Τα “ανοιχτά” συστήματα ως παράγοντας βιώσιμης λύσης ελέγχου πρόσβασης
Με την πληθώρα των λύσεων στο τομέα του ελέγχου πρόσβασης που προσφέρει σήμερα η αγορά και σε συνάρτηση με τις τεχνολογικές τάσεις που συνεχώς εξελίσσονται, η απόφαση για τους εγκαταστάτες συστημάτων ασφάλειας και όσους υλοποιούν αντίστοιχα έργα, αλλά και για τους ίδιους τους τελικούς πελάτες, σε ότι αφορά ποια λύση access control θα επιλέξουν είναι μερικές φορές δύσκολη αλλά ιδιαίτερα σημαντική.
του Νέστορα Πεχλιβανίδη
Αν θα θέλαμε να εστιάσουμε σε ένα βασικό κριτήριο επιλογής μιας λύσης ελέγχου πρόσβασης από πλευράς όλων όσων έχουν την ευθύνη να υλοποιήσουν ένα τέτοιο έργο, ιδιαίτερα σε μια εγκατάσταση που το σύστημα access control είναι κομβικής σημασίας, θα έπρεπε να αναδείξουμε ως πρωτεύον το στοιχείο τις δυνατότητες μελλοντικής αξιοποίησης του. Δηλαδή, της ανθεκτικότητας στο χρόνο σε σχέση με την απόδοση, την αποτελεσματικότητα και τη λειτουργικότητά του και σε συνάρτηση με τις νέες απαιτήσεις που θα υπάρξουν.
Είναι σίγουρο ότι κανείς δεν θα ήθελε να αποκτήσει ένα σύστημα ασφαλείας και ειδικότερα ένα σύστημα ελέγχου πρόσβασης, που μπορεί σε λίγα χρόνια να θεωρείται ότι δεν καλύπτει τις απαιτήσεις που προκύπτουν ή ότι είναι ξεπερασμένης τεχνολογίας. Η δυνατότητα επεκτασιμότητας, η ικανότητα να αφομοιώνει τις νέες τεχνολογίες, η ευκολία αναβάθμισης και η συμβατότητα με άλλες λύσεις και συστήματα από τρίτους κατασκευαστές, είναι πολύ σημαντικά στοιχεία για την επιλογή μιας πλατφόρμας ελέγχου πρόσβασης.
Καθώς η επένδυση χρημάτων και η κατανάλωση πόρων για μια νέα εγκατάσταση, αλλά και τα κόστη συντήρησης και διαχείρισης, είναι σημαντικά, θα πρέπει η απόφαση για την επιλογή ενός συστήματος ελέγχου πρόσβασης σε μια σύγχρονη επιχείρηση, να καλύπτει όλα τα παραπάνω στοιχεία, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε πιθανότητα πλήρους ή μερικής αντικατάστασης σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε μια ορθή απόφαση επιλογής ενός τέτοιου συστήματος ελέγχου πρόσβασης, χρειάζεται να λάβουμε υπόψη κάποιους σημαντικούς παράγοντες τους οποίους προσπαθούμε να αναδείξουμε μέσα αυτό το άρθρο.
Εξετάζοντας τα δυο βασικά μοντέλα υλοποίησης
Σήμερα, η αγορά συστημάτων ελέγχου πρόσβασης βρίσκεται εν μέσω συνεχούς εξέλιξης και τεχνολογικών καινοτομιών όχι μόνο σε ότι αφορά τα μέσα ταυτοποίησης των χρηστών, δηλαδή κάρτες, κωδικοί πρόσβασης, κινητά τηλέφωνα, βιομετρικά στοιχεία, κλπ, αλλά και ως προς την αρχιτεκτονική υλοποίησης του κάθε έργου.
Τα τελευταία χρόνια, θα λέγαμε ότι παρατηρούμε δύο βασικά μοντέλα υλοποίησης να έχουν επικρατήσει στο κλάδο των συστημάτων ελέγχου πρόσβασης. Το ένα συνίσταται στις παραδοσιακές λύσεις “κλειστού τύπου” με περιορισμένες δυνατότητες συν-λειτουργίας με τα συστήματα άλλων κατασκευαστών και ένα δεύτερο μοντέλο που προωθεί τα “ανοιχτά” συστήματα ελέγχου πρόσβασης τα οποία έχουν σχεδιαστεί με στόχο να παρέχουν ευελιξία τόσο στην ενσωμάτωση νέου υλικού όσο και στη συμβατότητα με νέα λογισμικά στο πλαίσιο μιας ενοποιημένης αρχιτεκτονικής.
Πολλοί κατασκευαστές συστημάτων ασφάλειας, ενσωματώνουν σε μια ενιαία πλατφόρμα ελέγχου πρόσβασης και επιπλέον δυνατότητες συνεργασίας και με συστήματα βιντεοεπιτήρησης, δικής τους πάντα κατασκευής, προκειμένου να ενοποιήσουν όλες μαζί τις υπηρεσίες που μπορεί να χρειαστεί ο τελικός χρήστης. Αυτή είναι μια επιλογή που διευκολύνει σημαντικά την υλοποίηση του έργου και σίγουρα τη διαχείριση του. Σε αυτή την περίπτωση όμως θα πρέπει η τεχνική εταιρία, αλλά και ο τελικός πελάτης που επιλέγουν ένα τέτοιο το σύστημα να αντιληφθούν, ότι αυτή η δέσμευση με μία all-in-one λύση εξυπηρετεί σίγουρα τις τωρινές απαιτήσεις, αλλά αυτό μπορεί αυτό να μην συμβαίνει και στους στόχους που μπορεί να προκύψουν μακροπρόθεσμα. Το ζήτημα που εγείρεται μερικές φορές είναι το κατά πόσο οι τεχνικοί, έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την ανάγκη αναβάθμιση και επέκταση του συστήματος σε μία τέτοια περίπτωση με αρμονικό τρόπο. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει μια προσεκτική μελέτη της εγκατάστασης των απαιτήσεων που υπάρχουν και το ενδεχόμενο αυτές οι απαιτήσεις να μεταβληθούν προκειμένου – σε συνεργασία πάντα με τον τελικό πελάτη – το σύστημα που θα τοποθετηθεί να διατηρήσει την αξία του και μελλοντικά και να μην αποδειχθεί σε κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα ότι δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες.
Στον αντίποδα τώρα, το μοντέλο ανοικτών και επεκτάσιμων λύσεων ελέγχου πρόσβασης, μπορεί να υποστηρίξει δυνατότητες συν-λειτουργίας μεταξύ διαφορετικών κατασκευαστών και συστημάτων κάθε κατηγορίας συνδυάζοντας πολλαπλές χρήσεις και υπηρεσίες για τους τελικούς χρήστες. Αυτά τα συστήματα επιτρέπουν στους εγκαταστάτες να δημιουργούν προσαρμοσμένα και ολοκληρωμένα συστήματα, επιλέγοντας και χρησιμοποιώντας υλικό και λογισμικό από διαφορετικούς κατασκευαστικούς οίκους σημαντικών brands.
Κατά την επιλογή ενός ανοιχτού συστήματος ελέγχου πρόσβασης, σημαντική είναι η υποχρέωση του παρόχου να αναπτύσσει και να συντηρεί ξεχωριστά τις διαφορετικές συσκευές που αποτελούν το σύστημα. Κάθε συσκευή θα λέγαμε ότι “μιλάει τη δική του γλώσσα” και ως εκ τούτου απαιτείται ειδική προσπάθεια, επένδυση και αξιοποίηση πόρων για την ορθή διαχείριση του συστήματος. Φυσικά ένα λογισμικό ΑΡΙ θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει πως οι ενοποιήσεις του λογισμικού είναι όχι απλά εφικτές αλλά λειτουργικές.
Αμφότερα λοιπόν και τα δυο μοντέλα παρουσιάζουν πλεονεκτήματα. Το σημαντικότερο είναι να επιλεχθεί εκείνο το σύστημα που θα καλύψει τις ανάγκες των τελικών πελατών τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Η κατανόηση των πλεονεκτημάτων είναι ο παράγοντας που θα κάνει τη διαφορά ώστε οι πελάτες να είναι ικανοποιημένοι και οι επιχειρήσεις βιώσιμες. Για ορισμένους τελικούς χρήστες λοιπόν, ίσως μία all-in-one λύση να ταιριάζει περισσότερο σε μία τρέχουσα περίπτωση ή στα σχέδια τους. Ωστόσο άλλοι χρήστες, ίσως χρειαστούν μια πραγματικά ανοιχτή πλατφόρμα που θα παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία και ελευθερία τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Ευκολία χρήσης για εγκαταστάτες και τελικούς χρήστες
Η εγκατάσταση ενός συστήματος είναι πάντα ένα ζητούμενο, η χρήση του όμως και μάλιστα σε βάθος χρόνου είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Η ευκολία χρήσης ενός συστήματος ελέγχου πρόσβασης είναι πρωταρχικό ζητούμενο σε πολλές περιπτώσεις. Αυτό βέβαια που καθορίζει την ευκολία για έναν τεχνικό ή κάποιον τελικό χρήστη, μπορεί να μην είναι πάντα ίδιο. Οι εγκαταστάτες σχετίζονται με την υλοποίηση του έργου, την παραμετροποίησή του, τη διαχείριση και τη συντήρηση. Από την άλλη, η εμπειρία του τελικού χρήστη, έχει να κάνει με την ίδια την καθημερινή λειτουργία του συστήματος στις θύρες εισόδους και στον απαιτούμενο έλεγχο των διαδικασιών που θέτει ο κάθε οργανισμός.
Οι εταιρικοί πελάτες σήμερα, προσδοκούν οι λύσεις στον έλεγχο πρόσβασης να τείνουν να είναι όσο το δυνατόν πιο φιλικές προς τον τελικό χρήστη. Φερ’ ειπείν, οι τελικοί πελάτες που επιθυμούν κυρίως να διαχειρίζονται λειτουργίες όπως είναι ο έλεγχος πρόσβασης επισκεπτών στην κτιριακή εγκατάστασης, απαιτούν μέγιστη ασφάλεια στο λιγότερο δυνατό χρόνο ολοκλήρωσης των διαδικασιών του ελέγχου πρόσβασης. Οι πιο κλειστές λύσεις και αυτές που μπορεί να συνδυάζουν και τη βιντεοεπιτήρηση και τον έλεγχο πρόσβασης, μπορεί να καλύπτουν τις απαιτήσεις μιας all-in-one λύση με ενισχυμένο επίπεδο ασφάλειας, αλλά ίσως να υστερούν στη φιλικότητα χρήσης για τη διαχείριση του συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση η ευκολία χρήσης είναι μια κρίσιμη παράμετρο για τα σύγχρονα συστήματα ελέγχου πρόσβασης και σίγουρα επιδρά καταλυτικά στην επιλογή αγοράς και εγκατάστασης μιας λύσης.
Το τοπίο στην αγορά – Οι παραδοσιακοί παίκτες και οι νεοεισερχόμενοι
Στην αγορά της βιομηχανίας των ηλεκτρονικών συστημάτων ασφάλειας γενικότερα και ειδικότερα του ελέγχου πρόσβασης, υπάρχουν αρκετές δημοφιλείς εταιρίες που πολύ συχνά καινοτομούν στην ανάπτυξη προϊόντων, αφομοιώνοντας πολλές από τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις.
Στην πορεία όμως – ειδικά τα τελευταία χρόνια – έχουν εμφανιστεί και αρκετές νεοσύστατε εταιρίες θα λέγαμε, που έχουν λανσάρει στην αγορά προτάσεις που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον ειδικά σε ότι αφορά συστήματα ελέγχου πρόσβασης με ασύρματη τεχνολογία, πλήρως IP ή με βάση λειτουργίας το cloud.
H αξιολόγηση όλων αυτών των προτάσεων, από τους προμηθευτές, τους εγκαταστάτες αλλά και τους τελικούς πελάτες, είναι μια διαδικασία αρκετά σημαντική σήμερα προκειμένου να καταλήξουν στη καλύτερη δυνατή επιλογή.
Οι απαιτήσεις των πελατών σήμερα για συγκεκριμένα και ίσως πιο εξειδικευμένα χαρακτηριστικά, οδηγούν πολλές φορές τους εγκαταστάτες των έργων στο να αναζητήσουν λύσεις που θα καλύπτουν τις ειδικές προδιαγραφές που θέτουν οι πελάτες τους, αφήνοντας μερικές φορές ίσως σε δεύτερη μοίρα το στοιχείο του πόσο γνωστή, έμπειρη ή καταξιωμένη είναι μια κατασκευάστρια εταιρία.
Ειδικότερα, όπως αναφέραμε νωρίτερα, η αγορά συστημάτων ελέγχου πρόσβασης που βασίζονται στο cloud έχει γνωρίσει ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα νεοσύστατες εταιρείες να διεισδύσουν γρήγορα και πλέον να έχουν μια δυνατή πελατειακή βάση που ανταγωνίζεται την αντίστοιχη παραδοσιακών κατασκευαστών. Δεδομένης αυτής της δυναμικής που έχει η αγορά, οι εγκαταστάτες δεν πρέπει να παραβλέπουν τις ελπιδοφόρες τεχνολογίες που ενδεχομένως να εξυπηρετήσουν καλύτερα τις απαιτήσεις των πελατών τους.
Επεκτασιμότητα ως στοιχείο βιωσιμότητας
Για τα συστήματα ελέγχου πρόσβασης, οι δυνατότητες επεκτασιμότητας μπορεί να είναι συχνά η κυριότερα απαίτηση των τελικών χρηστών. Καθώς ο αριθμός των εργαζομένων μπορεί να αυξάνεται, οι διαμορφώσεις των χώρων να αλλάζουν ή και να ανοίγουν νέες πρόσθετες εγκαταστάσεις, οι τελικοί πελάτες χρειάζονται ευέλικτά συστήματα που θα μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω και να προσαρμοστούν στις αναδυόμενες ανάγκες. Προκειμένου λοιπόν να ανταπεξέλθουν με επιτυχία οι εγκαταστάτες και να ικανοποιήσουν τους τελικούς τους πελάτες, θα πρέπει η επιλογή των λύσεων ελέγχου πρόσβασης να είναι σε θέση να προσαρμοστούν στις ανάγκες που τυχόν θα προκύψουν.
Επιλέγοντας ένα σύστημα ελέγχου πρόσβασης που είναι επεκτάσιμο και κατ’ επέκταση βιώσιμο, οι εγκαταστάτες στέλνουν ένα μήνυμα στους εταιρικούς πελάτες τους ότι ενδιαφέρονται για τις ανάγκες τους σήμερα, αλλά παράλληλα τους παρέχουν και υποστήριξη αύριο.
Τα ανοιχτά συστήματα ελέγχου πρόσβασης επιτρέπουν στους εγκαταστάτες να αξιοποιήσουν τις καλύτερες επιλογές υλικού στην αγορά. Οι τελικοί χρήστες έχουν ποικιλία επιλογών όσον αφορά τον μηχανισμό κλειδώματος, κάτι που οι αποκλειστικές λύσεις δεν είναι σε θέση να προσφέρουν. Η εύρεση μιας λύσης που έχει τα χαρακτηριστικά που χρειάζεται ένας τελικός χρήστης, την αισθητική και μια ελκυστική τιμή είναι ένας φιλόδοξος και σύνθετος στόχος που σίγουρα είναι πιο εύκολα να επιτευχθεί μέσα από ένα σύστημα ελέγχου πρόσβασης που απελευθερώνει τους εγκαταστάτες και τους τελικούς χρήστες από περιορισμούς.
Οι πρακτικές ολικής ή μερικής αντικατάστασης, όταν ένας πελάτης ήθελε να επεκτείνει το σύστημά του, είναι εφικτό πλέον να μην είναι απαραίτητη. Τα ολοκληρωμένα – ανοιχτά συστήματα ελέγχου πρόσβασης καθιστούν εφικτό για τους εγκαταστάτες να αξιοποιήσουν το hardware που είναι ήδη τοποθετημένο και να αναπτύξουν μια εφαρμογή τελικού χρήστη με την πάροδο του χρόνου. Μπορεί η προσέγγιση “rip & replace” για αναβαθμίσεις συστημάτων να φαίνονταν πιο κερδοφόρα για τους προμηθευτές και τους εγκαταστάτες, όμως οι πελάτες δεν θα ήθελαν σίγουρα να δαπανούν επιπλέον χρήματα για πάντα.
Στο μέλλον, οι εγκαταστάτες είναι πιθανόν να αναμένουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον των πελατών τους για λύσεις ελέγχου πρόσβασης ανοιχτού τύπου που μπορούν να συνδεθούν και να διαχειριστούν διαφορετικές μάρκες υλικού και να ενσωματωθούν με τα άλλα συστήματα λογισμικού τους, όπως συστήματα ανθρώπινου δυναμικού, CRMs και λογισμικό διαχείρισης εγκαταστάσεων μέσω API λογισμικού. Εάν εντέλει επιλέξουν μία ή δύο τυποποιημένες λύσεις ελέγχου πρόσβασης, συνετό θα ήταν, οι εγκαταστάτες να διασφαλίσουν ότι τουλάχιστον μία από αυτές είναι ανοιχτού τύπου καθώς θα επωφεληθούν οι ίδιοι από τις επικείμενες ευκαιρίες. Η ευελιξία είναι σίγουρα θετική για τους πελάτες και μπορεί να είναι καλή και για τους ίδιους.