“POINT ZERO” – Σημείο Μηδέν: Η αναγνώριση πιθανών σημείων επίθεσης ως προϋπόθεση επιβίωσης
Καθοριστικό ρόλο στη διάπραξη μιας εγκληματικής ενέργειας, έχει το σημείο που θα λάβει χώρα η ενέργεια αυτή. Όπως θα δούμε παρακάτω, κάνοντας τη συγκριτική μελέτη δύο περιπτώσεων, αν μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε τα πιθανά σημεία επίθεσης και εάν βρισκόμαστε σε ετοιμότητα, μπορούμε πραγματικά να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο, με θετικά για εμάς αποτελέσματα.
Την Πέμπτη 8 Ιουνίου 2000, το πρωί, δολοφονείται ο βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος Στίβεν Σόντερς στη Λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος της Φιλοθέης. Δύο άτομα πλησίασαν πάνω σε δίκυκλο και αφού προσέγγισαν το σταματημένο σε φωτεινό σηματοδότη αυτοκίνητο (στο ύψος του Νοσοκομείου Υγεία) πυροβόλησαν με ένα 45άρι πιστόλι. Οι σφαίρες έπληξαν το θύμα στο στήθος και στην κοιλιά.
Τρεις μήνες η 17Ν είχε προσχεδιάσει το χτύπημά της κατά του Σόντερς, τον οποίο κατηγόρησε ως συντονιστή των αεροπορικών βομβαρδισμών της Σερβίας: «Αποφασίσαμε να τον εκτελέσουμε γιατί μ’ αυτήν του την ιδιότητα έλαβε μέρος στο σχεδιασμό των βάρβαρων αεροπορικών βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας και άρα είναι ένας από τους υπεύθυνους της δολοφονίας χιλιάδων αμάχων…».
Αφού λοιπόν παρακολουθούσαν για καιρό τον Στίβεν Σόντερς, εντόπισαν το πλέον κατάλληλο σημείο για την εκτέλεσή του. Στην Πρεσβεία δεν θα μπορούσε να γίνει, αφού φυλασσόταν πολύ καλά, το ίδιο και στην κατοικία του, άρα λοιπόν η διαδρομή ήταν η προσφορότερη επιλογή. Το θύμα ήταν εύκολος στόχος, δεδομένου ότι όπως φάνηκε δεν έπαιρνε ιδιαίτερες προφυλάξεις. Η καθημερινή παρακολούθησή του, έδειξε στους τρομοκράτες ότι οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα, χωρίς να τηρεί βασικούς κανόνες πρόληψης & ασφαλούς οδήγησης (δεν άφηνε αποστάσεις από τον προπορευόμενο για δυνατότητα ελιγμών, δεν φρόντιζε να έχει διέξοδο σε δρόμο διαφυγής αριστερά ή δεξιά κ.λπ.). Οι δράστες λοιπόν, αφού είχαν κάνει πολλές φορές τη διαδρομή «μαζί» με τον Σόντερς, δεν δυσκολευτήκαν να επιλέξουν το φανάρι της Φιλοθέης στη λεωφόρο Κηφισίας. Το φανάρι είχε σταματήσει την κυκλοφορία και είχε δημιουργηθεί μποτιλιάρισμα, ενώ δίπλα στον Σόντερς υπήρχε τσιμεντένιο διαχωριστικό διάζωμα, που δεν επέτρεπε διαφυγή. Οι δράστες ήρθαν από πίσω με μοτοσυκλέτα, αιφνιδίασαν το θύμα και στο ύψος του παραθύρου του οδηγού τον εκτέλεσαν. Στη συνέχεια κινήθηκαν αντίθετα στο ρεύμα για λίγη απόσταση και μπαίνοντας στο βοηθητικό παράδρομο εξαφανίστηκαν στους δρόμους της Φιλοθέης, εφαρμόζοντας με απόλυτη ακρίβεια το σχέδιό τους.
Δεν έφτασαν όμως τυχαία στον απόλυτο αιφνιδιασμό και την ακρίβεια του σχεδίου τους. Έμαθαν από τα λάθη τους και το κυριότερο, εκμεταλλεύτηκαν τα κενά στην πρόληψη και τήρηση μέτρων ασφαλείας από το θύμα. Και αυτό ίσως να είναι και μια απάντηση για όσους υποστηρίζουν ότι αν σε «βάλουν στο μάτι» δεν τη γλυτώνεις.
Η αλήθεια είναι ότι αν εφαρμόζεις μέτρα αυτοπροστασίας, δεν θα αιφνιδιαστείς και θα αντιδράσεις έγκαιρα, με αποτέλεσμα να μείνεις ζωντανός, όπως θα δούμε στην παρακάτω υπόθεση, από τα λάθη της οποίας προφανώς διδάχθηκαν οι δράστες.
Αρκετά χρόνια πριν, την Τρίτη 3 Απριλίου 1984, στις 16.25, έγινε απόπειρα δολοφονίας του αμερικανού αρχισμηνία Ρόμπερτ Τσαντ στη Λ. Βουλιαγμένης, λίγο πριν την πρώην Αμερικάνικη Βάση. Δύο άντρες που επέβαιναν σε μοτοσυκλέτα, του επιτέθηκαν ενώ ήταν σταματημένος στο φανάρι. Οι τρομοκράτες πυροβόλησαν το αυτοκίνητο του Τσαντ πέντε φορές. Εν τούτοις ο Τσαντ επιτάχυνε, πέρασε το μεσαίο διάζωμα προς την αντίθετη κατεύθυνση και ξέφυγε.
Σε αντίθεση όμως με τον Σόντερς, ο Τσαντ έπαιρνε μέτρα αυτοπροστασίας, τα οποία αποδείχθηκαν σωτήρια τελικά. Είχε σταματήσει το όχημά του, αφήνοντας απόσταση από το προπορευόμενο, ώστε να μπορεί να κάνει ελιγμό αν χρειαστεί. Βρισκόταν στην πλευρά του διαζώματος όπου δεν υπήρχε σιδερένια μπάρα αλλά χλοοτάπητας εύκολα προσπελάσιμος και ήταν σε ετοιμότητα, ελέγχοντας το χώρο γύρο του. Έτσι όταν είδε μια μοτοσυκλέτα με δύο αναβάτες να τον πλησιάζει, πρόσεξε ότι φορούσαν και οι δύο κράνος και είδε το συνεπιβάτη να βγάζει από το μπουφάν το όπλο του! Αμέσως κινήθηκε αστραπιαία, ενώ οι τρομοκράτες τον πυροβολούσαν, ανέβηκε στο διάζωμα πέρασε στο αντίθετο ρεύμα και διέφυγε προς το Ελληνικό, ελαφρά τραυματισμένος αλλά ζωντανός!
Μια τοποθεσία, για να επιλεγεί από τους δράστες ως σημείο εκτέλεσης της πράξης που έχουν σχεδιάσει, πρέπει να τους προσφέρει κάλυψη, να έχουν δυνατότητα απόλυτου ελέγχου του θύματος και να τους προσφέρει δυνατότητες διαφυγής μετά την πράξη τους.
Έλεγχος
Βασική αρχή για το σημείο επίθεσης είναι να παρέχει στον επιτιθέμενο τον απόλυτο έλεγχο του στόχου. Αυτό σημαίνει ότι αν οι δράστες δεν μπορούν να ελέγξουν την κίνηση του θύματος κατά την επίθεση – και για όσο χρόνο αυτή διαρκέσει – τότε το σημείο δεν προσφέρεται για επίθεση. Θα πρέπει είτε λόγω φυσικών συνθηκών, όπως το μποτιλιάρισμα, η κίνηση σε αδιέξοδο κ.λπ. είτε λόγω τεχνητών συνθηκών, όπως η χρήση εμποδίων, εικονικού ατυχήματος κ.λπ., οι δράστες να στερήσουν τη δυνατότητα κίνησης και διαφυγής του θύματος. Αυτό μπορεί να γίνει με τη δημιουργία συνθηκών που αρχικά να φαίνονται συνηθισμένες, ώστε να σταματήσει η κίνηση του θύματος ή να επιβραδύνει για να παραμείνει μέσα στη «ζώνη εκτέλεσης» όσο χρειάζεται στους δράστες να εκδηλώσουν και ολοκληρώσουν την επίθεση. Ένα φορτηγό το οποίο κλείνει το δρόμο για να ξεφορτώσει κάποιο αντικείμενο, στην πραγματικότητα μπορεί να χρησιμοποιείται από τους δράστες για να ακινητοποιήσουν το θύμα. Συνήθως το θύμα θα πλησιάσει το φορτηγό και θα σταματήσει περιμένοντας να ελευθερωθεί ο δρόμος. Ξαφνικά οι επιτιθέμενοι αφήνουν το «σημείο κάλυψης» όπου βρίσκονταν αθέατοι και εμφανίζονται μπροστά στο θύμα σημαδεύοντάς το. Τις περισσότερες φορές ο αιφνιδιασμός είναι απόλυτος και το θύμα δεν έχει το χρόνο ούτε να σκεφτεί! (Επίπεδο μαύρου χρώματος στο χρωματικό κώδικα αντίδρασης/αιφνιδιασμού J. Cooper).
Κάλυψη
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η περιοχή θα πρέπει να προσφέρει κάλυψη στους δράστες. Αυτό σημαίνει ότι αφενός θα πρέπει να μη δίνουν στόχο σε περίπτωση μακροχρόνιας παρακολούθησης του θύματος – άρα να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος για την παρουσία τους εκεί – και αφετέρου να τους προσφέρει πραγματικά κάλυψη ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί από το θύμα στην τελική φάση της επίθεσης, δηλ. στην πραγματοποίηση της εκτέλεσης. Οι δράστες στο πλαίσιο της ενέδρας που ετοιμάζουν, αναμένουν το θύμα αθέατοι, έχοντας κρυφτεί π.χ. σε κάποιο όχημα τύπου βαν ή εμφανίζουν ως δικαιολογημένη την παρουσία τους, περιμένοντας π.χ. σε μια στάση ή σε τηλεφωνικό θάλαμο. Θα δημιουργήσουν ένα είδος παραπλάνησης ή απόκρυψης. Σε κάθε περίπτωση, μπορούν να ελέγχουν-παρατηρούν την κίνηση του θύματος.
Διαφυγή
Η επόμενη βασική παράμετρος που πρέπει να εξασφαλίζει μια τοποθεσία για να επιλεγεί ως σημείο επίθεσης, είναι η διαφυγή. Η διαδρομή της διαφυγής είναι ουσιαστικό κομμάτι του σημείου επίθεσης, παρέχοντας τη δυνατότητα άμεσης απομάκρυνσης των δραστών από το χώρο του εγκλήματος. Το σχέδιο διαφυγής μπορεί να υλοποιηθεί είτε με τη χρήση οχήματος, μοτοσυκλέτας ή και πεζή. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι δράστες που χρησιμοποιούν δίκυκλα προτιμούν τις περιοχές με μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ οι υπόλοιπες ενέδρες συνήθως πραγματοποιούνται σε πιο απόμερα σημεία (απαγωγή Παναγιωτόπουλου, επίθεση Βαρδινογιάννη).
«Εικονικές επιθέσεις»
Η ομάδα επίθεσης των δραστών αναπτύσσεται στο σημείο επίθεσης, λαμβάνοντας καθένας τη θέση που έχουν καθορίσει σύμφωνα με το πλάνο τους. Πριν από την πραγματική επίθεση που θα κάνουν, έχουν προηγηθεί αρκετές εικονικές επιθέσεις, όπου οι δράστες ενεργούν κάθε κίνηση που θα έκαναν στην πραγματική επίθεση, πλην της εμφάνισης όπλων. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να συντονιστούν καλύτερα, να μετρήσουν τους χρόνους τους και να εντοπίσουν τυχόν κενά ή λάθη τους.
Ένας έμπειρος επαγγελματίας της ασφάλειας θα πρέπει να καταφέρει να εντοπίσει τυχόν εικονικές επιθέσεις, ώστε να αποφύγει την πραγματική επίθεση. Στόχος μας είναι πάντα να καταφέρουμε να αποφύγουμε την επίθεση, από τη μικρότερη σε απώλειες όπως π.χ. η αρπαγή μιας τσάντας, έως την πιο σοβαρή που αφορά σε ανθρωποκτονίες, απαγωγές κ.λπ.
Αν όμως αυτό δεν είναι εφικτό, τότε θα είναι πραγματικά σωτήριο αν καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε έγκαιρα την επίθεση και εκμεταλλευτούμε και την παραμικρή αδυναμία των δραστών, ώστε να κάνουμε οτιδήποτε θα μπορούσε να τους χαλάσει τα σχέδια. Έτσι κατά κάποιο τρόπο αντιστρέφουμε την τακτική αιφνιδιασμού και τους αιφνιδιάζουμε εμείς, αφού κάνουμε κάτι για το οποίο δεν είναι προετοιμασμένοι.
«Επιβεβαίωση στόχου»
Όταν πλησιάζουμε στο σημείο επίθεσης, κάποιος από τους δράστες, ο οποίος θα βρίσκεται λίγο πριν το σημείο αυτό, θα δώσει σήμα ότι το θύμα έρχεται.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να δει το υποψήφιο θύμα, έτσι λοιπόν θα πλησιάσει πολύ το αυτοκίνητο ή θα βρίσκεται σε τέτοιο σημείο που να του επιτρέπει να διαπιστώσει ότι το θύμα εισέρχεται στη «ζώνη εκτέλεσης», δηλαδή στο σημείο που έχουν σχεδιάσει να πραγματοποιήσουν την επίθεση. Αν καταφέρουμε να εντοπίσουμε τον «κώδικα επικοινωνίας» των δραστών, που μπορεί να είναι από ένα νεύμα ή σινιάλο με φώτα οχήματος ή ακόμα και κλήση από κινητό, θα πρέπει αμέσως να λάβουμε τα μέτρα μας, π.χ. να αλλάξουμε πορεία.
Όπως είδαμε παραπάνω, αυτό που έσωσε τον Τσαντ ήταν ότι δεν αιφνιδιάστηκε και ενήργησε άμεσα, φεύγοντας από τη «ζώνη εκτέλεσης»!
Όταν βρεθούμε στη δυσχερή αυτή θέση, όσο πιο γρήγορα φύγουμε από το σημείο που έχουν σχεδιάσει την επίθεση οι δράστες, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να σωθούμε. Πρέπει να κινηθούμε ταχύτατα. Δεν έχει παρατηρηθεί αποτυχία στην τακτική διαφυγής υποψηφίου θύματος – εκείνο που είναι το πιο συνηθισμένο είναι η μη έγκαιρη αναγνώριση επίθεσης, με αποτέλεσμα τον απόλυτο αιφνιδιασμό και την εξουδετέρωση του θύματος.
Τα σημεία πλησίον στην κατοικία ή στην εργασία του υποψήφιου θύματος είναι τα πιο επικίνδυνα, δεδομένου ότι είναι διαδρομές που δεν μεταβάλλονται και θα διέλθει από αυτές οπωσδήποτε. Πάνω από το 90% των επιθέσεων έχει πραγματοποιηθεί σε σημεία μέσα σε αυτές τις διαδρομές, γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις περιοχές αυτές. Πρέπει πάντα να ερευνούμε για εντοπισμό κατάλληλων σημείων επίθεσης, τόσο εντός της διαδρομής του υποψήφιου θύματος, όσο – κυρίως – και κοντά στα σημεία άφιξης – αναχώρησής του, να καταγράφουμε τα επικίνδυνα σημεία καθώς και τον εντοπισμό των θέσεων παρακολούθησης του υποψήφιου θύματος. Θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε όπως οι δράστες: σε περίπτωση που θέλαμε να επιχειρήσουμε μια επίθεση, πώς θα παγιδεύαμε το υποψήφιο θύμα;
Αναζητούμε οτιδήποτε ξεφεύγει από τα συνηθισμένα στη ροή της καθημερινότητάς μας, ιδίως στις περιοχές με σημεία υψηλής επικινδυνότητας. ιδιαίτερα δε αν κινούμαστε με όχημα, προσέχουμε οτιδήποτε θα μας αναγκάσει να ελαττώσουμε ταχύτητα ή να σταματήσουμε. Και βέβαια έχουμε στο μυαλό μας ότι αυτό που βλέπουμε πρέπει να το αναλύσουμε πολύ γρήγορα, να καταλάβουμε ότι «κάτι δεν πάει καλά», κάτι δεν ταιριάζει, ώστε ακόμα και αν δεν μπορέσουμε να αποφύγουμε την είσοδό μας στο σημείο παγίδευσης, τη «ζώνη εκτέλεσης», να μην αιφνιδιαστούμε και να αντιδράσουμε. Ο τρόπος αντίδρασης εξαρτάται από το είδος της παγίδας, το σημείο και τις δυνατότητες που μας προσφέρει, τους ίδιους τους δράστες κ.λπ.
Είναι πολύ σημαντικό να φροντίζουμε να μην εγκλωβιζόμαστε πουθενά, από το κτίριο που βρισκόμαστε μέχρι τη διαδρομή που κάνουμε κατά τις μετακινήσεις μας. Πρέπει οποιαδήποτε στιγμή αντιληφθούμε τον κίνδυνο, να έχουμε τη δυνατότητα άμεσης διαφυγής, με συγκεκριμένες ενέργειες που θα ανταποκρίνονται στις τρέχουσες συνθήκες που επικρατούν, ώστε να μας επιτρέψουν τη διαφυγή μας. Οι ενέργειες διαφυγής στοχεύουν στην άμεση απομάκρυνση του υποψήφιου θύματος από τη ζώνη εκτέλεσης, αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να έχουμε δημιουργήσει ένα κατάλληλο περιβάλλον που θα εξασφαλίζει τη διαφυγή μας σε περίπτωση όπου διαπιστώσουμε σοβαρή απειλή.
Αν για παράδειγμα κινούμαστε με όχημα με πολύ χαμηλές ταχύτητες ή είμαστε ακινητοποιημένοι σε κάποιο φωτεινό σηματοδότη, η θέση που θα λάβουμε στο οδόστρωμα πρέπει να μην επιτρέπει τον εγκλωβισμό μας και να έχουμε πάντα δυνατότητα διαφυγής. Αυτό μπορεί να εξασφαλισθεί όταν έχουμε αφήσει κενό χώρο από το προπορευόμενο όχημα, που θα μας παρέχει τη δυνατότητα ελιγμών. Ο χώρος αυτός θα πρέπει να είναι τέτοιου μεγέθους, ώστε να μη χωράει να παρεμβληθεί άλλο αυτοκίνητο, καθώς επίσης να υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης σε παράδρομο ή ακόμα και στο αντίθετο ρεύμα (περίπτωση Τσαντ).
Αυτό που θα βοηθήσει τους δράστες να πετύχουν το σκοπό τους είναι σε μεγάλο βαθμό ο αιφνιδιασμός του θύματος, γι’ αυτό πρέπει άμεσα να κινηθούμε – και δεδομένου ότι υπολογίζουν στον αιφνιδιασμό μας, τους ανατρέπουμε το σχεδιασμό τους.
Συμπερασματικά, για να αποφύγουμε ή να αντιμετωπίσουμε με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας την επίθεση στο σημείο που θα πραγματοποιηθεί, θα πρέπει:
- Nα μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα «πρόδρομα» σημάδια του κινδύνου.
- Nα βρισκόμαστε στο κατάλληλο επίπεδο ετοιμότητας, ανάλογα με τον κίνδυνο που διατρέχουμε.
- Nα καταφέρουμε να μεταπηδήσουμε άμεσα στο υψηλότερο σημείο ετοιμότητας, αν παραστεί ανάγκη.
Η ύπαρξη των παραπάνω προϋποθέσεων εξασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό ότι δεν θα αιφνιδιαστούμε και θα αντιδράσουμε άμεσα, με αποτέλεσμα τη σωτηρία μας.
Στην κυριολεξία!
Δημήτρης Λόγος – Ταξίαρχος ΕΛ.ΑΣ. ε.α.,
Τομεάρχης – Καθηγητής της ειδικότητας
Στελεχών Υπηρεσιών Ασφαλείας των ΙΕΚ ΞΥΝΗ