Ελλείψεις προσωπικού στην ιδιωτική ασφάλεια και αντιμετώπιση
Ένα ζήτημα που απασχολεί τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας τα τελευταία λίγα χρόνια είναι η εμφανής έλλειψη προσωπικού, που συνήθως θεωρείται ότι συνδέεται με το διεθνές φαινόμενο της “Μεγάλης Παραίτησης”. Παράλληλα με αυτό το – ποσοτικό – πρόβλημα, υπάρχει και ένα ακόμα – ποιοτικό
Control Tower Operator, G4S Telematix
Μηχανικός Βιοϊατρικής (BSc)
Στέλεχος Ασφαλείας Προσώπων και Υποδομών
Η ολοένα και εντατικότερη χρήση της τεχνολογίας σε συστήματα ασφαλείας, είτε εγκαταστάσεων είτε ατομικής χρήσης, καθιστά εμφανείς τις ελλείψεις μεγάλου ποσοστού του προσωπικού ασφαλείας στην ορθή χρήση και χειρισμό των συστημάτων αυτών.
Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε και το κύριο θέμα στο πάνελ συζήτησης των ανωτάτων στελεχών των G4S, Brink’s και ESA στο περσινό, 9ο Security Project 2022, όπως διαπιστώθηκε και από τις τοποθετήσεις τους. Ενδεικτικά:
“Η έλλειψη προσωπικού…είναι σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε και αυτό έρχεται να συνδυαστεί και με την έλλειψη δεξιοτήτων των ανθρώπων”
(Μπαρμπίας Ν. G4S Greece)
“…θα πρέπει να έχουμε πιο εκπαιδευμένο, άρα και πιο ακριβό προσωπικό…”
(Κεραστάρης Α. Brink’s Hellas)
“Βασικό πρόβλημα των ΙΕΠΥΑ η εύρεση νέου και καλού προσωπικού”
(Μαθιός Γ. ESA Security Solutions)
Προσεγγίζοντας το πρόβλημα
Όπως και με τα περισσότερα προβλήματα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι υπάρχουν δύο γενικές κατευθύνσεις αντιμετώπισης. Η δύσκολη και οριστική αντιμετώπιση της αιτίας και η προσιτή αλλά προσωρινή αντιμετώπιση των συμπτωμάτων.
Μία απλή ανάγνωση των αγγελιών εργασίας που κυκλοφορούν στα ανάλογα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα αρκεί για να διαπιστώσουμε ότι σε μεγάλο βαθμό η βαρύτητα δίνεται στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και όχι στην θεραπεία του προβλήματος.
Αγγελίες εργασίας με ολόκληρες παραγράφους επιθυμητών προσόντων που καταλήγουν με τις φράσεις “μισθός ικανοποιητικός” και “δίνονται όλα τα νόμιμα”, πιθανόν να έπρεπε ήδη να θεωρούνται παρωχημένες σε έναν κλάδο που οι σημερινές του απαιτήσεις δεν έχουν παρά μικρή σχέση με τις απαιτήσεις και το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούσε προ 30ετίας.
Το ίδιο τεκμαίρεται και από τοποθετήσεις στελεχών ΙΕΠΥΑ που δηλώνουν ότι η λύση για τη λειψανδρία του κλάδου είναι η μείωση του ποσοστού συμμετοχής του ανθρώπινου παράγοντα με αντίστοιχη αύξηση της συμμετοχής των ηλεκτρονικών μέσων, λύση ξεκάθαρα μετριασμού και όχι επίλυσης του προβλήματος.
Οι εξαιρέσεις που εντοπίζονται σε πολύ συγκεκριμένα έργα, στα οποία προσφέρονται κάποια πρόσθετα bonus, όπως κουπόνια αγορών, πριμ παραγωγικότητας, κάρτες ΜΜΜ κλπ επιβεβαιώνουν τον κανόνα και απλά “τραβούν” κόσμο από την ήδη υπάρχουσα δεξαμενή υποψηφίων, λειτουργώντας ανταγωνιστικά προς τα υπόλοιπα έργα, χωρίς σε καμμία περίπτωση να μπορούν να θεωρηθούν ικανές να οδηγήσουν εργαζόμενους εκτός του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας να εισέλθουν σε αυτόν.
Όπως οι ΙΕΠΥΑ μεμονωμένα προσπαθούν να έχουν καλή εικόνα για να προσελκύουν υποψηφίους από την ήδη υπάρχουσα δεξαμενή του κλάδου – ανταγωνιζόμενες τις υπόλοιπες ΙΕΠΥΑ, έτσι και ο κλάδος συνολικά χρειάζεται προσπάθεια για να δημιουργήσει μία εικόνα ικανή να προσελκύει εργαζομένους από το σύνολο του εργατικού δυναμικού – ανταγωνιζόμενος τους υπόλοιπους κλάδους.
Και, όπως η εικόνα μίας μεμονωμένης ΙΕΠΥΑ δεν αποτελείται μόνο από τις “γνωστές” ή “μεγάλες” φυλάξεις με τα πιθανώς ελκυστικότερα πακέτα παροχών, αλλά από το σύνολο των φυλάξεών της και τα πακέτα αποδοχών/παροχών συνολικά στο προσωπικό της, έτσι και η εικόνα που έχουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι για τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας δεν προέρχεται επιλεκτικά από μία, δύο, τρεις, τέσσερις “μεγάλες” ή “γνωστές” εταιρείες, αλλά από το σύνολο των ΙΕΠΥΑ που δραστηριοποιούνται στον χώρο, ακόμα και από όσες κρατούν σταθερά απασχολημένη την Επιθεώρηση Εργασίας και τα αρμόδια δικαστήρια.
Το παραπάνω έχει τη δική του σημασία, καθώς μπορεί οι “παροικούντες την Ιερουσαλήμ” της ιδιωτικής ασφάλειας να γνωρίζουν ποιά ΙΕΠΥΑ είναι Mercedes και ποια Fiat (παραφράζοντας τον κ.Κεραστάρη της Brink’s Hellas από το 9ο Security Project), αλλά οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνεται (;) ο κλάδος, οι εργαζόμενοι δηλαδή που βρίσκονται έξω από αυτόν και θέλει να πείσει να εισέλθουν σε αυτόν, δεν είναι σε θέση να διαχωρίσουν την εργασιακή “ήρα” από το “στάρι” αλλά βλέπουν όλες τις ΙΕΠΥΑ σαν ένα ενιαίο σύνολο.
Ανάγκη για προσωπικό με ειδικά προσόντα
Η αλλαγή επαγγελματικού προσανατολισμού που καλούνται αυτοί οι υποψήφιοι εργαζόμενοι να κάνουν, για να αντιμετωπιστεί η λειψανδρία του κλάδου, έχει προαπαιτούμενα που σε σημαντική μερίδα ΙΕΠΥΑ εξακολουθούν δυστυχώς να αποτελούν ζητούμενα και όχι δεδομένα. Κατάσταση απότοκη της θέσης που είχε επιτρέψει ο ίδιος ο κλάδος να έχει στην κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια, που αποτελούσε περισσότερο “αποκούμπι” για υποψηφίους που κατέληγαν στον κλάδο λόγω αδυναμίας εύρεσης εργασίας αλλού ή που ήθελαν να εργαστούν προσωρινά στον κλάδο μέχρι να βρούνε κάτι άλλο και να αντικατασταθούν από εξίσου προσωρινούς υπαλλήλους.
Στην σημερινή όμως πραγματικότητα, η πληθώρα των εξειδικευμένων γνώσεων και των συστημάτων ασφαλείας που καλούνται οι υπάλληλοι ασφαλείας να γνωρίζουν και να χειρίζονται – με πολλά ακόμα συστήματα να αναμένουν το νομικό πλαίσιο αλλά και το ικανό προσωπικό που θα τα χειριστεί – δεν αφήνουν περιθώρια στις ΙΕΠΥΑ να βασίζονται πλέον σε προσωρινούς/ευκαιριακούς εργαζόμενους. Αναγνώριση συμπεριφοράς σώματος, βασικές αρχές αυτοάμυνας και Ά βοηθειών, προστασία σκηνής μέχρι την άφιξη των Αρχών, κουμπιά πανικού, κάμερες σώματος, drones, X-rays και πολλά ακόμα καθιστούν επιτακτική την ποιοτική αναβάθμιση του προσωπικού ασφαλείας, ταυτόχρονα με την ποσοτική.
Η άδεια εργασίας των περασμένων δεκαετιών έχει ήδη πάψει να αποτελεί το ελάχιστο των απαιτούμενων προσόντων. Το καθαρό ποινικό μητρώο και η μή χρήση ουσιών που ζητούσε δεν αρκούν για να χειριστεί κάποιος ένα ατομικό σύστημα ασφαλείας ή να διαχειριστεί ορθά μία κατάσταση ομηρίας. Η (προς τη σωστή κατεύθυνση) μετάβαση στην κατάρτιση των 105 ωρών δείχνει ήδη όλο και πιο παρωχημένη, με την διετή εκπαίδευση των ΙΕΚ να φαίνεται πως θα αποτελέσει στο μέλλον το επόμενο προαπαιτούμενο για εργασία στην ιδιωτική ασφάλεια.
(Τα πανεπιστημιακά, μεταπτυχιακά και διδακτορικά (!) προγράμματα πάνω στο αντικείμενο της ασφάλειας που υπάρχουν εδώ και χρόνια διεθνώς δείχνουν να είναι ακόμα μακριά από την ελληνική πραγματικότητα, αλλά ευτυχώς λιγότερο μακριά σε σχέση με μία 10ετία πριν)
Πέρα από το οικονομικό κόστος που θα πρέπει να αναλάβουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι για να εισέλθουν στον κλάδο, προκειμένου να αποκτήσουν τις απαιτούμενες ελάχιστες γνώσεις και την άδεια εργασίας (σημαντική η ανακοινωθείσα επιδότηση ως προς αυτό), τα παραπάνω απαιτούν και μία επένδυση χρόνου, που ίσως να μην φαντάζει ιδιαίτερο μεγάλος για έναν νεοεισερχόμενο εργαζόμενο στα 18, 20, 22 του χρόνια, αλλά είναι πραγματικός αγώνας για έναν μεγαλύτερο εργαζόμενο άλλου κλάδου που θα εξέταζε το ενδεχόμενο αλλαγής επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Επένδυση σε χρόνο και χρήμα
Θα πρέπει σίγουρα να θεωρηθεί και δεδομένο πως ανεξάρτητα από την ηλικία και την οικογενειακή κατάσταση του – υποψήφιου για είσοδο στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας – εργαζομένου, η επένδυση χρημάτων και χρόνου για να αποκτήσει και τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα (ενδεικτικά: πρώτες βοήθειες, γνώσεις πυρασφάλειας, μέθοδοι αυτοπροστασίας, χρήση επαγγελματικών προγραμμάτων σε Η/Υ, ξένες γλώσσες, customer care κ.ά) είναι κάτι στο οποίο δύσκολα θα αποφασίσει να προχωρήσει αν δεν πληρούνται ορισμένες σημαντικές προϋποθέσεις.
Εργασιακή ασφάλεια, εξέλιξη ιεραρχική/μισθολογική με αντικειμενικά και σαφώς ορισμένα κριτήρια, προστασία των ατομικών και οικογενειακών αναγκών (π.χ άδεια εγκυμοσύνης μετ’ αποδοχών, ημέρες αναρρωτικής άδειας αντί χρήσης της κανονικής κ.ά), απασχόληση κατά το δυνατόν πλησίον της οικίας του εργαζόμενου ή σε σημείο εύκολα προσβάσιμο με ΜΜΜ, ενεργή συμμετοχή του εργοδότη σε μετέπειτα καταρτίσεις και εκπαιδεύσεις είναι μερικά μόνο από αυτά.
Είναι σίγουρο ότι τα παραπάνω σε μεγάλο βαθμό φαίνονται – ειδικά στους παλαιότερους συναδέλφους – “πολυτέλειες”, αυτός ωστόσο είναι και ένας από τους λόγους που οδήγησε στο πρόβλημα της (ποσοτικής και ποιοτικής) λειψανδρίας που αντιμετωπίζει σήμερα ο κλάδος.
Η θεραπεία της λειψανδρίας στην ιδιωτική ασφάλεια απαιτεί την προσέλκυση υποψηφίων και από άλλους κλάδους.
Η τεχνολογία που καλούνται ήδη ή θα κληθούν στο προσεχές μέλλον να χειριστούν οι υποψήφιοι αυτοί και οι ήδη εργαζόμενοι στον κλάδο, από κοινού με τον μεγάλο όγκο εξειδικευμένων γνώσεων safety και security που θα πρέπει να γνωρίζουν, απαιτούν ένα υψηλό επίπεδο κατάρτισης/εκπαίδευσης.
Η επένδυση σε χρόνο και χρήμα που καλούνται οι υποψήφιοι να κάνουν για να φτάσουν στο επίπεδο αυτό, απαιτεί ένα αντίστοιχα ελκυστικό πλαίσιο παροχών και εργασιακών διασφαλίσεων.
Ο δρόμος προς μία ανώτερη ιδιωτική ασφάλεια είναι μακρύς, αλλά “ένα ταξίδι χιλίων χιλιομέτρων αρχίζει με ένα βήμα” (Lao Tzu).