Κλοπές σε νοσοκομειακούς χώρους
Η αποτελεσματικότητα των μέτρων, ειδικά σε ευαίσθητους κοινωνικά χώρους όπως τα νοσοκομεία, είναι συνδυασμός διακριτικής παρουσίας, αποτελεσματικότητας, φαντασίας και επαγγελματισμού, ακολουθώντας ενδεχομένως κάποιες φορές ανορθόδοξους πλην όμως αποτελεσματικούς τρόπους.
Η διαφοροποίηση μεταξύ κλοπών που γίνονται σε άλλους χώρους και εκείνων που γίνονται σε νοσοκομειακούς χώρους, έγκειται στο γεγονός ότι στη δεύτερη περίπτωση το μέγεθος της ανηθικότητας ως πράξη, είναι ίσως μεγαλύτερο από το αγαθό που αφαιρεί ο δράστης, εξαιτίας της μειωμένης ψυχολογικής κατάστασης που βρίσκεται ο παθών, έχοντας σε προτεραιότητα το ζήτημα της υγείας του και όχι τη φύλαξη των προσωπικών του αντικειμένων. Έως σήμερα, κανένα σύστημα δεν έχει καταφέρει να αναστείλει τη δράση εκείνων που εισέρχονται σε νοσηλευτικές μονάδες, κλινικές και ιδρύματα, όπου λόγω της ιδιομορφίας τους, επιτρέπεται η είσοδος σε μεγάλο αριθμό κοινού – παράμετρος που οδηγεί αυτόματα στη μειωμένη ικανότητα ελέγχου των εισερχομένων πολιτών.
Η ηθική ως χαρακτηριστικό εκλείπει από τους δράστες, οι οποίοι ενεργούν με το σκεπτικό "εισέρχομαι και αφαιρώ από τους ασθενείς τιμαλφή", διότι η ανηθικότητα της πράξης, το να εκμεταλλευτεί δηλαδή κάποιος την κατάσταση του ασθενούς ο οποίος τελεί υπό συνθήκες ψυχολογικής πίεσης εξαιτίας της προόδου ή μη της υγείας του, είναι μεγαλύτερη. Τα νοσηλευτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα συνήθως κατασταλτικά, μέσα από τους μηχανισμούς που διαθέτουν (φυσικά- τεχνικά μέσα) και εφόσον παράγοντες όπως η τύχη, η απροσεξία του δράστη ή η παρατηρητικότητα του υπαλλήλου, οδηγήσουν στην αυτόφωρη σύλληψη των δραστών. Η μεθοδολογία με την οποία ενεργούν οι δράστες είναι όμοια με εκείνη των εγκληματικών οργανώσεων (αυτοψία χώρου- συνεργοί- άτομα που παραλαμβάνουν τα τιμαλφή που έχουν αφαιρεθεί και αναχωρούν αμέσως από το σημείο, έτσι ώστε και εάν ακόμη εντοπιστεί ο ύποπτος, να μη φέρει πάνω του ενοχοποιητικά στοιχεία).
Τα άτομα που παρεισφρύουν σε χώρους ιδιαίτερης κοινωνικής σημασίας (ιδρύματα- νοσοκομεία- κλινικές) εκμεταλλεύονται τις ιδιαιτερότητες των χώρων και τις περισσότερες φορές υποδύονται:
- Ασθενείς που προσέρχονται στα εξωτερικά ιατρεία εφημερευόντων νοσοκομείων
- Επισκέπτες ανύπαρκτων ασθενών
- Μικροπωλητές
- Διανομείς εντύπων
- Συνοδούς υπαρκτών ασθενών
- Πραγματικούς ασθενείς.
Κάθε μία από τις προηγούμενες κατηγορίες εμπεριέχει διαφορετικά γνωρίσματα ως προς τα πρόδρομα συμπτώματα των πραγματικών διαθέσεων των παραβατών, που εάν μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε, στη συνέχεια η εμπειρία θα μας οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα. Οι δράστες κλοπών που συντελούνται σε νοσηλευτικά ιδρύματα, ανήκουν επί το πλείστον σε μία ή σε συνδυασμό των παρακάτω κατηγοριών:
- Εξαρτημένα άτομα (χρήστες ουσιών)
- ¶τομα ειδικών φυλετικών κατηγοριών
- Λαθρομετανάστες.
Τα εξαρτημένα άτομα, ακόμα και εάν οδηγηθούν στη δικαιοσύνη τυγχάνουν της επιεικούς αντιμετώπισής της, χαρακτηριζόμενα ως άτομα που ασθενούν και έχουν μειωμένο καταλογισμό, που πράττουν την παράνομη ενέργεια με αντικειμενικό σκοπό την εξασφάλιση της ναρκωτικής δόσης τους. Η κατηγορία των εξαρτημένων ατόμων γίνεται εμφανής σε πρώτο χρόνο από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που έχει ένα τέτοιο άτομο και εύκολα μπορεί να τεθεί σε διακριτική παρακολούθηση ή ακόμα και να μην του επιτραπεί η είσοδος, με έναν απλό έλεγχο – όπως με το να του ζητηθεί το όνομα του ασθενούς που επισκέπτεται ή να γίνει επαλήθευση εάν ο ασθενής όντως υπάρχει – και να γίνει ενημέρωση της νοσηλεύτριας της κλινικής να ειδοποιήσει εάν αντιληφθεί κάποια ύποπτη κίνηση.
Συνήθως, εάν τα μέτρα ασφαλείας είναι αποτελεσματικά ως προς την αποτροπή τους, το άτομο περιορίζεται στην επαιτεία, χωρίς να διακινδυνεύσει ενέργεια που θα οδηγούσε στη σύλληψή του. Οι παθόντες είναι συνήθως προχωρημένης ηλικίας και άτομα μοναχικά ή καταβεβλημένα από το πρόβλημα της υγείας τους.
Τα άτομα των ειδικών φυλετικών ομάδων που κινούνται παραβατικά, υποδύονται με μεγάλη ευκολία μοναχές – φορώντας ενδύματα μαύρου χρώματος, ενώ ως παραπλανητικά σύνεργα φέρουν εικόνες τις οποίες προβάλλουν ως αντικείμενα προς πώληση, με αποτέλεσμα να μπορούν και εισέρχονται στους θαλάμους ασθενών με μεγαλύτερη ευκολία και να εκμεταλλεύονται – ειδικά στις μεγαλύτερες ηλικίες – τη συναισθηματική θρησκευτική φόρτιση που έχουν οι ασθενείς, σε σχέση με την υγεία τους. Η κατηγορία των λαθρομεταναστών κινείται συνήθως σε ομάδες των δύο ή και τριών ατόμων, λειτουργώντας ο ένας ως εκείνος που επιχειρεί, ενώ ο άλλος ή οι άλλοι δύο, κατά κάποιον τρόπο ως ομάδα υποστήριξης. Γίνονται εύκολα αντιληπτοί από τον τρόπο συμπεριφοράς τους, ο οποίος φανερώνει ανθρώπους που δεν έχουν προφανή προορισμό επίσκεψης και περιφέρονται ενδεχομένως και προκλητικά κάποιες φορές, στους νοσηλευτικούς χώρους. Επειδή στην κατηγορία αυτή παραβατικών ατόμων επιπροσθέτως ελλοχεύει ο κίνδυνος να φέρουν κάποιου είδους όπλο (τις περισσότερες φορές μαχαίρι), η προσέγγιση πρέπει να γίνεται μόνο εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις και η ανάλογη εκπαίδευση. Συνιστάται όμως να ενημερώνεται η άμεση δράση της αστυνομίας να επιληφθεί, ενώ οι άνδρες ασφαλείας απλά να έχουν εικόνα του πεδίου που κινούνται, με διακριτικό τρόπο, ώστε οι δράστες να μην αντιληφθούν ότι παρακολουθούνται.
Έχουν καταγραφεί αρκετά περιστατικά από δημόσια νοσοκομεία, όπου όταν αντιλήφθησαν οι δράστες ότι έχουν εντοπιστεί, δεν δίστασαν να επιτεθούν κατά των ανδρών ασφαλείας – σε κάποιες των περιπτώσεων χρησιμοποιώντας αιχμηρά αντικείμενα.
Η χρήση των τεχνικών μέσων επιτήρησης μπορεί να είναι αποτελεσματική στην εποπτεία χώρων όπου το διαφορετικό είναι εμφανές. Στην περίπτωση όμως των κλοπών σε ιδρύματα, αποδεικνύεται αναποτελεσματική – και αυτό διότι οι δράστες κινούνται σε χώρους όπου τα συστήματα επιτήρησης βάσει του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, δεν εγκαθίστανται (θάλαμοι ασθενών- διάδρομοι νοσοκομείων κ.λπ.) και έτσι εκμεταλλεύονται αυτό το κενό ασφαλείας που γνωρίζουν ότι υπάρχει.
Η παρακολούθηση πιθανών δραστών με φυσικά μέσα (υπάλληλοι) είναι η πλέον αποτελεσματική έως και σήμερα και έχει αποδειχθεί ότι, όσο ευφάνταστοι και να είναι οι τρόποι που χρησιμοποιούν οι δράστες για να εισέρχονται και να αφαιρούν προσωπικά αντικείμενα ασθενών, άλλο τόσο και τα αντίμετρα που χρησιμοποιούν οι φρουροί ασφαλείας είναι πρωτότυπα.
Η τακτική της αόρατης ανάπτυξης υπαλλήλων οι οποίοι δεν φέρουν στολή, δεν εμπλέκονται σε περιστατικά με την κύρια δύναμη ασφαλείας και έτσι δεν εντοπίζονται από τους δράστες, είναι μία μέθοδος που αποδίδει τις περισσότερες φορές. Επίσης, η εναλλαγή καθημερινά εκείνων που θα δράσουν άνευ στολής, δεν δίνει σαφή εικόνα σε εκείνον που θα ήθελε να καταγράψει φυσιογνωμικά τους πιθανούς διώκτες του.
Η τακτική: (κίνηση – στάση και παραμονή σε ένα σημείο για μικρό χρονικό διάστημα – κίνηση) ένστολου προσωπικού, δίνει την αίσθηση της μεγάλης αριθμητικής δύναμης και λειτουργεί αποτρεπτικά. Οι ανορθόδοξες τακτικές που επίσης έχουν βαθμό φαντασίας πέρα από το καθημερινό κοινότυπο κλισέ, αποδίδουν και εναπόκεινται στη φαντασία εκείνου που θα σχεδιάσει το πλάνο ασφαλείας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό, όπου σε μεγάλο κρατικό νοσοκομείο συμμορία τριών αλλοδαπών επί σειρά ημερών αφαιρούσε τιμαλφή (κινητά- χρήματα κ.λπ.) από ασθενείς, τις βραδινές ώρες. Η αρμόδια υπηρεσία δεν μπορούσε να τους εντοπίσει και αποφασίστηκε να βρίσκονται καθημερινά δύο υπάλληλοί της με πολιτικά, υποδυόμενοι τους συνοδούς ασθενών, σε αντίστοιχα τμήματα. Με τον τρόπο αυτό, οι δράστες εντοπίστηκαν και παραδόθηκαν στη δημόσια δύναμη, όπου διαπιστώθηκε ότι εκκρεμούσαν εις βάρος τους καταδίκες για κλοπές.