάνω προβλήματα και διασφαλίζει ότι ο συναγερμός έχει βάση και δεν οφείλεται σε τυχαίο γεγονός.
Σημαντικό ρόλο στην καλύτερη λειτουργία των ανιχνευτών διπλής τεχνολογίας παίζουν οι ενσωματωμένοι μικροεπεξεργαστές, μέσω των οποίων εξασφαλίζεται η καλύτερη συνεργασία των δύο ανεξάρτητων αισθητήρων. Επίσης μέσω του μικροεπεξεργαστή μπορούν να ρυθμιστούν οι αισθητήρες, ειδικά ο αισθητήρας μικροκυμάτων, ώστε να μην επηρεάζονται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Δηλαδή σε ένα δυσμενές περιβάλλον λειτουργίας μπορεί ο αισθητήρας να ρυθμιστεί ώστε να δείχνει μεγαλύτερη ανοχή στα εξωτερικά ερεθίσματα και να μην είναι επιρρεπής σε λανθασμένους συναγερμούς.
Κριτήρια επιλογής
Οι εταιρείες λοιπόν έχουν αντιληφθεί τη νέα τάση και ανταποκρινόμενες στις ανάγκες της αγοράς έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν πολυάριθμα προϊόντα αυτής της κατηγορίας. Ορισμένα από τα κριτήρια επιλογής είναι η ευκολία εγκατάστασης, η δυνατότητα παραμετροποίησης, ο βαθμός ανθεκτικότητας της κατασκευής, η αξιοπιστία και η απόδοση. Φυσικά, πάνω από όλα έρχεται η απόδοση και η αξιοπιστία, διότι είναι σίγουρα θετικό να είναι εύχρηστος και εύκολος στην εγκατάσταση ένας ανιχνευτής – αλλά από την άλλη, ποια η χρησιμότητα των ανωτέρω όταν παρουσιάζει προβλήματα λανθασμένων συναγερμών ή χάνει συμβάντα;
Όμως και ο βαθμός ευκολίας εγκατάστασης είναι σημαντικός. Οι περισσότεροι ανιχνευτές αυτού του τύπου έρχονται σχεδόν έτοιμοι προς λειτουργία με τη σύνδεσή τους, εκτός από αυτούς που διαθέτουν και αισθητήρα μικροκυμάτων και μπορεί να ενσωματώνουν ένα ποτενσιόμετρο για τη ρύθμιση των εκπεμπόμενων μικροκυμάτων. Επίσης είναι χρήσιμο να διαθέτουν ενδεικτικές λυχνίες για την κατάσταση λειτουργίας τους, καθώς και η κατασκευή τους να είναι στιβαρή και αξιόπιστη. Είναι σημαντικό αυτό, διότι μέσα στο περίβλημα περιέχονται πλέον δύο αισθητήρες, οπότε σε περίπτωση που διακοπεί η λειτουργία τους λόγω επιδράσεων από το περιβάλλον (σκόνη, υγρασία, αυξημένες θερμοκρασίες) το κόστος αντικατάστασης είναι σαφώς μεγαλύτερο. Επιπρόσθετα, όταν υπάρχουν περισσότερες ηλεκτρονικές διατάξεις μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο, τότε ο κατασκευαστής οφείλει να δείξει ιδιαίτερη προσοχή στη συναρμογή τους, καθώς μπορεί να υπάρξουν προβλήματα λειτουργίας.
Σε ένα άλλο σημείο που οφείλουν να δώσουν προσοχή οι χρήστες είναι στις δυνατότητες των ανιχνευτών. Επειδή αναφερόμαστε ουσιαστικά σε δύο διαφορετικούς αισθητήρες, θα πρέπει οι δυνατότητες να είναι στο ίδιο επίπεδο, δηλαδή να έχουν την ίδια εμβέλεια ώστε να μπορούν να καλύψουν ένα συγκεκριμένο χώρο με επιτυχία. Πολλές φορές ίσως υπερτονίζεται η εμβέλεια του ενός τύπου ανιχνευτή, που μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τον άλλο και να παρασύρεται ο χρήστης ή ακόμα και ο εγκαταστάτης. Για τους λόγους αυτούς και καθώς αναφερόμαστε σε πιο πολύπλοκες συσκευές από τους απλούς αισθητήρες, είναι απαραίτητο οι συσκευές να προέρχονται από επώνυμους και αξιόπιστους οίκους. Σε θέματα ασφαλείας θα πρέπει να αποφεύγεται η επιλογή προϊόντων με μόνο κριτήριο το κόστος, καθώς μία τέτοια πολιτική μπορεί να αποβεί επικίνδυνη και εντέλει να προκαλέσει ασυγκρίτως μεγαλύτερη ζημιά από το ποσό που αρχικά θα εξοικονομηθεί.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ