Χρήση βίας από το προσωπικό ασφαλείας
Σε πολλές καταστάσεις, αστυνομικοί και υπάλληλοι ασφαλείας είναι πιθανό να αναγκαστούν να κάνουν χρήση βίας απέναντι σε πολίτες που εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά. Ποια είναι όμως η βέλτιστη διαχείριση αυτού του ιδιαίτερα ευαίσθητου θέματος; Η χρήση βίας ή όχι από πλευράς αστυνομικών αλλά και υπαλλήλων ασφάλειας ιδιωτικών φορέων σε διάφορες περιπτώσεις μιας ιδιαίτερα ακραίας παραβατικής συμπεριφοράς όπως η αντίσταση σε μία σύλληψη ή ακόμα η επίθεση σε αυτούς ή τρίτους, είναι ένα πολύ λεπτό θέμα, που απασχολεί καθημερινά όσους εργάζονται σε σώματα ασφαλείας και ιδιωτικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Το δίλημμα αυτό εμφανίζεται συχνά, η απόφαση πρέπει να ληφθεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και τα όρια χρήσης βίας είναι ορισμένες φορές δυσδιάκριτα.
Στη Γερμανία χρησιμοποιείται συχνά η έκφραση: «Σε αυτό το επάγγελμα βρίσκεσαι με το ένα πόδι στο νοσοκομείο και με το άλλο πόδι στη φυλακή ». Η κάθε εμπλοκή υπαλλήλων ασφάλειας αλλά και αστυνομικών όπου είναι αναγκασμένοι να κάνουν χρήση βίαιων μέτρων, μπορεί να επιφέρει διάφορους κινδύνους.
Οι δύο βασικότεροι κίνδυνοι είναι:
- Κίνδυνος τραυματισμού των ιδίων
- Ποινική δίωξη σε περίπτωση χρήσης – υπέρβασης βίας.
Είναι δεδομένο ότι οι υπάλληλοι ασφαλείας και οι αστυνομικοί όταν είναι αναγκασμένοι να κάνουν χρήση βίας, πρέπει αυτή να είναι πάντα ανάλογη με την περίσταση. Πολλοί αστυνομικοί όμως και υπάλληλοι ασφαλείας παραφέρθηκαν σε διάφορες καταστάσεις, προβαίνοντας σε χρήση υπερβολικής βίας, παραβιάζοντας έτσι το νόμο περί χρήσεως βίας..
Μέσα λοιπόν από κάποια πολύ χαρακτηριστικά, πραγματικά περιστατικά, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις αιτίες που οδηγούν στη χρήση υπερβολικής βίας και ποια πρέπει να είναι η βέλτιστη τακτική σε αυτές τις καταστάσεις.
Στη Γερμανία, πριν μερικά χρόνια, μία ιδιωτική εταιρεία παροχής ασφάλειας που είχε αναλάβει τη φύλαξη του Δημόσιου Μετρό σε μία πόλη της Ρηνανίας Βεστφαλίας, βρέθηκε για περίπου τρεις εβδομάδες στο στόχαστρο πολλών μεγάλων
γερμανικών εφημερίδων, όταν αποκαλύφθηκε ότι μερικοί υπάλληλοι ασφαλείας έκαναν χρήση υπερβολικής βίας στις συλλήψεις τους, με αποτέλεσμα να τραυματίζουν σοβαρά ύποπτους. Ορισμένοι υπάλληλοι ασφαλείας τιμωρήθηκαν ποινικά από το δικαστήριο, μέχρι και με ποινές φυλάκισης.
Για έναν υπάλληλο ασφαλείας, αυτό έχει ως αποτέλεσμα εκτός από την καταδίκη σε ποινή φυλάκισης, να μην έχει πλέον λευκό ποινικό μητρώο και συνεπώς να μη μπορεί να εξασκήσει ξανά το επάγγελμα. Συνέπεια των παραπάνω περιστατικών, ήταν να δοθεί μια αρνητική επαγγελματική εικόνα των Υπαλλήλων Ασφαλείας, αλλά και να εκτεθεί το Δημόσιο Μετρό στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Το παράδειγμα αυτό θα έπρεπε να προβληματίσει τους επιχειρηματίες και ομίλους που απασχολούν υπαλλήλους ασφαλείας, όσον αφορά τον κίνδυνο της δυσφήμισης και της εικόνας τους ως εταιρεία, ύστερα από λάθος συμπεριφορά και χειρισμό του προσωπικού ασφαλείας τους. Οι συνέπειες δυσφήμισης μπορεί μεταξύ άλλων να έχουν και αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις για μία επιχείρηση, όπως φαίνεται και στο παρακάτω παράδειγμα:
Σε ένα κέντρο διασκέδασης, το προσωπικό ασφαλείας, στην προσπάθειά του να απομακρύνει κάποιο μεθυσμένο πελάτη που παραφέρθηκε, άσκησε πάνω του υπερβολική βία, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά και να αιμορραγεί. Όλο αυτό το θέαμα είναι πολύ πιθανό να ενοχλήσει τους υπόλοιπους πελάτες, ως θεατές του επεισοδίου, γιατί επισκέφθηκαν το μαγαζί για να διασκεδάσουν και όχι για να παρακολουθήσουν έναν ξυλοδαρμό. Το αποτέλεσμα ίσως να ήταν να μην επισκεφθούν ξανά αρκετοί πελάτες το κέντρο και παράλληλα να το δυσφημίσουν. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν το προσωπικό ασφαλείας μιλούσε ευγενικά με το μεθυσμένο και όταν αυτός συνέχιζε ακόμα την προβληματική του συμπεριφορά, τον μετέφερε έξω από το κέντρο διακριτικά, χωρίς εξάρσεις βίας, μόνο με μια διακριτική λαβή, η εικόνα θα ήταν πολύ διαφορετική και θα είχε θετικό αντίκτυπο στους πελάτες. Οι επαγγελματίες υπάλληλοι ασφαλείας χρησιμοποιούν συγκεκριμένους τρόπους σε τέτοιες καταστάσεις, προκειμένου να μη δείξουν αρνητική εικόνα στους υπόλοιπους πελάτες. Το παραπάνω παράδειγμα μπορεί να συμβεί σε πολλούς χώρους όπου υπάρχουν πελάτες, όπως για παράδειγμα ένα πολυκατάστημα, ένα καζίνο, ένας κινηματογράφος μέχρι και στα γραφεία ενός μεγάλου ομίλου.
Σε σχέση πάλι με το περιστατικό στο Μετρό της Γερμανίας, ένας από τους λόγους που οδήγησαν τους υπαλλήλους ασφαλείας να επιδείξουν την αρνητική αυτή συμπεριφορά, ήταν ότι έχαναν την ψυχραιμία τους σε μία κατάσταση διένεξης, πληγωμένοι από τον προσωπικό τους εγωισμό, γιατί δεχόντουσαν βρισιές, προσβολές, μέχρι και επιθέσεις , αλλά και από κακές εμπειρίες διαφόρων άλλων διενέξεων. Συνήθως αντιμετώπιζαν καθημερινά αρκετές συγκρούσεις με άτομα τα οποία ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών, αλλοδαπούς, εμπόρους ναρκωτικών, άστεγους, ψυχικά άρρωστους, κλέφτες, Hooligans κτλ. Πολλοί ειδικοί διαπίστωσαν ότι οι υπάλληλοι ασφαλείας του Μετρό εργάζονταν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, με ψυχολογική και σωματική επιβάρυνση λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας και των διάφορων συμμοριών που είχαν να αντιμετωπίσουν. Για παράδειγμα, υπήρχαν περιπτώσεις όπου έβρισκαν πτώματα σε διάφορα σημεία του Μετρό, από άτομα που είχαν πάρει υπερβολική δόση ηρωίνης και παράλληλα είχαν υπό την ευθύνη τους να καταστείλουν τους εμπόρους των ναρκωτικών. Ενδεικτικά να αναφέρουμε, ένας υπάλληλος ασφαλείας δέχτηκε επίθεση κατά τη διάρκεια ελέγχου κάποιων εξαρτημένων ατόμων, με ένεση στην πλάτη, από ύποπτο που είχε πάρει στην κατοχή του την ένεση από έναν τρίτο, που την είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως, (ο οποίος ήταν φορέας ηπατίτιδας C και AIDS). Σε άλλα επεισόδια τραυματίστηκαν αρκετά σοβαρά δύο υπάλληλοι ασφαλείας, όταν ξυλοκοπήθηκαν από μία συμμορία. Λόγω λοιπόν όλων αυτών των γεγονότων και των εμπειριών, οι υπάλληλοι ασφαλείας ενεργούσαν πιο προσεχτικά, αλλά από την άλλη έχαναν από ένα σημείο και μετά την ψυχραιμία τους.
Ένας ακόμα λόγος που τους οδηγούσε στην άσκηση υπερβολικής βίας, ήταν η ανεπάρκεια επικοινωνίας με τους υπόπτους. Ένας επαγγελματίας υπάλληλος ασφαλείας πρέπει να προσπαθεί να αποφύγει τη χρήση βίας και να λύσει κάποιο πρόβλημα χρησιμοποιώντας πρώτα από όλα το διάλογο. Αυτό όμως απαιτεί μεγάλη εμπειρία στο χειρισμό και την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων, καθώς επίσης ευχέρεια λόγου και ικανότητα διπλωματίας. Αυτό είναι και ένα από τα βασικότερα κριτήρια επιλογής προσωπικού ασφαλείας.
Ένας άλλος λόγος ήταν ότι ενώ το προσωπικό ασφαλείας είχε άριστη εκπαίδευση σε νομοθετικά θέματα (ένας υπάλληλος ασφαλείας του Μετρό της Γερμανίας εκπληρώνει 12 μήνες εκπαίδευση, καθημερινό μάθημα με 160 ώρες το μήνα και με κρατική πιστοποίηση ως αναγνωρισμένο επάγγελμα σε θέματα ασφάλειας) είχε μία ελλιπή εκπαίδευση για χρήση βίας, προσαρμοσμένη για επεισόδια πάνω στην εργασία τους.
Επίσης, σε πολλές επιθέσεις εναντίον υπαλλήλων ασφαλείας, υπήρχαν σοβαροί τραυματισμοί αυτών, κάτι που οφείλονταν στην ανεπαρκή αντίληψη του κινδύνου, στην έλλειψη τακτικής και ομαδικότητας, καθώς και στη ρουτίνα (π.χ. συνοδεία των ελεγκτών εισιτηρίων) σε διάφορες αποστολές των υπαλλήλων ασφαλείας του Μετρό, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αντίληψης του κινδύνου, όπως αποδεικνύεται και από το παρακάτω παράδειγμα
Οι υπάλληλοι ασφαλείας του Μετρό βρίσκονται αντιμέτωποι καθημερινά με ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων και κοινωνικών τάξεων. Αντιμετωπίζουν άστεγους, μέχρι καταζητούμενους εγκληματίες. Κατά τη διάρκεια κάποιου ελέγχου εισιτηρίων στο Μετρό, δύο νέοι άπειροι υπάλληλοι ασφαλείας έλεγξαν έναν άντρα χωρίς εισιτήριο και χωρίς ταυτότητα. Τον συνόδευσαν στο τμήμα της αστυνομίας, αλλά χωρίς να πάρουν τα προβλεπόμενα προσωπικά μέτρα ασφαλείας, διότι ο άντρας φαινόταν πολύ απλός και ήρεμος. Αυτοί περπατούσαν μπροστά του και συζητούσαν και εκείνος τους ακολουθούσε κοιτώντας την πλάτη τους. Στο αστυνομικό τμήμα, μετά από τον έλεγχο των στοιχείων από τους αστυνομικούς, ακολούθησε η σύλληψή του. Οι αστυνομικοί ενημέρωσαν τους υπαλλήλους ασφαλείας ότι ο άντρας αυτός καταζητούνταν από τον ΟΗΕ, διότι στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας είχε διαπράξει ένα φόνο. Οι υπάλληλοι ασφαλείας ήταν πολύ τυχεροί που ο καταζητούμενος δεν επιτέθηκε σε αυτούς, με σκοπό να αποφύγει τη σύλληψή του. Η αντίληψη του κινδύνου των υπαλλήλων ασφαλείας σε αυτό το παράδειγμα ήταν ανεπαρκής, διότι εκτίμησαν ότι έπιασαν έναν απλό ακίνδυνο πολίτη που δεν είχε απλώς βγάλει εισιτήριο για το Μετρό και συνεπώς αυτή η εκτίμηση μπορούσε να τους φέρει σε μια δύσκολη κατάσταση. Σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, οι υπάλληλοι ασφαλείας οι οποίοι ήταν άπειροι στο χώρο εργασίας, δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί, με αποτέλεσμα να δέχονται επιθέσεις απροετοίμαστοι λόγω της ανεπαρκούς αντίληψης του κινδύνου ως προς τους υπόπτους που ελέγχανε. Αυτό οφειλόταν και στη ρουτίνα που είχαν αποκτήσει από διάφορες άλλες απλές κατά την εργασία τους περιπτώσεις, οι οποίες δεν κατέληξαν σε βίαια επεισόδια. «Αν μία κατάσταση όμως, πάει χίλιες φορές καλά, δεν σημαίνει ότι θα πηγαίνει πάντα καλά». Η καθημερινή ρουτίνα λοιπόν, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αντίληψης του κινδύνου.
Στην καθημερινότητα της υπηρεσίας υπαλλήλων ασφαλείας του Μετρό, διαπιστωνόταν συνέχεια ότι δράσεις και επεμβάσεις δυσκολεύονταν ή ακόμα αποτύγχαναν, διότι οι υπάλληλοι ασφαλείας κινούνταν χωρίς κάποια τακτική. Ελλιπείς συνεννοήσεις στην επικοινωνία της ομάδας, ελάχιστη ομαδικότητα όπως και έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, ήταν στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα την αποτυχία μίας δράσης και συνεπώς να υπάρχουν τραυματισμοί. Εδώ συναντούσαμε το φαινόμενο ότι ενώ οι υπάλληλοι ασφαλείας του Μετρό είχαν άριστη φυσική κατάσταση και μακροχρόνιες γνώσεις σε πολεμικές τέχνες, συχνά αποτύγχαναν να διευθετήσουν με ομαδική τακτική μία κατάσταση διένεξης με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ασφαλείας.
Βάσει των εμπειριών αυτών (αξιολόγηση των γεγονότων) οι υπάλληλοι ασφαλείας πρέπει να ακολουθούν ειδικά σχεδιασμένα για την επαγγελματική τους εικόνα εκπαιδευτικά προγράμματα, που αποτελούνται από διάφορα επίπεδα, όπως είναι τεχνικές αυτοπροστασίας και τεχνικές επίθεσης και σύλληψης, λαβές και τεχνικές ακινητοποίησης, χρήση του εξοπλισμού, στρατηγική, τακτική και επικοινωνία στην ομάδα. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αντιληφθούν τη γλώσσα του σώματος, να έχουν γνώσεις πρακτικής ψυχολογίας, ικανότητα στη διπλωματία και το διάλογο και να γνωρίζουν τη νομοθεσία. (Στο διπλανό πλαίσιο περιγράφεται η νομοθεσία για τη χρήση βίας από υπαλλήλους ασφάλειας στη Γερμανία). Σημαντική είναι και η ικανότητα συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών και προπάντων η εμπειρία μέσα από διάφορα ρεαλιστικά σενάρια, όπου να δίνεται μεγάλη έμφαση στην επικοινωνία με υπόπτους και στην αποτροπή κινδύνων στο προγενέστερο στάδιο μίας διένεξης, προκειμένου να καλύπτονται και να μειωθούν οι πιθανότητας να διατρέχουν κινδύνους τραυματισμών ή ποινικών διώξεων.
Επομένως, ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα για την εκπαίδευση κρατικών και ιδιωτικών δυνάμεων ασφαλείας είναι ανάγκη να διευθύνονται από εκπαιδευτές, οι οποίοι εκτελούσαν υπηρεσία σε σώματα ασφαλείας και ασχολήθηκαν παράλληλα – μακροχρόνια και εντατικά – με διάφορες πολεμικές τέχνες, γιατί μπορούν να κρίνουν καλύτερα τις προϋποθέσεις και την αποτελεσματικότητα συγκεκριμένων μεθόδων αντιμετώπισης και αυτοπροστασίας, με βάση τις προσωπικές τους εμπειρίες σε περιπτώσεις δράσης και καταστολής.
Οι Υπάλληλοι Ασφαλείας αλλά και οι Αστυνομικοί, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους βρίσκονται συνεχώς υπό την επίβλεψη νομοθετικών διατάξεων, αλλά και κοινωνικών και ηθικών κανόνων. Για αυτό και απαιτείται προσοχή, εμπειρία, ψυχραιμία, αλλά και μία κατάλληλη, εξειδικευμένη, χρονοβόρα εκπαίδευση για αποτροπή διαφόρων κινδύνων για το κοινωνικό σύνολο και την προσωπική τους ακεραιότητα στην εξάσκηση των καθημερινών καθηκόντων τους.
Του Κωνσταντίνου Σταμούλη
Ειδικός σε Θέματα Ασφαλείας