Ο “εκ των έσω” κίνδυνος
"Γνώριζε τον εχθρό σου, ως τον εαυτό σου" (Κλαούσεβιτς): Το γνωμικό που παρατέθηκε ως εισαγωγή, ενδεχομένως να ταίριαζε στην αναφορά μας σε επίπεδο προληπτικών μέτρων ασφάλειας και οργάνωσης τα οποία θα αφορούσαν στην πολιτική που ακολουθεί ο Οργανισμός προκειμένου να μειώσει απώλειες από κλοπές και άλλες κακόβουλες ενέργειες που στρέφονται εναντίον του. Η υπόθεση όμως αφορά και σε έναν ασύμμετρο κίνδυνο που ονομάζεται ΄΄ο εκ των έσω΄΄ κίνδυνος και αφορά στην πρόθεση και την πράξη που τελείται από υπαλλήλους του ίδιου του Οργανισμού, με κίνητρο το οικονομικό όφελος ή την ενέργεια η οποία βασίζεται σε παράγοντες όπως η εκδίκηση ή η επιχειρηματική κατασκοπεία.
Εάν αφαιρέσουμε τη λογική που ορίζει ότι ο ένστολος, είναι και εξ ορισμού υπεράνω υποψίας, θα μπορούσαμε να δούμε με ευρεία οπτική ότι από την εξαίρεση δεν εξαιρείται ουδείς – ούτε ακόμη και εκείνοι οι οποίοι έχουν ως καθήκον τους την εξασφάλιση της ασφάλειας του χώρου των εγκαταστάσεων, όπως αποδεικνύει η παρακάτω ιστορία.
Η βάρδιά μου ξεκινούσε πάντα στις 10 το βράδυ και φρόντιζα να βρίσκομαι εκεί περίπου ένα τέταρτο νωρίτερα για να έχω το χρόνο να ετοιμαστώ, να τακτοποιήσω το σακ βουαγιάζ με τον καφέ και το κολατσιό και να ενημερωθώ από τους προηγούμενους συναδέλφους στο αν υπήρχε κάτι που χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή. Η βάρδιά μου γινόταν συνήθως με τον Ανδρέα, ένα νεαρό που είχε προσληφθεί τους τελευταίους τρείς μήνες και έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο για τη δουλειά του, τόσο, ώστε κάποιες φορές να πλησιάζει τα όρια της υπερβολής – αλλά έτσι δεν είναι πάντα με τους νέους; Ο ενθουσιασμός πάντα τον πρώτο καιρό υποκαθιστά τη σοβαρότητα του επαγγελματία.
¶λλο ένα βράδυ λοιπόν ξεκινούσε, ελπίζοντας το ίδιο βαρετά επαναλαμβανόμενο δίχως απρόοπτα, αναλαμβάνοντας τη θέση μου στο κέντρο ελέγχου και τον Ανδρέα να ξεκινάει τον καθιερωμένο έλεγχο από το ισόγειο με τα είδη σπιτιού. Το τελευταίο διάστημα είχαν σημειωθεί κλοπές στο τμήμα με τα λογισμικά υπολογιστών και η οδηγία που είχαμε ήταν να ελέγχουμε σχολαστικά τις εξόδους κινδύνου και τα παράθυρα. Οι κλοπές είχαν σοβαρή οικονομική επίπτωση, αλλά σοβαρότερη ακόμη όσον αφορά στην εξακρίβωση των στοιχείων του δράστη ή των δραστών. Ήταν θρασύτατος εκείνος που επανειλημμένα σε διάστημα δύο μηνών είχε αφαιρέσει προϊόντα αξίας μερικών χιλιάδων ευρώ και είχε καταφέρει παρά τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά τις ώρες που το πολυκατάστημα ήταν ανοικτό, να μη γίνει αντιληπτός. Η εταιρεία μου, είχε τοποθετήσει υπάλληλους ασφαλείας με πολιτικά να υποδύονται τους πελάτες, έτσι ώστε να κάνουν απαρατήρητοι τον έλεγχο ασφαλείας με διακριτικότητα.
Είχαν τοποθετηθεί επίσης επιπλέον κάμερες, ορατές και μη, καλύπτοντας σημεία που πριν ήταν τυφλά και δεν γνώριζαν την ύπαρξή τους παρά μόνον οι υπάλληλοι της εταιρείας ασφαλείας όπου εργαζόμουν – ούτε καν οι υπάλληλοι του πολυκαταστήματος και αυτό γιατί ήθελαν το συντομότερο δυνατό να τελειώνει αυτή η κατάσταση και εάν ήταν δυνατό να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη ο υπαίτιος της ζημιάς που είχε δημιουργηθεί.
Οι μέρες περνούσαν δίχως αποτέλεσμα και οι κλοπές επαναλαμβάνονταν με μεγαλύτερη συχνότητα, λες και κάτι αποθράσυνε το δράστη και του εξασφάλιζε τη σιγουριά της ατιμωρησίας. Ο Ανδρέας προσπαθούσε να μάθει από εμένα τα μυστικά που θα τον έκαναν ακόμη καλύτερο υπάλληλο, με θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο μέντορά του, άλλωστε όταν τον προσέλαβαν, μου ανέθεσαν να τον εκπαιδεύσω – και φυσικά το έκανα με ευχαρίστηση και όσο μπορούσα καλύτερα. Εκείνος από την πλευρά του έδειχνε μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπό μου. Αν και η διαφορά ηλικίας μεταξύ μας δεν ήταν τόσο μεγάλη, εντούτοις με κολάκευε και εγώ από την πλευρά μου του συμπεριφερόμουν σαν το μικρότερο αδελφό μου. Μου είχε εκμυστηρευτεί ότι εργαζόταν δύο δουλειές, γιατί έπρεπε η μητέρα του να υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς και το ποσό ήταν αρκετά μεγάλο, έτσι ως ο μόνος που θα μπορούσε να τη βοηθήσει, κατέβαλε κάθε προσπάθεια ώστε να γίνει το συντομότερο καλά. Ήταν πραγματικά άξιο θαυμασμού αυτό το παιδί και αναρωτιόμουν γιατί η ζωή έπρεπε να είναι τόσο άδικη, να προσφέρει σε εκείνους που δεν χρειάζονταν τα πολλά και να αφήνει νέους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται, όμως έτσι είναι η ζωή, με τα άδικα και τα δίκαιά της.
Οι μέρες κυλούσαν δίχως απρόοπτα, παρά μόνο με τις συνεχείς εκνευριστικές κλοπές των λογισμικών, γεγονός που είχε δημιουργήσει οδύνες στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ασφάλειας της εταιρείας μου – και όταν δημιουργούνται οδύνες, επέρχονται οι σπασμοί.
Οι συσκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη στα γραφεία της εταιρείας για τον τρόπο που έπρεπε να αντιμετωπιστεί πλέον το ζήτημα. Η ζημιά μεγάλωνε, το φαινόμενο επαναλαμβανόταν σχεδόν δύο με τρείς φορές την εβδομάδα, οι υπάλληλοι που είχαν
στην ευθύνη τους το συγκεκριμένο τομέα είχαν μετακινηθεί σε άλλα τμήματα του πολυκαταστήματος και είχαν αντικατασταθεί με άλλους από κοντινό υποκατάστημα, μα παρόλα αυτά τίποτα δεν άλλαζε.
Ο Ανδρέας μου ζητούσε να του εξιστορώ ιστορίες από την πολύχρονη εμπειρία μου, να του λέω για περιστατικά που ενδεχομένως θα αντιμετώπιζε και εκείνος, αλλά περισσότερο ήθελε να μάθει για τον τρόπο που αντιδρούσε η διεύθυνση του πολυκαταστήματος όταν συλλαμβάναμε κάποιον που προσπαθούσε να αφαιρέσει προϊόντα και τη διαδικασία που ακολουθούσαμε. Οι οδηγίες που είχαμε ήταν σαφείς, ο δράστης θα υποχρεωνόταν να πληρώσει το αντίτιμο του προϊόντος επί 20 φορές ως αντάλλαγμα για να μην οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, πράξη που αναφερόταν σε μεγάλη ταμπέλα ανακοίνωσης στην είσοδο.
Βέβαια το μέτρο δεν είχε σκοπό να εξαλείψει τις κλοπές, αλλά να αποκαταστήσει χρηματικά τα προϊόντα που κατά καιρούς αφαιρούσαν οι επιτήδειοι. Ο καιρός κυλούσε δίχως προβλήματα και εγώ συνέχιζα να ακολουθώ τους ρυθμούς που εδώ και χρόνια πλέον είχαν γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μου, με τον Ανδρέα να έχει εξελιχθεί σε έναν καλό συνεργάτη, ώστε να μπορώ να τον εμπιστεύομαι απόλυτα – ακόμη και για το ενδεχόμενο κάποιων δύσκολων καταστάσεων που ίσως προέκυπταν. Ο ίδιος τυπικότατος, με υπέρμετρο ζήλο και σεβασμό προς το πρόσωπό μου αλλά και τους υπόλοιπους υπαλλήλους, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των τελευταίων και ήταν ένα ακόμη στοιχείο που σίγουρα θα του πρόσθετε πολύ καιρό σε αυτήν τη θέση. Μπορούσα και εγώ πλέον να του εμπιστεύομαι τη θέση μου στο σύστημα επιτήρησης και καταγραφής κάποιες φορές που ένιωθα ιδιαίτερα κουρασμένος και ο ίδιος προθυμοποιείτο να με ξεκουράσει για λίγη ώρα, ενέργεια που μέχρι σήμερα δεν είχα κάνει με προηγούμενους συνεργάτες, οι οποίοι κατά καιρούς εργαζόντουσαν για μικρά χρονικά διαστήματα.
Οι κλοπές του λογισμικού πλέον είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η διεύθυνση σε συνεργασία με τους επικεφαλής της εταιρείας φύλαξης σκέφτηκαν ως μέτρο να περιορίσουν τα προϊόντα σε ειδικά γυάλινα ερμάρια όπου θα φυλάσσονταν και την ευθύνη τους θα είχε μόνο ο υπεύθυνος του καταστήματος, λύση που δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος μετά από τις αντιρρήσεις για λόγους αξιοπιστίας και σεβασμού έναντι των υπαλλήλων από το διευθύνοντα σύμβουλο.
Αναρωτιόμουν με ποιον τρόπο κατάφερναν να αφαιρούν τα προϊόντα, ενώ πλέον οι υπάλληλοι ήταν πάντα σε κατάσταση επιφυλακής και συνόδευαν διακριτικά τους επίδοξους πελάτες ή εκείνους που έκαναν έρευνα αγοράς, δίχως τελικά να αγοράζουν. Η σκέψη μου στρεφόταν πάντα σε κάποιον ή κάποιους γνώστες του χώρου, κατ’ επανάληψη πελάτες, υπεράνω υποψίας ενδεχομένως από ηλικιακά ή κοινωνικά κριτήρια, αλλά και πάλι η σκέψη μου δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα.
¶λλωστε ήταν και οι μηχανισμοί ασφαλείας που θα ενεργοποιούσαν το συναγερμό, εάν δεν αφαιρούνταν με το ειδικό εξάρτημα από τον ταμία. Ο Ανδρέας πάντα τυπικός, χρησιμοποιούσε τη μικρή έξοδο κινδύνου κατά την άφιξη και αναχώρησή του. Ήταν κάτι για το οποίο με είχε παρακαλέσει από τον πρώτο σχεδόν καιρό της πρόσληψής του, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει τη μοτοσικλέτα του που πάρκαρε ακριβώς από έξω. Όπως μου είχε πει, την πρώτη την είχαν κλέψει και ήταν δυσβάσταχτο για εκείνον οικονομικά, διότι ήταν υποχρεωμένος να αποπληρώνει τις δόσεις μιας μηχανής που δεν είχε.
Κατανόησα τον προβληματισμό του και κατά παρέκκλιση των κανονισμών του επέτρεπα να χρησιμοποιεί εκείνη την πόρτα. Το βράδυ της Παρασκευής είχε φτάσει και περίμενα ανυπόμονα το ρεπό του Σαββατοκύριακου. Ήταν για εμένα μια ευκαιρία να επισκεφθώ τους γονείς μου στο Βόλο και να ξεκουραστώ από τους ρυθμούς της άχρωμης πλέον Αθήνας.
Η ώρα της αλλαγής είχε φτάσει, ο πρώτος πρωινός συνάδελφος ήρθε χαμογελαστός και εγώ ετοίμαζα τα πράγματά μου, τακτοποιώντας το θερμός του καφέ και ότι είχε απομείνει από το βραδινό κολατσιό, ενώ ο Ανδρέας μου είχε ζητήσει από βραδύς εάν μπορούσε να φύγει δέκα λεπτά νωρίτερα. Το πρωί είχε να τακτοποιήσει με το γιατρό το θέμα της επέμβασης της μητέρας του και ο δρόμος μέχρι το νοσοκομείο ήταν αρκετός. Δεν του αρνήθηκα – πώς θα μπορούσα άλλωστε για ένα τόσο σοβαρό θέμα – και από την άλλη ήταν κάτι που είχε κερδίσει με τη μέχρι σήμερα συμπεριφορά και τον επαγγελματισμό του.
Με χαιρέτησε και κατευθύνθηκε προς τον έξοδο όταν.
Μία μέρα πριν, η διεύθυνση του καταστήματος είχε τοποθετήσει κρυφό σύστημα εντοπισμού προϊόντων, που δεν είχε αφαιρεθεί ο αντικλεπτικός μηχανισμός από το ταμείο.
Η σειρήνα του συναγερμού ηχούσε, κινήθηκα προς τη μικρή πόρτα και είδα τον Ανδρέα αποσβολωμένο να με κοιτά!
Η αντίδραση της εταιρείας ήταν άμεση. Ο Ανδρέας απολύθηκε και οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη για τη ζημιά που είχε προξενήσει. Όπως έμαθα αργότερα, η μητέρα του είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν και ο ίδιος έχοντας το πάθος της χαρτοπαιξίας – και στον οικονομικό μονόδρομο που τον είχε οδηγήσει, πουλούσε τα προϊόντα που αφαιρούσε για να ικανοποιεί το πάθος του.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΙΑΚΟΥ