Ανιχνευτές δέσμης: Must… στην προστασία της περιμέτρου
Κάθε φορά που μελετάται η προστασία του εξωτερικού χώρου μιας εγκατάστασης και απαιτείται υψηλό επίπεδο ασφάλειας σε συνδυασμό με διακριτικότητα, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό των εμπλεκόμενων είναι ακόμα οι φωτοηλεκτρικοί ανιχνευτές δέσμης. Μέσα στον κυκεώνα των αλλαγών που παρατηρούνται στη βιομηχανία των συστημάτων ασφαλείας με τη συνεχή εμφάνιση νέων προτάσεων, είναι δύσκολο πολλές φορές να γίνει η σωστή επιλογή των κατάλληλων συστημάτων για τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης εφαρμογής.
Πληθώρα προτάσεων και αντικρουόμενα τεχνικά χαρακτηριστικά, προκαλούν σύγχυση στους μελετητές αλλά και στους εγκαταστάτες. Οι εφαρμογές περιμετρικής προστασίας – ιδιαίτερα δε λόγω των δυσμενών συνθηκών που τις χαρακτηρίζουν – αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των προαναφερθέντων. Το σύστημα συναγερμού που θα χρησιμοποιηθεί σε μια παρόμοια εφαρμογή οφείλει να είναι ευαίσθητο αρκετά ώστε να μπορεί να αναγνωρίζει τις ύποπτες κινήσεις αλλά παράλληλα θα πρέπει να φιλτράρει εκείνα τα περιστατικά που δεν αποτελούν κίνδυνο.
Ουσιαστικά πρόκειται για δύο εντελώς αντίθετες απαιτήσεις, που όμως οι αισθητήρες που θα επιλεγούν οφείλουν να ικανοποιούν και τις δύο. Επιπρόσθετα, οφείλουν να διαθέτουν μεγάλο βαθμό ανθεκτικότητας στις διάφορες περιβαλλοντικές επιδράσεις (βροχή, χιόνι, άνεμος, σκόνη) ώστε να έχουν μεγάλο χρόνο ζωής και να μη χρειάζεται η συχνή αντικατάστασή τους λόγω φθοράς. Ανέκαθεν μία λύση που χρησιμοποιούνταν με μεγάλη επιτυχία σε παρόμοιες εφαρμογές είναι οι αισθητήρες δέσμης, οι οποίοι συνδυάζουν σε μεγάλο βαθμό όλες τις παραπάνω απαιτήσεις. Ιδιαίτερα τα προϊόντα τελευταίας γενιάς έχουν αντιμετωπίσει με μεγάλη επιτυχία ορισμένες από τις αδυναμίες του παρελθόντος και αποτελούν μία λύση που συνδυάζει πολλές δυνατότητες και λογικό κόστος. Το ενδιαφέρον είναι ότι πλέον έχουμε ξεφύγει από τις συμβατικές προτάσεις των περασμένων ετών και οι εταιρείες έχουν παρουσιάσει ένα μεγάλο εύρος προϊόντων που ενσωματώνουν νέα στοιχεία και τα καθιστούν ιδανικά για μια μεγάλη γκάμα χρήσεων. Αν και μέχρι σήμερα ήταν ταυτισμένα μόνο με εφαρμογές εξωτερικού χώρου, χρησιμοποιούνται σήμερα ακόμα και σε εσωτερικούς χώρους μεγάλων διαστάσεων.
Εφαρμογές
Οι φωτοηλεκτρικοί ανιχνευτές ή δέσμες – όπως είναι η ευρεία ονομασία τους στην ελληνική αγορά, αποτελούν όπως προαναφέρθηκε ίσως την πλέον διαδεδομένη πρόταση στην περιμετρική προστασία. ¶λλωστε η αρχή λειτουργίας τους και o σχεδιασμός τους, τους καθιστά εξ ορισμού ιδανικούς για παρόμοιες εφαρμογές. Αποτελούν λοιπόν την πρώτη επιλογή για την επιτήρηση εγκαταστάσεων όπως στρατόπεδα, αεροδρόμια, εργοστάσια, μεγάλες αποθήκες εμπορευμάτων, πανεπιστημιακά campus, εργαστήρια υψηλής διαβάθμισης. Η σωστή χρήση τους μπορεί να γλιτώσει από μεγάλους κινδύνους τόσο τις εγκαταστάσεις όσο και το προσωπικό. Ο λόγος είναι ότι αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας και μπορούν να αποτρέψουν την είσοδο στα κτίσματα του χώρου, οπότε αποφεύγεται η επαφή του προσωπικού με τους εισβολείς, επαφή που μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα των ανθρώπων. Εάν καλύπτεται η περίμετρος με τη χρήση δεσμών, τότε ο συναγερμός θα δώσει την ανάλογη ένδειξη πριν καν πλησιάσουν οι εισβολείς στα κτίρια, με αποτέλεσμα είτε εκείνοι να φοβηθούν και να τραπούν σε φυγή είτε το προσωπικό επιφυλακής που μπορεί να βρίσκεται μέσα στο κτίριο ή σε κάποιο άλλο σημείο, να έχει όλο τον απαραίτητο χρόνο να προετοιμαστεί κατάλληλα και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα. Σε αντίθετη περίπτωση οι εισβολείς θα διένυαν όλο τον εξωτερικό χώρο, θα έμπαιναν μέσα στο κτίριο και τότε θα ενεργοποιούνταν ο συναγερμός. Όμως σε αυτήν την περίπτωση η επαφή θα ήταν αναπόφευκτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οπότε η χρήση φωτοηλεκτρικών ανιχνευτών δέσμης διασφαλίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την επιθυμητή προστασία και εμποδίζει τους εισβολείς να εισχωρήσουν στο εσωτερικό του κτιρίου. Ειδικά η χρήση τους είναι απαραίτητη σε χώρους όπως οι απομακρυσμένες αποθήκες, που δεν έχουν προσωπικό φύλαξης καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ωρου. Σε μια τέτοια περίπτωση, έστω ότι έμπαινε κάποιος διαρρήκτης και δεν υπήρχαν τοποθετημένες περιμετρικά δέσμες. Τότε θα είχε την άνεση να μπει μέσα στον εσωτερικό χώρο και στην καλύτερη περίπτωση θα προλάβαινε να προβεί σε αρπαγή ή σε καταστροφή των αντικειμένων που βρίσκονται μέσα, ενώ στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να υπήρχε επαφή με ενδεχόμενο κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα των εμπλεκόμενων προσώπων.
Πολύ σημαντική είναι η χρήση των φωτοηλεκτρικών ανιχνευτών και στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπου η τοποθέτησή τους σε συνδυασμό με ένα αποτελεσματικό σύστημα επιτήρησης (CCTV) μπορεί να μειώσει σημαντικά τον αριθμό του προσωπικού που θα απασχολείται με σκοπιές και περιπολίες. Η συγκεκριμένη λύση χρησιμοποιείται κατά κόρον στο εξωτερικό και επιφέρει πολλά πλεονεκτήματα. Καταρχήν απαλλάσσεται το στρατιωτικό προσωπικό από υπηρεσίες που είναι χρονοβόρες αλλά και κουραστικές και θα μπορούν πλέον να αφιερωθούν στο κύριο αντικείμενό τους που δεν είναι άλλο από την εκπαίδευση. Επίσης η συνδυασμένη λύση φωτοηλεκτρικών ανιχνευτών και ενός κλειστού κυκλώματος επιτήρησης, προσφέρει συνεχή προστασία όλο το 24ωρο και σε όλο το μήκος της περιμέτρου, κάτι που δεν είναι δυνατό να γίνει από τους σκοπούς και τα περίπολα. Επιπρόσθετα, δεν υπεισέρχονται παράγοντες όπως κούραση, αμέλεια ή εσκεμμένη και κακόβουλη παραβίαση καθήκοντος, που είναι πιθανό να εμφανιστούν όταν εμπλέκονται άνθρωποι στο έργο της φύλαξης. Το μόνο που απαιτείται είναι ένας συνεχής και περιοδικός έλεγχος του συστήματος, ώστε να διασφαλίζεται η σωστή λειτουργία του.
Τεχνολογία
Οι ανιχνευτές δέσμης ή φωτοηλεκτρικοί ανιχνευτές ανήκουν στην κατηγορία των ενεργών υπέρυθρων ανιχνευτών (Active Infrared Beams), σε αντίθεση με τους γνωστούς μας PIR (Passive Infrared) που κατατάσσονται στους παθητικούς υπέρυθρους ανιχνευτές. Η βασική αρχή λειτουργίας τους είναι ίδια, ανεξαρτήτως του κατασκευαστή. Κάθε συσκευή αποτελείται από δύο συσκευές, έναν πομπό (transmitter) και ένα δέκτη (receiver). Oι πομποί εκπέμπουν δέσμες υπέρυθρου φωτός, που δεν είναι διακριτές στο ανθρώπινο μάτι. Αυτές οι δέσμες συλλέγονται από τους δέκτες, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα αόρατο νήμα το οποίο περιφράσσει τον επιτηρούμενο χώρο. Η εμβέλεια της δέσμης μπορεί να φτάνει ακόμα και τα 300 μέτρα – υπάρχουν φυσικά διαφοροποιήσεις ανάλογα με τους κατασκευαστές και τα διάφορα μοντέλα – ενώ το ύψος ανίχνευσης εξαρτάται και από το πόσες μονάδες θα εγκατασταθούν. Οι δέκτες και οι πομποί τοποθετούνται σε ειδικούς στύλους και όλη η εικόνα προσομοιάζει έναν πραγματικό φράκτη, με τους περιοδικά τοποθετημένους στύλους και τις αόρατες δέσμες να προσομοιάζουν συρματόσκοινα που εκτείνονται από τον ένα στύλο μέχρι τον άλλο. Ο τρόπος λειτουργίας τους είναι απλός, καθώς οι ακτίνες εκπέμπονται από το στύλο που είναι τοποθετημένοι οι πομποί και καταλήγουν στο στύλο των δεκτών. Κάθε προσπάθεια παραβίασης που θα οδηγήσει σε διακοπή της συνέχειας των δεσμών, αποτελεί λόγο για την ενεργοποίηση του συστήματος συναγερμού και την ειδοποίηση των υπεύθυνων ασφαλείας.
Τα συστήματα που διατίθενται στην αγορά ξεκινούν από δύο δέσμες, οι οποίες μπορούν να καλύπτουν ένα ύψος της τάξης περίπου των 52 εκατοστών και μπορούν να φτάσουν μέχρι και τις 8 δέσμες ώστε να καλύπτουν ένα ύψος των 2 μέτρων. Το πλεονέκτημα των περισσότερων από μία δέσμη – εκτός του προφανούς ότι μπορούν να καλύψουν μεγαλύτερο ύψος – είναι επίσης ότι μειώνουν το βαθμό εμφάνισης λανθασμένων συναγερμών, καθώς για να δοθεί η αντίστοιχη ένδειξη θα πρέπει να διακοπούν όλες οι δέσμες ταυτόχρονα. Πολύ μεγάλη συνεισφορά στη μείωση της εμφάνισης των λανθασμένων συναγερμών έχει και η μεγαλύτερη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας. Τα συστήματα ενσωματώνουν ειδικούς επεξεργαστές και ψηφιακά συστήματα ελέγχου, που επιτρέπουν την καλύτερη επεξεργασία των σημάτων που λαμβάνουν αλλά και τη ρύθμιση των διάφορων παραμέτρων ευαισθησίας, ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες που επικρατούν τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Ρυθμίσεις
Ο ήλιος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς παράγει μεγάλη ποσότητα υπέρυθρης ακτινοβολίας που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή λειτουργία των αισθητήρων. Για το λόγο αυτό απαιτούνται ειδικές ρυθμίσεις στη γωνία λήψης των δεκτών, ώστε να λαμβάνουν μόνο την ακτινοβολία που εκπέμπεται από τον αντίστοιχο μεταδότη. ¶λλο ένα θέμα που χρήζει προσοχής είναι η συχνότητα μετάδοσης. Είναι απαραίτητο οι δέκτες να είναι ρυθμισμένοι ώστε να λαμβάνουν ένα σχετικό μικρό εύρος φάσματος ακτινοβολίας, που να ανταποκρίνεται και πάλι σε εκείνο που εκπέμπεται από το μεταδότη με τον οποίο αποτελούν ζευγάρι. Σημαντική λεπτομέρεια αποτελεί επίσης η ρύθμιση της ισχύος. Η ισχύς εκπομπής της ακτινοβολίας είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς όσο καλύτερες είναι οι καιρικές συνθήκες τόσο μικρότερη ισχύ απαιτείται – και αντίστροφα, όταν οι καιρικές συνθήκες είναι δυσμενείς. Όμως αν για κάποιο λόγο έχει καθοριστεί μεγαλύτερη ισχύς από ό,τι απαιτείται, επηρεάζεται και πάλι αρνητικά η απόδοση των αισθητήρων, καθώς δημιουργούνται αντανακλάσεις και αντικατοπτρισμοί. Οπότε σε μια τέτοια περίπτωση ένας μεταλλικός φράκτης τοποθετημένος σε μια συγκεκριμένη γωνία σε σχέση με τους αισθητήρες, μπορεί να φανεί σαν ένα στερεό μεταλλικό εμπόδιο και η υπέρυθρη ακτινοβολία να αντανακλαστεί πάνω του, παρακάμπτοντας τον πιθανό εισβολέα που βρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο. Αντιθέτως, με πολύ μικρή ισχύ (σε συνθήκες κακοκαιρίας) οι αισθητήρες δεν θα έχουν τη δύναμη να εντοπίσουν τίποτα.
Αντιμετώπιση προβλημάτων
Οι συμβατικοί ενεργοί ανιχνευτές τοποθετούνται μέσα σε ειδικούς στύλους (παραδείγματος χάρη, ένας τρίμετρος στύλος μπορεί να περιέχει μέχρι και τέσσερα συστήματα εκπομπής ή αντίστοιχα λήψης δεσμών για καλύτερη κάλυψη). Κάθε δέσμη όμως απαιτεί διαφορετικό κανάλι κωδικοποίησης, ώστε να μπορούν να λειτουργούν παράλληλα χωρίς να διαπλέκονται μεταξύ τους. Αυτό όμως επιφέρει άλλο ένα πρόβλημα στους εγκαταστάτες, καθώς κάθε δέκτης πρέπει να συγχρονίζεται απόλυτα και να λειτουργεί με τον πομπό με τον οποίο αποτελούν ζευγάρι. Σε αντίθετη περίπτωση εμφανίζονται φαινόμενα crosstalk (πρόκειται για την κατάσταση όπου δύο ή περισσότερα σήματα που ταξιδεύουν, παρεμβάλλονται το ένα στο άλλο, με αποτέλεσμα να προκαλείται ηλεκτρομαγνητικός θόρυβος), φαινόμενα λανθασμένων συναγερμών ή και περιπτώσεις όπου χάνονται πραγματικοί συναγερμοί. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι εντέλει η προβληματική λειτουργία του συστήματος και η μειωμένη αξιοπιστία του.
¶λλο ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζαν μέχρι σήμερα οι φωτοηλεκτρικοί ανιχνευτές είναι το "over-ranging" . Πρόκειται για την κατάσταση όπου η δέσμη ξεπερνά την εμβέλεια για την οποία έχει καθοριστεί, παρακάμπτει το δέκτη για τον οποίο προορίζεται και λαμβάνεται από τον επόμενο δέκτη στη σειρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε καλές καιρικές συνθήκες μια δέσμη μπορεί να φτάσει μέχρι και 10 φορές πάνω από την προκαθορισμένη εμβέλειά της. Σε αυτήν την περίπτωση είναι πιθανό να φτάνουν δύο δέσμες σε ένα δέκτη, οπότε το αρχικό σήμα δεν μπορεί να προσδιοριστεί και η αποτελεσματικότητα της δέσμης ακυρώνεται.
Η εισαγωγή λοιπόν της ψηφιακής τεχνολογίας στους φωτοηλεκτρικούς αισθητήρες επιτρέπει τον καθορισμό ξεχωριστών διευθύνσεων για κάθε ζευγάρι δεσμών. Αυτό το στοιχείο επιτρέπει τη μεταφορά μέσω ψηφιακών διαύλων όλων των απαραίτητων πληροφοριών για τη λειτουργία των αισθητήρων – όπως την ισχύ, τη συχνότητα και άλλες παραμέτρους – αλλά επιπροσθέτως, το πιο σημαντικό είναι ότι δίνει τη δυνατότητα στο δέκτη να μάθει να ξεχωρίζει ποιο ψηφιακό πακέτο πληροφοριών να αναμένει και να αγνοεί όλα τα υπόλοιπα.
Επίσης, οι κατασκευαστές ενσωματώνουν πλέον στα συστήματα ειδικούς ρυθμιστές ισχύος, που αυτόματα ρυθμίζουν, προσαρμόζουν και βελτιστοποιούν την ισχύ των δεσμών, έτσι ώστε η απόδοση του συστήματος να διατηρείται πάντα στα επιθυμητά επίπεδα. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι η μείωση των λανθασμένων ή και των χαμένων συναγερμών οι οποίοι οφείλονταν σε εξωτερικές επιδράσεις στις εκπεμπόμενες δέσμες, εξωτερικές επιδράσεις που δεν μπορούσαν να αντισταθμιστούν άμεσα.
Πλέον στα συστήματα δεσμών ενσωματώνονται και ηλεκτρονικές διατάξεις που αποτρέπουν την υπερπήδηση ενός δέκτη από τη δέσμη και παράλληλα μειώνουν τη συχνότητα εμφάνισης λανθασμένων συναγερμών όταν τοποθετούνται πολλαπλοί ανιχνευτές σε μία σειρά ή σε παράλληλα επίπεδα. Μπορεί παραδείγματος χάρη να χρειάζεται να υλοποιηθεί μία διπλή γραμμή άμυνας με φωτοηλεκτρικούς ανιχνευτές, τοποθετημένους παράλληλα σε μια σχετικά μικρή απόσταση. Ειδικά δε αν κάθε σύστημα απαρτίζεται από παραπάνω από δύο δέσμες, τότε είναι προφανές ότι σε έναν περιορισμένο χώρο θα υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός δεσμών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εύκολα μία κατάσταση σύγχυσης στους δέκτες. Με τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών και των κατάλληλων μικροεπεξεργαστών, οι μεταδότες μπορούν πλέον να συγχρονιστούν ώστε σε παρόμοιες υπερφορτισμένες εγκαταστάσεις οι δέσμες να μεταδίδονται με μια συγκεκριμένη αλληλουχία από πάνω από προς κάτω και όχι όλες ταυτόχρονα. Αυτό εμποδίζει τις δέσμες από το να συγκρούονται μεταξύ τους ή να προσκρούουν σε λανθασμένο δέκτη, αλλά τις περιορίζει στο σωστό δέκτη – και μόνο αν δεν μπορούν να τον εντοπίσουν, τότε να δίνουν ένδειξη συναγερμού.
Βελτιώσεις
Όμως δεν είναι μόνο η τεχνολογία που έχει βελτιωθεί σημαντικά. Τα τελευταία χρόνια οι κατασκευαστικοί οίκοι έχοντας αφουγκραστεί τους εγκαταστάτες έχουν προχωρήσει και σε βελτιώσεις που αφορούν στη διαδικασία εγκατάστασης των φωτοηλεκτρικών ανιχνευτών. Τα νέα συστήματα είναι εφοδιασμένα με περισσότερες ενδείξεις για τη ρύθμιση των δεσμών κατά το αρχικό στάδιο της εγκατάστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λειτουργία peak finder (αυτόματος εντοπισμός της μέγιστης τιμής) με την οποία είναι εξοπλισμένα πολλά σύγχρονα προϊόντα. Αποτελείται ουσιαστικά από δύο λειτουργίες ρύθμισης. Μία αρχική προσεγγιστική ρύθμιση και μία ρύθμιση σε δεύτερο στάδιο, με μεγαλύτερη ακρίβεια. Καταρχήν, χρησιμοποιώντας την πρώτη λειτουργία ο εγκαταστάτης μπορεί να κάνει μια αρχική ρύθμιση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια και αφού έχει κάνει την αρχική ρύθμιση, έχοντας περιορίσει το εύρος τιμών των διάφορων παραμέτρων, μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει τη δεύτερη λειτουργία ώστε να πετύχει τις ακριβείς τιμές. Το σύστημα αυτόματα προχωρεί σε μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία προσδιορισμού της χαμηλότερης και μεγαλύτερης τιμής (peak) της δέσμης, οπότε πλέον είναι εφικτή η ρύθμιση της ακρίβειας στο βέλτιστο δυνατό επίπεδο.
Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας επιτρέπει την καλύτερη κάλυψη του επιτηρούμενου χώρου, χωρίς να είναι υποχρεωτική η χρήση διάφορων συσκευών που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν, όπως καθρέφτες, που πετύχαιναν μεν το σκοπό της κάλυψης των δύσκολων σημείων, αλλά ταυτόχρονα προκαλούσαν μείωση της ισχύος της δέσμης.
Εκτός των εσωτερικών λειτουργιών και των τεχνολογιών ανίχνευσης, υπάρχουν σημαντικές βελτιώσεις που αφορούν στο εξωτερικό των συστημάτων. Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν στύλους με καλύτερα τεχνικά χαρακτηριστικά όσον αφορά στην ανθεκτικότητά τους σε δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας (προστασία από νερό, σκόνη, πιο στιβαρές κατασκευές) αλλά και την εξωτερική τους εμφάνιση. Καθώς τα συστήματα αυτά τοποθετούνται ως επί το πλείστον στο εξωτερικό των εγκαταστάσεων, είναι σημαντικό να μην αλλοιώνουν την αισθητική αυτών με παράταιρες κατασκευές, αλλά να προσαρμόζονται ομαλά στο χαρακτήρα της εγκατάστασης. Υπάρχουν πλέον προτάσεις για όλων των ειδών τις κτιριακές εγκαταστάσεις, καθώς είναι διαφορετικές οι απαιτήσεις σε μια στρατιωτική εγκατάσταση, από τα κτίρια γραφείων μιας εταιρείας, όπου σίγουρα δίνει ιδιαίτερο βάρος και στην εξωτερική εμφάνισή τους.
Οι προοπτικές
Οι φωτοηλεκτρικοί ανιχνευτές μέχρι σήμερα αποτελούσαν την πλέον αξιόπιστη λύση για την περιμετρική κάλυψη εγκαταστάσεων, χωρίς όμως μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας. Δηλαδή υστερούσαν σε ζητήματα όπου απαιτούνταν η χρήση πολυζωνικών συστημάτων με διαφορετικό βαθμό ευαισθησίας, καθώς υπήρχαν προβλήματα στη σωστή διαχείριση των δεσμών. Η έλευση όμως των ψηφιακών μέσων επεξεργασίας των δεσμών και η δυνατότητα χρήσης πολλαπλών δεσμών παράλληλα, αντιμετώπισε σε μεγάλο ποσοστό αυτά τα προβλήματα. Οπότε πλέον αναμένεται μια νέα ώθηση στη διάδοσή τους και στη χρήση τους. Απλώς, το μόνο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι μελετητές και οι εγκαταστάτες είναι ότι καθώς έχουμε ξεπεράσει το στάδιο των απλών φωτοηλεκτρικών ανιχνευτών με τις ίδιες περίπου δυνατότητες και έχουμε μπει σε μια φάση όπου η κάθε εταιρεία παρουσιάζει πληθώρα μοντέλων που καλύπτουν πλήθος προδιαγραφών και διαφορετικών απαιτήσεων, απαιτείται πλέον πολύ καλύτερη ενημέρωση. Διότι είναι κρίμα λόγω άγνοιας να επιλεγεί ένα σύστημα ανίχνευσης για μια εγκατάσταση και μεταγενέστερα να βρεθεί ότι υπάρχει μια λύση στην αγορά, που καλύπτει καλύτερα τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης εφαρμογής.
Του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ