Ασφάλεια και Περιβαλλοντική Υγεία: Διακινδύνευση, άνιση έκθεση και κοινωνική τρωτότητα
Στην εποχή στην οποία ζούμε η ατμοσφαιρική ρύπανση, η κλιματική αλλαγή και ο θόρυβος αποτελούν σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους και συνιστούν την αιτία σημαντικών επιπτώσεων στην περιβαλλοντική υγεία, συμβάλλοντας σε πολλές ασθένειες και πρόωρους θανάτους. Στην κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξέτασης παρουσιάζει το ζήτημα της άνισης έκθεσης και των άνισων επιπτώσεων στην υγεία των ανθρώπων που έχουν οι προαναφερθείσες περιβαλλοντικές κρίσεις.
Πολιτικός Επιστήμονας – Πτυχιούχος ΠΜΣ «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές», ΠΜΣ «Κράτος και Δημόσια Πολιτική», ΠΜΣ «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων στους Διοικητικούς και Αναπτυξιακούς Τομείς», ΠΜΣ « Περιβάλλον και Υγεία: Διαχείριση Περιβαλλοντικών Θεμάτων με επιπτώσεις στην υγεία» ΕΚΠΑ
Παράγοντες κοινωνικής τρωτότητας απέναντι σε περιβαλλοντικούς κινδύνους και κρίσεις
Η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση, στην κλιματική αλλαγή και στον θόρυβο δεν επηρεάζει όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο. Αντίθετα, η άνιση κατανομή των επιπτώσεων στην υγεία αντικατοπτρίζει στενά τις κοινωνικές-οικονομικές-πολιτικές-δημογραφικές διαφορές στην κοινωνία. Κοινωνικοί παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλλο, η οικονομική δυνατότητα, οι συνθήκες στέγασης και εργασίας καθώς και ο βαθμός της αστικοποίησης και των χρήσεων γης διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο πως βιώνουν οι άνθρωποι σε ατομικό επίπεδο υγείας τις επιπτώσεις από την ατμοσφαιρική ρύπανση, το συνονθύλευμα των επιβαρύνσεων από την κλιματική αλλαγή και τον θόρυβο. Η κοινωνική τρωτότητα αναφέρεται στην αδυναμία συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων να αντέξουν τις δυσμενείς επιπτώσεις των περιβαλλοντικών κινδύνων στην υγεία τους, λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών (Κοvats, 2004; Xu, 2012; Padilla, 2016). Παιδιά, ηλικιωμένοι, άτομα με κακή υγεία ή με ανθυγιεινές συμπεριφορές όπως το κάπνισμα, μπορεί να επιδείξουν αυξημένη ευαισθησία σε περιβαλλοντικούς στρεσογόνους παράγοντες και ως εκ τούτου να έρθουν αντιμέτωποι με πιο οξείες επιπτώσεις από ένα υγιές ενήλικο άτομο στο ίδιο επίπεδο έκθεσης (Simoni, 2015). Κοινωνικές ευάλωτες ομάδες μπορεί επίσης να υποφέρουν από περιορισμούς στην ικανότητά τους να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας για την οποιαδήποτε αναζήτηση θεραπείας (Kruize, 2007).
Τα χαρακτηριστικά του τόπου στον οποίο διαβιούν οι άνθρωποι και συγκεκριμένα η πυκνότητα των δομημένων περιοχών και οι συγκεντρώσεις κυκλοφορίας και βιομηχανίας είναι ακόμα ένας σοβαρός παράγοντας που συσχετίζεται με την επιδείνωση της περιβαλλοντικής υγείας ενώ η φυσική κατάσταση των κατοικιών αλλά και των εκάστοτε χώρων εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της θερμικής μόνωσης, των συστημάτων θέρμανσης, ψύξης και μόνωσης από τον θόρυβο συνιστούν ακόμα ένα σημαντικό παράγοντα που συσχετίζεται με την επιδείνωση της περιβαλλοντικής υγείας. Κακές συνθήκες στέγασης καθώς και η έλλειψη φυσικής ή τεχνητής σκίασης μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένη θερμική καταπόνηση σε περιοχές που επηρεάζονται από υψηλές θερμοκρασίες (Liu, 2017). Ο συνδυασμός υψηλότερης έκθεσης σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, χαμηλών κοινωνικο-οικονομικών ομάδων και αυξημένης ευαισθησίας στις επιπτώσεις της έκθεσής τους οδηγεί σε σοβαρές ανισότητες ως προς την περιβαλλοντική ασφάλεια. Αυτό έχει περιγραφεί ως το φαινόμενο του «τριπλού κινδύνου» (Jerrett, 2001).
H ατμοσφαιρική ρύπανση, η κλιματική αλλαγή και ο θόρυβος συνιστούν χαρακτηριστικά παραδείγματα διακινδύνευσης της περιβαλλοντικής υγείας των ανθρώπων με άμεσες επιπτώσεις. Συγκεκριμένα το πηλίκο της διακινδύνευσης προκύπτει από το πόσο ευάλωτες είναι οι συνθήκες ευπάθειας και τρωτότητας απέναντι στις προαναφερθείσες κρίσεις σε αντιδιαστολή με την ικανότητα να ανταπεξέλθουμε σε αυτές είτε σε ατομικό ή σε κοινωνικό επίπεδο (Ανδρεαδάκης και Λέκκας, 2015). Ως εκ τούτου γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο παράγοντας της διακινδύνευσης εμπεριέχει μέσα του την έννοια της κοινωνικής ανισότητας στον βαθμό που η εισοδηματική οικονομική ανισότητα, η ανισότητα στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας αλλά και η άνιση πρόσβαση σε ευκαιρίες για κοινωνική, οικονομική και πολιτική συμμετοχή σύμφωνα με τις κοινωνικά καθορισμένες κατηγορίες, όπως το φύλο, την ηλικία, την εθνικότητα, την θρησκεία, την κοινωνική τάξη εμπεριέχονται στο ποσοστό της ευπάθειας και της τρωτότητας (Λέκκας, 2000). Όσο λοιπόν πιο ισχυρές είναι οι υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες σε μια κοινωνία τόσο πιο μεγαλύτερο αντίκτυπο έχουν στο ποσοστό της ευπάθειας/τρωτότητας (Ανδρεαδάκης και Λέκκας, 2015)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΕ PDF ΕΔΩ
Η ατμοσφαιρική ρύπανση: Πηγές, αιτίες, επιδράσεις
Ένας από τους πιο σημαντικούς περιβαλλοντικούς κινδύνους είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση (EEE, 2018). Συγκεκριμένα η αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα CO2 στην ατμόσφαιρα συντελεί δραματικά στην αύξηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, όπως το ονόμασε ο Γάλλος μαθηματικός Fourier το 1822 (Cournane, 2017b). Τα αέρια του θερμοκηπίου περιλαμβάνουν το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το οξείδιο του αζώτου (Ν20), το όζον (Ο3), το μεθάνιο (CH4), τους υδρατμούς (Η2Ο) και τους χλωροφθοράνθρακες (CFC) (EEA, 2017). Αυτά τα αέρια του θερμοκηπίου ενώ επιτρέπουν την ηλιακή ακτινοβολία να φθάσει στην επιφάνεια του πλανήτη εγκλωβίζουν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από την εκπεμπόμενη από την επιφάνεια υπέρυθρη ακτινοβολία, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό διαφεύγει στο διάστημα (Dupont and Pearman, 2006). Παρόλα αυτά το πρόβλημα δεν έγκειται στο ίδιο το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο σαν φυσική διαδικασία έχει ωφελήσει την ζωή στον πλανήτη. Το πρόβλημα έγκειται στην υπερσυσσώρευση των αερίων του θερμοκηπίου από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, οι οποίες επιβαρύνουν ολοένα και περισσότερο αυτή την διαδικασία και την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη από τον πολλαπλάσιο εγκλωβισμό της υπέρυθρης εκπεμπόμενης από τον πλανήτη ακτινοβολίας (Brunt, 2017). Οι παράγοντες που επιδρούν στην αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου είναι η χρήση των ορυκτών καυσίμων, οι βιομηχανικές δραστηριότητες, οι μεταφορές, η καταστροφή των δασών και η άντληση και διανομή του φυσικού αερίου (Brunt, 2017).
Η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης ενός μεγάλου φάσματος ασθενειών, κυρίως του αναπνευστικού και του καρδιαγγειακού συστήματος. Ο Διεθνής Οργανισμός για την έρευνα για τον καρκίνο (ΙΑRC) έχει ταξινομήσει την ατμοσφαιρική ρύπανση γενικά αλλά και συγκεκριμένα τα σωματίδια (PM) ως ένα ξεχωριστό συστατικό μειγμάτων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ως καρκινογόνα (IARC, 2013). Παράλληλα, η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση σχετίζεται με τον νεοεμφανιζόμενο διαβήτη τύπου 2 σε ενήλικες και μπορεί επίσης να συνδέεται με την παχυσαρκία, τη συστηματική φλεγμονή, το Αλτσχάιμερ και την άνοια (RCP, 2016; WHO Europe, 2016). Οι περισσότερες αιτίες για τους πρόωρους θανάτους που αποδίδονται στην ατμοσφαιρική ρύπανση είναι οι καρδιακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά ενώ στη συνέχεια ακολουθούν οι πνευμονικές παθήσεις και ο καρκίνος του πνεύμονα (WHO, 2014). Μεταξύ των ατμοσφαιρικών ρύπων, τα λεπτά PM είναι τα πιο θανατηφόρα (EEE, 2018). Ένα σημαντικό σύνολο αποδεικτικών στοιχείων υποδηλώνει ότι η υγεία των ατόμων χαμηλότερης κοινωνικοοικονομικής θέσης τείνει να επηρεάζεται περισσότερο από την ατμοσφαιρική ρύπανση συγκριτικά με την υγεία του γενικού πληθυσμού (Lewis, 2014). Η διατροφή, ο τρόπος ζωής, η ανεπαρκής υγειονομική περίθαλψη και το άγχος (Khreis, 2017) αποτελούν επιπλέον παράγοντες που εντείνουν αυτή την κατάσταση. Επιπλέον η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει την υγεία των παιδιών αλλά και των ηλικιωμένων (WHO, 2005a; WHO Europe, 2013a).
Κλιματική αλλαγή: Ο κυριότερος περιβαλλοντικός κίνδυνος;
H κλιματική αλλαγή συνιστά ένα συνονθύλευμα περιβαλλοντικών κινδύνων και κρίσεων που μαζί με άλλους φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες επηρεάζει την ανθρώπινη υγεία και προκαλεί ασθένειες με πολλούς τρόπους (WHO Europe, 2017). Επειδή το παγκόσμιο κλίμα είναι ένα συνδεδεμένο σύστημα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται αισθητές παντού. Μεταξύ των σημαντικότερων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι (Gohar and Shine, 2007):
- Ακραίες θερμοκρασίες (Καύσωνες – Παγετοί)
- Λιώσιμο των πάγων
- Άνοδος της στάθμης της θάλασσας
- Καταρρακτώδεις βροχές, ισχυρές καταιγίδες και αιφνίδιες αστικές και μη πλημμύρες
- Ερημοποίηση
- Αλλαγή οικοσυστημάτων
- Επισιτιστική κρίση
- Διαθεσιμότητα ποσότητας και κατάλληλης ποιότητας νερού
- Περιβαλλοντικοί πρόσφυγες
Στον άνθρωπο οι επιπτώσεις της έκθεσης σε ακραίες θερμοκρασίες μπορεί να σχετίζονται άμεσα με την θερμοπληξία, την θερμική κόπωση, την αφυδάτωση, το θερμικό στρες ενώ μπορεί να επιδεινώσουν την αναπνευστική λειτουργία και να προκαλέσουν νεφρικές διαταραχές (Astrom, 2013). Παράλληλα οι επιπτώσεις από τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες είναι διάφορα καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε θερμική εξάντληση, ή και τον θάνατο (WHO Europe, 2011). Ο θερμός αέρας αυξάνει τη συγκέντρωση του όζοντος κοντά στην επιφάνεια της γης, οδηγώντας σε πνευμονοπάθειες (Analitis, 2014; Breitner, 2014). Η αύξηση και εξάπλωση εντόμων συνεπάγεται εμφάνιση λοιμωδών νοσημάτων (πχ ελονοσία, κίτρινος πυρετός, εγκεφαλίτιδα) (WHO Europe, 2011) και η ανάπτυξη ευτροφισμού σε επιφανειακά ύδατα, συνεπάγεται κίνδυνο εμφάνισης χολέρας (Astrom, 2013).
Σε σύγκριση με τους καύσωνες, η θνησιμότητα που σχετίζεται με το κρύο και τον παγετό είναι εξίσου σημαντική. Τα άμεσα θύματα των χαμηλών θερμοκρασιών τείνουν να είναι άνθρωποι εκτεθειμένοι στον παγετό ή που έχουν ανεπαρκή στέγη (Poljansek, 2017). Θανατηφόρα καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα συνδέονται επίσης με χαμηλές θερμοκρασίες, οι οποίες επιδεινώνουν τις υπάρχουσες παθήσεις, όπως την αρθρίτιδα, τους ρευματισμούς, την αρτηριακή πίεση, τον κίνδυνο εγκεφαλικού, την πνευμονία, το άσθμα, την βρογχίτιδα, την γρίπη, την κατάθλιψη και το άγχος (Santamouris, 2014).
Η μεγάλη ηλικία επιδεινώνει τα αρνητικά αποτελέσματα στην υγεία από το θερμικό στρες (Josseran, 2009) και οι ηλικιωμένοι τείνουν να είναι πιο πιθανά θύματα του καύσωνα αλλά και των επιπτώσεων από το ψύχος (Canouri-Poitrine, 2006; Hajat, 2007; Urban, 2017; Gabriel and Endlicher, 2011). Παράλληλα τα παιδιά, ειδικά εκείνα με ασθένειες όπως πχ διάρροια, λοιμώξεις του αναπνευστικού και νευρολογικές παθήσεις κινδυνεύουν ιδιαίτερα από το θερμικό στρες (McGeehin and Mirabelli, 2001). Οι καύσωνες αυξάνουν επίσης σημαντικά τη νοσηρότητα και την θνησιμότητα μεταξύ εκείνων με χρόνια πνευμονική νόσο (Jehn, 2013). Επιπλέον, οι ασθενείς ψυχικής υγείας επηρεάζονται από τις υψηλές θερμοκρασίες (Kaiser, 2001; Hajat, 2007) ενώ άνθρωποι με καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα τείνουν να επηρεάζονται περισσότερο από τα κρυολογήματα (Wilkinson, 2004; Ryti, 2015).
Οι αλλαγές στην θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις αυξάνουν τους κινδύνους για την υγεία που σχετίζονται με τις πυρκαγιές και τη ρύπανση του όζοντος στο επίπεδο του εδάφους (Gomez-Echeverri, 2018). Παράλληλα η αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα και του νερού και η εμφάνιση πιο έντονων ακραίων γεγονότων έχουν την δυνατότητα να προκαλέσουν υδάτινες και τροφιμογενείς ασθένειες (Dupont and Pearman, 2006). Η συχνότητα και η σοβαρότητα των αλλεργικών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του αλλεργικού πυρετού αυξάνεται ως αποτέλεσμα των μικρότερων χειμώνων και των μεγαλύτερων εποχών γύρης (Intergovernmental Panel on Climate Change,2007). Η κλιματική αλλαγή προβλέπεται επίσης να αλλάξει τη γεωγραφική περιοχή και την κατανομή των εντόμων και των παρασίτων, εκθέτοντας περισσότερους ανθρώπους σε έντομα που φέρουν τους ιούς που προκαλούν ασθένειες όπως η νόσος του Lyme, τον ιό Ζίκα, τον ιό του Δυτικού Νείλου και τον δάγκειο πυρετό (NOAA, 2019).
Ο θόρυβος ως περιβαλλοντικός κίνδυνος: Πηγές, αιτίες, επιδράσεις
Ο περιβαλλοντικός θόρυβος αποτελεί ακόμα ένα σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο που ενέχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων. Έχει συνδεθεί με πολύπλοκες ψυχολογικές μεταπτώσεις (Babisch, 2002) και μια πληθώρα καρδιαγγειακών και μεταβολικών διαταραχών, άγχος, στρες, κακό ύπνο και γνωστική εξασθένηση στα παιδιά (WHO Europe, 2018). Όμως σε τι τύπους μπορούμε να διακρίνουμε τον περιβαλλοντικό κίνδυνο; Oι βασικοί τύποι περιβαλλοντικού θορύβου είναι οι ακόλουθοι: Α) Ανθρωπογενής θόρυβος: Αναφέρεται στον θόρυβο που δημιουργείται λόγω ανθρωπογενών δραστηριοτήτων (Fiedler and Zannin, 2015), Β) Περιβαλλοντικός θόρυβος: Ο περιβαλλοντικός θόρυβος αναφέρεται στο είδος του θορύβου που προκύπτει από μια σειρά περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων. (Kamp and Davies, 2013).
Γενικά, οι χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες τείνουν να εκτίθενται σε υψηλότερα επίπεδα θορύβου, ιδίως σε θόρυβο από την οδική κυκλοφορία. Όσοι ζουν σε περισσότερο υποβαθμισμένες τοποθεσίες είχαν λιγότερη πρόσβαση σε ήσυχες περιοχές (Battaner, 2010). Σε σχέση με τον βιομηχανικό θόρυβο, στοιχεία δείχνουν ότι νοικοκυριά σε χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση εντοπίζονται σε περιοχές με βιομηχανικές δραστηριότητες όπου τα επίπεδα θορύβου περιβάλλοντος είναι περίπου 7 db υψηλότερα από ό,τι σε κατοικίες χωρίς βιομηχανίες, οι οποίες καταλαμβάνονται από ομάδες ανώτερων οικονομικά κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (Braun and Fahrlander, 2004).
Οι εύπορες κοινωνικές ομάδες μπορούν να επιλέξουν να ζουν σε περιοχές με λιγότερο θόρυβο, ενώ ακόμα και αν επιλέγουν να μένουν σε αστικές περιοχές με έντονο θόρυβο έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξοπλίσουν και να θωρακίσουν τις οικίες τους με ηχομονωτικά υλικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στις επιπτώσεις του θορύβου ανάμεσα στις αστικές και στις αγροτικές περιοχές μιας περιφέρειας. Η προβληματική εντοπίζεται κυρίως στα αστικά κέντρα (Havard, 2011). Ο περιβαλλοντικός θόρυβος ενέχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων, τις οποίες μπορούμε να διακρίνουμε στις παρακάτω κατηγορίες:
- Προβλήματα ακοής
- Ψυχολογικά θέματα
- Σωματικά προβλήματα
- Γνωστικά θέματα και αλλαγές συμπεριφοράς
- Διαταραχές ύπνου
- Καρδιαγγειακά Θέματα
- Προβλήματα στην επικοινωνία
- Επίδραση στην πανίδα
Συμπεράσματα
Η ύπαρξη κοινωνικών ανισοτήτων σε ατομικό και κρατικό επίπεδο τροφοδοτεί την ενίσχυση της κοινωνικής τρωτότητας μεγαλώνοντας τα ποσοστά της διακινδύνευσης απέναντι στους περιβαλλοντικούς κινδύνους και τις κρίσεις. Η ατμοσφαιρική ρύπανση, η κλιματική αλλαγή μαζί με τις επιμέρους εκφάνσεις της καθώς και ο θόρυβος επηρεάζουν και απειλούν την υγεία των ανθρώπων σε διάφορα επίπεδα με μη ισότιμο τρόπο. Το ζήτημα της άνισης έκθεσης και των άνισων επιπτώσεων των περιβαλλοντικών κινδύνων στην υγεία των ανθρώπων αποτελεί αναμφισβήτητα ένα κρίσιμο τομέα συζήτησης που απαιτεί άμεσες παρεμβάσεις. Η άνιση έκθεση δεν αποτελεί ένα αυθαίρετο συμπέρασμα αλλά αντίκτυπο των κοινωνικών ανισοτήτων που υφίστανται στις κοινωνίες και οι οποίες βάση ιδιαίτερων κοινωνικών παραγόντων καθορίζουν τον βαθμό της διακινδύνευσης της υγείας των ανθρώπων απέναντι σε αυτούς τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.
Στοχεύοντας στην βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορούμε να αγνοούμε τους διάφορους κοινωνικούς παράγοντες που καθορίζουν την κοινωνική τρωτότητα σε ατομικό επίπεδο αλλά και τις κοινωνίες σε επίπεδο κρατών, ως προς την ικανότητά τους να ανταπεξέλθουν αυτών των περιβαλλοντικών κινδύνων. Κοινωνικοί παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλλο, η οικονομική δυνατότητα, οι συνθήκες στέγασης και εργασίας καθώς και ο βαθμός της αστικοποίησης και των χρήσεων γης διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο.
Παράλληλα κάθε προσπάθεια μείωσης της ατομικής κοινωνικής τρωτότητας δεν μπορεί να μην αποτελεί απλά ένα τμήμα της συνολικής τρωτότητας που βιώνουν ολόκληρες οι κοινωνίες. Υφίστανται διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα αναπτυσσόμενα και στα αναπτυγμένα κράτη και στην δυναμική που έχουν, το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, το επιστημονικό γίγνεσθαι καθώς επίσης και στην πρωτοβουλία και θέληση να ανταπεξέλθουν μεν στις περιβαλλοντικές πιέσεις και προκλήσεις και αφετέρου να προστατεύσουν την υγεία των πολιτών τους. Υφίστανται διαφοροποιήσεις στον βαθμό της διακινδύνευσής τους και περαιτέρω στον βαθμό της ικανότητάς τους.
Κάθε προσπάθεια μετριασμού των περιβαλλοντικών κινδύνων οφείλει να συνοδεύεται με μέτρα προσαρμογής. Η προγραμματισμένη και προληπτική προσαρμογή έχει την δυνατότητα να μειώσει την ευπάθεια και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες για ενίσχυση της ικανότητάς μας να ανταποκριθούμε επιτυχώς. Η δημιουργία σε παγκόσμια κλίμακα μιας πολιτικής συναίνεσης για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων και επακόλουθα της κοινωνικής τρωτότητας απέναντι στους περιβαλλοντικούς κινδύνους συνιστά το ζητούμενο. Η παγκόσμια πρόκληση της βιώσιμης ανάπτυξης με την παράλληλη μείωση των κοινωνικής τρωτότητας είναι δύσκολο εγχείρημα και η προστασία της υγείας των ανθρώπων και ειδικότερα των ευάλωτων ατόμων από τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που υπονομεύουν την ποιότητα της ζωής τους πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα.