Το αποτύπωμα της πολύκροτης απαγωγής Παναγόπουλου μέσα από μια βιωματική κατάθεση : Ασφάλεια είναι μόνο η πρόληψη!
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα και αποκλειστικά στο Security Manager, ο Γιώργος Σαρδέλης – συνοδός και οδηγός του αείμνηστου Περικλή Παναγόπουλου και ο μοναδικός που ήταν παρών τη μέρα της πολύκροτης απαγωγής του εφοπλιστή – ξεδιπλώνει μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη το χρονικό της υπόθεσης που συγκλόνισε την Ελλάδα πριν 12 περίπου χρόνια και αποτέλεσε σημείο αναφοράς στα θέματα ασφάλειας σημαντικών προσώπων στη χώρα μας, με σκοπό να ευαισθητοποιήσει όλους όσους ασχολούνται με το συγκεκριμένο χώρο και κυρίως να αναδείξει την σημαντική αξία της πρόληψης.
Συνέντευξη με τον Γιώργο Σαρδέλη – Γενικό Διευθυντή της Defensor Civitatis
Του Βλάση Αμανατίδη
Η υπόθεση της απαγωγής του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου τον Ιανουάριο του 2009 συγκλόνισε την Ελλάδα και έμεινε στα χρονικά ως ένα γεγονός που άλλαξε τα δεδομένα στο τομέα της ασφάλειας και προστασίας επιχειρηματιών και γενικότερα VIP προσώπων.
Η έκβαση της πολύκροτης απαγωγής και πολλές πτυχές των γεγονότων, είναι γνωστές από τα αστυνομικά ρεπορτάζ της εποχής και από τη δική που έλαβε χώρα και στην οποία καταδικάστηκαν οι δράστες.
Σίγουρα όμως, το να μιλάει μετά από 12 και πλέον χρόνια για πρώτη φορά στην Ελλάδα για αυτή την υπόθεση ο συνοδός του αείμνηστου εφοπλιστή (ο Περικλής Παναγόπουλος έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 2019) που βίωσε μαζί του όλες αυτές τις δραματικές στιγμές είναι κάτι ιδιαίτερα ξεχωριστό.
Συναντήσαμε λοιπόν τον κ. Γιώργο Σαρδέλη, στα γραφεία της εταιρίας παροχής υπηρεσιών ασφάλειας που διευθύνει σήμερα, με την επωνυμία « Defensor Civitatis Security Services», όπου μέσα από μια αποκλειστική συνέντευξη στο Security Manger εξιστορεί πολλές από τις πτυχές της συγκεκριμένης υπόθεσης και αναδεικνύει εκείνα τα σημεία που ίσως θα μπορούσαν …να έχουν αλλάξει τη ροή αυτής της ιστορίας.
Κύριε Σαρδέλη, πείτε μας λίγα πράγματα αρχικά για το πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε επαγγελματικά με το χώρο της ασφάλειας και ειδικά στο πλευρό του Περικλή Παναγόπουλου;
Ξεκίνησα την καριέρα μου το 1999, συμμετέχοντας σε μια ομάδα ασφαλείας, μιας μεγάλης Ελληνικής ναυτιλιακής εταιρείας. Την ίδια χρονιά, μου προσφέρθηκε η θέση του συνοδού – οδηγού στο Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας. Σε κάθε άδεια που μπορούσα να έχω, προσπαθούσα να παρακολουθώ διάφορες εκπαιδεύσεις στο εξωτερικό, γιατί όπως γνωρίζετε στην Ελλάδα απαγορεύονται οι εκπαιδεύσεις στον χειρισμό όπλων. Το 2003 μου πρότειναν να μεταφερθώ στον Πρόεδρο της Ναυτιλιακής εταιρίας, τον αείμνηστο Περικλή Παναγόπουλο. Είχε ξεκινήσει τότε η άνοδος του ομίλου και φυσικά ταυτόχρονα και οι ευθύνες και υποχρεώσεις που είχα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των ωρών εργασίας, που πολλές φορές ήταν θυμάμαι εξουθενωτική για το μυαλό και το σώμα.
Δυστυχώς, τότε η μόνη ασφάλεια που είχαμε, ήταν η στατική φύλαξη σε οικία και εταιρεία, χωρίς κάποιο θωρακισμένο όχημα και χωρίς συνοδεία.
Δεν ανησυχούσε για την ασφάλεια του ο αείμνηστος Παναγόπουλος πριν την απαγωγή; Πως αντιμετωπίζατε εσείς γενικότερα αυτή τη κατάσταση;
Ο Περικλής Παναγόπουλος ήταν ένας λαμπρός επιχειρηματίας, ένας πολύ καλός εργοδότης και ένας “old school gentleman” να προσθέσω. Συνήθιζε όμως να μου λέει “Γιώργο, δεν έχω βλάψει ποτέ κανέναν στη ζωή μου, γιατί κάποιος να μου κάνει κακό;’’
Μετά την πώληση της Ναυτιλιακής εταιρείας για ποσό πάνω από 400.000.000 ευρώ, η επιμονή μου για τη δημιουργία μιας ομάδας ασφαλείας ήταν συνεχής και πιστεύω δικαιολογημένη. Η ειρωνεία εδώ είναι, ότι προληπτικά όπως εξέταζα τα σενάρια διαδρομών του και έχοντας πάντα στο μυαλό μου πιθανές απειλές, είχα μιλήσει στον Περικλή Παναγόπουλο για το ποιο ήταν ένα σημείο που πιθανόν μπορεί να έχουμε πρόβλημα. Ένα σημείο που στενεύει ο δρόμος και μετά βίας χωρούν 2 αυτοκίνητα με μάντρα περίφραξης (κάλυψη υπόπτου) και από την άλλη ύψωμα του εδάφους …μόλις 300 μέτρα από την οικία του. Ιδανικό δηλαδή σημείο για αιφνιδιασμό. Σημειώστε ότι οι περισσότερες απαγωγές ή χτυπήματα γίνονται κοντά στην οικία ή στην επιχείρηση των προσώπων.
Φυσικά, η πρόληψη αποτελεί το βασικό μότο κάθε επαγγελματία σε αυτό το τομέα και αυτό που μαθαίνουμε σε όλες τις εκπαιδεύσεις μας, οπότε πάντα έβαζα στο μυαλό μου ποιος θα μπορούσε και γιατί να μας έβλαπτε με οποιοδήποτε τρόπο. Είναι υποχρέωση σου ως συνοδός ασφάλειας, να είσαι πάντα σε εγρήγορση και να αξιολογείς όλους όσους βρίσκονται στο περιβάλλον του επιχειρηματία.
Είναι δυστυχώς σύνηθες φαινόμενο, οι επιχειρηματίες να προσλαμβάνουν κάποιον για να φροντίσει την ασφάλειά τους, αλλά πολλές φορές όταν πρόκειται για το κόστος και την αλλαγή του τρόπου ζωής και των συνηθειών τους για τις ανάγκες της ασφάλειας, το σκέφτονται τόσο πολύ που καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όπως λέει και ένας Συνάδελφος μας μόνιμα στα συνέδρια σας: “Δεν υπάρχει μαθηματικός τύπος που να κοστολογεί την αξία της ζωής κάποιου”.
Στην περίπτωση του Περικλή Παναγόπουλου, ήταν η αλλαγή του τρόπου ζωής που ήταν δύσκολο να διαχειριστεί. Όπως μου είχε πει κάποια στιγμή “Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου, να πηγαίνω κάπου και να έχω 3 ή 4 άτομα πάντα πίσω μου, θα ήταν σαν τιμωρία που ήμουν πλούσιος”
Παρόλα αυτά, το σπίτι του προέδρου ήταν ασφαλισμένο, το κτίριο της εταιρείας επίσης ασφαλισμένο, τα πλοία επίσης…
Το μόνο λάθος ήταν οι μετακινήσεις μας ! Αυτή ήταν η αχίλλειος πτέρνα μας.
Ας πάμε τώρα στην υπόθεση και στο χρονικό αυτής. Πως εξελίχθηκε η ιστορία της απαγωγής;
Ήταν ένα κλασσικό πρωινό Δευτέρας, (12/01/2009), την εβδομάδα πριν είχαμε μόλις επιστρέψει από το Γκστάαντ στην Ελβετία έχοντας περάσει πάρα πολύ όμορφα και η Δευτέρα ήταν η πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τις διακοπές. Η διάθεση, όπως πάντα, ήταν υπέροχη. Περίπου 300 μέτρα αφότου είχαμε αναχωρήσει από την κατοικία του Προέδρου, καθώς οδηγούσα αργά μέσα από ένα στενό δρόμο, (μόνο δύο αυτοκίνητα μπορούσαν να περάσουν), είδα ξαφνικά ένα μικρό βαν να προσπαθεί να κάνει αναστροφή λίγα μέτρα μακριά μου, καθώς σταμάτησα, κοιτάζοντας συγχρόνως και τον πίσω καθρέφτη είδα ένα άλλο αυτοκίνητο, ένα τζιπ, με δύο άτομα μέσα να φορούν μαύρες κουκούλες! Υπήρχε ένας μικρός δρόμος που είχα περάσει, και μας περίμεναν εκεί πίσω από έναν θάμνο. Αστραπιαία όρμησαν έξω από το βαν μπροστά μας, τρεις άνδρες ντυμένοι με μαύρα στρατιωτικά ρούχα κρατώντας αυτόματα όπλα τύπου A-K 47 στα χέρια τους φωνάζοντας μου να ανοίξω τις πόρτες. Δεν μπορούσα να πατήσω το γκάζι γιατί το βαν είχε κλείσει το δρόμο, ούτε μπορούσα να εμβολίσω το πίσω αυτοκίνητο καθώς είχε έρθει τόσο κοντά που δεν θα είχα την απαραίτητη δύναμη εμβολισμού, η σκέψη να τραβήξω το πιστόλι μου απορρίφθηκε αμέσως, γιατί σε περίπτωση διασταυρωμένων πυρών θα μπορούσε να σημαίνει όχι μόνο τη ζωή μου αλλά και τη ζωή του Παναγόπουλου!
Προσπαθώντας να ηρεμήσω τον Π. Παναγόπουλο και έχοντας τις πόρτες κλειδωμένες, λες και αυτό θα μπορούσε να έχει σημασία, ο ήχος του παραθύρου που έσκασε έμοιαζε εκείνη την στιγμή ότι μας εκτελούσε τρομοκρατική οργάνωση. Οι απαγωγείς χρησιμοποίησαν μια μεγάλη βαριοπούλα για να σπάσουν το παράθυρο της πόρτας μου. Δύο χτυπήματα ήταν αρκετά! Στη συγκεκριμένη πολιτική περίοδο, η Ελλάδα είχε πολλά προβλήματα με τρομοκρατικές ομάδες. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το αποφύγω αυτό, το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να ηρεμήσω τον Παναγόπουλο και να προσπαθήσω να καταλάβω τι γίνεται και γιατί έχουμε δεχτεί επίθεση.
Καθώς έσκυβα προς τον Παναγόπουλο προσπαθώντας να του κρατήσω το χέρι, ένιωσα ένα χέρι να μπαίνει από το σπασμένο παράθυρο της πόρτας του αυτοκινήτου μου και να τραβάει το χερούλι της πόρτας. Με μεγάλη βία με ανάγκασαν να βγω από το αυτοκίνητο και να πέσω στο έδαφος, με ένα πόδι στην πλάτη μου, χτυπημένος στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου από ένα Καλάσνικοφ, μου είπαν να παραδώσω το όπλο μου. Μπορώ ακόμα να θυμηθώ την ανάσα αυτού του απαγωγέα, γεμάτη αγωνία και άγχος! Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα (μέρος από τις εκπαιδεύσεις μας για να χαμηλώσω του παλμούς μου)του είπα να ηρεμήσει, λέγοντάς του ότι δεν θα αντισταθώ σε περίπτωση που είχε το δάχτυλό του στη σκανδάλη. Αφού παρέδωσα το όπλο μου, αμέσως μου πέρασαν χειροπέδες και μου φόρεσαν στο κεφάλι μία μαύρη κουκούλα. Με έσυραν προς το φορτηγάκι και με πέταξαν μέσα.
Φαντάζομαι ήδη πόσο μεγάλο θα ήταν το σοκ και για τους δυο σας. Τι σας έλεγαν οι δράστες σε πρώτη φάση και τι έγινε στη συνέχεια ;
Ο Περικλής Παναγόπουλος ήταν ήδη μέσα στο φορτηγάκι ξαπλωμένος ανάσκελα κοιτάζοντας την οροφή του αυτοκινήτου. Δύο απ’ τους απαγωγείς ήρθαν πίσω μαζί μας και μετά έφυγε το φορτηγάκι. Καθώς προσπαθούσα να πάρω πίσω την ανάσα μου, ρώτησα τους απαγωγείς τι ήθελαν και τους ζήτησα να μην είναι βίαιοι με τον Παναγόπουλο λόγω των πολυάριθμων προβλημάτων υγείας του. Ήθελα να μάθω άμεσα γιατί μας είχαν αρπάξει, ώστε να καταλάβω αν πρόκειται για απαγωγή ή κάτι άλλο. Η απάντηση ήταν… «Θέλουμε 30.000.000 ευρώ! Μην γίνεις ήρωας και θα ζήσεις. Όταν σε αφήσουμε, θα επιστρέψεις στην οικογένεια λέγοντάς τους ακριβώς αυτό που σου είπαμε». Αφού με ρώτησαν τι είδους πρόβλημα υγείας είχε ο Παναγόπουλος, με ρώτησαν αν έχω κάποια συσκευή GPS πάνω μου.
Συνειδητοποίησα αργότερα, ότι δεν τους ένοιαζε αυτό ούτως ή άλλως επειδή το ταξίδι ήταν μόνο 30 λεπτά οδήγησης, μακριά από το σημείο και δεν μπήκαν στον κόπο να με ψάξουν, αλλά πίστεψαν μόνο στο λόγο μου. Σκεπτόμενος, αυτή τη λεπτομέρεια, αργότερα, δεν είμαι σίγουρος αν η κατοχή GPS θα μπορούσε να βοηθήσει, για το γεγονός ότι το ταξίδι ήταν σύντομο. Είχαν ήδη σπάσει και τα δύο κινητά μας και τα είχαν πέταξαν στο σημείο της απαγωγής. Αμέσως έβγαλα την κουκούλα του προσώπου μου για να δω πού ακριβώς ήταν ο Περικλής Παναγόπουλος, σήκωσα αμέσως το κεφάλι του από το πάτωμα του αυτοκινήτου παίρνοντάς τον στην αγκαλιά μου για να τον καθησυχάσω. Αμέσως με χτύπησε στο κεφάλι ο ένας απαγωγέας, που ήταν πιο κοντά μου και λέγοντας μου να ξαναβάλω την κουκούλα μου και να το βουλώσω. Έβαλα ξανά την κουκούλα καθώς τους έλεγα ότι ο Παναγόπουλος, είχε σοβαρά προβλήματα υγείας και ότι από το σοκ θα μπορούσε να πάθει κάτι σοβαρό ανά πάσα στιγμή.
Σε τι κατάσταση ήταν δηλαδή ο Περικλής Παναγόπουλος σε όλη τη διαδρομή;
Τελικά, με άφησαν να τον κρατήσω σε όλη την διαδρομή που ένοιωθα ότι δεν είχε τέλος ! Η κουκούλα μου ήταν ένα πλεκτό καπέλο χιονιού ή κάτι τέτοιο, οπότε όταν το τέντωσαν τόσο ώστε να μην μπορώ να δω, μπορούσα να δω αρκετά μέσα από τις τεντωμένες τρύπες για να καταλάβω το περιβάλλον.
Είχα απλώσει την κουκούλα μέχρι το στόμα μου. Άρχισα να μιλάω με τον Παναγόπουλο, προσπαθώντας να τον κάνω να μιλήσει για να προσδιορίσω την κατάστασή του και αν θα μπορέσει να βγει ζωντανός από αυτή την κατάσταση. Του έλεγα πόσο γενναίος ήταν και ότι δεν θα τον έβλαπταν ή θα τον σκότωναν και ότι απλά ήθελαν χρήματα. Καθώς δεν έπαιρνα καμία απάντηση λόγω του σοκ, τον ακούμπησα για καταλάβω έστω ένα σημάδι ζωής .
Ξαφνικά πήρα την πρώτη απάντηση, σήκωσε το δεξί του χέρι και με χάιδεψε στο κεφάλι, χωρίς να πει τίποτα, στη συνέχεια έγνεψε λίγο το κεφάλι του για να μου απαντήσει ότι ήταν εντάξει. Καθώς είχαμε μια ισχυρή σχέση, ήξερα ότι αν επιβίωνε από το πρώτο σοκ, η νοημοσύνη του και το επιχειρηματικό του μυαλό θα τον βοηθούσαν να επιβιώσει και να κυριαρχήσει την κατάσταση.
Μετά, όπως ανέφερα, 30λεπτά με το αυτοκίνητο κατάλαβα ότι είχαμε μπει σε κάποιο χωματόδρομο, καθώς τα χτυπήματα ήταν τόσα πολλά που μετά βίας μπορούσα να κρατήσω την ισορροπία μου γονατιστός. Το φορτηγάκι αρχίζει να επιβραδύνει αργά μέχρι που σταματάει, ανοίγουν την πλαϊνή συρόμενη πόρτα καθώς ο κρύος άνεμος ορμά στο εσωτερικό του οχήματος και σιγά σιγά σηκώνουν τον Παναγόπουλο να τον πάρουν μακριά μου. Τους φώναξα να τον προστατεύσουν από το κρύο άνεμο καθώς είχε εύθραυστη υγεία. Δεν άφηνε το χέρι μου και έπρεπε να του το τραβήξουν με βία για να με αφήσει.
Προσπαθούσα να τους πω ότι είμαι σαν γιος του και ότι θα έδινε το ίδιο ποσό αν έπαιρνα τη θέση του! Τους παρακάλεσα να πάρουν εμένα…καμία απάντηση. Καθώς ήμασταν χωρισμένοι, μπορούσα να δω ένα από τα μέλη της συμμορίας να με σημαδεύει με το AK47 καθώς στεκόταν έξω από τη συρόμενη πόρτα.
Νόμιζα ότι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπα ποτέ.
Πως κλιμακώθηκε το περιστατικό σε σχέση με εσάς;
Με σημάδευαν με όπλο, δεμένος με χειροπέδες και κάτω από πολύ άγχος, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να προσπαθήσω να απεγκλωβιστώ! Στη συνέχεια με έσυραν έξω από το βαν και δύο από τους απαγωγείς με έσπρωξαν κάπου, καθώς μου είπαν υπήρχε ένα δέντρο για να με δέσουν. Εγώ δεν μπορούσα να δω κανένα δέντρο σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, μετά σκέφτηκα ότι θα με εκτελέσουν και θα με αφήσουν σε κάποιο χαντάκι στο βουνό. Καθώς με πήγαιναν εκεί που ήθελαν, ξαφνικά με κλώτσησαν και έπεσα σε ένα βραχώδες χαντάκι. Ένας από αυτούς ήρθε τότε πίσω μου και έβαλε το πιστόλι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου λέγοντάς μου να σκάσω και να μην γυρίσω το κεφάλι μου! Προσπάθησα να μείνω ζωντανός ακόμα και για μερικά δευτερόλεπτα και τους ρώτησα ότι αν έπρεπε να εκτελεστώ ήθελα να σταθώ όρθιος.
Αν θέλετε να μάθετε ποιες είναι οι τελευταίες σκέψεις, ενός ανθρώπου που πιστεύει ότι είναι ένα βήμα πριν το τέλος του, μπορώ να σας πω ότι θα δεις τους πιο αγαπημένους σου. Έβλεπα τα 2 νεαρά αγόρια μου και πόσο θα τους λείψω…
Αργότερα, κατάλαβα ότι το να μην γυρίζω το κεφάλι μου, όπως μου είπαν, ήταν για να μην δω το τρίτο αυτοκίνητο στο οποίο είχαν βάλει τον Παναγόπουλο.
Τον είχαν βάλει στο πορτ-μπαγκάζ. Ξαφνικά με τράβηξαν επάνω, με έσυραν πίσω στο σημείο όπου ήταν το φορτηγό και το τζιπ (το τζιπ συνόδευε το φορτηγό) και έβγαλαν τις χειροπέδες μου, λέγοντάς μου να είμαι ”καλό παιδί” ώστε να μπορούν να με δέσουν ξανά με χειροπέδες σε ένα πεύκο.
Καθώς φορούσα ακόμα την κουκούλα, συνειδητοποίησα ότι ένα τρίτο αυτοκίνητο απομακρυνόταν. Τότε σιωπή… Αφού πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα, φωνάζοντας το όνομα του Παναγόπουλου και μη παίρνοντας καμία απάντηση από κανέναν αποφάσισα να βγάλω την κουκούλα μου. Δεν μπορούσα να δω κανέναν τριγύρω!
Δεν μπορούσα να πιστέψω ήμουν ακόμα ζωντανός!
Την ίδια στιγμή, άκουσα μια μεγάλη έκρηξη καθώς τα αυτοκίνητα είχαν πάρει φωτιά.
Πως νιώσατε που ήσασταν ζωντανός και είχατε απεγκλωβιστεί από το περιστατικό; Τι κάνατε μετά;
Έπρεπε να απελευθερωθώ! Έπρεπε να κάνω κάτι για να φύγω μακριά από τα αυτοκίνητα που είχαν τυλιχτεί στις φλόγες και να φτάσω σε ένα τηλέφωνο ή σε ένα κοντινό αστυνομικό τμήμα για να αναφέρω έγκαιρα τι είχε συμβεί.
Σκεφτόμουν ότι επέζησα από την απαγωγή αλλά ότι μπορώ χάσω τη ζωή μου από έκρηξη. Το πεύκο είχε ύψος περίπου 4μέτρα, έπρεπε να σπάσω ένα κλαδί με τα δόντια μου ώστε να μπορώ να σκαρφαλώσω καθώς ήμουν ακόμα δεμένος με χειροπέδες. Κάποιος παίρνει τεράστια δύναμη όταν υπάρχει μια τόσο απειλητική για τη ζωή του κατάσταση και το τελευταίο που θα σκεφτόμουν ήταν μερικά σπασμένα δόντια.
Όταν τελικά πήδηξα από το δέντρο, άρχισα να τρέχω προς μια κατεύθυνση που δεν ήξερα, προσπαθώντας να βρω κάτι ή κάποιον. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν σε μια μικρή βραχώδη πλαγιά και μπορούσα να δω έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο περίπου 500 μ. από εκεί που ήμουν. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο χωματόδρομο από το οποίο ήρθαν τα αυτοκίνητα. Αφού επιχείρησα 5 φορές να σταματήσω διερχόμενα αυτοκίνητα κουνώντας τα χέρια μου με χειροπέδες, μια γυναίκα οδηγός σταμάτησε επειδή φώναξα αστυνομία!! Δεν κατηγορώ τους άλλους οδηγούς που δεν σταμάτησαν, καθώς η εμφάνισή μου ένα πολύ κρύο πρωινό του Ιανουαρίου, με τα ρούχα μου σκισμένα και δεμένος με χειροπέδες, θα έβαζε οποιονδήποτε να σκεφτεί πολύ να σταματήσει και να βοηθήσει. Με πήγε στο κοντινό αστυνομικό τμήμα και μετά από ένα λεπτό εκεί, κατάλαβα ότι το ταξίδι μου δεν θα σταματήσει ποτέ…
Τι σκεφτόσασταν για τη τύχη του Περικλή Παναγόπουλο εκείνη τη στιγμή; Τι ακολούθησε μετά ;
Πολλά!! Κυρίως πού θα μπορούσαν να τον είχαν πάει και σε τι κατάσταση θα ήταν. Η είδηση της απαγωγής μεταδίδοντας ήδη σε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα έκτακτα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση!
Ο αρχηγός του αστυνομικού τμήματος με ρώτησε αν ήμουν ο οδηγός που άκουγε στις ειδήσεις. Καθώς κάποιοι αστυνομικοί προσπαθούσαν να μου βγάλουν τις χειροπέδες, του απάντησα ναι, ”Είμαι ο οδηγός του κ. Παναγόπουλου”. Κράτησε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια από την έκπληξη και αμέσως μετά προσπάθησε να πάρει τον έλεγχο της κατάστασης. Τον ρώτησα αν θα μπορούσα να κάνω κάποια τηλεφωνήματα και αφού πήρα άδεια, τηλεφώνησα αμέσως στην οικία του Περικλή Παναγόπουλου για να τους πω τι είχε συμβεί. Μίλησα με τη γυναίκα του και της είπα πως ο άντρας της είχε απαχθεί. Στη συνέχεια κάλεσα τη δική μου γυναίκα, για να την ηρεμήσω και αυτήν και τους δύο γιους μου καθώς ανησυχούσαν απίστευτα όπως αντιλαμβάνεστε. Θυμάμαι πόσο πολύ συναισθηματικά φορτισμένα ήταν τα τηλεφωνήματα αυτά.
Σύντομα και αφού μίλησαν στο τηλέφωνο με κάποιους αξιωματικούς της αστυνομίας, δύο μαύρα τζιπ της αστυνομίας με αστυνομικούς των ειδικών δυνάμεων ήρθαν και με πήραν. Με οδήγησαν πίσω στον τόπο της απαγωγής για να περιγράψω με όλες τις λεπτομέρειες το περιστατικό. Είναι ζωτικής σημασίας για την αστυνομία να έχει επί τόπου λεπτομέρειες και τόσο σύντομα από το περιστατικό.(άλλο ένα κομμάτι που μαθαίνουμε στις εκπαιδεύσεις μας. Γενικά να αποτυπώνουμε λεπτομέρειες για κάθε άνθρωπο ή αντικείμενο,,. ) Αφού εξήγησα κάθε λεπτομέρεια που θυμόμουν, πήγα στην οικία του Περικλή Παναγόπουλου. Βρισκόντουσαν όλοι εκεί και είχανε έρθει άνθρωποι και από την εταιρεία. Με αγκάλιασαν όλοι και περίμεναν από εμένα να τους εξιστορήσω τα γεγονότα με λεπτομέρειες. Αφού είπα το όλο περιστατικό πάνω από 20 φορές και προσπάθησα να απαντήσω στις ερωτήσεις όλων, στη συνέχεια ηρέμησα κάπως, έχοντας όμως συνέχεια στο μυαλό και στην ψυχή μου τον κ. Παναγόπουλο, σε τι κατάσταση θα βρισκόταν και που. Θα έμενα εκεί μέχρι να τελείωνε όλο αυτό, μέχρι να επέστρεφε στο σπίτι του! Ποτέ η σκέψη του θανάτου του δεν πέρασε από το μυαλό μου, το μόνο πράγμα για το οποίο ανησυχούσα ήταν τα προβλήματα υγείας του και να μην είμαι εκεί για αυτόν.
Τι έγινε τις επόμενες ημέρες; Πότε ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με τους απαγωγείς;
Αφού δεν λάβαμε κανένα τηλεφώνημα από τους απαγωγείς, η πρώτη μέρα τελείωσε, βρίσκοντάς με εξαντλημένο και πολύ στεναχωρημένο. Είχα αποκοιμηθεί με τη “εικόνα του χεριού του κ. Παναγόπουλου να μην με αφήνει να φύγω”. Η επόμενη μέρα ήταν επίσης εξαιρετικά απογοητευτική. H σύζυγος του Περικλή Παναγόπουλου έλαβε μια κλήση από τους απαγωγείς που απαιτούσαν λύτρα 30.000.000 ευρώ και πάλι. Ήταν θυμωμένοι στην αρχή γνωρίζοντας ότι οι αστυνομικοί ήταν παντού στο σπίτι, δίπλα στα τηλέφωνα, να μας συμβουλεύουν κ.λ.π..
Όλο τον χρόνο της αναμονής, σκεφτόμουν τι πήγε στραβά και πώς θα μπορούσα να αποφύγω αυτό το τρομερό περιστατικό. Κατηγορούσα τον εαυτό μου που δεν ήμουν αρκετά πειστικός, για να έχουμε μια ομάδα να μας συνοδεύει! Αν είχα κάνει αυτό και αν είχα κάνει το άλλο και ούτω καθεξής. Την τρίτη μέρα, οι απαγωγείς τηλεφώνησαν ξανά λέγοντάς μας να ακολουθήσουμε τις οδηγίες τους. Κάποιος θα έπρεπε να πάει να πάρει ένα DVD από ένα σημείο της εθνικής οδού με τον βίντεο όπου θα μιλούσε ο Περικλής Παναγόπουλος για να μας αποδείξουν ότι είναι καλά. Στο DVD έλεγε επίσης ότι θα έπρεπε να κάνω εγώ την παράδοση των λύτρων. Η τέταρτη μέρα ήταν χωρίς κανένα νέο και οι σκέψεις ότι κάτι θα μπορούσε να είχε πάει στραβά ήταν στο μυαλό όλων. Ήρθε η πέμπτη μέρα και οι διαπραγματεύσεις έρχονταν και πήγαιναν. Η αστυνομία προσπαθούσε να μειώσει τα λύτρα, η οικογένεια ήθελε τον άνθρωπο της πίσω με κάθε κόστος! Η έκτη μέρα ήταν η μέρα που η οικογένεια κατάφερε να πάρει τα χρήματα από την τράπεζα. Πράγματι, πολλά χρήματα! Κανείς δεν είχε ξαναδεί τόσα λεφτά. Σε 6 τεράστιες τσάντες ταξιδιού, λόγω του γεγονότος ότι τα λύτρα έπρεπε να παραδοθούν σε μικρά χαρτονομίσματα. Οι τσάντες με τα χρήματα ήταν κλειστές σε ένα μικρό γραφείο που φρουρούνταν όλη τη νύχτα. Η μυρωδιά των χρημάτων ήταν κάτι που ακόμα θυμάμαι! Η έβδομη μέρα ήρθε και είχαμε ήδη οδηγίες από το προηγούμενο βράδυ να περιμένουμε ένα πρωινό τηλεφώνημα από αυτούς (τους απαγωγείς). Το τηλεφώνημα έγινε και αφού η σύζυγος του πήρε τις οδηγίες για την παράδοση, ρώτησε τους απαγωγείς αν μπορούσε να έρθει μαζί μου. Πολύ γενναία, πράγματι πήδηξε στο αυτοκίνητο!
Ξεκινήσατε λοιπόν για τη παράδοση των λύτρων. Πως εξελίχθηκε αυτή η διαδικασία και πως απελευθερώθηκε τελικά ο Περικλής Παναγόπουλος;
Φύγαμε αμέσως, οδηγώντας ένα μη ύποπτο αυτοκίνητο, λόγω του ότι οι δημοσιογράφοι ήταν παντού, φορτωμένοι με “30.000.000 ελπίδες” για να πάρουμε πίσω το αγαπημένο μας πρόσωπο. Είχαμε οδηγίες να σταματάμε κάθε μία ώρα οδήγησης περίπου σε διάφορα μέρη, για να αποδείξουμε ότι δεν μας ακολουθούσε η αστυνομία. Αφού οδηγήσαμε για περίπου 9 ώρες λόγω των πολλαπλών στάσεων που έπρεπε να μας κάνουμε, φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Η επικοινωνία έγινε φυσικά μέσω κινητού τηλεφώνου και κάθε κλήση που λάβαμε ήταν από διαφορετικό αριθμό. Λίγα λεπτά μετά την άφιξή μας στη Θεσσαλονίκη έγινε η τελευταία κλήση από το τηλέφωνο του απαγωγέα. Με ήθελαν στο τηλέφωνο…
Ήταν εξοργισμένοι και με έβριζαν λόγω του γεγονότος ότι αστυνομικοί σε διάφορα αυτοκίνητα, μας ακολουθούσαν. Εδώ να αναφέρω ότι ο ίδιος είχα δει πολλές φορές το ελικόπτερο της αστυνομίας από πάνω μας. Τελικά, μου δόθηκε εντολή να φύγω από τη Θεσσαλονίκη και να επιστρέψω στην οικία στην Αθήνα.
Μετά από πέντε ώρες οδήγησης, ήμασταν πίσω στο σπίτι. Μια πολύ έντονη ημέρα πέρασε χωρίς κανένα αποτέλεσμα και με μεγάλη απογοήτευση γιατί αυτό σήμαινε άλλη μια μέρα αιχμαλωσίας. Ήρθε η όγδοη μέρα, και έγινε άλλο ένα πρωινό τηλέφωνο. Είχαμε και πάλι οδηγίες να ακολουθήσουμε την ίδια διαδρομή με την προηγούμενη μέρα. Περίπου 150χλμ από την Αθήνα, λάβαμε μια κλήση για να βγούμε από την εθνική οδό, να πάμε κάτω από μια γέφυρα σε ένα χωματόδρομο. Ο χωματόδρομος ήταν αδιέξοδος. Στη συνέχεια, μου είπαν να πετάξω τις τσάντες με τα λύτρα και το κινητό που είχαμε κάτω από μια άλλη μικρή γέφυρα στο τέλος του δρόμου. Έτσι και έγινε, και αφήσαμε το σημείο παράδοσης αμέσως.
Αργότερα εκείνο το βράδυ λάβαμε μια κλήση που μας έδινε οδηγίες να πάμε σε ένα μέρος να πάρουμε τον κ. Παναγόπουλο. Φυσικά, η Αστυνομία μας είχε προλάβει εκεί, και αφού φτάσαμε σε ένα αστυνομικό τμήμα, πήραμε τελικά πίσω τον κ. Παναγόπουλο!! Ήταν ντυμένος με φόρμα και δεν είχε ξυριστεί για όλες αυτές τις μέρες, πολύ κουρασμένος αλλά χαρούμενος που μας έβλεπε ξανά!
Του είχαν δώσει μάλιστα το πιστόλι μου χωρίς τον γεμιστήρα. Μετά από μερικές μέρες στο εγκληματολογικό, πήρα πίσω το όπλο μου.
Αγκαλιαστήκαμε και φύγαμε για το σπίτι του…
Πώς κατέληξε η υπόθεση της απαγωγής ;
Είναι γνωστό ότι μετά από 3 ή 4 μήνες οι απαγωγείς συνελήφθησαν. Ήταν μια ομάδα περίπου 18 ατόμων, σχεδόν όλοι γνωστοί στην Αστυνομία με πολλές καταδίκες για ληστείες φόνους και κάθε είδους εγκληματική συμπεριφορά. Τότε συνειδητοποίησα ότι το να μην αντιδράσω στη διάρκεια του περιστατικού, ήταν ίσως η πιο σωστή επιλογή υπό αυτές τις συνθήκες. Αν δεν μπορείς να αποφύγεις την απαγωγή ή οποιαδήποτε απειλητική για τη ζωή σου κατάσταση, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να καταφέρεις να μείνεις ζωντανός, να συλλέξεις όσα στοιχεία μπορείς και να προσπαθήσεις να φύγεις από αυτό ζωντανός.
Έως σήμερα (Σεπτέμβριος 2021) τα χρήματα των λύτρων δεν έχουν βρεθεί!
Ο Περικλής Παναγόπουλος, απεβίωσε 5 Φεβρουαρίου του 2019, έχοντας μακροχρόνια προβλήματα υγείας στις. Σίγουρα πιστεύω ότι επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό και από όλη αυτή την περιπέτεια. Όλα τα μέλη της ομάδας απαγωγής έχουν εξαντλήσει τις ποινές τους… Όλοι σχεδόν έχουν αποφυλακιστεί, ζώντας μια φυσιολογική ζωή χάρη στην Ελληνική Νομοθεσία.
Τι αποτύπωμα άφησε προσωπικά και επαγγελματικά σε εσάς όλη αυτή η ιστορία και ποια είναι η συνέχεια στην επαγγελματική σας πορεία;
Είναι σίγουρο ότι η ύπαρξη μιας σωστής επαγγελματικής ομάδας σωματοφυλάκων θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση ενός περιστατικού απαγωγής όπως αυτό που μοιράστηκα μαζί σας. Με πρόληψη και αξιολόγηση των δρομολογίων και άλλων φυσικά παραμέτρων, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι οι απαγωγείς θα έπρεπε να το ξανασκεφτούν πριν κάνουν μια τέτοια επιλογή!
Ασφάλεια είναι η μόνο πρόληψη και όχι η καταστολή! Κανείς δεν θέλει απώλειες, ούτε καν οι παραβατικοί!
Έχω ιδρύσει την εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας «Defensor Civitatis Security Services» (www.defensor.gr) και πραγματικά προσπαθούμε με τους συνεργάτες μου να αντιμετωπίσουμε προληπτικά κάθε ενδεχόμενη εγκληματική ενέργεια, αξιολογώντας τους κινδύνους και λαμβάνοντας πάντα τα κατάλληλα μέτρα προστασίας για τους πελάτες μας.
Παρά τις πολλές εκπαιδεύσεις, που είχα πριν από το περιστατικό της απαγωγής αλλά και το πραγματικό πάθος στο επάγγελμά μου, το να είμαι σε μια πραγματικά απειλητική για τη ζωή μου κατάσταση, είναι κάτι που θα λέγαμε ότι υπερβαίνει οποιαδήποτε θεωρητική ή πρακτική εκπαίδευση. Η επιβίωση από αυτό το περιστατικό, με ώθησε να δημιουργήσω την εταιρεία ασφαλείας, δίνοντας προτεραιότητα στις συμβουλευτικές υπηρεσίες κυρίως σε επιχειρηματίες που θέλουν να οργανώσουν σωστά την προσωπική τους ασφάλεια και της οικογένειας τους.
Έτσι θεωρώ ότι συμβάλω και εγώ, βάζοντας ένα λιθαράκι στις ιδιωτικές προσπάθειες για την αναβάθμιση των υπηρεσιών ασφάλειας στη χώρα μας και παράλληλα θέλω να μεταδώσω τις γνώσεις μου και να μοιραστώ τις εμπειρίες μου με νέους που επιθυμούν να ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα.
Επιπρόσθετα, είμαι μέλος στον Πανελλήνιο Σύλλογο Συνοδών Ασφάλειας (ΠΑ.ΣΥ.ΣΑ.) ή Hellenic Bodyguards Association (HBA) – με τον οποίο συνεργάζεται και η εταιρία μου – που αποτελεί τον πρώτο νόμιμο Ελληνικό σύλλογο συνοδών ασφάλειας, με κρατική άδεια. Τα πρώτα 20 ιδρυτικά μέλη είναι επικεφαλής ομάδων και διευθυντές ασφαλείας, από τις μεγαλύτερες εταιρείες και οικογένειες σημαντικών επιχειρηματιών στην Ελλάδα. Σκοπός του Συλλόγου είναι να βοηθάει, να εκπαιδεύει και να καθοδηγεί τους πραγματικούς επαγγελματίες συνοδούς ασφάλειας στα θέματα εκπαίδευσης και όχι μόνο και παράλληλα να προστατεύσει το χώρο από μη επαγγελματίες. Παράλληλα εντείνουμε τις προσπάθειες για αλλαγή του νόμου σχετικά με τα θέματα ασφάλειας ώστε να διαχωρίσει τον σωματοφύλακα από το υπόλοιπο προσωπικό ασφαλείας όπως και να καθοριστεί ένα πλαίσιο στο θέμα των εκπαιδεύσεων σε χειρισμό όπλων σε συνεργασία με το κράτος .
Πως θα θέλατε να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη;
“Είναι τιμή μου και είμαι πολύ ευγνώμων που έζησα, δούλεψα πλάι – πλάι μέχρι το τέλος, με έναν μεγάλο επιχειρηματία, ένα λαμπρό μυαλό, έναν ειλικρινή ΑΝΘΡΩΠΟ που έβρισκε τεράστια χαρά να βοηθάει τους άλλους και πάνω απ’ όλα έναν ΚΥΡΙΟ!
Πάντα θα τιμώ τις συζητήσεις μας, θα σέβομαι το όνομά σου και θα διδάσκω τις γνώσεις σου και την ηθική σου.
Μέχρι να ξανασυναντηθούμε…
Ευχαριστώ, Περικλή Παναγόπουλε».